«Ἀγνοεῖς ὅτι τοῦ λόγου μέτρον ἐστὶν οὐχ ὁ λέγων, ἀλλ' ὁ ἀκούων;» Πλάτων (Στοβαίου ανθολόγιον, XXXVI. 22)
Κυριακή 31 Μαΐου 2015
Σάββατο 30 Μαΐου 2015
Παρασκευή 29 Μαΐου 2015
Δίαιτα και ιατρική στην αρχαία Ελλάδα
Για
να ρίξουμε περισσότερο φως στη μεγάλη σημασία που οι Έλληνες αποδίδουν στη
δίαιτα, στη γενικότερη έννοια που δίνουν στη «διαιτητική» και στον τρόπο που
συνδέουν την πρακτική της με την
ιατρική, μπορούμε να ανατρέξουμε σε δύο αφηγηματικές πηγές: η μία βρίσκεται στα
έργα του Ιπποκράτη και η άλλη στον Πλάτωνα.
Ο συγγραφέας της
πραγματείας Περί αρχαίας ιατρικής δεν
αντιλαμβάνεται τη δίαιτα σαν πρακτική προσκείμενη της ιατρικής τέχνης – σαν μια
από τις εφαρμογές της, ή σαν μια από τις προεκτάσεις της -, αλλά θωρεί πως η ιατρική έχει τις ρίζες της στην
πρωταρχική και ουσιαστική ενασχόληση με τη δίαιτα[1].
Κατά τη γνώμη του, η ανθρωπότητα αποσπάστηκε από το ζωικό είδος μ’ έναν τρόπο
ρήξης στη δίαιτα· πράγματι, αρχικά οι
άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τροφές παρεμφερείς με εκείνες των ζώων: ωμό κρέας
και ωμά αμαγείρευτα χορταρικά. Ένας
τέτοιος τρόπος διατροφής σκληραγωγούσε ίσως τους ευρωστότερους, ήταν όμως
άτεγκτος για τους ασθενέστερους· με λίγα λόγια, πέθανε κανείς ή νέος ή
γέρος. Γι’ αυτό οι άνθρωποι αναζήτησαν
μια δίαιτα που να ταιριάζει καλύτερα «στη φύση τους»: αυτή χαρακτηρίζει
ακόμη και σήμερα τον τρόπο ζωής μας. Χάρη,
όμως, στην ηπιότερη τούτη δίαιτα, οι αρρώστιες έγιναν λιγότερο άμεσα
θανατηφόρες· τότε, οι άνθρωποι
αντιλήφθηκαν πως η τροφή των υγιών δεν ήταν κατάλληλη για τους ασθενείς:
άλλου είδους τροφή τους ήταν αναγκαία. Και έτσι, η ιατρική διαμορφώθηκε σαν «δίαιτα» ειδική για αρρώστους, έχοντας
ως αφετηρία τον προβληματισμό αναφορικά με τον εξειδικευμένο και κατάλληλο γι’
αυτούς τρόπο ζωής. Στην πρώτη αυτή αφηγηματική πηγή, η διαιτητική είναι εκείνη
που εμφανίζεται ως αρχική· απ’ αυτή γεννιέται η ιατρική σαν μια από τις
επιμέρους εφαρμογές της.
Αντίθετα,
ο Πλάτων – αρκετά δύσπιστος απέναντι
στη διαιτητική πρακτική, ή τουλάχιστον στις υπερβολές της που τον φοβίζουν, για
λόγους πολιτικούς και ηθικούς, θεωρεί ότι η ενασχόληση με τη δίαιτα προήλθε από μια τροποποίηση στις
ιατρικές πρακτικές[2]: αρχικά, ο θεός Ασκληπιός είχε διδάξει στους
ανθρώπους με ποιον τρόπο να θεραπεύουν αρρώστιες και πληγές με δραστικά φάρμακα
και αποτελεσματικές επεμβάσεις. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο Όμηρος μας δίνει
τη μαρτυρία του πάνω στην πρακτική αυτή των απλών θεραπευτικών μεθόδων, στην
αφήγησή του της γιατρειάς του Μενελάου και του Ευρύπαλου, κάτω από τα τείχη της
Τροίας: ρούφαγαν με το στόμα το αίμα των πληγωμένων, έχυναν μαλακτικά πάνω στις
πληγές τους και τους έδιναν να πιουν κρασί που του είχαν προσθέσει αλεύρι και
τριμμένο τυρί[3]. Αργότερα μονάχα, όταν οι άνθρωποι
απομακρύνθηκαν από τη σκληρή και υγιεινή ζωή των αρχαίων χρόνων, έγινε
προσπάθεια να παρακολουθηθούν οι ασθένειες «βήμα προς βήμα» και να βοηθηθούν με
μακρόχρονη δίαιτα οι φιλάσθενοι, που υπέφεραν ακριβώς επειδή δεν ζούσαν πια
όπως έπρεπε, και έτσι έπασχαν από χρόνιες νόσους. Κατά την άποψη αυτή, η διαιτητική εμφανίζεται σαν ένα είδος
ιατρικής των περιόδων μαλθακότητας· προορίζονταν για τις ακόλαστες υπάρξεις
που προσπαθούσαν να παρατείνουν αυτή τους τη ζωή. Όμως, εύκολα αντιλαμβάνεται
κανείς ότι αν, για τον Πλάτωνα, η
διαιτητική δεν είναι μια αρχέγονη τέχνη, αυτό δεν οφείλεται στο ότι ο
τρόπος διατροφής, η δίαιτα, δεν έχει τη
σημασία της: ο λόγος για τον οποίο – στην εποχή του Ασκληπιού ή των πρώτων
διαδόχων του – δεν ασχολούνταν με τη διαιτητική είναι ότι ο «τρόπος ζωής» των
ανθρώπων, ο τρόπος διατροφής και σωματικής τους άσκησης, ήταν σύμφωνος με τη
φύση[4].
Κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα, θα μπορούσε
κανείς να πει πως η διαιτητική έφερε πραγματική αλλαγή κατεύθυνσης στην ιατρική·
δεν εξελίχτηκε, όμως, σε προέκταση της
θεραπευτικής τέχνης παρά μονάχα από τη στιγμή όπου η δίαιτα ως τρόπος ζωής
χωρίστηκε από τη φύση· κι αν
εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα της ιατρικής, αυτό
γίνεται στο μέτρο όπου είναι αδύνατο να θεραπεύσει κανείς έναν ασθενή δίχως να
διορθώσει το είδος ζωής που τον έχει κατακτήσει πραγματικά άρρωστο[5].
Όπως και να
είναι,
είτε θεωρεί κανείς τη διαιτητική γνώση μια πρωτογενή τέχνη είτε μια
μεταγενέστερη εκτροπή, ολοφάνερο είναι πως η ίδια η «δίαιτα», το είδος ζωής,
αποτελεί μια θεμελιώδη κατηγορία, μέσα από την οποία μπορούμε να στοχαστούμε
την ανθρώπινη διαγωγή· χαρακτηρίζει τη γενική μας στάση απέναντι στη ζωή και
μας επιτρέπει να ορίσουμε ένα σύνολο κανόνων διαγωγής: αποτελεί ένα μέσο για
την αντιμετώπιση των προβλημάτων της συμπεριφοράς, που γίνεται σε συνάρτηση με
μια φύση που πρέπει να διατηρήσουμε και με την οποία αρμόζει να συμμορφωθούμε. Η δίαιτα είναι μια ολόκληρη τέχνη του ζην.
Μισέλ Φουκώ - Η ιστορία της σεξουαλικότητας
(Εκδόσεις
Ράππα, 2003, τόμος 2, σελ. 122-123)
Πέμπτη 28 Μαΐου 2015
Τετάρτη 27 Μαΐου 2015
Οι θεμελιώδεις ερωτήσεις
Η Σιωπή των Αμνών είναι μία απ’ τις
κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών. Η Clarice Starling (Τζόντι Φόστερ) είναι μια
νεαρή εκπαιδευόμενη που FBI. Στα πλαίσια της έρευνάς της για έναν serial killer
προσπαθεί ν’ αποσπάσει πληροφορίες από τον ψυχίατρο Hannibal Lecter (Άντονι
Χόπκινς), ο οποίος βρίσκεται έγκλειστος στη φυλακή για μια σειρά φόνων λόγω
κανιβαλισμού.
Στα
πλαίσια αυτής της «συνεργασίας» ο Lecter, με οδηγό τη σκέψη του Μάρκου Αυρήλιου, διδάσκει στην Clarice τη διαδικασία που απαιτείται για να φθάσει
στο επιθυμητό αποτέλεσμα:
Hannibal Lecter: Θεμελιώδεις κανόνες, Κλαρίς. Απλότητα. Μελέτησε Μάρκο
Αυρήλιο. Για κάθε πράγμα αναρωτήσου: τι ακριβώς είναι; Ποια είναι η φύση του;
Τι κάνει, αυτός ο άνδρας που αναζητάς;
Clarice Starling: Σκοτώνει γυναίκες.
Hannibal Lecter: Όχι αυτό είναι πάρεργο. Τι είναι το πρώτο πράγμα που κάνει; Τι ανάγκες εξυπηρετεί σκοτώνοντας;
Clarice Starling: Οργή. Κοινωνική αποδοχή. Σεξουαλικά απωθημένα.
Hannibal Lecter: Όχι εποφθαλμιά. Αυτή είναι η
φύση του. Πως γεννιέται αυτό, Κλαρίς; Αναζητούμε πράγματα για να τα
επιθυμήσουμε; Κάνε μια προσπάθεια ν’ απαντήσεις.
Clarice Starling: Όχι απλώς τα…
Hannibal Lecter: Αρχίζουμε εποφθαλμιώντας κάτι που
βλέπουμε καθημερινά. Δεν
αισθάνεσαι βλέμματα να καρφώνονται επάνω σου; Και το δικό σου ν’ αναζητά τα
πράγματα που επιθυμείς;
Τρίτη 26 Μαΐου 2015
Adam Smith: τα τρία πράγματα που θα πρέπει να κάνει η κυβέρνηση
[…] Για την ακρίβεια, όχι μόνο δεν είναι ο Smith
αντίθετος σε όλες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, αλλά τονίζει κατηγορηματικά τρία
πράγματα που θα πρέπει να κάνει η κυβέρνηση σε μια κοινωνία φυσικής ελευθερίας.
Πρώτον, και αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, οφείλει να προστατεύει αυτή την κοινωνία
από «τη βία και την επιβουλή» άλλων κοινωνιών.
Δεύτερον, πρέπει να εξασφαλίζει «την αμερόληπτη απονομή δικαιοσύνης» για όλους τους
πολίτες.
Και τρίτον, η κυβέρνηση έχει το καθήκον «να φτιάχνει και να συντηρεί τους δημόσιους εκείνους
θεσμούς και τα δημόσια εκείνα έργα που μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμα σε
μια μεγάλη κοινωνία», αλλά τα οποία «είναι τέτοιας μορφής που το κέρδος απ'
αυτά δεν θα μπορούσε ποτέ να καλύψει τη δαπάνη στην οποία υποβάλλεται ένα άτομο
ή ένας μικρός αριθμός ατόμων».
Αν αυτά τα διατυπώσουμε με φρασεολογία των ημερών
μας, ο Smith αναγνωρίζει σαφέστατα τη χρησιμότητα των δημόσιων επενδύσεων για
μεγάλα έργα που δεν είναι δυνατό να αναλάβει ο ιδιωτικός τομέας - σαν δύο
παραδείγματα αναφέρει τους δρόμους και την παιδεία. Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται
για μια αντίληψη που έχει διευρυνθεί σημαντικά από τον καιρό του Smith -εύκολα
μπορεί κανείς να συμπεριλάβει τον αντιπλημμυρικό έλεγχο, την αποκατάσταση του
περιβάλλοντος, την επιστημονική έρευνα- αλλά αυτή καθαυτή η ιδέα, όπως και τόσα
άλλα, υπονοείται αλλά δεν αναφέρεται ρητά στο όραμα του Smith.
Αυτό
στο οποίο ο Smith είναι αντίθετος είναι η ανάμιξη της κυβέρνησης στο μηχανισμό
της αγοράς. Είναι αντίθετος στους περιορισμούς των εισαγωγών και στις
επιδοτήσεις των εξαγωγών, αντίθετος σε νόμους για την προστασία της βιομηχανίας
από τον ανταγωνισμό, και αντίθετος στις δημόσιες δαπάνες για μη παραγωγικούς
σκοπούς. Παρατηρήστε ότι όλες αυτές οι δραστηριότητες της κυβέρνησης έχουν
αντίκτυπο στην ομαλή λειτουργία του συστήματος της αγοράς. Ο Smith δεν
αντιμετώπισε ποτέ το πρόβλημα που έμελλε να προκαλέσει τόσα ερωτηματικά και
ανησυχίες σε κατοπινές γενιές, δηλαδή κατά πόσο η κυβέρνηση ενδυναμώνει ή
εξασθενίζει το σύστημα όταν παρεμβαίνει με νομοθεσία κοινωνικής πρόνοιας. Την
εποχή του Smith, εκτός από τα μέτρα για την ανακούφιση των φτωχών, δεν υπήρχε
σχεδόν κανένας άλλος νόμος κοινωνικής πρόνοιας - η κυβέρνηση ήταν ακραιφνής
σύμμαχος των αρχουσών τάξεων και ο μεγάλος καβγάς στους κυβερνητικούς κύκλους
ήταν κατά πόσο θα ωφελούνταν περισσότερο οι γαιοκτήμονες ή οι βιομηχανικές
τάξεις. Το ερώτημα κατά πόσο στα οικονομικά ζητήματα θα έπρεπε να έχει λόγο και
η εργατική τάξη, δεν περνούσε καν από το μυαλό κανενός αξιοσέβαστου ατόμου.
Robert L. Heilbroner, Οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου
(Εκδόσεις
Κριτική, 2000, σελ. 47)
Δευτέρα 25 Μαΐου 2015
Κυριακή 24 Μαΐου 2015
Σάββατο 23 Μαΐου 2015
Γιατί λέμε ψέματα;
[…] Είτε
πρόκειται για το παραμικρό ψεματάκι είτε για την πιο απίστευτη ψεματάρα, είτε
είναι ιδιοτελές ή ανιδιοτελές, σύνθετο ή απλό, οι περισσότερες πράξεις
εξαπάτησης γενικά ξεκινούν από ένα ή περισσότερα κίνητρα. Τα κίνητρα του
ψέματος κατατάσσονται σε δύο γενικές κατηγορίες: επιθετικά κίνητρα και αμυντικά
κίνητρα.
Όταν
παίζουμε επιθετικά, στα αθλήματα ή στη ζωή, προσπαθούμε να σκοράρουμε, να
προωθήσουμε τη θέση μας, και να στριμώξουμε τον αντίπαλό μας στην γωνία. Η άμυνα,
αντίθετα, αφορά την προστασία μας, τη διατήρηση της θέσης μας, την
ελαχιστοποίηση του πόνου ή της δυσχέρειας. Τα ψέματα που λέμε, και στις δυο
περιπτώσεις, τα λέμε για τους παρακάτω λόγους:
Επιθετικά κίνητρα
§
Για να αποκτήσουμε μια ανταμοιβή που
δεν είναι εύκολα διαθέσιμη με άλλο τρόπο.
§
Για να αποκτήσουμε το πλεονέκτημα
απέναντι σε ένα άλλο άτομο ή κατάσταση.
§
Για να δημιουργήσουμε μια θετική
εντύπωση και να κερδίσουμε τον θαυμασμό των άλλων.
§
Για να ασκήσουμε πίεση στους άλλους
ελέγχοντας τις πληροφορίες.
Αμυντικά κίνητρα
·
Για να αποφύγουμε την τιμωρία ή την
ντροπή.
·
Για να προφυλάξουμε από την τιμωρία κάποιο
άλλο άτομο.
·
Για να προστατευθούμε από τον κίνδυνο
σωματικής ή συναισθηματικής βλάβης.
·
Για να ξεφύγουμε από μια δύσκολη
κοινωνική περίσταση.
·
Για να διατηρήσουμε το προσωπικό μας
απόρρητο.
[…]
Έχοντας στο μυαλό μας τις συνήθεις αιτίες ψέματος, αναγνωρίζουμε καλύτερα τις
περιστάσεις στις οποίες χρειάζεται να ενεργοποιήσουμε το ραντάρ εντοπισμού
ψεμάτων που διαθέτουμε. Έχοντας τες στο μυαλό μας, μπορούμε επίσης να
καταπολεμήσουμε πιο εύκολα και τη δική μας παρόρμηση να «παρατραβήξουμε» την
αλήθεια.
Έχουμε
την τάση να πιστεύουμε πως μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα ψέμα που μας λέει
κάποιος. Όμως οι άνθρωποι όχι μόνο δεν καταλαβαίνουν τα ψέματα που ακούν, αλλά
στην πραγματικότητα δεν αναγνωρίζουν πολλά από τα ψέματα που λένε. […] ο μέσος άνθρωπος λέει ένα σωρό ψέματα σε
καθημερινή βάση –μερικές φορές χωρίς καν να το καταλαβαίνει, και συχνά μην
έχοντας την πρόθεση να κάνει κακό σε κάποιον άλλο. Το ψέμα μοιάζει να είναι ένα
συνηθισμένο μέρος της καθημερινής μας ύπαρξης. […]
Οι άνθρωποι λένε ψέματα σχεδόν
ανακλαστικά. […] Γενικά προσπαθούμε […] να
παρουσιάσουμε μια εικόνα του εαυτού μας που να ταιριάζει με το πώς θα ήθελαν να
μας βλέπουν οι άλλοι.
Panela Meyer, Ανίχνευση ψεύδους
(Εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2014 σελ. 75-82)
Παρασκευή 22 Μαΐου 2015
Περί προσπάθειας
Από το πρώτο επεισόδιο ("Extreme Aggressor") της τηλεοπτικής σειράς Criminal Minds:
Ξαναπροσπάθησε.
Απέτυχε και πάλι. Μάθε από την αποτυχία.
[«Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει.
Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα». - Worstward Ho (1983)]
Μη
δοκιμάζεις. Καν’ το ή μη το κάνεις.
Πέμπτη 21 Μαΐου 2015
Τετάρτη 20 Μαΐου 2015
Τρίτη 19 Μαΐου 2015
Η αθανασία της ψυχής στον Πλάτωνα: 1. Η γένεση όλων των πραγμάτων από το αντίθετό τους
[…]
Ήδη στα πρώιμα έργα του Πλάτωνα το ερώτημα για τη φύση της ψυχής ισχύει ως ένα
από τα πιο σημαντικά φιλοσοφικά ερωτήματα, όμως μόνο σε συνάρτηση με τη θεωρία
των ιδεών το πρόβλημα αυτό γίνεται ξεχωριστό θέμα. Οι ιδέες μπορούν να
κατακτώνται γνωστικά μόνο μέσω κάποιου που είναι όμοιο και συγγενές προς αυτές.
Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή πρέπει να είναι
αιώνια και αυθύπαρκτη όπως οι ιδέες, όχι ότι η ίδια είναι ιδέα. Στην
απόδειξη αυτής της κατάστασης είναι αφιερωμένα εκτενή τμήματα του Φαίδωνα, καθώς και τμήματα της Πολιτείας και του Φαίδρου.
Ο Φαίδων περιέχει τέσσερα επιχειρήματα για
την αθανασία της ψυχής· τα δύο πρώτα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, ώστε
μπορούν να θεωρηθούν ως μια απόδειξη σε δύο βήματα.
Η γένεση όλων των
πραγμάτων από το αντίθετό τους (Φαίδων
69e-72e)
Ο Πλάτων ξεκινά από
μια παρατήρηση
που είχε γίνει πολύ πριν απ’ αυτόν, ότι
δηλαδή όλα τα πράγματα, απ’ όσο μπορούμε να παρατηρήσουμε, γεννιούνται από το
αντίθετό τους. Ο Ηράκλειτος λέει στο απ. 88: «Το ίδιο είναι το ζωντανό και
το πεθαμένο, το άγρυπνο και το κοιμισμένο, το νέο και το γερασμένο. Γιατί αυτά,
όταν μεταβάλλονται, γίνονται εκείνα, και εκείνα πάλι όταν μεταβάλλονται,
γίνονται αυτά.» Μ’ αυτό εννοείται ότι όλο το γίγνεσθαι είναι κίνηση μεταξύ
αντιθέτων. Ο σπόρος, π.χ., πέφτει στη γη και πεθαίνει ως σπόρος. Από το νεκρό
όμως σπόρο γίνεται ένα φυτό. Το φυτό παράγει σπόρους, το ίδιο πεθαίνει· από το
σπόρο γεννιέται πάλι ένα φυτό κ.ο.κ. Αυτή την
ιδέα της ανακύκλησης στη φύση ο Πλάτων την μεταφέρει σε καθετί στο οποίο
υπάρχει ένα αντίθετο. Το δίκαιο είναι αντίθετο στο άδικο, το ωραίο στο
άσχημο, το μεγάλο στο μικρό, η εγρήγορση στον ύπνο. Όταν κάποιος γίνεται
μεγάλος, δεν ήταν πρωτύτερα μεγάλος· γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε βέβαια να
γίνει μεγάλος. Όποιος γίνεται δίκαιος δεν ήταν πρωτύτερα δίκαιος· όποιος ξυπνά
δεν ήταν πρωτύτερα ξύπνιος. Επομένως όλα
γεννιούνται από το αντίθετό τους, ο δίκαιος άνθρωπος από τον άδικο άνθρωπο,
ο άδικος από τον δίκαιο, ο ξύπνιος από τον κοιμισμένο, ο κοιμισμένος από τον
ξύπνιο κ.λπ. Μεταξύ των αντιθέτων πρέπει
να τεθούν αναπόφευκτα δύο είδη γένεσης: Μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης υπάρχει
το ξύπνημα, μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου το αποκοίμισμα. Παρόμοια ισχύουν σε
κάθε γίγνεσθαι αντιθέτων. Το ίδιο
αντίθετα όπως τα ζεύγη αντιθέτων που αναφέρθηκαν, προπάντων όπως η
εγρήγορση και ο ύπνος, είναι η ζωή και ο
θάνατος. Αν αυτό αληθεύει, τότε πρέπει το να είναι κανείς ζωντανός
προκύπτει από το να είναι κανείς νεκρός και το να είναι κανείς νεκρός από το να
είναι κανείς ζωντανός. Το τελευταίο είναι προφανές: Το να είναι κανείς νεκρός
προκύπτει από το να είναι κανείς ζωντανός. Το γίγνεσθαι που υπάρχει ενδιάμεσα
το γνωρίζουμε επίσης· το ονομάζουμε «το να πεθαίνει κανείς». Και από πού
προκύπτει το να είναι κανείς ζωντανός; Από το αντίθετό του, δηλαδή από το να
είναι κανείς νεκρός. Η γένεσή ή το γίγνεσθαι που τίθεται ενδιάμεσα είναι ο
ερχομός στη ζωή.
Τι
συνάγεται από όλα αυτά για την ψυχή; Τίποτα, αν δεχτούμε ότι τα ίδια τα
αντίθετα προκύπτουν το ένα από το άλλο. Το ότι η ζωή γεννιέται από το θάνατο,
δηλαδή από τη μη ζωή, και ο θάνατος από τη ζωή δεν είναι κάτι το συγκλονιστικό.
Ο Πλάτων όμως θέλει να αποδείξει κάτι άλλο. Κάθε μεταβολή στο αντίθετο γίνεται πάνω σε ένα υποκείμενο: Δεν
γεννιέται το δίκαιο, καθεαυτό νοούμενο, από το άδικο και αντίστροφα, αλλά είναι
ο άνθρωπος που από άδικος γίνεται δίκαιος και αντίστροφα· δεν γεννιέται η
εγρήγορση από τον ύπνο, αλλά ο άνθρωπος
είναι το υποκείμενον, στο οποίο
γίνεται η αλλαγή από τον ύπνο στην εγρήγορση· πρβ. Φαίδ. 103a-b: Από το αντίθετο πράγμα
γίνεται το αντίθετο πράγμα· τα ίδια τα αντίθετα όμως δεν μεταβάλλονται στα
αντίθετά τους. Όταν εμφανίζεται στο υποκείμενο η μια από τις αντίθετες
καταστάσεις, τότε εξαφανίζεται η άλλη. Πως έχουν λοιπόν τα πράγματα σχετικά με
το είναι κανείς ζωντανός και το να είναι κανείς νεκρός; Το είναι κανείς ζωντανός και το να είναι κανείς νεκρός είναι
καταστάσεις που όπως ακριβώς η
εγρήγορση και ο ύπνος προϋποθέτουν ένα
υποκείμενο· δεν αποτελούν κάτι
αυθύπαρκτο αλλά κάτι που συμβαίνει σε ένα υπόστρωμα. Ποιο είναι το υπόστρωμα, το υποκείμενο, γι’ αυτές τις καταστάσεις; Δεν
μπορεί να είναι το ανθρώπινο σώμα, γιατί αυτό αποσυντίθεται μετά το θάνατο. Άρα
η ψυχή πρέπει να είναι το υποκείμενο
στο οποίο γίνεται η αλλαγή ζωής και θανάτου. Αυτό σημαίνει ότι, όπως η
εγρήγορση και ο ύπνος είναι εναλλασσόμενες καταστάσεις του ανθρώπου, έτσι και η ζωή και ο θάνατος είναι εναλλασσόμενες
καταστάσεις της ψυχής. Ο άνθρωπος επιζεί της εναλλαγής εγρήγορσης και
ύπνου· το ίδιο επιζεί και η ψυχή της εναλλαγής ζωής και θανάτου. Ζωή λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο παρά η
ένωση της ψυχής με το σώμα, θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής με το σώμα,
όπου όμως η ψυχή η ίδια δεν πεθαίνει αλλά υφίσταται μόνη καθεαυτήν. Όπως ο κοιμισμένος ξυπνάει, έτσι και η ψυχή
που έχει χωριστεί από το σώμα εισέρχεται ξανά σ’ ένα σώμα· μετά από
ορισμένο διάστημα εγκαταλείπει το σώμα αυτό, υφίσταται για λίγο καιρό
καθεαυτήν, χωρισμένη από το σώμα, εισέρχεται ξανά πάλι σε ένα σώμα κ.ο.κ. Αν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αν οι ψυχές
που χωρίζονταν από το σώμα δεν περνούσαν ξανά σε άλλα σώματα, στο τέλος θα
εξαφανιζόταν κάθε ζωή από τον κόσμο της εμπειρίας μας. Η διαρκής όμως
αναγέννηση στη φύση αποδεικνύει το αντίθετο, ότι δηλαδή δεν μπορεί να γίνει
λόγος για βαθμιαία εξαφάνιση των ζώντων όντων, που θα οδηγούσε τελικά στο
θάνατο των πάντων.
Υπάρχει επομένως
ένας κύκλος ζωής και θανάτου· εκείνο
που επιζεί αυτού του κύκλου, όπως το ανθρώπινο σώμα επιζεί του κύκλου της
εγρήγορσης και του ύπνου, είναι η ψυχή.
Αν όμως οι ψυχές δεν πεθαίνουν αλλά
συνεχίζουν να υπάρχουν κατά το χωρισμό τους από το σώμα και κατόπιν, τότε ο αριθμός των ψυχών δεν είναι δυνατόν
να ελαττωθεί αλλά ούτε και να αυξηθεί, γιατί δεν προστίθενται νέες ψυχές
στις ήδη υπάρχουσες (Πολ. 611a).
Στην
ιδέα αυτή ασκείται πολλές φορές κριτική με το επιχείρημα της αύξησης του
πληθυσμού και θεωρείται ότι αυτό αναιρεί το επιχείρημα του Πλάτωνα. Ο Πλάτων
όμως ήταν έξυπνος όσο και οι επικριτές του, πολύ πριν απ’ αυτούς. Οι ψυχές δεν
χρειάζεται να εισέλθουν σε ανθρώπινα σώματα (ένας ηλίθιος κατά τη μετεμψύχωση
θα γίνει σίγουρα γάιδαρος), αλλά μπορούν να συνδεθούν και με οργανισμούς ζώων·
σ’ ένα έντομο μπορεί να υπάρχει η ψυχή κάποιου που σε μια προηγούμενη ζωή ήταν
άνθρωπος, και αντίστροφα. Έτσι έχει λυθεί το πρόβλημα. Ο Πλάτων διδάσκει συνεπώς τη μετεμψύχωση και δεν τη δίδαξε πρώτος αυτός.
Ο
Ξενοφάνης (περ. 570-475 π. Χ.), απ. 7, μαρτυρεί ότι ο Πυθαγόρας δίδαξε τη μετεμψύχωση· το ίδιο μαρτυρεί και ο Εμπεδοκλής (περ. 495-435 π. Χ.), απ.
129, που και ο ίδιος πίστευε (απ. 115-117) ότι η ίδια ψυχή μπορεί να εισέλθει
σε φυτά ζώα και ανθρώπους. Ο Ηρόδοτος (2, 123) αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι ήταν οι πρώτοι που δέχτηκαν
την μετεμψύχωση. Για τη μετεμψύχωση μιλάει και ο ποιητής Πίνδαρος (σύγχρονος του Παρμενίδη), Ολυμπιόνικοι 2, 62 κ.ε. Ο Συμπλίκιος, Εις φυσ. 39, 17 κ.ε., μαρτυρεί τη θεωρία αυτή για τον Παρμενίδη· η θεωρία αυτή συμβιβάζεται
με όσα άλλα γνωρίζουμε για τον Παρμενίδη. Ο ίδιος ο Πλάτων λέει στον Μέν. 81b
κ.ε. τα εξής: «Ο Πίνδαρος και άλλοι ποιητές […] λένε ότι η ψυχή του ανθρώπου
είναι αθάνατη και άλλοτε φθάνει στο τέλος, που ονομάζουν θάνατο, άλλοτε όμως
ξαναγεννιέται, αλλά ποτέ δεν καταστρέφεται». Ως τεκμήριο τούτου παρατίθεται ένα
χωρίο από τον Πίνδαρο (απ. 127).
(Εκδόσεις
Καρδαμίτσα, σελ. 131-136)
Δευτέρα 18 Μαΐου 2015
Κυριακή 17 Μαΐου 2015
Σάββατο 16 Μαΐου 2015
Οι ψυχολογικοί τύποι κατά τον Γιουνγκ
Η συμβολή του Γιουνγκ στην ψυχολογία του
συνειδητού νου περιλαμβάνεται βασικά στο έργο του. Οι Ψυχολογικοί Τύποι.
Η προσπάθεια της κατάταξης των ανθρώπων σε τύπους χρονολογείται από πολύ
παλιά. Έχουν περάσει σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια από τότε πού ο Έλληνας
φυσικός Γαληνός προσπάθησε να διακρίνει τέσσερις βασικές ιδιοσυστασιακές
διαφορές στους ανθρώπους και οι περιγραφικοί του όροι (αν και ψυχολογικά
αφελείς) - ο αιματώδης, ο φλεγματικός, ο χολερικός, και ο μελαγχολικός-
πέρασαν στην καθημερινή ομιλία. Στα πιο κοντινά μας χρόνια έχουν γίνει πολλές
προσπάθειες πού, λαβαίνοντας υπόψη τις νεώτερες γνώσεις, σκοπεύουν σε μια
ακριβέστερη διατύπωση […] Ο Γιουνγκ διακρίνει δυο διαφορετικές στάσεις
απέναντι στη ζωή, δυο τρόπους αντίδρασης στις περιστάσεις· τούς τρόπους
αυτούς τούς θεωρεί αρκετά καθορισμένους και διαδομένους για να θεωρηθούν σαν
τυπικοί.
«Υπάρχει μια
ολόκληρη τάξη ανθρώπων, -λέει- πού τη στιγμή της αντίδρασης σε κάποια δοσμένη
περίσταση κάνουν πρώτα λίγο πίσω σαν νάλεγαν ένα σιωπηλό «όχι» και μόνο μετά
απ' αυτό είναι σε θέση ν' αντιδράσουν· και υπάρχει μια άλλη τάξη ανθρώπων πού
στην ίδια κατάσταση αντιδρούν άμεσα, φαινομενικά βέβαιοι πώς η συμπεριφορά τους
είναι η σωστή. Μπορούμε, επομένως, να θεωρήσουμε ότι η πρώτη ομάδα
χαρακτηρίζεται από μια κάποια αρνητική σχέση προς το αντικείμενο και η δεύτερη
από μια θετική... η πρώτη αντιστοιχεί στην εσωστρεφική
στάση
και η δεύτερη στην εξωστρεφική».
Η εξωστρεφική στάση χαρακτηρίζεται από μια
ροή της λίμπιντο προς τα έξω, ένα ενδιαφέρον για τα γεγονότα, τους ανθρώπους
και τα πράγματα, μια σχέση μαζί τους και μιαν εξάρτηση απ' αυτούς. Όταν κάποιος
χαρακτηρίζεται απ' αυτή τη στάση τότε ο Γιουνγκ τον ονομάζει εξωστρεφικό
τύπο. Ο τύπος αυτός κινητοποιείται από εξωτερικούς παράγοντες και επηρεάζεται
πολύ από το περιβάλλον. Ο εξωστρεφικός τύπος είναι κοινωνικός και γεμάτος
αυτοπεποίθηση όταν βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον. Διατηρεί συνήθως καλές
σχέσεις με τον κόσμο- ακόμα κι όταν διαφωνεί μαζί του βρίσκεται πάντα σε σχέση
μ' αυτόν γιατί αντί ν' αποσύρεται (όπως έχει την τάση να κάνει ο αντίθετος
τύπος) προτιμάει τη λογομαχία και τον τσακωμό, κι άλλες φορές προσπαθεί να τον
διαμορφώσει σύμφωνα με το δικό του σχέδιο.
Η εσωστρεφική τάση αντίθετα χαρακτηρίζεται
από την απόσυρση. Η λίμπιντο ρέει προς τα μέσα και συγκεντρώνεται σε
υποκειμενικούς παράγοντες και την κυριαρχική επιρροή την ασκεί η «εσωτερική
αναγκαιότητα».
Όταν κάποιο άτομο χαρακτηρίζεται απ' αυτή την τάση, τότε ο Γιουνγκ μιλάει για «εσωστρεφικό
τύπο». Ο τύπος αυτός δεν έχει αυτοπεποίθηση απέναντι στους ανθρώπους και τα
πράγματα, είναι κάπως ακοινώνητος και προτιμάει τη σκέψη από τη δράση. Ο κάθε
τύπος υποτιμάει τον άλλον, βλέποντας μάλλον τα αρνητικά παρά τα θετικά στοιχεία
της αντίθετης στάσης· και το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει αμέτρητες
παρεξηγήσεις ακόμα και στο επίπεδο διατύπωσης ανταγωνιστικών φιλοσοφιών,
αντιθετικών ψυχολογιών και διαφορετικών αξιών και τρόπων ζωής.
Στη Δύση προτιμούμε την εξωστρεφική στάση και την
περιγράφουμε με κολακευτικά λόγια, λέγοντας πώς το άτομο είναι ανοιχτό,
κοινωνικό, ισορροπημένο κλπ., ενώ αντίθετα κατηγορούμε τον εσωστρεφικό για
εγωκεντρικό, ακόμα και αρρωστημένο. Από την άλλη μεριά, στην Ανατολή, μέχρι
τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον, η στάση που κυριαρχούσε ήταν η εσωστρεφική.
Η διαφορά αυτή μπορεί να μας εξηγήσει την υλική και τεχνική ανάπτυξη τού
Δυτικού Ημισφαιρίου, σε αντίθεση με την υλική φτώχεια, αλλά τη μεγαλύτερη
πνευματική ανάπτυξη της Ανατολής.
Στους Ψυχολογικούς Τύπους ο Γιουνγκ
περιγράφει την ιστορική επίδραση των δύο τύπων πάνω στη διατύπωση της
φιλοσοφίας και την ανάπτυξη της θρησκείας. Πάνω στο θέμα αυτό η διαφορά ανάμεσα
στις «ψυχολογικές σχολές» και ιδιαίτερα ανάμεσα στον Φρόιντ, τον Άντλερ και τον
ίδιο προκύπτει απ' αυτή τη διαφορά στη στάση. Η φροϋδική στάση είναι
εξωστρεφική γιατί τοποθετεί τον καθορισμό του χαραχτήρα στον εξωτερικό
κόσμο και τα γεγονότα. Η Αντλεριανή είναι εσωστρεφική γιατί τονίζει τη
σημασία της εσωτερικής στάσης, την «επιθυμία για εξουσία». Η Γιουνγκική
στάση μπορεί κι αυτή να θεωρηθεί εσωστρεφική, δεδομένου ότι οι παράγοντες πού
ενδιαφέρουν περισσότερο το Γιουνγκ ανήκουν στον εσωτερικό κόσμο και ιδιαίτερα
στο «συλλογικό ασυνείδητο».
Στην προσπάθειά του να διαιρέσει τούς
ανθρώπους σε χαρακτηριστικούς τύπους, ο Γιουνγκ εξετάζει βασικά την ψυχολογία
τού συνειδητού. Όταν ένα άτομο περιγράφεται σαν εξωστρεφικό ή εσωστρεφικό αυτό
σημαίνει πώς η συνηθισμένη του συνειδητή στάση είναι η μια ή η άλλη. Μια
ισορροπημένη στάση θα πρέπει να περιέχει σε ίσα μέρη και εξωστρεφικότητα και
εσωστρεφικότητα, πολύ συχνά όμως συμβαίνει η μια στάση να έχει αναπτυχθεί ενώ η
άλλη παραμένει ασυνείδητη. Κανείς ωστόσο δε ζει αποκλειστικά και μόνο με τη μια
στάση - εκδηλώνει την άλλη στάση ασυνείδητα, αλλά με λιγότερο έντονο τρόπο.
Έτσι ο άνθρωπος πού συχνά είναι μάλλον ήσυχος
και αποτραβηγμένος, -δηλαδή εσωστρεφικός- μπορεί να δείξει μεγάλο ενθουσιασμό
και δραστηριότητα για κάτι πού τον ενδιαφέρει πραγματικά, αλλά και πάλι δε θα
έχει με το περιβάλλον του την ίδια καλή σχέση όσο κι ένας εξωστρεφικός. Μπορεί
να τον δείτε να φλυαρεί με τις ώρες για σπάνια πουλιά σε κάποιον πού δεν έχει
το παραμικρό ενδιαφέρον γι αυτά ή να δείχνει μια συλλογή από παλιά χειρόγραφα
στο βαριεστημένο επισκέπτη του πού αναρωτιέται τι βρίσκει σ' αυτά τα σκουπίδια.
Η διαφοροποίηση της στάσης συχνά φαίνεται
ν' αρχίζει πολύ νωρίς
- στην πραγματικότητα υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε πώς μπορεί να είναι
έμφυτη. Στην ίδια οικογένεια μπορεί να συναντήσουμε και εξωστρεφικά και
εσωστρεφικά παιδιά, πράγμα πού μερικές φορές είναι ατυχία για τον τελευταίο
τύπο πού επισκιάζεται από τα πιο κοινωνικά αδέρφια του.
«Το πιο πρώιμο
δείγμα της εξωστρέφειας για ένα παιδί είναι η γρήγορη προσαρμογή του στο
περιβάλλον και η υπερβολική προσοχή που δείχνει για τα αντικείμενα και
ειδικότερα την επίδρασή τους πάνω» του. Ο φόβος του απέναντι στα
αντικείμενα είναι πολύ μικρός. Κινείται και ζει ανάμεσά τους με εμπιστοσύνη.
Αντιλαμβάνεται γρήγορα, αλλά μ' ένα τρόπο κάπως τυχαίο κι ανοργάνωτο. Φαίνεται
να αναπτύσσεται γρηγορότερα από το εσωστρεφικό παιδί γιατί είναι λιγότερο
επιφυλακτικό και κατά κανόνα δε φοβάται. Φαίνεται, επίσης, ότι δε νιώθει κανένα
φράγμα ανάμεσα στον εαυτό του και τα αντικείμενα κι έτσι μπορεί να παίζει
ελεύθερα και να μαθαίνει απ' αυτά. Οι απόπειρές του εύκολα φτάνουν στα άκρα
και ρισκάρει για να μάθει. Το άγνωστο τον τραβάει και τον γοητεύει».
Αυτός είναι ο τύπος του παιδιού πού
προτιμούν και οι γονείς και οι δάσκαλοι. Όταν μιλούν γι' αυτό το θεωρούν «καλά
προσαρμοσμένο» και συχνά το θεωρούν «εξυπνότερο» απ' όσο είναι επειδή έχει
αναπτυχθεί πιο γρήγορα και επειδή έχει την ικανότητα να δημιουργεί καλή
εντύπωση.
Το εσωστρεφικό παιδί είναι ντροπαλό και δισταχτικό. Αποστρέφεται τις
νέες καταστάσεις και πλησιάζει συχνά τα νέα αντικείμενα με προφύλαξη ή και
φόβο. Προτιμάει να παίζει μόνο του και να έχει ένα φίλο παρά πολλούς. Εξαιτίας της
γενικής προτίμησης για την εξωστρέφεια, το εσωστρεφικό παιδί συχνά κάνει
τούς γονείς του ν' ανησυχούν, στην πραγματικότητα, όμως, είναι εξίσου
«φυσιολογικό» και έξυπνο όσο και οι άλλοι τύποι παιδιών. Το εσωστρεφικό
παιδί είναι ευαίσθητο και στοχαστικό και συχνά έχει πλούσια φαντασία. Αυτό πού
τού χρειάζεται είναι καιρός για ν' αναπτύξει τα λιγότερο φανερά χαρίσματά του
και να μάθει να νιώθει άνετα μέσα στον κόσμο.
Ο εξωστρεφικός ενήλικος είναι κοινωνικός. Ανοίγεται προς
τούς άλλους και ενδιαφέρεται για τα πάντα. Τού αρέσουν οι οργανώσεις, οι
ομάδες, οι συγκεντρώσεις και τα πάρτι. Συνήθως, είναι πολύ ενεργητικός και
πρόθυμος να βοηθήσει. Είναι ο τύπος πού εξασφαλίζει τη λειτουργία της
επιχειρησιακής και κοινωνικής ζωής μας. Οι εξωστρεφείς διανοούμενοι έχουν κι
αυτοί παρόμοιες ικανότητες και δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους όταν δουλεύουν
μαζί με άλλους, όταν διδάσκουν ή μεταβιβάζουν με κάποιο τρόπο τη γνώση τους. Οι
καλύτερες σχέσεις με τον κόσμο τούς βοηθούν να κάνουν αυτό το έργο πολύ αποτελεσματικό.
Οι εξωστρεφικοί έχουν την τάση να είναι
αισιόδοξοι και ενθουσιώδεις, παρότι ο ενθουσιασμός τους δεν κρατάει και πάρα πολύ.
Δεν τούς αρέσει να είναι μόνοι και την πολλή σκέψη τη θεωρούν αρρωστημένη
- αυτό το πράγμα, μαζί με την έλλειψη αυτοκριτικής πού έχουν, τούς κάνει πιο
γοητευτικούς στον εξωτερικό κόσμο απ' ότι στην οικογένειά τους ή το στενό τους
κύκλο, πού μπορεί να τούς δει χωρίς μεταμφιέσεις. Δεδομένου ότι είναι καλά
προσαρμοσμένοι στην κοινωνία, συνήθως ασπάζονται την ηθική και τις πεποιθήσεις
πού επικρατούν και η κρίση τους είναι κάπως συμβατική. Είναι ωστόσο πολύ
χρήσιμοι άνθρωποι και εντελώς απαραίτητοι σ' οποιοδήποτε είδος συλλογικής ζωής.
Οι εσωστρεφικοί ενήλικοι, αντίθετα,
απεχθάνονται τις κοινωνικές σχέσεις και νιώθουν μόνοι και χαμένοι στις μεγάλες
συγκεντρώσεις.
Είναι ευαίσθητοι και φοβούνται τη γελοιοποίηση, συχνά, όμως, είναι ανίκανοι να
μάθουν πώς να φέρονται στις κοινωνικές καταστάσεις: είναι αδέξιοι και ή δεν
ξέρουν να κρατάνε τη γλώσσα τους ή είναι υπερβολικά επιφυλακτικοί και γελοία
υπέρ ευγενικοί. Έχουν την τάση να είναι υπερευσυνείδητοι, απαισιόδοξοι και
κριτικοί και κρατούν, συνήθως, τα καλύτερα προτερήματά τους ανέκφραστα έτσι πού
φυσικά παραγνωρίζονται εύκολα από τούς άλλους.
Επειδή ακριβώς χρειάζεται να νιώσουν σε
συμπαθητικό περιβάλλον για να δείξουν τα χαρίσματά τους, γι’ αυτό μένουν
παραμελημένοι κι έχουν λιγότερη επιτυχία απ' τούς εξωστρεφικούς
συναδέρφους τους. Παρόλα αυτά όμως, καθώς δεν ξοδεύουν την ενεργητικότητά τους,
προσπαθώντας να εντυπωσιάσουν τούς άλλους, ή δεν την εξανεμίζουν σε κοινωνικές
συγκεντρώσεις, συχνά, έχουν ασυνήθιστες
γνώσεις ή έχουν αναπτύξει κάποιο ταλέντο πάνω απ' τα κοινά μέτρα.
Ο εσωστρεφικός χαραχτήρας δείχνει τον
καλύτερο εαυτό του όταν είναι μόνος του ή σε μια μικρή και φιλική ομάδα. Προτιμάει τις
δικές του σκέψεις απ' τις συζητήσεις, προτιμάει τα βιβλία και τις ήσυχες
δραστηριότητες απ' το θόρυβο και την έντονη ενεργητικότητα. Η δική του
προσωπική κρίση είναι γι' αυτόν πιο σημαντική απ' τη γενικά παραδεγμένη γνώμη –
ο εσωστρεφικός θα αδιαφορήσει για το βιβλίο με τη μεγάλη κυκλοφορία και θα
υποτιμήσει οτιδήποτε υποστηρίζεται γενικά. Αυτή η ανεξαρτησία της κρίσης
και η έλλειψη συμβατικότητας μπορεί να είναι πολύτιμες αν γίνουν σωστά
κατανοητές και χρησιμοποιηθούν. [...]
Δυστυχώς οι δυο τύποι παραγνωρίζουν ο ένας
τον άλλον κι έχουν την τάση να βλέπουν μόνο τις αδυναμίες του άλλου. Έτσι για τον
εξωστρεφικό ο εσωστρεφικός είναι εγωιστής και βαρετός, ενώ ο εσωστρεφικός
θεωρεί τον εξωστρεφικό επιπόλαιο και ανειλικρινή. [...]
Μερικές φορές η ανοχή και μια προσπάθεια
αναγνώρισης των αξιών τού άλλου, μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα, προσωρινά
τουλάχιστον, συχνά όμως τα πράγματα καταλήγουν σ' ένα βίαιο και φαρμακερό
πόλεμο, ακόμα και αν, όπως παρατηρεί ο Γιούνγκ, τον διεξάγουν στο επίπεδο της
πιο στενής οικειότητας. Η πραγματική λύση του προβλήματος βρίσκεται στην
ευρύτερη και βαθύτερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός πού, σε πολλές
περιπτώσεις, δε μπορεί να γίνει παρά με ψυχολογική βοήθεια.
Με τη διάκριση αυτή ανάμεσα στον
εξωστρεφικό και εσωστρεφικό χαραχτήρα δεν καλύπτουμε όλες τις διαφορές
προσωπικότητας πού μπορούν να παρατηρηθούν. Ο εσωστρεφικός αποτραβιέται και
διστάζει μ' ένα δικό του τρόπο πού δεν μοιάζει απαραίτητα μ' αυτόν τού κάθε
εσωστρεφικού. Ο εξωστρεφικός δημιουργεί τη σχέση του με τον κόσμο μέσα από τη
νόησή του, τα συναισθήματα, τις αισθητικές του αντιλήψεις και τις διαισθήσεις
του. Ο καθένας, στην υπαρξιακή του πάλη χρησιμοποιεί ενστικτώδικα αυτό πού ο
Γιούνγκ ονομάζει την «πιο εξελιγμένη λειτουργία του».
Τέσσερις είναι οι λειτουργίες, πιστεύει ο
Γιούνγκ, που χρησιμοποιούμε για να προσανατολιστούμε μέσα στον κόσμο
(αλλά και στον εσωτερικό μας κόσμο): αίσθηση,
δηλαδή αντίληψη μέσω των αισθήσεων- σκέψη,
πού δίνει νόημα και κατανόηση. Συναίσθημα,
πού μετράει και αξιολογεί- και διαίσθηση,
πού μας ειδοποιεί για τις μελλοντικές δυνατότητες και μας πληροφορεί για την
ατμόσφαιρα πού περιβάλλει κάθε εμπειρία.
Όταν μια αντίδραση γίνεται συνηθισμένη
μπορούμε να μιλήσουμε για τύπο. Παραδείγματος χάρη υπάρχουν άνθρωποι
πού ολοφάνερα σκέφτονται περισσότερο από άλλους, πού χρησιμοποιούν τη σκέψη
τους για να πάρουν αποφάσεις, πού τούς αρέσει να γυρίζουν τα πράγματα μέσα στο
μυαλό τους και πού θεωρούν τη σκέψη σαν τη σημαντικότερη ιδιότητα τού ανθρώπου.
Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να είναι είτε εξωστρεφικοί είτε εσωστρεφικοί
και αυτό θα επηρεάσει τον τρόπο και το υλικό της σκέψης τους. Η κατεύθυνση της
σκέψης του εξωστρεφικού στοχαστή είναι προς τον εξωτερικό κόσμο. [...]
Τα πλεονεκτήματα της εξωστρεφικής σκέψης
-ιδιαίτερα ότι είναι «προσγειωμένη», ότι συγκεντρώνεται στα αντικείμενα και ότι
απαιτεί μια πειθαρχία- είναι ταυτόχρονα και τα όριά της. Δένεται εύκολα από τα
γεγονότα.
Δε μπορεί να δει πέρα απ' αυτά ή ν' απελευθερωθεί για να σχηματίσει μια
αφηρημένη ιδέα. Φορτώνεται ένα σωρό αναφομοίωτα υλικά και προσπαθεί να
ξεφύγει απ' το δίλημμα αυτό με τεχνητές απλοποιήσεις - επινοώντας φόρμουλες και
ιδέες πού φαίνονται να δίνουν συνοχή σε πράγματα ασύνδετα στην πραγματικότητα.
Ένας δημιουργικός στοχαστής, σαν τον Κάρολο
Δαρβίνο, πού αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα του εξωστρεφικού στοχαστή, μπορούσε
να βάλει τάξη και να δώσει νόημα, στο πλήθος των δεδομένων πού μάζευε, αλλά
εκτός πού λείπει η δημιουργική ιδέα, ο στοχαστής την αναπληρώνει παράγοντας όλο
και περισσότερα δεδομένα, μέχρι πού συσσωρεύεται πια ένα βουνό υλικών με συχνά
αμφίβολη αξία.
Όταν τη ζωή ενός ατόμου την κυβερνά κυρίως
η σκέψη και όταν πράξεις του είναι συνήθως το αποτέλεσμα ενός μελετημένου
κινήτρου, τότε μπορούμε σωστά να τον ονομάσουμε σκεπτόμενο
τύπο.
Τον καθαρό σκεπτόμενο τύπο τον συναντάμε συχνότερα στους άντρες παρά στις
γυναίκες, πού η σκέψη τους έχει συνήθως μια διαισθητική φύση. Ο τύπος αυτός
«μελετά τα πράγματα» και φθάνει σε συμπεράσματα με βάση αντικειμενικές
πληροφορίες πού τις ονομάζει «τα δεδομένα της πραγματικότητας» αγαπάει τη
λογική και την τάξη και του αρέσει να επινοεί σαφείς φόρμουλες για να εκφράσει
τις απόψεις του. Θεμελιώνει τη ζωή του πάνω σε αρχές και θάθελε και οι άλλοι
να κάνουν το ίδιο. Όποτε είναι δυνατό περιλαμβάνει και την οικογένειά του,
τους φίλους και τους συναδέρφους του στη δουλειά στο «σχήμα ζωής του» και έχει
μια έντονη τάση να πιστεύει ότι η δική του φόρμουλα αντιπροσωπεύει την απόλυτη
αλήθεια κι επομένως είναι ηθικό καθήκον του να την επιβάλει στους άλλους. Αυτό
μπορεί να τον οδηγήσει σε αμφίβολες καταστάσεις εάν συμπεράνει πώς «ο σκοπός
εξαγιάζει τα μέσα». Πιστεύει πώς είναι λογικός και σωστός μα στην
πραγματικότητα απωθεί ό,τι δεν ταιριάζει στο σχήμα του ή αρνείται να το
αναγνωρίσει. Απεχθάνεται και φοβάται συνάμα το παράλογο, απωθεί τη συγκίνηση
και το συναίσθημα κι έχει την τάση να είναι ψυχρός και να μη δείχνει κατανόηση
στην ανθρώπινη αδυναμία. Παραμελεί την τέχνη της φιλίας και των σχέσεων με τούς
άλλους και συχνά είναι ο τύραννος της οικογένειας. Μπορεί να θυσιάσει τούς
φίλους του και την οικογένειά του στις αρχές του, χωρίς να συνειδητοποιεί καν
ότι κάνει κάτι τέτοιο· όλα γίνονται για το καλό τους. Αυτός ο τύπος του
ανθρώπου είναι συνήθως άτυχος στον έρωτα δεδομένου ότι τα καταπιεσμένα του
συναισθήματα πολλές φορές ξεσπάνε με μια βιαιότητα έξω από τον έλεγχό του, ή
ότι συνδέεται με αταίριαστες γυναίκες. Επιπλέον, υποφέρει από παράλογες αλλαγές
διάθεσης, τις όποιες και δεν παραδέχεται, και από αμφιβολίες για τα πιστεύω
του, πού τις καταπνίγει με φανατισμό. Συχνά έχει μια ισχυρή αίσθηση τού
καθήκοντος και η βιοθεωρία του μπορεί να περιέχει πολλά στοιχεία αρκετά ακόμα
και υψηλοφροσύνης, αλλά ο τρόπος πού θα τα εφαρμόσει πραχτικά θα είναι χωρίς
ζεστασιά, ανεκτικότητα κι όλες αυτές τις ανθρώπινες ιδιότητες πού δε χωράνε
μέσα σε σχήματα και φόρμουλες.
Η σκέψη του, ωστόσο, είναι θετική - παράγει
κάτι είτε νέα δεδομένα είτε νέες αντιλήψεις.
«Ακόμα κι όταν
αναλύει, δημιουργεί γιατί προχωρεί πάντα πέρα απ' την ανάλυση σ' ένα νέο
συνδυασμό... Είναι πάντως χαραχτηριστικό πώς ποτέ δεν είναι απόλυτα αρνητικός ή
καταστροφικός, αλλά πάντοτε αντικαθιστά την αξία πού κατέρριψε με μια
καινούργια. Το προτέρημα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σκέψη είναι το βασικό
κανάλι μέσα στο όποιο ρέει η ενέργεια του σκεπτόμενου τύπου».
Σε αντίθεση με τον εξωστρεφικό, ο
εσωστρεφικός σκεπτόμενος τύπος δεν ενδιαφέρεται για τα δεδομένα, αλλά για τις
ιδέες. Η κυριότερη αξία αυτού τού τρόπου σκέψης βρίσκεται στις νέες απόψεις πού
παρουσιάζει.
Ο Γιουνγκ λέει για την εσωστρεφική σκέψη:
«Τα εξωτερικά
γεγονότα δεν είναι ο στόχος και η πηγή αυτής της σκέψης, παρόλο βέβαια πού ο
εσωστρεφικός θάθελε συχνά να το παρουσιάσει έτσι... Είναι ο τρόπος της σκέψης
πού διατυπώνει ερωτήματα και δημιουργεί θεωρίες- ανοίγει προοπτικές και
νέους δρόμους στην αντίληψη, αλλά μπροστά στα γεγονότα δείχνει μια επιφυλακτική
στάση. Έχουν την αξία τους σαν παραδείγματα, αλλά δεν πρέπει να κυριαρχούν.
Τα γεγονότα συλλέγονται σαν αποδείξεις ή παραδείγματα, αλλά ποτέ για την ίδια
τους την αξία. Η πραγματική δημιουργική δύναμη αυτής της σκέψης αποδεικνύεται
από το γεγονός ότι μπορεί να δημιουργήσει την ιδέα πού ακόμα κι αν δεν
βρίσκεται μέσα στα εξωτερικά γεγονότα, είναι παρόλα αυτά, η πιο ταιριαστή
αφηρημένη τους έκφραση».
Ο εσωστρεφικός σκεπτόμενος τύπος
ενδιαφέρεται για την εσωτερική πραγματικότητα και όχι για την εξωτερική. Το σημαντικό γι'
αυτόν είναι η ανάπτυξη και η παρουσίαση της «αρχέγονης εικόνας» και η
διαμόρφωσή της σε μια ιδέα. Η διαδικασία αυτή είναι μια εσωτερική ανάγκη. Έχει,
συχνά, τη συγκεχυμένη εντύπωση πώς ή Ιδέα αυτή μπορεί, να είναι χρήσιμη στον
κόσμο, μερικές φορές μάλιστα σχηματίζει την πεποίθηση ότι ο κόσμος θα στηνόταν
αν την ήξερε, οι σκέψεις, όμως, αυτές είναι δευτερεύουσες και δεν έχουν ζωτική
σημασία γι' αυτόν.
Ο
εσωστρεφικός στοχαστής, ειδωμένος απ' έξω, είναι συνήθως πολύ περίεργος τύπος. Επειδή το κέντρο
του είναι οι εσωτερικές πραγματικότητες, δίνει πολύ λίγη ή και καθόλου προσοχή
στη σχέση του με τον κόσμο. Δεν παίρνει είδηση το τι γίνεται γύρω του και δεν
καταλαβαίνει πώς σκέπτονται ή αισθάνονται οι άλλοι άνθρωποι. Όταν βρίσκεται
μαζί με άλλο κόσμο είτε είναι ντροπαλός και σιωπηλός είτε κάνει κάποια άστοχη
παρατήρηση. Ο αφηρημένος κ. καθηγητής είναι τυπικό παράδειγμα του εσωστρεφικού
στοχαστή. Μια διασκεδαστική ιστορία για το φιλόσοφο Σοπενχάουερ δείχνει πολύ
καλά τα χαρακτηριστικά αυτά: λέγεται πώς μια μέρα στεκόταν σ' ένα δημόσιο πάρκο
στη μέση ενός παρτεριού με λουλούδια, απορροφημένος απ' τις σκέψεις του κι όταν
ένας κηπουρός του φώναζε ρωτώντας τον τι κάνει εκεί και ποιος νομίζει πώς
είναι, ο Σοπενχάουερ απάντησε: «Α! αν ήξερα την απάντηση σ' αυτό!».
Το αδύνατο σημείο και των δυο σκεπτόμενων
τύπων είναι η παραμελημένη και υποανάπτυκτη «συναισθηματική λειτουργία τους». Για να καταλάβουμε
το τι ακριβώς εννοεί ο Γιουνγκ πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στις
διάφορες έννοιες του αισθάνομαι. Όταν αισθάνομαι ζέστη ή κρύο έχω μια αισθητική
εντύπωση. Όταν αισθάνομαι ότι κάτι θα συμβεί ή ότι κάποιος με απειλεί (ή
οποιαδήποτε τέτοια εμπειρία) πρόκειται για ένα «προαίσθημα» ή μια διαίσθηση.
Όταν, όμως, λέει κανείς «αισθάνομαι λυπημένος» ή «αισθάνομαι πώς αυτό είναι
κακό» ή «κουτό» τότε κάνει την αξιολόγηση μιας συγκινησιακής εμπειρίας. Μ' αυτή
την έννοια χρησιμοποιεί τη λέξη συναίσθημα ο Γιουνγκ όταν μιλάει για
«συναισθηματική λειτουργία».
«Όταν σκεφτόμαστε,
το κάμουμε για να κρίνουμε ή να καταλήξουμε σ' ένα συμπέρασμα κι όταν
αισθανόμαστε το κάνουμε για να δώσουμε τη σωστή του αξία σε κάτι».
Το συναίσθημα συχνά συγχέεται με τη
συγκίνηση. Η αλήθεια είναι πώς κι ο ίδιος ο Γιουνγκ, μερικές φορές, μιλά και
για τα δυο μαζί σχεδόν σαν να ήταν το ίδιο πράγμα, αλλά όταν θέλει να
ξεκαθαρίσει λέει σαφώς πώς οποιαδήποτε λειτουργία μπορεί να οδηγήσει στη
συγκίνησή, και ότι η ίδια η συγκίνηση δεν είναι η λειτουργία. Ούτε είναι το
συναίσθημα ένα είδος συγκεχυμένης σκέψης, όπως έχει την τάση να πιστεύει ο
σκεπτόμενος τύπος. Είναι ή λειτουργία μέσω τής οποίας ζυγίζουμε, και δεχόμαστε
ή αρνιόμαστε τις αξίες.
Ο Γιουνγκ μιλάει και για «συναισθηματικές
κρίσεις» και για «συναισθηματικές καταστάσεις». Το βασίλειο του συναισθήματος
περιέχει και τα δύο, αλλά στη δεύτερη περίπτωση βρισκόμαστε πιο κοντά στη
συγκίνηση, παρόλο βέβαια πού υπάρχει κι εδώ ένα στοιχείο αξιολόγησης. Σε μια
«συναισθηματική κατάσταση» αξιολογεί κανείς, δηλαδή κρίνει την ατμόσφαιρα και φέρεται
ανάλογα. Οι γυναίκες λειτουργούν πολύ συχνά έτσι, αλλά υπάρχουν και άντρες πού
ανήκουν στο συναισθηματικό τύπο. Λειτουργούν καλύτερα σε καταστάσεις όπου οι
προσωπικές σχέσεις είναι σημαντικές. Όλοι όσοι παίζουν το ρόλο του ενδιάμεσου,
από το διπλωμάτη ως τον έμπορο, πρέπει να έχουν πολύ ανεπτυγμένο συναίσθημα.
Το συναίσθημα και η σκέψη είναι εχθρικά το
ένα προς το άλλο.
«Στην επιστήμη, όπου η σκέψη είναι η κυρία λειτουργία... ακόμα και το πιο
ασήμαντο μικρόβιο πρέπει να εξεταστεί με την ίδια προσοχή όπως ο ήλιος». Το
συναίσθημα, όμως, το αποδοκιμάζει αυτό και επιμένει να αναγνωριστεί η διαφορά
των αξιών τους. [...]
Το συναίσθημα έχει βασικά να κάνει με τις
ανθρώπινες σχέσεις και με την αξία (ή την απαξία) των ανθρώπων και των τρόπων
τής αμοιβαίας συμπεριφοράς τους. Δεν είναι περίεργο, επομένως, πού
αποτελεί σημαντικό στοιχείο σε πολλές θρησκείες και ειδικά στο Χριστιανισμό και
το Βουδισμό.
Όταν το συναίσθημα έχει την προτεραιότητα
πάνω στις άλλες λειτουργίες, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για συναισθηματικό τύπο και όταν ο τύπος
είναι εξωστρεφικός το συναίσθημα θα ελέγχεται και θα ρυθμίζεται από το
περιβάλλον. Τον τύπο αυτό τον συναντά κανείς, πιο συχνά, στις γυναίκες παρά
στους άντρες. Ο εξωστρεφικός συναισθηματικός τύπος είναι καλά προσαρμοσμένος
στον κόσμο- σε γενικές γραμμές εκτιμά ότι θεωρείται και ευρύτερα αξιόλογο
και δε βρίσκει καμιά δυσκολία να ταιριάσει με την εποχή και το περιβάλλον της.
Αυτό φαίνεται καλύτερα στην περίπτωση της εξωστρεφικής συναισθηματικής γυναίκας
όταν παντρεύεται γιατί διαλέγει πάντα για σύζυγο έναν άντρα τόσο κατάλληλο πού
σε κάνει να πιστέψεις ότι τα έχει σχεδιάσει όλα με ψυχρή λογική. Στην
πραγματικότητα, όμως, απλώς ερωτεύεται ειλικρινά το «σωστό» άντρα.
Οι προσωπικές σχέσεις την ενδιαφέρουν πολύ
και συχνά έχει τάκτ και γοητεία και τα καταφέρνει να εξομαλύνει τις μπερδεμένες
καταστάσεις και να χύνει λάδι στα ταραγμένα νερά. Χάρη σ' αυτές της τις
ικανότητες κάνει την κοινωνική και οικογενειακή ζωή δυνατή. Είναι από το φυσικό
της καλή οικοδέσποινα και νιώθει άνετα σε ομάδες, μεγάλες συγκεντρώσεις και
κάθε κοινοτική δραστηριότητα. Ο συναισθηματικός τύπος, πού συνειδητοποιεί τη
δυστυχία ή την αδικία γύρω του, έχει συνήθως πραγματική επιθυμία να βοηθήσει κι
ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής εργασίας βασίζεται σ' αυτή τη λειτουργία.
Στην καλύτερη περίπτωση είναι συμπαθητική, πρόθυμη να βοηθήσει και γοητευτική.
Στη χειρότερη προσποιητή και ανειλικρινής. Όσο το συναίσθημά της παραμένει
προσωπικό είναι αληθινό, αν όμως το σπρώξει στα άκρα γίνεται άσχετο και
τεχνικό, χάνει την αρχική ανθρώπινη ζεστασιά του και δίνει μια εντύπωση πόζας
και αναξιοπιστίας.
Το εσωστρεφικό συναίσθημα διέπεται από
υποκειμενικούς παράγοντες και ο άνθρωπος πού τον χαρακτηρίζει είναι πολύ
διαφορετικός εξωτερικά από το θερμό και φιλικό εξωστρεφικό, φτάνοντας να δίνει
μια εντύπωση ψυχρότητας. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πώς ότι χάνει σε
έκφραση το συναίσθημα, το συγκεντρώνει σε ένταση κι έχει δίκιο κανείς σ' αυτή
την περίπτωση να μιλήσει για «υπόγεια ρεύματα». Ο τύπος αυτός, ενώ συνήθως
μοιάζει συγκρατημένος, νιώθει πολλή συμπάθεια και κατανόηση για τούς στενούς
του φίλους και για οποιονδήποτε άλλον υποφέρει ή βρίσκεται σε ανάγκη. Στη
γυναίκα τα συναισθήματα αυτά στρέφονται μυστικά προς τα παιδιά της. Δεν είναι
πολύ εκδηλωτική, αλλά νιώθει παρόλα αυτά μια παθιασμένη αγάπη πού θα φανεί αν
το παιδί αρρωστήσει σοβαρά ή αν το αποχωριστεί με κάποιο τρόπο. Τα εσωστρεφικά
συναισθήματα εκφράζονται, επίσης, και στη θρησκεία, στην ποίηση και τη μουσική
και, καμιά φορά, σε απίστευτες πράξεις αυτοθυσίας.
Ο εσωστρεφικός συναισθηματικός τύπος είναι
απροσάρμοστος. Είναι απογοητευτικά αυθεντικός κι αν πιεστεί ποτέ να παίξει ένα
ρόλο κινδυνεύει να συντριφτεί· για το λόγο αυτό
συχνά τον περιγράφουν σαν σχιζοειδικό. Αλλά, μέσα στο στενό κύκλο, με τον όποιο
συνδέονται με στενούς συναισθηματικούς δεσμούς, η αξία τους αναγνωρίζεται και
γίνονται σταθεροί και έμπιστοι φίλοι.
Έχουν γίνει συχνά παρεξηγήσεις γύρω από το
τι εννοεί ο Γιούνγκ με το συναίσθημα. Δεν υπάρχει, όμως, καμιά αμφιβολία για το
νόημα της αίσθησης: είναι αυτό πού μας αγγίζει μέσα από τα αισθητήρια μας
όργανα. Μια αισθητική αντίληψη εξαρτάται από το αντικείμενο πού την
προκαλεί και από το δέκτη. Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή όταν η έμφαση
πηγαίνει στο αντικείμενο, λέμε ότι ή αίσθηση είναι εξωστρεφική. Όταν την
πρωτοκαθεδρία την έχει η αίσθηση, αντί απλώς να υποστηρίζει μια άλλη
λειτουργία, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για αισθησιακό
τύπο. Στον τύπο αυτό δεν αποκλείεται καμιά αντικειμενική αίσθηση. Σε
άλλους τύπους, ιδιαίτερα τον διαισθητικό, πολλές αισθήσεις δε φτάνουν ποτέ στη
συνείδηση. Έτσι ο διαισθητικός μπορεί να ξεχάσει πώς έχει καν σώμα -πιστεύει
πώς θα μπορούσε να πετάξει.
Ο αισθησιακός τύπος παίρνει τα πράγματα
όπως έρχονται, και τα ζει όπως είναι χωρίς τίποτε παραπάνω. Δεν αφήνει τη
φαντασία του να παίξει γύρω από τις εμπειρίες του κι ούτε προσπαθεί με τη σκέψη
να κοιτάξει βαθύτερα μέσα τους ή να εξερευνήσει τα μυστήριά τους: μια πέτρα
είναι μια πέτρα. Ούτε και κάνει κάποια πραγματική αξιολόγηση. Αυτό πού
μετράει είναι η ένταση και η ευχαρίστηση της αίσθησης.
Για όλους αυτούς τους λόγους ο τύπος
αυτός δεν είναι λογικός. Η εμπειρία των αισθήσεων έχει πολύ λίγη λογική και
ακόμα και το ίδιο πράγμα μπορεί, μια άλλη φορά, να προκαλέσει μια διαφορετική
αίσθηση. Παρόλα αυτά συχνά, κάνουν το λάθος να τούς θεωρούν, τούς αισθησιακούς
τύπους, λογικούς επειδή η επιμονή τους στα γεγονότα και η ήρεμη ή και
φλεγματική φύση τους, δίνει τη λανθασμένη εντύπωση της λογικής. Οι αισθησιακοί
τύποι είναι, συνήθως, εύκολοι και χαρούμενοι άνθρωποι, πού έχουν μεγάλη
ικανότητα να γλεντάνε τη ζωή· ο κίνδυνός τους όμως βρίσκεται σε μια
υπεραξιολόγηση των αισθήσεων, πράγμα πού μπορεί να τούς κάνει να εκφυλιστούν σε
ανενδοίαστους συβαρίτες, ή σε ανήσυχους ηδονοθήρες, πού ψάχνουν συνεχώς για
νέες απολαύσεις.
Όταν ο τύπος είναι εξωστρεφικός τη σημασία την
έχει το αντικείμενο πού προκαλεί την αίσθηση, ενώ για τον εσωστρεφικό το
σημαντικότερο είναι η αίσθηση πού νιώθει και το αντικείμενο είναι δευτερεύον ή
δε μετρά καθόλου.
Πολλοί ζωγράφοι και μουσικοί είναι παραδείγματα τού τελευταίου τύπου. Η
σύγχρονη τέχνη, με τον υψηλό βαθμό υποκειμενικότητας πού τη διακρίνει, πηγάζει
από την εσωστρεφική αίσθηση μαζί με ένα μείγμα συναισθήματος.
Οι περισσότεροι εσωστρεφικοί αισθησιακοί
τύποι, δεδομένου ότι υποφέρουν από την χαρακτηριστική εσωστρεφική δυσκολία να
εκφραστούν, γίνονται πολύ δυσνόητοι. [...]
Η αντίθετη λειτουργία από την αίσθηση είναι
η διαίσθηση
αν και σαν κι αυτήν είναι μια παράλογη λειτουργία. «Η διαίσθηση», λέει ο
Γιουνγκ, «είναι μια αντίληψη πραγμάτων πού δεν είναι γνωστά στη συνείδηση
και προέρχεται από το ασυνείδητο». Ωστόσο είναι κάτι παραπάνω από μια απλή
αντίληψη γιατί είναι μια ενεργητική δημιουργική διαδικασία, πού πιάνεται από
μια κατάσταση και προσπαθεί να τη μετατρέψει ανάλογα με το δικό της όραμα. Έχει
την ικανότητά να εμπνέει, και σε κάθε «ανέλπιδα κλειστή κατάσταση βρίσκει
αυτόματα τη διέξοδο πού καμιά άλλη λειτουργία δε θα μπορούσε ν'
ανακαλύψει». Κάθε φορά πού πρέπει να
γίνει μια διάγνωση ή να βγει μια κρίση στα τυφλά, ανεβαίνει στη σκηνή η
διαίσθηση. Οι επιστήμονες, οι φυσικοί, οι εφευρέτες, ορισμένοι
επιχειρηματίες και πολιτικοί, δικαστές και στρατηγοί χρησιμοποιούν οπωσδήποτε
την ιδιότητα αυτή κατά καιρούς, όπως φυσικά και ο απλός λαός.
«Κάθε φορά πού
έχετε ν' αντιμετωπίσετε άγνωστες συνθήκες χωρίς νάχετε στη διάθεσή σας
κατεστημένες αξίες ή έννοιες, τότε θα στηριχτείτε πάνω στην διαισθητική σας
ικανότητα».
Ο εξωστρεφικός διαισθητικός
τύπος ζει κυρίως μέσα από τη διαισθητική του ικανότητα. Τα σημαντικά
πράγματα είναι όλα πιθανότητες. Απεχθάνεται οτιδήποτε το οικείο, το σίγουρο ή
το αποδεδειγμένο. Δε σέβεται τα έθιμα και συχνά είναι σκληρός με τα
συναισθήματα και τις πεποιθήσεις των άλλων, όταν βρίσκεται στ' αχνάρια ενός
νέου πράγματος. Τα θυσιάζει όλα για το μέλλον. Τίποτε δεν είναι γι' αυτόν
ιερό κι απαραβίαστο, ούτε η θρησκεία ούτε ο νόμος. Κι έτσι συχνά καταλήγει
να μοιάζει ανενδοίαστος τυχοδιώχτης. Στην πραγματικότητα όμως έχει τη δική του
ηθική πού βασίζεται πάνω στην πίστη του για τη διαισθητική του ματιά. Γι'
αυτόν το να μην «ριψοκινδυνέψει» είναι απλούστατα δειλία ή αδυναμία. Ο
κίνδυνος γι' αυτό τον τύπο του ανθρώπου είναι ότι σπέρνει, μα ποτέ δε θερίζει.
Σπαταλάει τη ζωή του σε δυνατότητες, ενώ οι άλλοι απολαμβάνουν τούς καρπούς της
ενεργητικότητας και της επιχειρηματικότητάς του. Είναι σχεδόν αδύνατο γι' αυτόν
να φτάσει ένα πράγμα ως το τέρμα ή τουλάχιστον πέρα απ' το σημείο όπου έχει
εξασφαλιστεί πια η επιτυχία του. Φυσικά οι προσωπικές του σχέσεις είναι πολύ
αδύνατες. Το βρίσκει δύσκολο να μείνει με μια γυναίκα και το σπίτι σύντομα του
γίνεται φυλακή. Από την άλλη μεριά, όπως είπε κάποτε η γυναίκα ενός τέτοιου
άντρα, ή ζωή μαζί του δεν είναι ποτέ βαρετή.
Ο εξωστρεφικός διαισθητικός ενδιαφέρεται
γι' αυτό πού λέμε, συνήθως, κόσμο της πραγματικότητας. Ο εσωστρεφικός
διαισθητικός έχει να κάνει με το συλλογικό ασυνείδητο, το σκοτεινό φόντο
της εμπειρίας - με όλα όσα για τον εξωστρεφικό είναι υποκειμενικά, περίεργα και
ασυνήθιστα. [...]
Είναι ο τύπος πού βλέπει οράματα,
αποκαλύψεις θρησκευτικού ή συμπαντικού είδους, προφητικά όνειρα και αλλόκοτες
φαντασιώσεις πού γι' αυτόν είναι τόσο πραγματικές όσο ο Θεός κι ο Διάβολος για
το μεσαιωνικό άνθρωπο.
Στις μέρες μας οι άνθρωποι αυτοί φαίνονται πολύ αλλόκοτοι, σχεδόν τρελοί, όπως
και πραγματικά είναι, αν δε βρουν κάποιο τρόπο να συνδέσουνε την εμπειρία τους
με τη ζωή. Αυτό σημαίνει πώς πρέπει να βρούνε μια κατάλληλη μορφή έκφρασης,
κάτι συλλογικά παραδεχτή, κι όχι απλώς μία βίωση των φαντασιώσεων. Πολλές φορές
το καταφέρνουν αυτό, βρίσκοντας ή και σχηματίζοντας μία ομάδα, όπου η δική τους
ματιά έχει αξία. Στις πρωτόγονες κοινωνίες οι άνθρωποι αυτοί έχουν κύρος και
προκαλούν το σεβασμό - ανήκουν στο υλικό απ' το όποιο γεννήθηκαν οι προφήτες
τού Ισραήλ-, αλλά στο σημερινό κόσμο δεν υπάρχει θέση γι' αυτούς παρά σαν
μυστικιστές σε θρησκευτικές κοινότητες. Συνήθως, δε μιλάνε για τα βιώματά τους
ή σχηματίζουν εσωτεριστικές αιρέσεις ή μικρές ομάδες πού αναζητούν «εμπειρίες
του άλλου κόσμου». Συνήθως μοιάζουν περίεργοι και εντελώς αβλαβείς, αν όμως
τούς καταλάβει το εσωτερικό τους όραμα μπορεί ν' αποχτήσουν μια δύναμη ισχυρή
στο καλό ή στο κακό, πού είναι φοβερά μεταδοτική: τόσο οι θρησκευτικές μυήσεις
όσο και τα ξεσπάσματα βίας του όχλου αρχίζουν μ' αυτό τον τρόπο.
Κατά κανόνα ο διαισθητικός αρκείται στην
αντίληψη και αν είναι δημιουργικός καλλιτέχνης προσπαθεί να εκφράσει αυτή την
αντίληψη. Θα ζωγραφίσει «μέσα σε μια σύγχυση γεμάτη ιριδισμούς, πού θ'
αγκαλιάζει και το σημαντικό και το κοινότυπο και το χαριτωμένο και το γελοίο».
Ο Γουίλιαμ Μπλέηκ είναι καλό παράδειγμα ενός εσωστρεφικού διαισθητικού πού ήταν
και ζωγράφος και ποιητής.
Δεδομένου ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι
καθόλου απλή, σπάνια συναντάει κανείς τον απόλυτα καθαρό τύπο. Συχνά η κύρια
λειτουργία είναι αρκετά σαφής ώστε να καθορίσει έναν άνθρωπο σαν σκεπτόμενο,
διαισθητικό και λοιπά, αλλά υποστηρίζεται από μια άλλη λειτουργία πού αλλάζει
και μπερδεύει την εικόνα. Ο Γιούνγκ θεωρεί την περιγραφή των τύπων του σαν
ένα είδος «σχηματικών οικογενειακών πορτρέτων» γιατί η ανθρώπινη φύση αρνείται
να ταξινομηθεί μ' αυτό τον ξεκάθαρο και απλό τρόπο. Παρόλα αυτά η έννοια
των τύπων έχει μεγάλη πραχτική αξία τόσο στην κατάσταση των διαπροσωπικών
σχέσεων όσο και στην παιδεία. Είναι αρκετά χρήσιμο στους δυο συζύγους να
συνειδητοποιήσουν πώς ο σύντροφός τους «λειτουργεί» διαφορετικά και δεν είναι
απλώς αναίσθητος ή για το δάσκαλο να καταλάβει πώς ένα εσωστρεφικό παιδί δεν
είναι δυστυχισμένο ή απροσάρμοστο όταν δε συμμετέχει στις διάφορες
δραστηριότητες με το κέφι τού εξωστρεφικού παιδιού. Το ίδιο συμβαίνει και με
τον ψυχοθεραπευτή απέναντι στους αρρώστους του. [...]
Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν μια λειτουργία
(ή την τροποποίησή της), οι πιο περίπλοκοι άνθρωποι χρησιμοποιούν δύο
λειτουργίες και μια πολύ διαφοροποιημένη προσωπικότητα θα πρέπει να
χρησιμοποιεί τρεις λειτουργίες. Η χρησιμοποίηση και της τέταρτης λειτουργίας
ανήκει σ' αυτό πού ο Γιουνγκ ονόμασε διαδικασία εξατομίκευσης και την
συμφιλίωση των αντιθέτων τάσεων της φύσης μας. Αλλά για να καταλάβουμε τι
σημαίνει αυτό, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια τις έννοιες
του προσωπικού και του συλλογικού ασυνείδητου.
Φρίντα Φόρνταμ, Τι είπε
πραγματικά ο Γιουνγκ
(Εκδόσεις Γλάρος, 1981, σελ. 26 – 44)