«Ἀγνοεῖς ὅτι τοῦ λόγου μέτρον ἐστὶν οὐχ ὁ λέγων, ἀλλ' ὁ ἀκούων;» Πλάτων (Στοβαίου ανθολόγιον, XXXVI. 22)
Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015
Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015
Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015
Η ιστορία της λέξης «έθνος»
Οι λέξεις είναι σαν
τα νομίσματα: η «ανταλλακτική αξία» τους, όπως θα έλεγε κι ο Μαρξ, διαφέρει από
κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή, αφού με την ίδια λέξη διαφορετικοί
άνθρωποι σε διαφορετικούς χρόνους εννοούν διαφορετικά πράγματα - και η
παράκαμψη αυτού του προβλήματος της σημασιολογίας στην ιστορία συνιστά, κατά τη
γνώμη μου, βαρύτατο μεθοδολογικό σφάλμα. Πράγματι οι λέξεις έθνος και nation
δεν
είναι καινούργιες, έχουν ιστορία· όμως αυτή η ιστορία λέει πολλά, όχι μόνον για
όσα σημαίνουν, αλλά και για όσα δεν σημαίνουν κατά περιόδους.
Η λέξη έθνος
στους αρχαίους κλασικούς έχει πολλές
σημασίες,
καμία τους όμως δεν αντιστοιχεί προς αυτήν πού της αποδίδουμε σήμερα.[1]
Στον
Όμηρο, για παράδειγμα, έχει την
έννοια της συντροφιάς («έθνος
εταίρων» - Ιλ. Γ32, Η 115), του στρατού γενικά («έθνος λαών» - Ιλ. Ν495, «έθνεα πεζών» - Ιλ. Λ724) ή κάποιας συγκεκριμένης στρατιάς
(«έθνος Αχαιών» - Ιλ. Ρ552, «Λυκίων μέγα
έθνος» - Ιλ. Μ330), του σωρού νεκρών («έθνεα νεκρών» - Oδ. λ34, κ526) και, τέλος, του σμήνους εντόμων ή πτηνών («έθνεα μελισσάων, ορνίθων, μυιάων» - Ιλ. Β87, 459, 469).
Στον
Πίνδαρο απαντάται με τις σημασίες
είτε του φύλου («άνέρων έθνος» - Όλ. 1,66, «έθνει γυναικών» - Πυθ. 4,252) είτε του συγγενή (Νεμ. 5,43).
Στον
Ηρόδοτο αναφέρεται στη φυλή, το γένος («Μηδικόν έθνος» - 1,101) ή στις ελληνικές πόλεις -στον
πληθυντικό!— πού υπέκυψαν στους Πέρσες («των μηδισάντων εθνέων των Ελληνικών» -
9,106,3).
Στον
Θουκυδίδη σε διάφορες φυλές, ελληνικές ή βαρβαρικές (1,3 και 3,92).
Στον
Ξενοφώντα στη φυλή ή το γένος («Πομπάς έποίησαν κατά έθνος έκαστος των Ελλήνων»
- Άναβ. 5,5,5), στο φύλο
(«θήλυ έθνος» - Οίκον. 7,26) και στη συντεχνία ή την επαγγελματική ομάδα
(«Οισθά τι έθνος ηλιθιώτερον ραψωδών;» — Συμπ.
3,6).
Στον
Αισχύλο χρησιμοποιείται για τις Ερινύες (Εΰμ. 366) ή για
οπλισμένη ομάδα («έθνος μαχαιροφόρον» - Περσ.
56)
και στον Σοφοκλή αναφέρεται σε αγέλες
ζώων («Θηρών... έθνη» - Άντ. 344 και «έθνη
Θηρών» - Φιλ. 1147).
Στον
Πλάτωνα ή λέξη έθνος έχει την
έννοια του είδους (« Ιχθύων έθνος» - Τίμ.
92γ),
της επαγγελματικής ομάδας («δημιουργικόν έθνος» - Γοργ. 455β, «έθνος κηρυκικόν» - Πολιτικός 290β) και του γένους ή της φυλής («τών
Θετταλών... πενεστικόν έθνος» - Νόμοι
776δ).
Στον
Αριστοτέλη ο όρος αναφέρεται στις βαρβαρικές φυλές σε αντιδιαστολή με
τις ελληνικές (Πολιτικά 1324β10). Οι
σημασίες της λέξης λοιπόν ποικίλλουν και όχι μόνον δεν έχουν τη σημερινή
πολιτισμική και πολιτική φόρτιση, αλλά δεν αναφέρονται καν σε μία και μόνη
θεματική κατηγορία.
Και
στην Παλαιά Διαθήκη όμως (μετάφραση
των Ο') η λέξη έθνος χρησιμοποιείται για
το χαρακτηρισμό όχι του εβραϊκού ή άλλου έθνους με τη σύγχρονη σημασία,
αλλά όλων όσοι δεν ανήκουν στην εβραϊκή
θρησκευτική κοινότητα, δεν πιστεύουν δηλαδή στο θεό του Ιεχωβά («Ίνατί
έφρύαξαν έθνη...;» - Ψαλμ. Β ',1).
Ανάλογη σημασία
θρησκευτικής διάκρισης έχει και στην Καινή Διαθήκη («Εις οδόν εθνών
μη απέλθητε» - Ματθ. I', 5) και στα
αποστολικά κείμενα («έν τη κατασχέσει των εθνών» - Πράξεις Αποστόλων Ζ', 45 και «των εθνών τε και
Ιουδαίων» - Πράξεις Αποστόλων ΙΔ', 5), ενώ ο Παύλος (ο «εθνών απόστολος»
- Πρός Ρωμαίους ΙΑ', 13) τη
χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τους μη εβραϊκής καταγωγής χριστιανούς (Προς Ρωμαίους ΙΕ', 27).
Στους Λατίνους η λέξη natio συναντάται στον Κικέρωνα με τη σημασία
άλλοτε της θεότητας της γέννησης (N.D. 3,18,47) κι άλλοτε της φυλής (N.D. 2,29,74, Q.Fr. 1,1,9, §27, Phil. 10,10,20), της κοινωνικής τάξης (Sest. 44,96) ή κάποιας μερίδας υποψηφίων (Pis. 23,55). Στον Βάρρωνα εννοείται ως ράτσα ζώων (R.R. 2,6,4) ή
ανθρώπων (L.L. 9, §93), στον
Πλίνιο ως είδος ζώων ή πραγμάτων
(22,24,50, §109 και 21,14,49, §83), στον Πλίνιο ως γένος ανθρώπων (Men. 2,1,34 καί Rud. 2,2,6), ενώ παρόμοια σημασία έχει και στον
Τάκιτο (G. 38).
Με την επικράτηση
του χριστιανισμού η λέξη έθνος και
τα παράγωγά της δηλώνουν τους μη Χριστιανούς, όπως προκύπτει από τα πατερικά
κείμενα, αλλά και από τη χρήση της λέξης natio στην εκκλησιαστική
λατινική του Τερτυλλιανού (De Idol.
22).
Κι
αυτή όμως η σημασία αλλάζει στη
μεσαιωνική Δύση, όπου ο όρος natio αποτελεί, όπως μας
πληροφορεί ο Μάξ Βέμπερ, «νομική έννοια»
για την υποδήλωση της οργανωμένης κοινότητας ή του μοναστικού τάγματος μέσα στα
εκκλησιαστικά συμβούλια και τα πανεπιστήμια.
Εξίσου
άσχετες προς τη σημερινή έννοια είναι και οι σημασίες της λέξης nation στις λατινογενείς γλώσσες έως και τον 18ο
αιώνα.
Είναι
άξιος, νομίζω, προσοχής για τις πολλαπλές συνδηλώσεις της λέξης μέχρι και σχετικά
πρόσφατα ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται από τον Άνταμ Σμίθ στο Ο Πλούτος των Εθνών, πού εκδίδεται μόλις
το 1776,[2]
έτος διακήρυξης της Αμερικανικής
Ανεξαρτησίας.
Παντελής Ε. Λέκκας,
Η εθνικιστική ιδεολογία
(ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
– ΜΝΗΜΩΝ, 1992, σελ. 75-78)
Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015
Οι τρεις τύποι ανθρώπων
Στο
«American Sniper» (Ελεύθερος σκοπευτής), ο Κλιντ Ίστγουντ επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη για να μας
διηγηθεί την ιστορία του Κρις Κάιλ, ενός πρώην καουμπόι του ροντέο, ο οποίος θα
γίνει ο πιο φονικός ελεύθερος σκοπευτής στην αμερικανική στρατιωτική ιστορία,
με εντυπωσιακή δράση στο Ιράκ. Τα επιβεβαιωμένα θύματά του στη διάρκεια της
θητείας του είναι 160, ενώ ο πραγματικός αριθμός ίσως ξεπερνά τα 250 άτομα.
Σε
μια από τις πιο “δυνατές” σκηνές της ταινίας, γύρω από το οικογενειακό τραπέζι,
ο αρχηγός της οικογένειας αναπτύσσει μια από τις βασικές ιδεολογικές αρχές του
αμερικανικού συντηρητισμού που αφορά τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε τρεις κατηγορίες:
Υπάρχουν τρεις
τύποι ανθρώπων σε αυτόν τον κόσμο. Πρόβατα, λύκοι και τσοπανόσκυλα.
Μερικοί άνθρωποι
προτιμούν να πιστεύουν. Το κακό δεν υπάρχει στον κόσμο... Ακόμα και αν ερχόταν
στο κατώφλι τους, δεν θα ήξεραν πως να προστατευτούν. Αυτοί είναι τα πρόβατα.
Έπειτα υπάρχουν και
τα αρπακτικά. Χρησιμοποιούν βία για να λυμαίνονται τα αδύναμα. Είναι λύκοι.
Έπειτα υπάρχουν και
εκείνοι που είναι ευλογημένοι με το ταλέντο της επιθετικότητας και σε ώρα
ανάγκης προστατεύουν το ποίμνιο. Πρόκειται για μια σπάνια ράτσα που ζει για να
αντιμετωπίζει τους λύκους... Αυτοί είναι τα τσοπανόσκυλα.
Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015
Η φιλοσοφία ζωής του Στήβεν Χώκινγκ
Η
ταινία Η Θεωρία των Πάντων (The Theory of Everything) είναι
βασισμένη στην αυτοβιογραφία Travelling to Infinity: My Life with
Stephen της Τζέιν Γουάιλντ Χώκινγκ και αφηγείται τη σχέση της με τον
πρώην σύζυγό της, τον κορυφαίο θεωρητικό φυσικό Στήβεν Χώκινγκ που ως γνωστό
πάσχει από τη νόσο του κινητικού νευρώνα. Το σενάριο έγραψε ο Άντονι Μακάρτεν, τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Τζέιμς
Μαρς ενώ πρωταγωνιστούν ο εκπληκτικός Έντι Ρεντμέιν και η Φελίσιτι Τζόουνς.
Προς
το τέλος της ταινίας ο Χώκινγκ απαντώντας σε σχετική ερώτηση αναπτύσσει την
προσωπική του φιλοσοφία για τη ζωή:
Είναι σαφές ότι είμαστε απλώς
μια προηγμένη ράτσα θηλαστικών... σε έναν μικρό πλανήτη που περιστρέφεται γύρω
από ένα μετρίου μεγέθους αστέρα... σε ένα προάστιο από κάτι που αποτελείται από
εκατοντάδες δισεκατομμύρια γαλαξίες.
Από την αυγή όμως του
πολιτισμού... οι άνθρωποι λαχταρούσαν να κατανοήσουν την υποκείμενη τάξη του
κόσμου. Θα πρέπει να υπάρχει κάτι πολύ ιδιαίτερο στις οριακές συνθήκες του
σύμπαντος. Και τι μπορεί να είναι πιο ιδιαίτερο από το να μην υπάρχει κανένα
όριο;
Και δεν πρέπει να υπάρχει κανένα όριο και στην ανθρώπινη επίπονη προσπάθεια. Όλοι είμαστε διαφορετικοί. Όσο
άσχημη κι αν δείχνει η ζωή... πάντα υπάρχει κάτι να κάνεις και να πετύχεις σε
αυτό. Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει κι ελπίδα.
Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015
Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015
Ιστορικός Καπιταλισμός: η ατέρμονη συσσώρευση του κεφαλαίου
Η λέξη
καπιταλισμός προέρχεται από τη λέξη capital (= κεφάλαιο). Θα ήταν λοιπόν
εύλογο να προϋποθέσουμε ότι το κεφάλαιο είναι ένα στοιχείο-κλειδί στον
καπιταλισμό. Αλλά τι είναι το κεφάλαιο;
Κατά μία έννοια είναι απλώς
συσσωρευμένος πλούτος. Όταν όμως
χρησιμοποιείται στα πλαίσια του ιστορικού καπιταλισμού, επιδέχεται μια
ειδικότερη ερμηνεία. Δεν είναι μόνο το απόθεμα καταναλώσιμων αγαθών,
μηχανημάτων ή επικυρωμένων αξιώσεων για υλικά πράγματα με τη μορφή τού
χρήματος. Είναι αλήθεια ότι το κεφάλαιο στον ιστορικό καπιταλισμό συνεχίζει να αναφέρεται
σε συσσωρεύσεις, αποτελέσματα προσπαθειών προγενέστερης εργασίας, πού δεν έχουν
ακόμη αναλωθεί· άλλα αν αυτό ήταν όλο,
τότε όλα τα ιστορικά συστήματα, πηγαίνοντας πίσω στην εποχή του ανθρώπου του Νεάντερνταλ, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως καπιταλιστικά, μια και όλα
είχαν τέτοιου είδους συσσωρευμένα αποθέματα πού ενσωμάτωναν προγενέστερη
εργασία.
Εκείνο πού
διακρίνει το ιστορικό κοινωνικό σύστημα πού ονομάζουμε ιστορικό καπιταλισμό
είναι ότι, σ' αυτό το ιστορικό σύστημα, το κεφάλαιο κατέληξε να χρησιμοποιείται
-να επενδύεται- με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Κατέληξε να χρησιμοποιείται με πρωταρχικό αντικειμενικό σκοπό και
πρόθεση την αυτοεπέκταση. Σ' αυτό το σύστημα, οι προγενέστερες συσσωρεύσεις
αποτελούσαν «κεφάλαιο» μόνο στο βαθμό πού χρησιμοποιούνταν για να συσσωρεύσουν
περισσότερο κεφάλαιο. Χωρίς αμφιβολία, η διαδικασία ήταν περίπλοκη και, όπως θα
δούμε, με διακυμάνσεις. Αλλά εκείνο πού επονομάζουμε καπιταλιστικό, είναι αυτός
ο αμείλικτος και περίεργα αυτάρκης αυτοσκοπός του κατόχου του κεφαλαίου, δηλαδή
ή συσσώρευση όλο και περισσότερου κεφαλαίου, καθώς και οι σχέσεις πού ο κάτοχός
του έπρεπε, κατά συνέπεια, να συνάψει με άλλα πρόσωπα για την πραγματοποίηση αυτού
του σκοπού. Ομολογουμένως, αυτός ο στόχος δεν ήταν αποκλειστικός· και άλλοι
παράγοντες υπεισήλθαν στη διαδικασία παραγωγής. Ωστόσο η ερώτηση παραμένει:
ποιοί παράγοντες έτειναν να υπερισχύουν σε περίπτωση σύγκρουσης; Όποτε η
συσσώρευση τού κεφαλαίου ήταν εκείνος ο παράγοντας πού είχε κατά σύστημα
προτεραιότητα έναντι άλλων εναλλακτικών στόχων, τότε θα μπορούσαμε
δικαιολογημένα να ισχυρισθούμε ότι παρατηρούμε ένα καπιταλιστικό σύστημα σε
λειτουργία.
Το
να επενδύσει κανείς κεφάλαιο, έχοντας σκοπό την απόκτηση όλο και περισσότερου
κεφαλαίου, είναι φυσικά μια απόφαση πού θα μπορούσε δυνητικά να ληφθεί από ένα
άτομο ή μια ομάδα ατόμων σε οποιαδήποτε εποχή. Ποτέ όμως δεν υπήρξε εύκολο γι' αυτά τα άτομα να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους με επιτυχία, προτού επέλθει
μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
Στα προηγούμενα συστήματα, ή μακρόχρονη και περίπλοκη διαδικασία της
συσσώρευσης του κεφαλαίου σχεδόν πάντα μπλοκαριζόταν σε κάποιο σημείο, ακόμα
και σε περιπτώσεις πού η αρχική συνθήκη (η ιδιοκτησία ή συγχώνευση στα χέρια
των λίγων κάποιου αποθέματος αγαθών πού δεν είχαν καταναλωθεί πρωτύτερα) ίσχυε.
Ο υποθετικός καπιταλιστής μας πάντοτε χρειαζόταν να εξασφαλίσει τη χρήση εργατικής
δύναμης, το οποίο σημαίνει ότι έπρεπε να υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι πού θα
δελεασθούν ή θα αναγκαστούν να παράγουν τέτοια εργασία. Από τη στιγμή πού είχαν
εξασφαλιστεί εργάτες και είχαν παραχθεί αγαθά, αυτά τα αγαθά έπρεπε με κάποιο
τρόπο να διοχετευθούν στην αγορά, πού σημαίνει ότι έπρεπε να υπάρχει, από τη μια,
ένα σύστημα διανομής και, από την άλλη, μια ομάδα αγοραστών με τα απαραίτητα
χρήματα για να αγοράσουν τα προϊόντα. Τα προϊόντα έπρεπε να πουληθούν σε τιμή
μεγαλύτερη από το συνολικό κόστος (της στιγμής της πώλησης) όπως καθορίστηκε από
τον πωλητή και, επιπλέον, αυτό το περιθώριο διαφοράς έπρεπε να είναι μεγαλύτερο
απ' όσο χρειαζόταν ο πωλητής για την προσωπική του συντήρηση. Έπρεπε, στη
σύγχρονη γλώσσα μας, να υπάρχει κέρδος. Ο κάτοχος του κέρδους έπρεπε στη
συνέχεια να έχει τη δυνατότητα να το διατηρήσει μέχρι να παρουσιαστεί η
κατάλληλη ευκαιρία για επένδυση και, από ’κει και πέρα, η όλη διαδικασία έπρεπε
να αυτοανανεώνεται στο σημείο της παραγωγής.
Στην
πραγματικότητα, αυτή η αλυσίδα διαδικασιών (πού συχνά ονομάζεται ανακύκληση του
κεφαλαίου) σπάνια ολοκληρώθηκε πριν τη σύγχρονη εποχή. Ένας λόγος είναι ότι, στα
προηγούμενα ιστορικά κοινωνικά συστήματα, πολλοί από τούς συνδετικούς κρίκους
της αλυσίδας θεωρήθηκαν, από τούς κατόχους της πολιτικής και ηθικής εξουσίας,
ως έξω από τη συμβατική λογική και ηθική. Αλλά ακόμα και όταν δεν υπήρχε άμεση επέμβαση
από τη μεριά εκείνων πού είχαν τη δύναμη να παρέμβουν, η διαδικασία συνήθως αποτύγχανε,
επειδή ένα ή και περισσότερα στοιχεία δεν ήταν διαθέσιμα - το συσσωρευμένο σε
κάποια μορφή χρήματος απόθεμα, η εργατική δύναμη της οποίας θα έκανε χρήση ο
παραγωγός, το δίκτυο των διανομέων, οι καταναλωτές πού ήταν αγοραστές.
Ο λόγος πού ένα ή περισσότερα στοιχεία έλειπαν είναι ότι, στα προηγούμενα
ιστορικά κοινωνικά συστήματα, ένα ή περισσότερα από αυτά τα στοιχεία δεν
«εμπορευματοποιήθηκε» ή ήταν ανεπαρκώς «εμπορευματοποιημένο». Αυτό σημαίνει ότι
η διαδικασία δεν είχε θεωρηθεί τέτοια ώστε να μπορεί ή να πρέπει να
διεκπεραιωθεί μέσω μιας «αγοράς». Ο ιστορικός καπιταλισμός επέφερε επομένως την
σε ευρεία κλίμακα Εμπορευματοποίηση των διαδικασιών -όχι μόνο των διαδικασιών
ανταλλαγής, αλλά και των διαδικασιών παραγωγής, διανομής και επένδυσης- πού
προηγουμένως είχαν λειτουργήσει με άλλους τρόπους, και όχι διαμέσου της «αγοράς».
Και σε όλη την πορεία της προσπάθειάς τους να συσσωρεύουν όλο και περισσότερο κεφάλαιο,
οι καπιταλιστές επιδίωκαν να εμπορευματοποιούν όλο και περισσότερες από τις
κοινωνικές διαδικασίες, σε όλες τις σφαίρες της οικονομικής δραστηριότητας. Και
μιας και ο καπιταλισμός είναι αυτάρκης διαδικασία, κάθε κοινωνική συναλλαγή
μπορούσε δυνητικά να συμπεριληφθεί. Να γιατί θα μπορούσαμε να πούμε ότι η
ιστορική ανάπτυξη του καπιταλισμού είχε ως συνέπεια την ώθηση προς την εμπορευματοποίηση
των πάντων.
Ούτε
η εμπορευματοποίηση των κοινωνικών διαδικασιών αρκούσε. Οι διαδικασίες
παραγωγής ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους με πολύπλοκες εμπορευματικές αλυσίδες.
Ας πάρουμε ένα τυπικό προϊόν πού να έχει ευρύτατα παραχθεί και πουληθεί σε όλη την
ιστορική εμπειρία του καπιταλισμού, για παράδειγμα ένα είδος ρουχισμού. Για να παραχθεί
ένα είδος ρουχισμού τα βασικά -τουλάχιστον- πράγματα πού χρειάζονται είναι
ύφασμα, κλωστή, κάποιο είδος μηχανημάτων και εργατική δύναμη. Αλλά καθένα απ' αυτά
πρέπει με τη σειρά του να παραχθεί. Για την παραγωγή τους χρειάζονται άλλα είδη,
τα όποια επίσης με τη σειρά τους πρέπει να παραχθούν. Η εμπορευματοποίηση κάθε υποδιαδικασίας
σ' αυτήν την εμπορευματική αλυσίδα δεν ήταν υποχρεωτική (θα λέγαμε μάλιστα ότι
ούτε καν συνέβαινε συχνά). Πράγματι, όπως θα δούμε, πολλές φορές το κέρδος ήταν
μεγαλύτερο, όταν δεν είχαν πραγματικά εμπορευματοποιηθεί όλοι οι συνδετικοί
κρίκοι της αλυσίδας. Εκείνο πού είναι βέβαιο, είναι ότι υπήρχε στην αλυσίδα ένα
πολύ μεγάλο και διασκορπισμένο σύνολο εργατών, οι όποιοι έπαιρναν κάποιο είδος
αποζημίωσης πού καταγραφόταν στο φύλλο ισολογισμού ως κόστος. Υπήρχε επίσης ένα
κατά πολύ μικρότερο, αλλά εξ ίσου διασκορπισμένο σύνολο ατόμων (οι όποιοι, συν
τοις άλλοις, συνήθως δεν ήταν ενωμένοι ως εμπορικοί συνεργάτες, αλλά δρούσαν ως
αυτόνομες οικονομικές οντότητες) πού με κάποιο τρόπο συμμετείχαν στο τελικό
περιθώριο της εμπορευματικής αλυσίδας, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο συνολικό
κόστος παραγωγής της αλυσίδας και στο συνολικό εισόδημα πού προκύπτει από τη
διάθεση του τελικού προϊόντος.
Από
τη στιγμή πού υπήρχαν εμπορευματικές αλυσίδες να συνδέουν πολλαπλές διαδικασίες
παραγωγής, είναι σαφές ότι ο ρυθμός συσσώρευσης, για τούς «καπιταλιστές» στο σύνολό
τους, ήταν ένα ζήτημα τού πόσο μεγάλο περιθώριο διαφοράς θα μπορούσε να
δημιουργηθεί, τη στιγμή μάλιστα πού αυτό το περιθώριο ήταν δυνατό να
διακυμανθεί σημαντικά. Όμως για κάθε έναν καπιταλιστή χωριστά, ο ρυθμός
συσσώρευσης ήταν ένα ζήτημα μιας διαδικασίας «ανταγωνισμού»,
με υψηλότερες αμοιβές για εκείνους πού επιδείκνυαν μεγαλύτερη διορατικότητα στις
κρίσεις τους, μεγαλύτερη ικανότητα να ελέγχουν το εργατικό τους δυναμικό και
μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβασης σε περιοριστικές πολιτικές αποφάσεις πάνω σε
ιδιαίτερες λειτουργίες της αγοράς (γενικά γνωστές ως μονοπώλια).
Αυτό
δημιούργησε την πρώτη βασική αντινομία τού συστήματος. Ενώ το ενδιαφέρον όλων
των καπιταλιστών, αν τούς εξετάσουμε ως τάξη, φαινόταν να είναι ή συνολική μείωση
του κόστους παραγωγής, στην πράξη αυτές οι μειώσεις συχνά ευνοούσαν κάποιους
καπιταλιστές εναντίον κάποιων άλλων και, κατά συνέπεια, μερικοί προτιμούσαν να
έχουν αυξημένο μέρισμα σε ένα μικρότερο ολικό περιθώριο, παρά μικρότερο μέρισμα
σε ένα μεγαλύτερο ολικό περιθώριο.
Επιπλέον, υπήρχε μια δεύτερη θεμελιώδης αντινομία στο σύστημα. Καθώς προχωρούσαν ή συσσώρευση όλο και περισσότερου κεφαλαίου, ή εμπορευματοποίηση όλο και περισσότερων διαδικασιών και η παραγωγή όλο και περισσότερων εμπορευμάτων, ένα απαιτούμενο στοιχείο, ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της οικονομικής ροής, ήταν η ύπαρξη όλο και περισσότερων αγοραστών. Παράλληλα όμως, οι προσπάθειες για τη μείωση τού κόστους παραγωγής συχνά μείωναν την κυκλοφορία και κατανομή τού χρήματος και, έτσι, ή σταθερή αύξηση των αγοραστών, πού χρειαζόταν για να συμπληρωθεί η διαδικασία της συσσώρευσης, αναχαιτιζόταν. Από την άλλη μεριά, οι ανακατανομές τού συνολικού κέρδους πού οδηγούσαν στη διεύρυνση τού δικτύου των αγοραστών, συχνά μείωναν το ολικό περιθώριο του κέρδους. Γι' αυτόν τον λόγο, μεμονωμένοι επιχειρηματίες βρέθηκαν στο σημείο να πιέζουν προς τη μια κατεύθυνση, για το όφελος των επιχειρήσεων τους (μειώνοντας, για παράδειγμα, το εργατικό κόστος) και ταυτόχρονα, ως μέλη μιας συλλογικής τάξης, να πιέζουν για την αύξηση τού συνολικού αγοραστικού δικτύου (το οποίο είχε αναπόφευκτα ως συνέπεια, τουλάχιστον για μερικούς παραγωγούς, την αύξηση τού εργατικού κόστους).
Επιπλέον, υπήρχε μια δεύτερη θεμελιώδης αντινομία στο σύστημα. Καθώς προχωρούσαν ή συσσώρευση όλο και περισσότερου κεφαλαίου, ή εμπορευματοποίηση όλο και περισσότερων διαδικασιών και η παραγωγή όλο και περισσότερων εμπορευμάτων, ένα απαιτούμενο στοιχείο, ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της οικονομικής ροής, ήταν η ύπαρξη όλο και περισσότερων αγοραστών. Παράλληλα όμως, οι προσπάθειες για τη μείωση τού κόστους παραγωγής συχνά μείωναν την κυκλοφορία και κατανομή τού χρήματος και, έτσι, ή σταθερή αύξηση των αγοραστών, πού χρειαζόταν για να συμπληρωθεί η διαδικασία της συσσώρευσης, αναχαιτιζόταν. Από την άλλη μεριά, οι ανακατανομές τού συνολικού κέρδους πού οδηγούσαν στη διεύρυνση τού δικτύου των αγοραστών, συχνά μείωναν το ολικό περιθώριο του κέρδους. Γι' αυτόν τον λόγο, μεμονωμένοι επιχειρηματίες βρέθηκαν στο σημείο να πιέζουν προς τη μια κατεύθυνση, για το όφελος των επιχειρήσεων τους (μειώνοντας, για παράδειγμα, το εργατικό κόστος) και ταυτόχρονα, ως μέλη μιας συλλογικής τάξης, να πιέζουν για την αύξηση τού συνολικού αγοραστικού δικτύου (το οποίο είχε αναπόφευκτα ως συνέπεια, τουλάχιστον για μερικούς παραγωγούς, την αύξηση τού εργατικού κόστους).
Κατά
συνέπεια, η οικονομία τού καπιταλισμού διακατεχόταν από την ορθολογιστική
πρόθεση να αυξηθεί η συσσώρευση σε μέγιστο βαθμό. Αλλά ό,τι ήταν λογικό για τούς
επιχειρηματίες δεν ήταν κατ' ανάγκη λογικό και για τούς εργάτες. Και, το πιο
σημαντικό, ό,τι ήταν λογικό για όλους τούς επιχειρηματίες ως συλλογική ομάδα, δεν
ήταν κατ' ανάγκη λογικό για κάθε μεμονωμένο καπιταλιστή. Δεν αρκεί λοιπόν να
πούμε ότι καθένας επιδίωκε το συμφέρον του. Το προσωπικό συμφέρον καθενός
χωριστά, πολλές φορές τον ανάγκαζε να εμπλακεί σε αντιφατικές δραστηριότητες.
Επομένως, το να υπολογίσει κανείς μακροπρόθεσμα το πραγματικό του συμφέρον
κατέληξε να είναι εξαιρετικά δύσκολο, παρόλο πού αυτή τη στιγμή αγνοούμε σε ποιο βαθμό η προσωπική αντίληψη του καθένα για το συμφέρον του είχε αποκαλυφθεί και διαστρεβλωθεί από πολυσύνθετα ιδεολογικά νεφελώματα. Προς το παρόν, θεωρώ
προσωρινά ως δεδομένο ότι ο καπιταλισμός πράγματι ανέθρεψε έναν homo economicus,
αλλά σπεύδω να προσθέσω ότι αυτός ο homo economicus παρουσίαζε
-σχεδόν αναπόφευκτα- κάποια σημάδια σύγχυσης.
Υπάρχει
όμως ένας «αντικειμενικός» περιορισμός πού μείωνε τη σύγχυση. Αν ένα δεδομένο
άτομο επανειλημμένα διέπραττε λάθη στις οικονομικές του αποφάσεις, αδιάφορο αν το
έκανε από άγνοια, από ανοησία ή από ιδεολογική προκατάληψη, αυτό το άτομο (ή η
εταιρεία) δεν επρόκειτο να επιβιώσει στην αγορά. Ή χρεωκοπία ήταν το οξύ
καθαρτικό υγρό του καπιταλιστικού συστήματος, πού συνεχώς εξανάγκαζε όλους τούς
οικονομικούς πρωταγωνιστές να πορεύονται σταθερά μέσα σ' ένα καλοστρωμένο αυλάκι,
πού τούς έσπρωχνε να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε συνολικά να υπάρχει ακόμα
μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου.
Ο ιστορικός
καπιταλισμός είναι λοιπόν το συγκεκριμένο, χωροχρονικά οριοθετημένο, ενοποιημένο
χωρίο των παραγωγικών δραστηριοτήτων, μέσα στο οποίο ο οικονομικός
αντικειμενικός σκοπός ή «νόμος» πού επικρατεί ή διέπει την κύρια οικονομική
δραστηριότητα είναι η ατέρμονη συσσώρευση του κεφαλαίου. Είναι το κοινωνικό
σύστημα στο όποιο εκείνοι πού έπραξαν βάσει αυτών των κανόνων, απέκτησαν τόσο
μεγάλη επιρροή στο σύνολο, ώστε να διαμορφώσουν συνθήκες κάτω από τις οποίες οι
υπόλοιποι έπρεπε είτε να συμμορφωθούν προς τα πρότυπα ή να υποστούν τις
συνέπειες. Είναι το κοινωνικό σύστημα στο οποίο το φάσμα αυτών των κανόνων (του
νόμου της άξιας) γινόταν διαρκώς ευρύτερο, οι εκτελεστές των κανόνων όλο και
περισσότερο αδιάλλακτοι, η διείσδυση των κανόνων στο κοινωνικό οικοδόμημα
συνεχώς μεγαλύτερη, ακόμη και αν, παράλληλα, η κοινωνική αντίθεση προς αυτούς
τούς κανόνες μεγάλωνε όλο και πιο κραυγαλέα και οργανωμένα.
Κάνοντας
αυτήν την περιγραφή για τον ιστορικό καπιταλισμό, ο καθένας μας μπορεί να
προσδιορίσει ποιο συγκεκριμένο, χωροχρονικά οριοθετημένο, ενοποιημένο χωρίο θεωρεί
ως σημείο αναφοράς του. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η γένεση αυτού του ιστορικού συστήματος τοποθετείται στην Ευρώπη τού
τέλους τού δέκατου πέμπτου αιώνα, ότι
το σύστημα με το πέρασμα τού χρόνου επεκτάθηκε στο χώρο ώστε να καλύπτει στο
τέλος τού δέκατου ένατου αιώνα ολόκληρη την υδρόγειο και ότι ακόμη και σήμερα
καλύπτει ολόκληρη την υδρόγειο. […]
Ιμμάνουελ
Βαλλερστάιν,
Ιστορικός Καπιταλισμός
(Εκδόσεις
Θεμέλιο, 1987, σελ. 17-24)
Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015
Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015
Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015
Ο Κάνιγκ στην Κάνιγκος
Το 1823, τρίτο χρόνο της
Ελληνικής Επανάστασης, όλα παν καλά στην Ελλάδα. Ο Δράμαλης έχει
κατατροπωθεί, η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου είχε αίσιον πέρας, η Αθήνα έχει
απελευθερωθεί και η κυβέρνηση του Ναυπλίου παραμένει αξιοπρεπής προς το παρόν:
Το πρώτο δάνειο δεν έχει έρθει ακόμα, ώστε ν’ αρχίσει ο σκοτωμός.
Αυτή τη σημαδιακή χρονιά για την ύπαρξή μας ως
κράτους συμβαίνει ένα συγκλονιστικό γεγονός, αλλά εκτός Ελλάδος, στην Αγγλία. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας
Τζωρτζ Κάνιγκ κάνει μια θεαματική στροφή και απαγκιστρώνεται απ’ την
ανθελληνική πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Την 25η Μαρτίου 1823, ακριβώς δυο χρόνια μετά την έναρξη της
Επανάστασης, ο Κάνινγκ γνωστοποιεί στον
κόσμο όλο πως αναγνωρίζει επίσημα το δικαίωμα των εμπολέμων Ελλήνων να
αποκλείουν με τα πλοία τους τις τουρκικές ακτές. Κάτι τέτοιο το Διεθνές
Δίκαιο της εποχής το αναγνώριζε μόνο σε αναγνωρισμένα κράτη, και συνεπώς η
πράξη του Κάνιγκ ήταν μια έμμεση μεν,
σαφέστατη δε αναγνώριση της κυβέρνησης των αγωνιζομένων Ελλήνων, και άρα του
ελληνικού κράτους πριν καν αυτό υπάρξει. Κατά κάποιον τρόπο, και με
σύγχρονη ορολογία, ήταν η αναγνώριση μιας επαναστατικής κυβερνήσεως, μιας
«κυβερνήσεως του βουνού», για να θυμηθούμε άλλες εποχές.
Και σα μην έφτανε αυτή η
τόσο θεαματική και τόσο ξαφνική στροφή της αγγλικής πολιτικής υπέρ των Ελλήνων,
την 30ή Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς (1823) όμιλος Άγγλων τραπεζιτών χορηγεί στη
μαχόμενη Ελλάδα δάνειο ύψους 800.000 στερλινών για τις άμεσες ανάγκες των
επαναστατών.
Αν σκεφτεί κανείς πώς γίνεται και δίνουν οι κεφαλαιούχοι τα λεφτά τους με πολύ
υψηλό τόκο μεν, αλλά χωρίς να είναι καθόλου βέβαιοι πως θα τα πάρουν πίσω αφού
όλα παίζονται ακόμα στην Ελλάδα, προκύπτει
η εύλογη απορία: Μα, τι διάολο, τρελάθηκαν οι πάντα πραχτικοί και συμφεροντολόγοι
Άγγλοι; Καθόλου δεν τρελάθηκαν. Απλώς ασκούν σοβαρή γεωπολιτική στρατηγική στο
Αιγαίο και γενικότερα στη Μεσόγειο.
Ήξεραν
πως οι Έλληνες είναι θαλασσινός λαός, ήξεραν πως οι Τούρκοι δε σκαμπάζουν
τίποτα από θάλασσα και πόνταραν στους Έλληνες, που θα μπορούσαν θαυμάσια να
γίνουν εν καιρώ οι χωροφύλακες των Άγγλων και στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Ο
ιδιοφυής Τζωρτζ Κάνιγκ έκανε διάνα. Η
Ελλάδα προσδέθηκε στους Άγγλους, και στη συνέχεια στους διαδόχους τους στη
Μεσόγειο Αμερικανούς, πριν καν υπάρξει ως ελεύθερο κράτος! Αυτό θα πει
μακρόπνοη εξωτερική πολιτική, κύριοι του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών,
που αν και τσιράκια των Άγγλων δε διδαχτήκατε τίποτα.
Πάντως,
τώρα καταλαβαίνετε καλύτερα γιατί αφιερώσαμε στον Κάνιγκ μια πλατεία, έναν
δρόμο και έναν ανδριάντα στημένο στην πλατεία Κάνιγκος. Χρωστάμε την ύπαρξή μας ως κράτος στον Κάνιγκ. Αλλά και τους εμφυλίους
πολέμους στη διάρκεια της Επανάστασης, κι αυτούς στον Κάνιγκ τους χρωστάμε.
Εκείνο το δάνειο, το πρώτο από μια
ατέλειωτη σειρά δανείων, έκανε τους Έλληνες να πέσουν με τα μούτρα στο ψητό και
να σφάζονται μεταξύ τους για το ποιος θ’ αρπάξει το μεγαλύτερο κομμάτι.
Όντως μεγάλος πολιτικός ο Κάνιγκ! Είναι να μην του στήσεις το άγαλμα στην
πλατεία Κάνιγκος;
Βασίλης Ραφαηλίδης, Ιστορία (κωμικοτραγική) του
νεοελληνικού κράτους 1830-1974
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ του ΕΙΚΟΣΤΟΥ
ΠΡΩΤΟΥ, 1993, σελ. 11-12)
Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015
Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015
Το ιδανικό είδος μυαλού για έναν Ηγέτη
- Το πρώτο είναι ικανό να κρίνει μόνο
του.
- Το δεύτερο είναι ικανό να κρίνει την
κρίση των άλλων.
- Το τρίτο δεν μπορεί να κρίνει ούτε από
μόνο του, ούτε αυτά που οι άλλοι κρίνουν.
Το πρώτο είναι εξαιρετικό, το δεύτερο
καλό και το τρίτο άχρηστο.
Το ιδανικό για έναν Ηγέτη είναι να
διαθέτει το πρώτο είδος μυαλού. Αλλά και με το δεύτερο κάνει τη δουλειά του,
αφού όταν μπορεί να αναγνωρίζει το σωστό ή το λάθος των επιλογών των συνεργατών
του και, αναλόγως, να επαινεί ή να διορθώνει, κανείς από αυτούς δεν θα μπορεί
να ελπίζει πως μπορεί να τον κοροϊδέψει, οπότε αναγκαστικά θα είναι καλός και
χρήσιμος.
Ν.
Μακιαβέλι,
Ο Ηγεμών
(Συνοψίζοντας
τις συμβουλές σε έναν ηγέτη για τους συνεργάτες του)
Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015
Η ιστορική θεμελίωση των εθνών
Σε γενικές γραμμές, οι θεωρίες πάνω στην ιστορική θεμελίωση των
νεότερων εθνών χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σ’ αυτές που δίνουν έμφαση στη νεοτεριστική και κρατική πρωτοκαπιταλιστική
θεμελίωση των εθνών, και σ’ εκείνες που εντοπίζουν αντίθετα την προμοντέρνα,
προκαπιταλιστική εθνική θεμελίωσή τους, όπου η έννοια του κράτους
(της οποίας προφανώς κανείς δεν αμφισβητεί τη σημασία) διαμορφώνεται μόνο σε μια δεύτερη φάση. Ας το εξετάσουμε καλύτερα.
Οι θεωρίες που υποστηρίζουν την κρατική και επομένως τη νεοτεριστική και
πρωτοκαπιταλιστική και πρωτοαστική απαρχή του έθνους, επιμένουν στην τεχνητή φύση
της ίδιας της έννοιας του «έθνους»· σύμφωνα με τις
θεωρίες αυτές η «παράδοση», νοουμένη ως
ιστορική διάσταση του έθνους, συνιστά ως επί το πλείστον μία εκ
των υστέρων «επινόηση». Οι κρατικοί μηχανισμοί, που
θεσπίστηκαν κατά πρώτο λόγο με στόχο την πολιτική στήριξη
της δημιουργίας της ενιαίας καπιταλιστικής αγοράς ή/και την οικονομική και στρατιωτική
προστασία του «έθνους» έναντι των άλλων
ανταγωνιστικών εθνών, εξουσιοδότησαν ευχαρίστως τους
διανοουμένους και το εκπαιδευτικό σύστημα να
επινοήσουν μία ενιαία εθνική ιστορική παράδοση και να
ενσωματώσουν τη λογοτεχνική γλώσσα στην καθομιλουμένη.
Ο «εθνικισμός», επομένως, είναι ένα
τυπικό προϊόν της καπιταλιστικής και κυρίως πρωτοκαπιταλιστικής νεοτερικότητας - ενώ αντίθετα υποτίθεται ότι στην ώριμη φάση της παγκοσμιοποίησης και της πληροφοριοποίησης,
ο καπιταλισμός θα τον υπερέβαινε και θα τον καταργούσε. Εν προκειμένω
όμως είναι σκόπιμο να επισημάνουμε ότι η πνευματική
και λογοτεχνική επινόηση μιας παράδοσης δεν
αποτελεί καθόλου το χαρακτηριστικό γνώρισμα της καπιταλιστικής
νεοτερικότητας. Αρκεί να θυμηθεί κανείς -θα
μπορούσαν βέβαια ν’ αναφερθούν πάμπολλα ιστορικά
παραδείγματα- τους διανοούμενους της αυγουστιανής εποχής της ρωμαιοκρατίας
(Λίβιος, Βιργίλιος κ.ά.), που κλήθηκαν να επινοήσουν μια μυθοπλαστική
παράδοση (Αινείας, Ρωμύλος κ.ά.). Γενικότερα, οι θεωρίες της κρατικής απαρχής του έθνους, μέσα από συχνά ευφυέστατα ιστορικο-πολιτισμικά
συγγράμματα, υποδεικνύουν ότι το έθνος δεν
υφίσταται, και ότι απεναντίας συνιστά ένα τεχνητό παρασκεύασμα, μια επινόηση του αστικού καπιταλισμού και, όπως κάθε τεχνητή επινόηση, είναι καταδικασμένο να διαλυθεί και να πεθάνει σε μια κατά τα άλλα απροσδιόριστη
«αλλαγή της ιστορικής φάσης». Πρόκειται για μια κατανοητή αλλά κατά τη
γνώμη μου λανθασμένη αντίδραση απέναντι στις θεωρίες που αντιμετωπίζουν το
έθνος ως μία «οργανική κοινότητα» κατά τρόπο αποκλειστικό και ρατσιστικό, (Gemeinschaft),
θεωρίες που στην πράξη αιματοκύλησαν την ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων.
Θα πρέπει όμως να προσέξουμε να μην κάψουμε και τα χλωρά μαζί με τα ξερά.
Από
την άλλη, οι θεωρίες της εθνικής και
άρα προμοντέρνας, προκαπιταλιστικής και προαστικής απαρχής του έθνους,
επισημαίνουν το γεγονός ότι, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων -
φυσικά όχι σε όλες -, στο υπόβαθρο και παράλληλα με τη μεταγενέστερη συγκρότηση
του έθνους ως λαού και νεότερου κράτους, υπάρχει
μια πραγματική ισχυρή εθνική οντότητα. Ασφαλώς η ιστορία δεν αρχίζει ούτε
με τον καπιταλισμό ούτε με τη συσσώρευση κεφαλαίου ούτε με την εμφάνιση των
Ευρωπαίων και Αμερικανών αποικιοκρατών. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι αληθές και
αναμφισβήτητο. Είναι προφανές ότι η εθνική θεμελίωση εξελίσσεται ιστορικά και
πολιτισμικά, σε συνάφεια με μια ταυτότητα εν μέρει τεχνητή και κατασκευασμένη εκ
των υστέρων από το νεότερο κράτος, από τους διανοούμενους και το εκπαιδευτικό
σύστημα. Το «εκ των υστέρων» όμως δεν γεννιέται εκ του μηδενός, αλλά βασίζεται σε
μια προϋπάρχουσα πραγματικότητα, που μπορεί μεν να την τροποποιήσει αλλά όχι να
την εκμηδενίσει.
Πού βρίσκεται το
δίκιο;
Δύσκολο ερώτημα, στο οποίο είναι αδύνατο να απαντήσουμε στα στενά πλαίσια ενός
δοκιμίου. Εύλογο, αλλά συνάμα οπορτουνισιικό και παραπλανητικό θα ήταν να πούμε
ότι το δίκιο βρίσκεται και στις δύο πλευρές. Με μια πρώτη προσέγγιση, εάν αποδεχτούμε ότι η κρατική συνιστώσα εκεί
που υπερισχύει –πράγμα όμως που δεν αληθεύει στην περίπτωση πολλών εθνών,
λόγου χάρη στους Κορσικανούς, τους Βρετόνους, τους Γαλάτες, τους Βάσκους, τους
Κούρδους και τους Λατινοαμερικανούς Μάγια- προϋποθέτει
ούτως ή άλλως μια προγενέστερη εθνοτική συνιστώσα, τότε θα πρέπει να
παραδεχθούμε ότι η εθνική θεωρία εμφανίζεται ως ορθότερη από την κρατική,
παρότι η τελευταία τη διορθώνει επωφελώς σε πολλά σημεία.
Δεν
βρίσκεται όμως εδώ κατά τη γνώμη μου το ουσιαστικότερο φιλοσοφικό σημείο του
ζητήματος. Ανεξάρτητα από το πού
βρίσκεται το δίκιο, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το έθνος εμφανίστηκε, είτε
με εθνική είτε με κρατική θεμελίωση, σε μια παρελθούσα στιγμή
(προκαπιταλιστική ή πρωτοκαπιταλιστική), επομένως
σήμερα η έννοιά του στερείται εγκυρότητας. Εδώ λοιπόν
βρίσκεται η ουσία, διότι ενώ η γέννηση πάντα και σε κάθε περίπτωση είναι
ειδική, η εγκυρότητα είναι καθολική, προφανώς επειδή η
γέννηση δομήθηκε ως εύλογη συνιστώσα μιας πραγματικής αλήθειας. Ο Ιησούς της Ναζαρέτ δραστηριοποιήθηκε σ’
ένα εντελώς ιδιόμορφο ιστορικό πλαίσιο, που σήμερα είναι ολότελα ξεπερασμένο, η εγκυρότητα όμως του μηνύματος του
δεν εξαντλείται μέσα σ’ εκείνη την ιδιάζουσα ιστορική στιγμή αλλά εμπεριέχει
μια διαχρονική αλήθεια. Ας
αναφέρουμε επίσης το παράδειγμα του φιλελευθερισμού, της δημοκρατίας και του
σοσιαλισμού. Από ιστορική άποψη, αυτές οι τρεις παραδόσεις έχουν μια
συγκεκριμένη αφετηρία, την αστική (ο φιλελευθερισμός), τη μικροαστική (η
δημοκρατία), την εργατική και προλεταριακή (ο σοσιαλισμός). Η ιδιαίτερη ιστορική γέννηση τους,
λοιπόν, και στις τρεις περιπτώσεις
αποκτά καθολική εγκυρότητα, όχι σε όλες τις ιστορικές συνιστώσες, αλλά μόνο σ’
αυτές που η λογική ορθότητα επικυρώνει και επιβεβαιώνει.
Το ίδιο ακριβώς
ισχύει και για την πραγματικότητα της εθνικής ταυτότητας, είτε είναι εθνοτικής
είτε είναι κρατικής θεμελίωσης. […]
COSTANZO PREVE, ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ 21ου
ΑΙΩΝΑ
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΧΥ, ΑΘΗΝΑ 2001, σελ. 13-17)