Πλάτωνας (427-347 π.Χ.): Αθηναίος, μαθητής του Σωκράτη, σύμβουλος ηγεμόνων
(Διονυσίου I και II των Συρακουσών), ιδρυτής της
Ακαδημίας. Ο Πλάτωνας είναι ο
κατεξοχήν φιλόσοφος, σταθερό σημείο αναφοράς. Ο πλούτος του, που επίπονα αποκτάται,
είναι ανεξάντλητος.
1. Το δίδαγμα του Σωκράτη
Είναι δύσκολο να διακρίνουμε
τον ιστορικό Σωκράτη (469-399), που δεν άφησε κανένα γραπτό, από τον Σωκράτη
για τον οποίο μιλάει ο Πλάτωνας. Ωστόσο, συνάγεται ένα συμπέρασμα.
Ο Σωκράτης παρουσιάζεται σαν αυτός που δεν
γνωρίζει τίποτα αλλά που γνωρίζει πως δεν γνωρίζει τίποτα πράγμα που σημαίνει
ότι γνωρίζει πάντα περισσότερο από αυτούς που αγνοούν την αγνοία τους. Ο Σωκράτης δεν είναι ούτε καθηγητής ούτε
δάσκαλος,
είναι απλώς ένα κίνητρο,
ένας πρωτοπόρος, ένας καθρέφτης,
ένας
ενδιάμεσος του «δαίμονος» (όρος που παραπέμπει στη «μοίρα της ζωής», στην
κλίση, στην έμπνευση, στο διαμεσολαβητή μεταξύ θεού και ανθρώπου). Στείρος ο
ίδιος από αλήθειες ωραίες και καλές, ο Σωκράτης θέλει να είναι αποκλειστικά και
μόνο
ένας εκμαιευτής ψυχών που αναζητούν την
αιώνια αλήθεια που έχουν ξεχάσει. Η ασχήμια του, η πλακουτσωτή μύτη του, το
πρόσωπό του που θυμίζει εκείνο του Σειλινού, τον κάνουν στην κυριολεξία
αποκρουστικό. Δεν δίνει μια έτοιμη γνώση σ’ έναν άδειο μαθητή (λες και μπορεί
να δώσει κανείς το φως σε τυφλά μάτια! θα πει Πλάτωνας).
Με την ειρωνεία,
που αντιπαραβάλλει, επαναφέρει τη διαφορά,
οδηγεί
το μαθητή στην αυτογνωσία (γνώθει σεαυτόν) για να απελευθερώσει την ψυχή του και να
την επαναφέρει στο καλό.
Όταν βεβαιώνει ότι «κανένας
δεν είναι κακός με τη θέλησή του», δεν κηρύσσει την οικουμενική καλοσύνη
των καλοπροαίρετων αδαών. Θέλει να
δείξει ότι αυτός που κάνει το κακό θέλησε αυτό που θεωρούσε καλό. Ο ενάρετος άνθρωπος, θα είναι λοιπόν
εκείνος που έφτασε στην τελειότητα, θέλοντας αυτό που ξέρει ότι είναι το
αληθινό καλό.
Όμως
ο Σωκράτης είναι πολύ περισσότερο από
σοφός:
είναι ο μάρτυρας ενός λόγου.
Πιστός στην ουσία του και στην άποψή του για την
αλήθεια,
ο λόγος είναι αντίθετος στη βία.
Άπιστος στον εαυτό του υποβαθμίζεται σε μια τυπική τέχνη (ρητορική),
ή διαστρεβλώνεται σε μια τεχνική της
πειθούς, που αποτελεί ένα όπλο σε σχέσεις
ισχύος (σοφιστική). Η απόδειξη: ο
συκοφαντικός λόγος μπορεί να πείσει τους δικαστές, να καταδικάσει τον αθώο και
να σκοτώσει. Κατηγορούμενος για ασέβεια και παιδαγωγική διαφθορά, ο Σωκράτης δέχεται την αδικία δείχνοντας
έτσι ότι σέβεται τους νόμους της Πολιτείας τους οποίους ουδείς έχει δικαίωμα να
παρακάμψει. Περιφρονώντας τις λύσεις διαφυγής της τελευταίας στιγμής, πίνει το κώνειο σαν ήρωας και μάρτυρας του λόγου, με τίμημα τη ζωή του.
Αναστατωμένος από αυτό το δράμα που έγινε ένα είδος
θεμελιώδους μύθου της φιλοσοφίας, ο
Πλάτωνας προσπάθησε να αποκαταστήσει το λόγο που βρισκόταν σε κρίση, να ξαναβρεί το μέτρο του
ωραίου, του καλού και του αληθινού, που είχε καταστραφεί από θέσεις και
αφορισμούς κάθε είδους (η ρευστότητα του Ηράκλειτου, η παγκόσμια σχετικότητα, ο
μεταφυσικός μηδενισμός). Αν αληθεύει πως ο φιλόσοφος και ο σοφιστής μοιάζουν
όπως ο σκύλος μοιάζει με το λύκο, επειδή χειρίζονται την ίδια γλώσσα, τότε
πρέπει να καθορίσουμε και να αποσαφηνίσουμε τη διαφορά, αρχίζοντας με τον
παραμερισμό των φαινομένων.
2. Η
φιλοσοφία ως πορεία μύησης
Στην
περίφημη αλληγορία της σπηλιάς (Πολιτεία,VII), οι μη μυημένοι περιγράφονται σαν φυλακισμένοι βυθισμένοι στο
σκοτάδι, αλυσοδεμένοι πάντα στη θέση τους, που εκλαμβάνουν για
πραγματικότητες τις σκιές των αντικειμένων που κάποιοι χειρίζονται επιδέξια
πίσω από την πλάτη τους, στο φως μιας μεγάλης φωτιάς. Δεν υποφέρουν από την έλλειψη γιατί την αγνοούν, αλλά από
την υπερπληθώρα άμεσων εντυπώσεων στις οποίες προσχωρούν φανατικά.
Ο φυλακισμένος, βυθισμένος στη νύχτα της
μεταφυσικής άγνοιας δεν μπορεί να
απελευθερωθεί. Δεν έχει άλλωστε ούτε την επιθυμία να το κάνει, ούτε και ξέρει ότι δεν είναι ελεύθερος.
Ακόμη κι αν δραπέτευε δεν θα ελευθερωνόταν. Πρέπει κάποιος άλλος ήδη μυημένος, ήδη φιλόσοφος να σκύψει επάνω
του, να τον απελευθερώσει από τα δεσμά
του, να τον υποχρεώσει ακόμη και να σηκωθεί και να γυρίσει έπειτα το
κεφάλι. Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένας μεσολαβητής.
Χωρίς αυτόν είναι αδύνατον να ελευθερωθεί κανείς, να υποχωρήσει όσο είναι
απαραίτητο για να αντιληφθεί τη διαφορά.
Αυτή η πρώτη φάση, αρνητική, καθιστά
δυνατή μια θετική μύηση. Απαιτείται όμως προσοχή: καθώς έχει προσηλυτιστεί πολύ απότομα
στην πραγματικότητα, ο φυλακισμένος που μόλις λυτρώθηκε από τα δεσμά του μπορεί
να θαμπωθεί, να τυφλωθεί, να βυθιστεί σε μια καινούρια νύχτα, που να μην
οφείλεται πια στην έλλειψη φωτός μα στην υπερβολή του. Γι’ αυτό το λόγο, θα πρέπει κανείς να προχωράει σταδιακά,
δείχνοντας του αστέρια όλο και πιο λαμπρά, έπειτα τη σελήνη και, τέλος, τον
ήλιο, τερματικό σταθμό της διαδρομής. Θα περάσει έτσι από το πιο φωτεινό γύρω
του και το πιο σκοτεινό μέσα του, στο πιο φωτεινό μέσα του και πιο σκοτεινό
γύρω του, και τελικά στο πιο φωτεινό γύρω του και μέσα του. Συγκεκριμένα, αυτό
σημαίνει ότι πρέπει κανείς πρώτα να περάσει από τις προπαιδευτικές γνώσεις
(όπως η αριθμητική, η γεωμετρία, ή η αρμονία), για να γίνει ικανός να
προσεγγίσει τη διαλεκτική. (Πολιτεία, 536d)
Ο πλατωνικός ορισμός της φιλοσοφίας είναι λοιπόν πολύ απλός: είναι μια πορεία προς το αληθινό, ακολουθώντας
πάντα μια διαδρομή που οδηγεί στη μύηση, από ένα σημείο εκκίνησης, που δεν
είναι ένα, γιατί στην πραγματικότητα είναι και σημείο άφιξης. Ο φυλακισμένος πράγματι δεν είναι κάποιος άγριος ή κάποιος εκ
γενετής τυφλός, αλλά ένα ον υπόδουλο.
Άλλως, πως ο μικρός σκλάβος του Μέμνωνα, καθοδηγούμενος από τον Σωκράτη, θα ανακάλυπτε πώς διπλασιάζεται
η επιφάνεια ενός τετράγωνου; Ανακαλύπτει τη σωστή μέθοδο ακριβώς γιατί ξεχνά
τις προκαταλήψεις του σε σχέση με τη γεωμετρία. Κάθε γνώση είναι στην πραγματικότητα αναγνώριση. Η
ψυχή ξαναθυμάται την αλήθεια (είναι η περίφημη ανάμνηση) γιατί η αλήθεια δεν υπόκειται στο χρόνο, είναι πάντα εκεί και
δεν έχει αρχή. Η άγνοια είναι λοιπόν λήθη:
αυτό ακριβώς εκφράζει ο μύθος της βύθισης της ψυχής στη Λήθη, τον ποταμό της
λησμονιάς, σύμβολο της εισόδου της σ’ ένα σώμα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η φιλοσοφική μέθοδος είναι αναπόσπαστη από το περιεχόμενο της: τη θεωρία της αιώνιας
ύπαρξης της αλήθειας στην ψυχή. Η μέθοδος δεν μπορεί να αρκεστεί σε μηχανικούς
κανόνες που ο οποιοσδήποτε μπορεί να χρησιμοποιήσει για οτιδήποτε. Υπάρχει
παιδαγωγική της επιστήμης, όχι όμως και επιστήμη της παιδαγωγικής.
3. Αναζητώντας
το πραγματικά πραγματικό
Καθώς
η αληθινή πραγματικότητα δεν είναι αυτό που φαίνεται, αλλά αυτό που κάνει το πράγμα να είναι αυτό που
είναι, έτσι όπως γίνεται κατανοητό
από το πνεύμα και υποδηλώνεται από τη γλώσσα. Ο Πλάτωνας την ονομάζει Ιδέα,
έργο που παραπέμπει στη μορφή (κυρίαρχη) ορατή (από το πνεύμα). Η ομορφιά δεν
είναι λοιπόν το ωραίο πράγμα- χύτρα, γυναίκα ή άλογο, όπως πιστεύει ο απλοϊκός
Ιππίας- αλλά αυτό που κάνει ωραίο το πράγμα. Ομοίως, δεν υπάρχουν πανόμοια
πράγματα ούτε και ίσα: το μόνο πραγματικά ίσο είναι αυτό που ισούται με τον
εαυτό του, το μόνο πραγματικά ακριβές είναι αυτό που είναι ακριβές με τον εαυτό
του. Οι Ιδέες είναι λοιπόν το κλειδί της πραγματικότητας και της γνώσης. Χωρίς
αυτές, η γλώσσα θα σχημάτιζε έναν κόσμο κλειστό που θα παρέπεμπε μόνο στον
εαυτό του.
Χάρη στην Ιδέα, υψωνόμαστε στο ένα,
εγκαταλείποντας την πολλαπλότητα των όψεων. Με αυτή την έννοια, η Ιδέα
είναι ασφαλώς η ενότητα των πολλών, αλλά επ’ ουδενί κάτι το αφηρημένο. Μάλλον
τα πράγματα που υποπίπτουν στις αισθήσεις μας είναι «αφηρημένα» βγαλμένα από
την Ιδέα.
Η διαδικασία της ανύψωσης προς την
ιδέα είναι η διαλεκτική που ο Πλάτωνας καθορίζει
ως «τέχνη του να ζητάς και να δίνεις λόγο» (Πολιτεία, 533c).
Αντί να αρκεστεί στη δημιουργία καθαρών σχέσεων, όπως στα μαθηματικά, η
διαλεκτική μας βοηθά να ανακαλύψουμε το μέτρο κάθε μέτρου, την ανυποθετική αρχή
κάθε υπόθεσης. Όταν φθάσει στο τέλος της διαλεκτικής ανόδου, το πνεύμα
κινείται από Ιδέα σε Ιδέα, αναπτύσσει δηλαδή με ορθολογιστικό τρόπο τις
απαραίτητες σχέσεις και συνάγει αυστηρά ελεγμένα συμπεράσματα.
Ο διάλογος αντιστοιχεί σε αυτή τη διαδικασία
αναζήτησης.
Όμως η εξωτερική μορφή του δεν θα πρέπει να μας ξεγελά: αν η παρουσία ενός
συγκαταβατικού και πειθήνιου συνομιλητή διευκολύνει τις διαδικασίες (Σοφιστής, 217c-d), ο πραγματικός διάλογος
είναι προπάντων ο διάλογος της ψυχής με τον εαυτό της, αυτό που ονομάζεται
σκέψη (Θεαίτητος,
189e).
4. Οι δυσκολίες του λόγου
O Πλάτωνας δεν αγνοεί τις δυσκολίες αυτής της θεωρίας. Πώς οι Ιδέες
μπορεί να έχουν σχέση με τα πράγματα που δεν είναι, αλλά που δεν είναι χωρίς
αυτές; Πώς η μοναδική Ιδέα μπορεί να αποδώσει την πολλαπλότητα των πραγμάτων
χωρίς να διαιρεθεί; Παρόλο που το φως μας προσφέρει ένα παράδειγμα συμμετοχής (φωτίζει άπειρα πράγματα
χωρίς να διαιρείται ή να χάνεται), διατρέχουμε τον κίνδυνο να κάνουμε τα πάντα
Ιδέα, και να συγκροτήσουμε ένα νοητό σύμπαν, εντελώς αποκομμένο από το σύμπαν
που αποτελούν τα πράγματα, διπλασιάζοντας το πρώτο χωρίς λόγο. Σε τελική
ανάλυση, εξηγεί ο Πλάτωνας, ο σκλάβος δεν είναι σκλάβος σε μιαν Ιδέα του κυρίου
αλλά σ’ έναν κύριο με σάρκα και οστά. Προπάντων, πώς να διαρθρώσουμε μεταξύ
τους τα στοιχεία του λόγου χωρίς να εδραιώσουμε σχέσεις ανάμεσα στις Ιδέες; Και αν ο λόγος στοχεύει στην Ιδέα, πώς θα
μπορούσε να υπάρχει ψευδής λόγος;
Ο Πλάτωνας είναι λοιπόν αναγκασμένος να υπερασπιστεί αυτή την παράδοξη θέση: θα πρέπει να αποδείξει τη δυνατότητα και
την πραγματικότητα ενός ψευδούς λόγου, ειδάλλως δεν θα υπήρχε καμία διαφορά
ανάμεσα στο αληθινό και το ψευδές και ο λόγος θα κατέληγε να εκμηδενιστεί.
Προς τούτο, όμως, θα πρέπει να δείξει
ότι ο ψευδής λόγος δεν λέει το τίποτα - γιατί το να λέει κανείς το τίποτα
είναι σαν να μη λέει τίποτα, και ό,τι πει έτσι θα είναι αυτόματα αληθινό,
συμπεριλαμβανομένου του ψεύδους.
Πρέπει να συμβιβαστεί
με την ιδέα της «πατροκτονίας» ενάντια στον Παρμενίδη που είχε δηλώσει ότι το
μηδέν δεν υπήρχε. Όταν μιλάμε για το ψευδές δεν μιλάμε για το τίποτα, μιλάμε
για κάτι που είναι άλλο από
το αληθές. Ανάμεσα στο ον που υπάρχει και το ανύπαρκτο μηδέν παίρνει θέση ένα
τρίτο είδος: το άλλο. Κάνει
έτσι την είσοδό του στον κόσμο του κατανοητού. Πράγμα που επιτρέπει να
εντάξουμε τις ιδέες σ’ ένα ζωντανό παιχνίδι σχέσεων, μέσα στο «παντελώς ον» (Σοφιστής,
249a), αντί να τις κάνουμε άκαμπτα και απομονωμένα
είδωλα.
O
χωρισμός των κόσμων παραμένει παρόλα αυτά. Το όμοιο δεν μπορεί να πάει παρά
μόνο στο όμοιο του. Η κοσμολογία το επιβεβαιώνει: ο κόσμος δεν γεννήθηκε από το
τίποτα από ένα παντοδύναμο Θεό, φτιάχτηκε από ένα Δημιουργό, με τη βοήθεια
προϋπαρχόντων υλικών (το Ίδιο, το Άλλο, το Μείγμα). O κόσμος μας λοιπόν εδώ κάτω φέρει το ελάττωμα
της οντολογικής ανεπάρκειας της ύλης του. Με αυτό το μεταφυσικό δυϊσμό ο Πλάτωνας εξηγεί το κακό - αποκλείοντας
ταυτόχρονα και την υπόθεση μιας αρχής του Κακού ίσου με το Θεό (πράγμα που θα
γίνει το κυρίαρχο στοιχείο του μανιχαϊσμού).
Καταλαβαίνουμε το
λογοπαίγνιο το σχετικό με το
σώμα που θεωρείται τάφος (σήμα) της ψυχής. Είναι αλήθεια βέβαια ότι η ψυχή,
στενά συνδεδεμένη με τις ιδέες, κρύβει μέσα της τις συνθήκες της πτώσης της.
(Στο
Φαίδρο τη συγκρίνει με υποζύγιο αποτελούμενο από ένα
καλό και ένα κακό άλογο, το οποίο οδηγεί ένας αμαξάς που δυσκολεύεται να
ακολουθήσει την ουράνια πομπή). Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η ενσάρκωση δεν
είναι μια εξευτελιστική εξορία. Γι’ αυτό και οι πλατωνικές «αποδείξεις» της
αθανασίας της ψυχής είναι τελικά η επιβεβαίωση του αιώνιου χαρακτήρα της, που
είναι από τη φύση του αδιάφορος απέναντι στον κύκλο της ζωής και του θανάτου
(Φαίδων).
Υπό αυτές τις
συνθήκες, πώς θα μπορούσε η βεβαρημένη από εικόνες και παραστάσεις γλώσσα μας,
να μας δώσει το απόλυτο; (Επιστολή, VII). Οι ιδέες είναι οι φωτεινές ουσίες των
πραγμάτων, δεν είναι το φως που τις φωτίζει και τις κάνει κατανοητές. Όπως ο
ήλιος είναι πέρα από το φως που φωτίζει τα αισθητά αντικείμενα, έτσι και η
προϋπόθεση του πραγματικού και της γνώσης του βρίσκεται πέρα από το πραγματικό
και το κατανοητό: αυτή η προϋπόθεση είναι το Καλό, που δεν είναι το Ον, που
ξεπερνάει κάθε κατανοητή ουσία, και που δεν μπορεί λοιπόν να είναι αντικείμενο
του λόγου. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία δεν μπορεί να είναι απόλυτη γνώση του απόλυτου. Είναι καταδικασμένη να παραμείνει μια αγάπη για τη γνώση την οποία ποτέ δεν θα φθάσει. Ο
ορθός λόγος θα πρέπει να παραχωρήσει τη θέση του σε κάτι πέρα από το λόγο: στο στοχασμό.
5. Η ανθρώπινη ύπαρξη
Ο άνθρωπος δεν
ξεφεύγει από τις επακόλουθες μικροσυγκρούσεις. Γνωρίζουμε ότι ο μυημένος που
επανέρχεται στη Σπηλιά, οπλισμένος με το όραμα της αλήθειας και της επιθυμίας
να αντιγράψει την ιδανική αρμονία σε τούτο τον κόσμο, δεν γίνεται αποδεκτός,
καθώς τον θεωρούν τρελό ή ενοχλητικό, ή μπορεί ακόμη και να τον σκοτώσουν.
Μια δίκαιη Πολιτεία
-που διέπεται από την αρμονία- θα ήταν λοιπόν κάτι το ανέφικτο; Ένα πολιτικό
σχέδιο που να ταυτίζεται με την πραγματοποίηση του Καλού και να τοποθετείται
εκτός της πραγματικής ιστορίας, είναι με τη στενή έννοια, μια ουτοπία. Γι’ αυτό και η Πολιτεία δεν μας παρέχει κάποιο εφαρμόσιμο υπόδειγμα. Ακόμη κι αν οι
βασιλείς ήταν φιλόσοφοι και οι φιλόσοφοι βασιλείς, οι συνθήκες του κόσμου θα
καταδίκαζαν κάθε απόπειρα σε αποτυχία. Το αριστοκρατικό καθεστώς μοιραία θα εκφυλιζόταν κάτω από την πίεση του γίγνεσθαι
σε καθεστώς βασισμένο στο θάρρος (τιμοκρατία),
στον πλούτο (ολιγαρχία), στην ελευθεριάζουσα
ισότητα (δημοκρατία),
για να καταλήξει σε τυραννία, όπου θα θριάμβευαν οι πιο χυδαίες τάσεις.
Η αληθινή έννοια της Πολιτείας είναι λοιπόν ηθική. Υπάρχει
μια σαφής αναλογία ανάμεσα στο μακρόκοσμο που είναι η Πολιτεία και στο μικρόκοσμο που είναι η ανθρώπινη ψυχή (όπου βρίσκονται αντιμέτωπα λόγος,
«καρδιά» και τάσεις). Η δίκαιη Πολιτεία
λοιπόν είναι το πρότυπο της δίκαιης ψυχής την οποία θα πρέπει ο άνθρωπος να
δημιουργήσει μέσα του.
Πώς
όμως μια ψυχή στριμωγμένη μέσα σε ένα σώμα μπορεί να φτάσει στην αληθινή ζωή;
Εδώ παρεμβαίνει το ερωτικό στοιχείο. Πράγματι, το Ωραίο έχει ένα εξαιρετικό
προνόμιο: από όλες τις πραγματικότητες τις αποκομμένες από τον κόσμο μας,
μόνον αυτό μπορεί να τέρπει, να γίνεται αισθητό (Φαίδρος, 250b). Η αναζήτηση του Ωραίου υποκινείται από τον Έρωτα, γιο της Ένδειας, που είναι ο μεσάζων ανάμεσα στον άνθρωπο και το θεό. Ο Έρωτας ενώνει
ό,τι έχει διαιρεθεί, σε όλα τα επίπεδα (από την αναπαραγωγή των ζώων μέχρι τη
γνώση). Αυτός μας έλκει προς το απόλυτο, αποκόβοντάς μας σταδιακά από ένα
ωραίο σώμα για να μας κάνει να αγαπήσουμε όλα τα ωραία σώματα, έπειτα τις
ωραίες ψυχές, τις ωραίες συμπεριφορές, μέχρι το άλμα προς το Ωραίο καθαυτό (Συμπόσιο, 204-211). Όλη η Δύση θα σημαδευτεί από αυτή την αντίληψη για τον
Έρωτα στην οποία θα αντιπαραθέσει την αγάπη-χάρισμα που κήρυξε ο χριστιανισμός.
Στον Πλάτωνα, ο έρωτας αποκλείει το ένα και μοναδικό πρόσωπο με σάρκα και οστά,
εφόσον πρέπει πάντα να το υπερβαίνουμε. Αγαπάμε το Ωραίο καθαυτό, ποτέ κάτι το
συγκεκριμένο.
Το ερωτικό
στοιχείο στη γνώση είναι χαρακτηριστικό της πλατωνικής φιλοσοφίας: θεωρία και τρόπος σωτηρίας,
και όχι απλά θεωρητική γνώση. Αν ο φιλόσοφος οφείλει, σε τούτο τον κόσμο, να
αρκείται σε μια μεικτή ζωή
της οποίας το πολυτιμότερο κόσμημα είναι το μέτρο (Φίληβος) θα πρέπει επίσης να ελπίζει στην ταύτιση με το θεό
απελευθερώνοντας τον εαυτό του από κατώτερα στοιχεία που βαραίνουν και
εμποδίζουν την ανύψωση της ψυχής (Θεαίτητος, 176b).
Βλέπουμε εδώ ότι η ένταση δεν μεταβάλλεται σε λύση. Αν εννοήσουμε το λόγο του Σωκράτη στον Φαίδωνα ο θάνατος - αυτός ο «υπέροχος
κίνδυνος που διατρέχουμε» - είναι το όριο που δεν μπορεί να ξεπεράσει ο
ανθρώπινος λόγος μας.
(ΤΟ ΒΗΜΑ γνώση, 2006, σελ.
6-15)