Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Max Weber: H σχέση ανάμεσα στην Πολιτική και την Ηθική


Honore Daumier, 'Ο Δον Κιχώτης διαβάζει.' 1870. 
Το έργο αυτό ήταν εξώφυλλο του τεύχους 74 της 
Εποπτείας, τεύχους αφιερωμένου στον Max Weber.
Ποια είναι η πραγματική σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την ηθική; Μήπως δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση μεταξύ τους, όπως συμπτωματικά λέγεται; Ή θα πρέπει αντίστροφα να δεχθούμε ότι είναι σωστή η άποψη, πως και για την πολιτική δράση ισχύει «η ίδια» ηθική, που ισχύει και για οποιαδήποτε άλλη πράξη; Κάποτε πίστευαν ότι ανάμεσα στους δύο αυτούς ισχυρισμούς υπάρχει μια σχέση αλληλοαποκλεισμού: ή η μια άποψη είναι σωστή, ή η άλλη. […]

Θα μπορούσε πραγματικά να είναι τόσο αδιάφορο για τα ηθικά αιτήματα προς την πολιτική το γεγονός, ότι αυτή εργάζεται με ένα εντελώς ιδιαίτερο μέσο, δηλαδή την εξουσία, πίσω από την οποία υπάρχει η βία; […]

Όσο για τον ευγενή χαρακτήρα των τελικών προθέσεων, και οι καταπολεμούμενοι αντίπαλοι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο διεκδικούν και για τον εαυτό τους, και υποκειμενικά εντελώς ειλικρινά. «Πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρη απολούνται», και ο αγώνας είναι παντού αγώνας. Επομένως: η ηθική της επί του Όρους Ομιλίας; Η επί του Όρους Ομιλία -εννοούμε την απόλυτη ηθική του Ευαγγελίου- είναι υπόθεση πολύ πιο σοβαρή, απ’ ό,τι φαντάζονται αυτοί που ευχάριστα παραπέμπουν στις εντολές της. Δεν μπορεί κανείς να παίζει με την ηθική αυτή. Για την ηθική αυτή ισχύει αυτό που λέχθηκε και για την αιτιότητα στην επιστήμη: δεν πρόκειται για αγοραίο όχημα, που μπορεί κανείς να το σταματά όπου και όποτε θέλει, για να επιβιβασθεί ή αποβιβασθεί ανάλογα με τα κέφια του. Στην ηθική αυτή αντίθετα ισχύει: ή εξ ολοκλήρου ή καθόλου. Αυτό ακριβώς είναι το νόημά της, αν πρόκειται να προκύψει απ’ αυτή κάτι διαφορετικό και όχι κοινοτοπίες. Ας πάρουμε το παράδειγμα του πλούσιου νεανίσκου: «Ακούσας ταύτα περίλυπος εγενήθη, ην γαρ πλούσιος σφόδρα». Η Ευαγγελική εντολή είναι απόλυτη και σαφής: μοίρασε ό,τι έχεις: όλα ανεξαιρέτως. Ο πολιτικός θα πει: μα αυτό είναι μια υπερβολική απαίτηση, χωρίς κανένα κοινωνικό νόημα, εφόσον τουλάχιστον δεν θα επιβληθεί υποχρεωτικά σε όλους. Επομένως: φορολόγηση, - εξανεμισμός της περιουσίας μέσω δυσβάστακτης, φορολογίας, πλήρης δήμευσημε μια λέξη: καταναγκασμός και τάξη για όλους. Αλλά η ηθική εντολή δεν ενδιαφέρεται καθόλου για κάτι τέτοιο. Αυτό αποτελεί και την ουσία της. Ή ακόμα: «τω τύπτοντί σε επί την σιαγόνα πάρεχε και την άλλην» Ανεπιφύλακτα, χωρίς να ρωτάς: πώς και ο άλλος έχει το δικαίωμα να με ραπίζει; Πρόκειται για μια ηθική της αναξιοπρέπειας —εκτός αν είναι κανένας άγιος. Αλλά περί αυτού ακριβώς πρόκειται: πρέπει κανείς να είναι άγιος σε όλα, τουλάχιστον κατά την πρόθεσή του· πρέπει να ζει όπως ο Χριστός, όπως οι Απόστολοι, όπως ο άγιος Φραγκίσκος και οι όμοιοί του. Τότε η ηθική αυτή αποκτά νόημα και γίνεται έκφραση αξιοπρέπειας. Αλλιώς όχι.

Γιατί αν η ακοσμική ηθική της αγάπης ορίζει συνεπέστατα: «μη αντιστήναι τω πονηρώ», για τον πολιτικό αντίθετα ισχύει η εντολή: οφείλεις να αντισταθείς βίαια κατα του πονηρού - άλλως είσαι υπεύθυνος για την επικράτησή του! […]

Τέλος: το χρέος της αλήθειας. Για την απόλυτη ηθική είναι το χρέος αυτό απόλυτο. Επομένως, έβγαλαν το συμπέρασμα: δημοσίευση όλων των στοιχείων, και προ παντός εκείνων που επιβαρύνουν τη χώρα μας, και με βάση τα ντοκουμέντα αυτά: ομολογία της ενοχής, μονόπλευρη, άνευ όρων, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συνέπειες. Ο πολιτικός θα βρει πως με τον τρόπο αυτό το αποτέλεσμα δε θα είναι η προαγωγή της αλήθειας, αλλά ο συσκοτισμός της από την κατάχρηση και την αποχαλίνωση των παθών. Ότι μόνο μια ολόπλευρη και μεθοδική έρευνα από αμερόληπτους θα μπορούσε να αποφέρει καρπούς. Και ότι κάθε άλλη διαδικασία, θα μπορούσε να επιφέρει για το έθνος που θα την ακολουθούσε τέτοιες ζημιές, που επί δεκαετίες ολόκληρες θα ήταν αδύνατο να διορθωθούν. Αλλά οι «συνέπειες» αυτές βέβαια δεν ενδιαφέρουν την απόλυτη ηθική.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το κρίσιμο σημείο. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε στον εαυτό μας, ότι κάθε ηθικά προσανατολισμένη πράξη μπορεί να υπακούει σε ένα από τα δύο ριζικώς διαφορετικά και διαμετρικώς αντίθετα μεταξύ τους ηθικά αξιώματα: μπορεί να είναι προσανατολισμένη προς την «ηθική του φρονήματος», ή προς την «ηθική της ευθύνης». Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η ηθική του φρονήματος ταυτίζεται με την ανευθυνότητα και η ηθική της ευθύνης με την έλλειψη κάθε ηθικών άρχων. Αυτό φυσικά δεν το ισχυρίζεται εδώ κανείς! Υπάρχει όμως μια αβυσσαλέα αντίθεση ανάμεσα στην πράξη που ακολουθεί το αξίωμα μιας ηθικής του φρονήματος —για να εκφρασθούμε θρησκευτικά: «ο χριστιανός πράττει το σωστό και αφήνει τα αποτελέσματα στην κρίση του Θεού» - και στην πράξη εκείνη που ακολουθεί το αξίωμα της ηθικής της ευθύνης, σύμφωνα με το οποίο οφείλει να εγγυηθεί προσωπικά και να αναλάβει τις ευθύνες για τις (προβλεπόμενες) συνέπειες της πράξεώς του. […]

Ο οπαδός της ηθικής του φρονήματος αισθάνεται μόνο για ένα πράγμα «υπεύθυνος»: να μη σβήσει μέσα του η φλόγα των αγνών του προθέσεων, π.χ. η φλόγα της διαμαρτυρίας εναντίον της αδικίας του κοινωνικού κατεστημένου. Μοναδικός σκοπός των πράξεών του, που μόνο παραδειγματική αξία μπορούν και θέλουν να έχουν και που αν κριθούν από τη σκοπιά της πιθανότητας επιτυχίας τους θα βρεθούν ολωσδιόλου άσκοπες και ανορθολογικές, είναι τούτος: να υποδαυλίζει ολοένα αυτή τη φλόγα.

Αλλά το πρόβλημα δεν τελειώνει εδώ. Καμιά ηθική του κόσμου δεν μπορεί να παρακάμψει το γεγονός, ότι σε πολυάριθμες περιπτώσεις η επίτευξη «αγαθών» σκοπών συνδέεται με το ότι θα πρέπει να διακινδυνεύσουμε τη χρησιμοποίηση ηθικά αμφίβολων και τουλάχιστον επικίνδυνων μέσων, καθώς και το ενδεχόμενο, ή ακόμα και την πιθανότητα, φοβερών παρενεργειών. Και από καμιά ηθική του κόσμου δεν μπορεί να προκύψει: πότε και μέχρι ποιου βαθμού οι ηθικά αγαθοί σκοποί μπορούν να «αγιάζουν» τα ηθικώς επικίνδυνα μέσα και τις παρενέργειες.

Το αποφασιστικό μέσο για την πολιτική είναι: η βία, […]

Στο σημείο αυτό ακριβώς, στο πρόβλημα δηλαδή του αγιασμού του μέσου από τον σκοπό, φαίνεται ότι αποτυγχάνει και γενικότερα η ηθική του φρονήματος. Και πραγματικά˙ λογικά έχει μόνο μια δυνατότητα: να απορρίπτει κάθε δραστηριότητα που χρησιμοποιεί ηθικά επικίνδυνα μέσα. Λογικά! Στον κόσμο όμως της πραγματικότητας κάθε λίγο έχουμε και εκ νέου την εμπειρία, ότι ο οπαδός της ηθικής του φρονήματος αιφνιδίως μεταβάλλεται σε χιλιαστικό προφήτη. Ότι π.χ. αυτοί που μόλις πριν από λίγο κήρυσσαν «αγάπη εναντίον της βίας», την επόμενη στιγμή ξεσηκώνουν για βία —έσχατη βία, που τάχα θα έχει ως αποτέλεσμα μια κατάσταση, στην οποία θα εκλείψει κάθε βιαιότητα. Όπως έλεγαν οι στρατιωτικοί μας στους φαντάρους πριν από κάθε μάχη: αυτή η μάχη θα είναι η τελευταία, θα φέρει τη νίκη και έπειτα την ειρήνη. Ο οπαδός της ηθικής του φρονήματος δεν μπορεί να αντέξει την ηθική αλογικότητα του κόσμου. Είναι κοσμικο-ηθικός «ορθολογιστής». Όποιος από σας ξέρει τον Ντοστογιέφσκυ, θα θυμάται τη σκηνή με τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή, στην οποία και αναλύεται με ευστοχία το πρόβλημα. Οποιαδήποτε υποχώρηση και να κάνει κανείς στην ηθική αυτή αρχή είναι αδύνατον να συμβιβάσει την ηθική του φρονήματος με την ηθική της ευθύνης ή να καθορίσει ηθικά: ποιος σκοπός ποιο μέσο θα πρέπει να αγιάζει. […]

Το πανάρχαιο πρόβλημα της θεοδικίας είναι το ερώτημα: πώς γίνεται, και μπόρεσε μια Δύναμη, που θεωρείται συγχρόνως παντοδύναμη και πανάγαθη, να δημιουργήσει ένα τόσο αλογικό κόσμο άδικου πόνου, ατιμώρητης αδικίας και αδιόρθωτης βλακείας; Ή το ένα δεν μπορεί να είναι αληθές ή το άλλο˙ εκτός εάν κυβερνούν στη ζωή εντελώς διαφορετικές αρχές ανταποδώσεως και ανταμοιβής, αρχές που θα μπορούσαμε να τις ερμηνεύσουμε μεταφυσικά, ή τέτοιες, που εκφεύγουν για πάντα κάθε δική μας δυνατότητα σημασιολογήσεως. Το πρόβλημα αυτό: ή πείρα της αλογικότητας του κόσμου ήταν και η κινητήρια δύναμη για κάθε θρησκειακή εξέλιξη. Ή ινδική διδασκαλία του Κάρμα και ο περσικός δυαρχισμός, το προπατορικό αμάρτημα, το δόγμα του απολύτου προορισμού και ο deus absconditus ξεπήδησαν από αυτή την εμπειρία. Και οι πρώτοι χριστιανοί ήξεραν πολύ καλά, ότι τον κόσμο τον κυβερνούν οι δαίμονες, και ότι όποιος ανακατεύεται με την πολιτική, που θα πει: με την εξουσία και τη βιαιότητα ως μέσα, κλείνει συμφωνία με τον διάβολο˙ και ότι καθόσον αφορά τις πράξεις του δεν είναι αλήθεια ότι από το καλό μόνο καλό και από το κακό μόνο κακό μπορεί να προκύψει, αλλά συχνά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όποιος δεν το βλέπει αυτό, είναι πολιτικά νήπιος.

Η θρησκευτική ηθική αντιμετώπισε με διαφορετικούς τρόπους το γεγονός ότι είμαστε ενταγμένοι σε διάφορες βιοτικές καταστάσεις, που υπακούουν η κάθε μια σε διαφορετικούς μεταξύ τους νόμους.

Ο ελληνικός πολυθεϊσμός θυσίαζε τόσο στην Αφροδίτη, όσο και στην Ήρα, τόσο στον Διόνυσο, όσο και στον Απόλλωνα. Και το γνώριζε: οι θεοί αυτοί βρίσκονταν συχνά σε σύγκρουση μεταξύ τους.

Η ινδουιστική βιοπρακτική έκανε καθένα από τα διάφορα επαγγέλματα αντικείμενο ενός ιδιαίτερου ηθικού νόμου, ενός dharma, και τα ξεχώρισε για πάντα μεταξύ τους καστικά (με τις κάστες), ταξιθετώντας τα κατά τον διαχωρισμό αυτό σε μια σταθερή ιεραρχική τάξη. Όποιος γεννιόταν μέσα στην καστική αυτή ιεραρχία, δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη κάστα του, εκτός με μια μετενσάρκωση σε μια επόμενη ζωή. […]

Στη ρωμαιοκαθολική ηθική, […] οι ευαγγελικές παραινέσεις (consilia evangelica), αποτελούν, όπως είναι γνωστό, μια ξεχωριστή ηθική για εκείνους που έχουν το χάρισμα μιας άγιας ζωής. Στην ηθική αυτή δίπλα στον μοναχό, ο οποίος δεν επιτρέπεται να χύσει αίμα και να επιδιώκει το κέρδος, βρίσκεται ο ευσεβής ιππότης και ο αστός, στους οποίους επιτρέπεται: στον ένα να χύσει αίμα και στον άλλον να επιδιώκει το κέρδος. [..] Η πτώση του κόσμου που επήλθε με το προπατορικό αμάρτημα επέτρεπε εύκολα σχετικά μια ένταξη της βιαιότητας στην ηθική, ως σωφρονιστικού μέσου εναντίον της αμαρτίας και εναντίον των αιρετικών, που απειλούν την ψυχή. Όμως τα καθαρά ηθικοφρονηματικά και ακοσμικά αιτήματα της επί του Όρους Ομιλίας και το θρησκευτικό φυσικό δίκαιο που θεμελιώνεται πάνω σ’ αυτά, διατήρησαν, ως απόλυτες αξιώσεις, την επαναστατική δύναμή τους και σ’ όλες σχεδόν τις εποχές κοινωνικών διαταραχών εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο με μια στοιχειακή ορμή. Δημιούργησαν ιδιαίτερα τις ριζοσπαστικά ειρηνιστικές θρησκευτικές παραφυάδες, μια από τις οποίες έκανε στη Πενσυλβανία το πείραμα της ιδρύσεως πολιτείας, που θα απέφευγε κάθε βία προς τα έξω. Το πείραμα αυτό ήταν τραγικό στην εξέλιξή του: όταν ξέσπασε ο πόλεμος για την ανεξαρτησία, οι Κουάκεροι δεν μπορούσαν να πάρουν τα όπλα για να υπερασπιστούν τα ιδεώδη τους, τα οποία εξέφραζε ο πόλεμος αυτός... Αντίθετα ο φυσιολογικός προτεσταντισμός νομιμοποίησε το Κράτος γενικά, με άλλα λόγια: το μέσο της βιαιότητας, και το νόμιμο αυταρχικό Κράτος ιδιαίτερα ως θείο θεσμό.

Ο Λούθηρος αφήρεσε από το άτομο την ηθική ευθύνη για τον πόλεμο και τη μεταβίβασε στην εξουσία, η προς την οποία υπακοή σ’ όλα τα άλλα, εκτός από τα ζητήματα της πίστεως, δεν μπορούσε ποτέ να δημιουργεί στο άτομο ευθύνη. Ο Καλβινισμός πάλι αναγνώρισε κατ’ αρχήν τη βία ως μέσο για την υπεράσπιση της πίστεως, δηλαδή τον θρησκευτικό πόλεμο, που εξαρχής αποτελούσε ζωτικό στοιχείο στον Ισλαμισμό.[…] Όλα τα θρησκεύματα πάλεψαν με το πρόβλημα αυτό, με πολύ διαφορετικά αποτελέσματα — και απ’ όσα είπαμε δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Αυτό που προσδιορίζει την ιδιορρυθμία κάθε ηθικού προβλήματος στην πολιτική είναι το εξειδικευμένο μέσο της νόμιμης βίας καθ’ αυτό στα χέρια ανθρωπίνων κοινωνικών ομάδων. […]

Όποιος λοιπόν θέλει να ασχοληθεί γενικά με την πολιτική, και πολύ περισσότερο όποιος θέλει να ασκήσει την πολιτική, ως επάγγελμα, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει καλά αυτές τις ηθικές παραδοξίες και την ευθύνη του γι’ αυτό που ενδεχομένως και ο ίδιος μπορεί να καταντήσει κάτω από την πίεσή τους. Επαναλαμβάνω: ανακατεύεται με τις διαβολικές δυνάμεις, που ενεδρεύουν πίσω από κάθε βιαιότητα.  […] Και ο Μακιαβέλι, αναφερόμενος σε παρόμοιες καταστάσεις σε ένα ωραίο κομμάτι της Φλωρεντινής Ιστορίας του, αν δεν απατώμαι, βάζει έναν από τους ήρωές του να επαινέσει τους πολίτες εκείνους, για τους οποίους το μεγαλείο της πατρίδας μετρούσε περισσότερο από τη σωτηρία της ψυχής τους. […]

Στ’ αλήθεια: η πολιτική ασκείται μεν με το μυαλό, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν ασκείται μόνο με το μυαλό. Στο σημείο αυτό έχουν απόλυτο δίκιο οι οπαδοί της ηθικής του φρονήματος. Το κατά πόσον όμως οφείλει κανείς να δρα ως οπαδός της ηθικής του φρονήματος ή της ηθικής της ευθύνης, και πότε θα πρέπει να ακολουθεί κανείς τη μια, πότε την άλλη ηθική, αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να το υπαγορεύσεις στον άλλο με κανόνες και συνταγές. […] Ενώ είναι πάρα πολύ συγκλονιστικό, όταν ένας ώριμος άνθρωπος —και εδώ δεν έχει σημασία αν είναι μεγάλος ή μικρός στα χρόνια—, που έχει πλήρη συναίσθηση και ευθύνη για τις συνέπειες των πράξεών του και ενεργεί ηθικά υπεύθυνα, μας πει για μια στιγμή: «Δεν μπορώ να κάμω διαφορετικά. Αυτή είναι η θέση μου». Αυτό είναι κάτι γνήσια ανθρώπινο και συναρπάζει. Γιατί ο καθένας από μας, εφόσον φυσικά δεν έχει νεκρωθεί εσωτερικά, είναι δυνατόν να βρεθεί κάποτε σε μια τέτοια θέση. Από αυτής της απόψεως η ηθική του φρονήματος και η ηθική της ευθύνης δεν αποτελούν απόλυτες αντιθέσεις, αλλά αλληλοσυμπληρώματα, που μόνο από κοινού συγκροτούν τον αληθινό άνθρωπο, αυτόν, που μπορεί να ασκεί το «επάγγελμα της πολιτικής».

ΕΠΟΠΤΕΙΑ τεύχος 74, Δεκέμβριος 1982. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου