Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Το ύφος του παντρεμένου

Ακαταμάχητη Αφροδίτη (Mighty Aphrodite) η πιο "ελληνική" ταινία του W. Allen συνδυάζει τη μουσική του Τσιτσάνη με την αρχαιοελληνική τραγωδία.

Ο αθλητικογράφος Lenny Weinrib (Woody Allen) που έχει υιοθετήσει ένα πανέξυπνο και χαριτωμένο αγοράκι, αποφασίζει να βρει τη φυσική μητέρα του παιδιού. Προς μεγάλη του έκπληξη πέφτει σε μια αφελή αλλά γοητευτική πορνοστάρ (Mira Sorvino) με το ψευδώνυμο Judie Cum. Με σκοπό να την επαναφέρει στον «σωστό δρόμο» την επισκέπτεται σαν «πελάτης»:

Judie: Τι γουστάρεις να κάνουμε, Λένι;
Lenny: Εγώ; Θα ήθελα να κουβεντιάσουμε λίγο ακόμη. Σκέφτηκα να ξεκινήσουμε αργά και ξέρεις…
Judie: Είσαι παντρεμένος, έτσι;
Lenny: Πως το κατάλαβες;
Judie: Έχεις ύφος παντρεμένου.
Lenny: Τι ύφος δηλαδή;
Judie: Το ύφος που λέει ότι έχουν καιρό να σου πάρουν ένα καλό τσιμπούκι.
Lenny: Α, αυτό το ύφος. Μάλιστα.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Ο Σωκράτης και το δαιμόνιον

Κατ' αρχήν έχουμε να κάμουμε με τις επιμέρους διηγήσεις, οι όποιες δείχνουν την επήρεια του Δαιμονίου. Αμέσως προξενεί εντύπωση ότι το μερίδιο του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα είναι σημαντικά μικρότερο από εκείνο της ανώνυμης, δηλαδή λίγο-πολύ αναγόμενης στους άλλους παλιούς Σωκρατικούς, δευτερεύουσας παράδοσης

Στον Ξενοφώντα ίσως αυτό μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά από λόγους συγγραφικής τεχνικής. Στην ξενοφώντεια επεξεργασία της παλαιότερης σωκρατικής φιλολογίας τα σκηνικά στοιχεία των επιμέρους διαλόγων, οι πληροφορίες για τον τόπο και τον χρόνο των συζητήσεων, για τα γεγονότα, τα οποία προκαλούν τις συζητήσεις ή τις ακολουθούν, έχουν παραμερισθεί σχεδόν εντελώς ή τουλάχιστον έχουν αναχθεί σε απλά περιγράμματα. Εκεί σπάνια μόνο αναφέρεται και το δαιμόνιον, συχνά τόσο κρυμμένο κάτω από γενικότερες εκφράσεις, ώστε μόνο η ανάλυση διαπιστώνει ότι αυτό πρέπει να εννοείται.[1] 

Στον Πλάτωνα όμως είναι διαφορετικά τα πράγματα. Προφανώς ο Πλάτων αντιμετωπίζει το δαιμόνιον με τη μέγιστη επιφυλακτικότητα και, σε σύγκριση με τη δευτερεύουσα κειμενική παράδοση, του αφήνει μόνον εξαιρετικά περιορισμένη ακτίνα επιρροής. Όπως μου φαίνεται, τούτο πρέπει να οφείλεται σε συγγραφικούς και σε προσωπικούς λόγους. Είναι απόλυτα κατανοητό γιατί ο Πλάτων θέλει να κρατήσει απόσταση από τις συχνά περιπετειώδεις και εντυπωσιακές διηγήσεις, τις όποιες πιθανώς προσέφεραν οι πρόδρομοί του εδώ και εκεί. Ίσως όμως μπορούμε να διατυπώσουμε και, την άποψη ότι γενικά το δαιμόνιον ήταν ένα χαρακτηριστικό του Σωκράτη, το όποιο ο Πλάτων τελικά θεωρούσε ετερογενές. Γιατί ο Πλάτων ανήκει σ' εκείνη την αθηναϊκή κοινωνία του τέλους του 5ου αιώνα, της οποίας τη θρησκεία ναι μεν συνιστούσαν βασικά ποιητικές εικόνες και ακαθόριστες θεωρίες, όμως λίγη κατανόηση έδειχνε πια απέναντι στις μυστηριακές λατρείες, στα μαντεία και στα θαύματα. Όταν στην Πολιτεία ο Πλάτων οικοδομεί τη θεολογία του πάνω στις δύο βασικές ιδέες ότι ο Θεός δεν κάνει τίποτε κακό, παρά κάνει μόνο το καλό, και ότι ο Θεός δεν αλλάζει μορφές, αυτό κατ' αρχήν βέβαια στρέφεται εναντίον ορισμένης άλλης θεολογίας, η οποία ίσως ήταν η θεολογία του Δημοκρίτου. Ταυτόχρονα όμως απορρίπτεται έτσι η λαϊκή θρησκεία ακριβώς στα πιο συγκεκριμένα στοιχεία της. [...] Στην Απολογία (31d) ο Πλάτων παρουσιάζει τον Σωκράτη να λέει εν παρόδω ότι το δαιμόνιον τον συνοδεύει από τότε πού ήταν παιδί. Μπορούμε να προσθέσουμε και τον χρησμό προς τον πατέρα του Σωκράτη, [...]: στον Σωφρονίσκο έγινε η σύσταση να εξασφαλίσει απόλυτη ελευθερία ζωής στον γυιό του, γιατί έχει μέσα του έναν οδηγό, ο όποιος θα τον κατευθύνει σωστά. Εδώ εννοείται ότι το δαιμόνιον οδήγησε τον Σωκράτη στη φιλοσοφία. Εξετάσαμε επίσης […] πολύ σύντομο υπαινιγμό στην Πολιτεία (496bc). Ο Σωκράτης λέει ότι ο φίλος του ο Θεάγης από φυσικού του μάλλον είναι προορισμένος να ασκεί την πολιτική παρά να φιλοσοφεί. Αλλά το φιλάσθενο σώμα του τον κρατά καθηλωμένο, επειδή καθιστά αδύνατη την πολιτική δράση του. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ίδιο τον Σωκράτη, όσον αφορά το δαιμόνιον· αλλά δεν μπορεί να μιλά κάνεις σχετικά, γιατί είναι πολύ ιδιόρρυθμο ζήτημα. Εδώ ας θέσουμε απλώς το ερώτημα κατά πόσον επιτρέπεται να εντάξουμε στην ίδια συνάφεια το επίσης γνωστό μας μοτίβο από την Απολογία ότι δηλαδή το δαιμόνιον απαγορεύει στον Σωκράτη την πολιτική δράση. Είναι φανερό ότι το δαιμόνιον δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχο στη δίκη του Σωκράτη. Δεν εννοούμε εδώ το γεγονός [...] ότι δηλαδή ορισμένη ερμηνεία του επίσημου κατηγορητηρίου συσχέτιζε το πρώτο μέρος του με το δαιμόνιον· έχουμε περισσότερο υπόψη μας την επέμβασή του στην ίδια την πορεία της δίκης. Αυτή αναφέρεται με δύο χαρακτηριστικούς τρόπους. Στον Ξενοφώντα μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης εμποδίσθηκε από το δαιμόνιον να προετοιμάσει απολογία — έτσι το δαιμόνιον ήθελε να καταστήσει σαφές ότι ο Σωκράτης οφείλει να μην αμυνθεί· γιατί εκείνη τη στιγμή ο θάνατος δεν ήταν δυστυχία γι' αυτόν, αλλά η τελείωση της ευτυχίας του. Και στον Πλάτωνα ο Σωκράτης δεν εκφωνεί προετοιμασμένο λόγο, αλλά αυτοσχεδιάζει. Αλλά αυτό το κάνει με δική του απόφαση. Δεν του αρμόζει να εκφωνήσει ένα ρητορικό καλλιτέχνημα. Το δαιμόνιον απαντά στον Πλάτωνα αλλού, δηλαδή στον τελευταίο λόγο του Σωκράτη μετά την καταδίκη του, όπου ο Σωκράτης λέει ότι όλη την ημέρα της δίκης το δαιμόνιον δεν του έδωσε ούτε μία φορά προειδοποιητικό σημάδι· αυτό αποτελεί απόδειξη ότι οι θεοί θέλησαν και θεώρησαν καλό να έχει η δίκη αυτή την έκβαση. Δεν είναι εδώ ο χώρος να εκθέσουμε γιατί ο Πλάτων εισήγαγε το δαιμόνιον κατ' αυτόν τον τρόπο και ειδικά αυτή τη στιγμή διεξαγωγής της δίκης. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, βέβαια, για να εξηγήσουμε πόσο ωραιότερη και διακριτικότερη είναι η εισαγωγή του δαιμονίου στον Πλάτωνα παρά στον Ξενοφώντα.

Ήδη αναφέρθηκε ότι στη διήγηση για τον Αρχέλαο το δαιμόνιον απαγορεύει στον Σωκράτη να δεχθεί την πρόσκληση του Μακεδόνα βασιλιά.

Σπουδαιότερος είναι ο ρόλος πού παίζει συχνά το δαιμόνιον στη σχέση του Σωκράτη με τους φίλους του. Υποστηρίζει ή εμποδίζει τη συναναστροφή με αυτόν ή τον άλλον άνθρωπο.

Σε πρώτη θέση αρμόζει να αναφερθεί η δράση του δαιμονίου στη σχέση του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη. Στην επεξεργασία παλαιότερων διαλόγων με τον Αλκιβιάδη, η οποία μας έχει περισωθεί μεταξύ των έργων του Πλάτωνα ως Μείζων Αλκιβιάδης διαβάζουμε ότι το δαιμόνων επέτρεψε στον Σωκράτη να συναναστρέφεται τον Αλκιβιάδη μόνο όταν ο Αλκιβιάδης παράτησε τούς ως τότε φίλους του και ξεπέρασε τούς ως τότε στόχους του - όταν έγινε επιδεκτικός ανώτερης φιλίας και ανώτερων στόχων.[2]

Πολύ ιδιόρρυθμα είναι δύο κείμενα, τα oποία πραγματεύονται κατά τρόπο εκπληκτικά παραστατικό και συστηματικό το ίδιο μοτίβο. Το ένα απαντά στον πλατωνικό Θεαίτητο, σε στενή συνάφεια με την περίφημη αυτοπεριγραφή του Σωκράτη ως δασκάλου στη φιλοσοφική τέχνη της μαιευτικής. Ο ίδιος ο Σωκράτης δεν γνωρίζει τίποτε και δεν δίνει ο ίδιος γνώση. Απλώς εκμαιεύει τη γνώση, η οποία ενυπάρχει στους άλλους. Μερικοί από τούς φίλους του το παραγνώρισαν αυτό και εγκατέλειψαν τον Σωκράτη νωρίτερα απ' ό,τι ήταν καλό για τούς ίδιους. Αυτοί ή δεν έφθασαν καθόλου στην εκμαίευση της γνώσης τους ή κατέστρεψαν και πάλι την ήδη εκμαιευμένη γνώση τους. Ορισμένοι, βέβαια, το αναγνωρίζουν αυτό και επιδιώκουν εκ νέου να συναναστραφούν τον Σωκράτη. Αλλά τότε τυχαίνει το δαιμόνιον να απαγορεύει στον Σωκράτη να ξαναρχίσει την επαφή μαζί τους. Σε άλλες περιπτώσεις το δαιμόνιον δεν παρεμβαίνει και τότε η εκμαίευση της γνώσης μπορεί, παρ' όλα αυτά, να ευοδωθεί. Ως παράδειγμα ανθρώπου, ο όποιος εγκατέλειψε πολύ νωρίς τον Σωκράτη και γι' αυτό έχασε όλους τους καρπούς της συναναστροφής μαζί του, αναφέρεται ο Αριστείδης, ο γυιός του Λυσιμάχου. Λεπτομέρειες γι' αυτόν δεν μαθαίνουμε.

Αυτό το κείμενο συμπληρώνεται από ένα δεύτερο, μια περικοπή του ψευδοπλατωνικού διαλόγου Θεάγης, το τελευταίο μέρος του όποιου συνίσταται σε μια συλλογή ιστοριών για το δαιμόνιον. Εδώ αναπτύσσεται κατ' αρχήν ένα αυθεντικό σχήμα: το ον ασκεί σημαντική επιρροή στις φιλίες του Σωκράτη. Σε ορισμένους ανθρώπους αντιστέκεται. Γι' αυτούς η συναναστροφή με τον Σωκράτη δεν έχει καμιά αξία. Σε άλλους δεν αντιστέκεται, αλλά παρ' όλα αυτά η συναναστροφή μπορεί να παραμείνει ανώφελη. Τέλος, στους τρίτους, το δαιμόνιον υποστηρίζει τις σχέσεις τους με τον Σωκράτη και αυτοί κάνουν τις πιο εκπληκτικές προόδους σε πάρα πολύ σύντομο χρόνο. Αλλά ακόμη κι εδώ υπάρχουν διαφορές. Για άλλους το κέρδος είναι μόνιμο, ενώ άλλοι ξαναχάνουν τα πάντα μόλις εγκαταλείψουν τον Σωκράτη. Γι' αυτή την τελευταία περίπτωση ο Σωκράτης αναφέρει ένα παράδειγμα. Και μάλιστα δεν πρόκειται απλώς για τον ίδιο Αριστείδη, ο όποιος αναφέρθηκε στον Θεαίτητο, αλλά συγχρόνως και για τον σύντροφο του Θουκυδίδη, δηλαδή για τούς δύο νέους, των οποίων η αγωγή αποτελεί την αφετηρία της συζήτησης στον πλατωνικό Λάχητα. Μεταξύ αυτών των τριών χωρίων πρέπει να υπάρχει σχέση, αλλά δύσκολα μπορεί να διατυπωθεί. […]

Η ίδια η διήγηση εξελίσσεται ως έξης. Στην αρχή ο Αριστείδης ήταν πολύ φίλος με τον Σωκράτη και σε συντομότατο χρονικό διάστημα έκανε τις μεγαλύτερες προόδους. Έπειτα (προφανώς πολύ νωρίς) αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τον Σωκράτη, για να πάει σε μια εκστρατεία. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα, παρατήρησε ότι είχε χάσει τελείως την ικανότητά του να διεξάγει φιλοσοφική συζήτηση με τον Σωκράτη, κι αυτό τον λυπούσε ακόμη περισσότερο γιατί κατά την ίδια περίοδο ο φίλος του ο Θουκυδίδης είχε συνάψει σχέσεις με τον Σωκράτη και ωφελούνταν πολύ σ' ό,τι αφορά τη διαλεκτική του δεινότητα. Τότε ο Σωκράτης ρώτησε τον Αριστείδη τι έγινε και πισωδρόμησε έτσι και προπάντων πώς απέκτησε άλλοτε τη φιλοσοφική γνώση· την έμαθε κατευθείαν κοντά στον Σωκράτη ή μήπως την κέρδισε με διαφορετικό τρόπο; Στην απάντησή του ο Αριστείδης δηλώνει ότι ουδέποτε έμαθε κάτι κοντά στον Σωκράτη: μάλλον απέκτησε τη γνώση μόνο και μόνο εξαιτίας της παρουσίας του Σωκράτη στο ίδιο σπίτι ή στο ίδιο δωμάτιο. Κατά το πλείστον όμως έκανε προόδους, όσο καθόταν κολλητά δίπλα στον Σωκράτη και τον άγγιζε.

Έχοντας λοιπόν ως αφετηρία το σχήμα πού σκιαγραφήσαμε προηγουμένως πρέπει να ερμηνεύσουμε τη διήγηση μάλλον με την έννοια ότι τόσο ο Αριστείδης όσο και ο Θουκυδίδης άνηκαν σε όσους φίλους το δαιμόνιον αντιμετώπιζε με ευνοϊκά σημάδια. Επειδή όμως ο Αριστείδης έκανε το λάθος να εγκαταλείψει πολύ νωρίς τον Σωκράτη, ξαναέχασε όλα, όσα είχε κερδίσει κοντά στον Σωκράτη. Δεν μαθαίνουμε αν, αντίθετα, ο Θουκυδίδης είχε μόνιμη επιτυχία. Γινόμαστε κάπως επιφυλακτικοί όταν ακούμε ότι ο Θουκυδίδης μετά από τις πρώτες προόδους του αποκτά αμέσως αλαζονική αυτοπεποίθηση, η οποία δεν μας αφήνει να υποθέσουμε τίποτε καλό.

Η διήγηση είναι όμως ιδιόρρυθμη και εξαιτίας όσων πληροφοριών παρέχει για την έμμεση επίδραση του Σωκράτη. Αξίζει τον κόπο να σταθούμε για λίγο σ' αυτό.

Στον Πλάτωνα και (όπως δείχνουν ορισμένα χωρία του Ξενοφώντα) επίσης σε ορισμένους άλλους Σωκρατικούς το ότι ο Σωκράτης ουδέποτε δίδαξε άμεσα, αλλά έδρασε μόνον έμμεσα, αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα του χαρακτήρα του. Έχουμε εδώ ένα στοιχείο εκείνης της πλευράς της σωκρατικής εικόνας, η οποία καθορίζεται από την αντίθεση Σωκράτη-σοφιστών. Όσο πιο φορτικά εμφανίζονται ως δάσκαλοι οι σοφιστές και εκπαιδεύουν μαθητές επί πληρωμή, τόσο αποφασιστικότερα αρνείται ο Σωκράτης ότι ήταν ή μπορεί ποτέ να γίνει δάσκαλος οποιουδήποτε ανθρώπου. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν μοτίβο πού μπορούσε να καθιερωθεί εύκολα. Μακροπρόθεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό αν ως αποκλειστική επίδραση του Σωκράτη πάνω στους φίλους του εμφανιζόταν η αποθάρρυνση της αλαζονείας και η εκμηδένιση της φαινομενικής γνώσης. Κάπως έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος, με τον όποιο ο Σωκράτης, παρά την προϋπόθεση ότι δεν ήταν δάσκαλος υπό την έννοια των σοφιστών, θα μπορούσε να γίνει αγωγός θετικών απόψεων. Στον Πλάτωνα αυτό το σύνθετο πρόβλημα αντιμετωπίζεται με το μοτίβο της μαιευτικής. Στον Θεάγη έχουμε μια άλλη λύση. Με την απλή αντικειμενική επαφή ξυπνά η γνώση σε οποίον αγγίζει τον Σωκράτη. Ο αόριστος τρόπος έκφρασης του κειμένου δεν επιτρέπει δυστυχώς να πούμε με βεβαιότητα τι εννοείται μ' αυτό το πολύ παράξενο μοτίβο. Δεν πιστεύω όμως ότι μας επιτρέπεται να βάλουμε αμέσως με το νου μας ότι εδώ έχουμε να κάμουμε με μαγικές αντιλήψεις. Μάλλον μπορούμε να το συσχετίσουμε μ' ένα χωρίο του Συμποσίου (175c-e), όπου ο Πλάτων φαίνεται ότι έχει υπόψη του το ίδιο πράγμα: ο Αγάθων παρακινεί τον Σωκράτη να καθίσει δίπλα του, για να αποκτήσει, αγγίζοντας τον, μέρος της γνώσης του Σωκράτη· και ο Σωκράτης προσθέτει ότι θα ήταν ωραία αν μπορούσε η γνώση να περάσει απλώς με το άγγιγμα από έναν άνθρωπο σ' έναν άλλο, όπως χύνεται το νερό από ένα γεμάτο αγγείο σ' ένα άδειο. [...]

Το μοτίβο ότι το δαιμόνιον ρυθμίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις του Σωκράτη απαντά, τέλος, σε ένα ακόμη χωρίο του ξενοφώντειου Συμποσίου (8, 5). Στη συζήτηση ο Αντισθένης έκανε άκαιρα ερωτική εξομολόγηση στον Σωκράτη. Ο Σωκράτης αστειευόμενος τον επιπλήττει, λέγοντάς του να μην τον ενοχλεί με τέτοια πράγματα. Τότε ο Αντισθένης παραπονείται: «Πάντα ο ίδιος είσαι. Άλλοτε χρησιμοποιείς για πρόφαση το δαιμόνιον όταν δεν θέλεις να μου μιλάς, και άλλοτε είσαι απασχολημένος με κάποιους άλλους». Αμέσως αναγνωρίζουμε και πάλι το μοτίβο, έστω και αν περιορίζεται σ' έναν σύντομο υπαινιγμό. Σ' αυτή την περίπτωση, φυσικά, δεν άφορα την απόλυτη παρεμπόδιση της συναναστροφής, άλλα μάλλον, όπως στην περίπτωση του Αλκιβιάδη, ένα σημείο, το όποιο ωθεί στην αναβολή της επαφής ή της συζήτησης.

Μια δεύτερη ομάδα μοτίβων παρουσιάζει το δαιμόνιον να δρα όχι για τον ίδιο τον Σωκράτη, αλλά για τους φίλους του. Ενώ ο Πλάτων αποκλείει εντελώς την πιθανότητα, στον Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα I, 1, 4) βρίσκουμε τουλάχιστον μία γενική μνεία ότι συχνά ο Σωκράτης συμβούλευε τους φίλους του, με βάση τα σημεία του δαιμονίου, να κάνουν το ένα και να αφήσουν το άλλο. Και οποίος υπάκουε στο δαιμόνιον ωφελούνταν, όποιος όμως δεν υπάκουε το μετάνιωνε.

Ας παραθέσουμε ως εξεικόνιση μόνο τρεις ιστορίες, πού όλες τους απαντούν στη συλλογή του Θεάγη. Σε δύο περιπτώσεις βλέπουμε ότι φίλοι του Σωκράτη δεν υπακούουν στη συμβουλή του δαιμονίου και γι' αυτό ζημιώνονται άσχημα.

Ο πρώτος είναι ο Χαρμίδης. Ήλθε κάποτε στον Σωκράτη και του ανακοίνωσε ότι θέλει να αρχίσει να προπονείται για τον αγώνα δρόμου της Νεμέας. Όσο ακόμη μιλούσε, ο Σωκράτης έλαβε σημείο. Τότε ο Σωκράτης τον προειδοποίησε επειγόντως να μην πραγματοποιήσει την πρόθεση του. Ο Χαρμίδης αντέτεινε ότι το σημείο πρέπει απλώς να σημαίνει ότι δεν θα νικήσει στον αγώνα· ακόμη κι αν δεν νικήσει, η προπόνηση παραμένει χρήσιμη. Κι έτσι, πήγαινε στις προπονήσεις, αλλά ο Σωκράτης καταλήγει: «Αξίζει να ρωτήσετε τον ίδιο τι κέρδισε απ' αυτή την προπόνηση». Δεν μαθαίνουμε περισσότερα απ' αυτόν τον πολυσήμαντο υπαινιγμό για κάποιο ατύχημα πού θα πρέπει να ήταν το αποτέλεσμα αυτής της προπόνησης.

Η αφήγηση της δεύτερης ιστορίας γίνεται ακόμη αποσπασματικότερα. Αναγνωρίζουμε αμέσως μόνο ότι το υπόβαθρό της πρέπει να υπήρξε μία πολύ ζωντανή διήγηση, σχεδόν ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Έχουν διασωθεί μόνο τα έξης: όταν ο Τίμαρχος, ο γυιός του Φιλημονίδη, σηκώθηκε από το συμπόσιο για να σκοτώσει τον Νικία, τον γυιό του Ηροσκαμάνδρου, ο Σωκράτης έλαβε το σημείο του δαιμονίου. Ο Σωκράτης τον προειδοποίησε και τον ανάγκασε να μείνει εκεί. Μετά από λίγο όμως ο Τίμαρχος σηκώθηκε πάλι· δεύτερη φορά εμφανίσθηκε το σημείο και δεύτερη φορά ο Τίμαρχος υπάκουσε. Όταν όμως ο Τίμαρχος σηκώθηκε για τρίτη φορά, απλώς έφυγε βιαστικά, χωρίς να δώσει σημασία στον Σωκράτη. Μπορούμε να μαντέψουμε τι συνέβη κατόπιν. Ο Τίμαρχος αναγκάσθηκε να  δραπετεύσει, φιλοξενήθηκε από τον δρομέα Εύαθλο (μάλλον σε άλλη πόλη), άλλα κι εκεί η μοίρα του τον βρήκε και εκτελέσθηκε μαζί με τον Εύαθλο· πριν πεθάνει, βρήκε μονάχα τον χρόνο να διηγηθεί στον αδελφό του τον Κλειτόμαχο τι τιμωρία έπαθε επειδή δεν είχε υπακούσει στη συμβουλή του Σωκράτη και του δαιμονίου. Είναι κρίμα πού μέχρι τώρα δεν κατορθώσαμε ακόμη να επαληθεύσουμε κάποιο από τα αναμφισβήτητα ιστορικά ονόματα αυτής της δραματικής διήγησης.[3] Σωκρατικός λόγος πρέπει να ήταν κι αυτή. Βέβαια, ένα τέτοιο έργο απέχει πάρα πολύ από τη διαλογική τέχνη του Πλάτωνα, στην οποία το σκηνικό παραμένει παραστατικό και παρ' όλα αυτά τόσο ήρεμο, ώστε να μην αποσπά ποτέ την προσοχή του αναγνώστη από την πορεία της καθαρής σκέψης.

Μια τελευταία ομάδα πληροφοριών παρουσιάζει το δαιμόνιον να δρα σε συνάφεια με πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα. Από τις τρεις καλύτερα μαρτυρούμενες ιστορίες αυτού του είδους έχουμε συζητήσει ήδη δύο. Η πρώτη είναι η παρέμβαση του δαιμονίου η οποία κατά την ήττα των Αθηναίων στο Δήλιο σώζει τη ζωή του Σωκράτη, του Αλκιβιάδη και του Λάχητος, συστήνοντας στον Σωκράτη να μην ακολουθήσει τον συνηθισμένο δρόμο της υποχώρησης, αλλά έναν παράπλευρο δρόμο.

Για την υπόθεση αυτή καθαυτή δεν μπορούμε να πούμε τίποτε περισσότερο. Όμως στον Πλούταρχο (Περί του Σωκράτους δαιμονίου 580d κ.ε.)  μας παραδίδεται μία διήγηση, η οποία σχεδόν δίνει την εντύπωση μιας καρικατούρας αυτής της ιστορίας, και γι' αυτό την επισυνάπτουμε εδώ. Στον Πλούταρχο λοιπόν ο Θηβαίος μάντης Θεόκριτος αναφέρει τα εξής: «Όταν κάποτε πηγαίναμε στον μάντη Ευθύφρονα, ο Σωκράτης περνούσε από σταυροδρόμι τραβώντας κατά το σπίτι του Ανδοκίδη και πείραζε συνεχώς τον Ευθύφρονα με τις αστείες ερωτήσεις του. Ξαφνικά έμεινε ακίνητος και βυθίστηκε για πολλή ώρα σε σιωπηρή περισυλλογή. Έπειτα έκανε μεταβολή, πήγε πίσω περνώντας από το δρομάκι των κιβωτοποιών και φώναξε και τους συντρόφους του, οι όποιοι ήδη είχαν προχωρήσει μπροστά, να γυρίσουν κι εκείνοι, λέγοντας ότι το δαιμόνιον του έδωσε σημάδι. Οι περισσότεροι έκαναν μεταβολή μαζί του, μεταξύ αυτών και εγώ, επειδή δεν ήθελα να αποχωριστώ τον Ευθύφρονα. Ορισμένοι από τους νεαρούς φίλους μας όμως συνέχισαν ευθεία, επειδή ήθελαν να αποδείξουν ότι το δαιμόνιον του Σωκράτη λέει ψέματα, και πήραν μαζί τους τον αυλητή Χαρίλλο, ο οποίος είχε έλθει μαζί μου στην Αθήνα, για να επισκεφθεί τον Κέβητα. Καθώς λοιπόν περνούσαν από το δρομάκι των γλυπτών, δίπλα στα δικαστήρια, ήλθε καταπάνω τους ένα κοπάδι χοίρων τελείως ακάθαρτοι και στριμωγμένοι, έσπρωχναν ο ένας τον άλλο. Επειδή δεν υπήρχε χώρος διαφυγής, ορισμένοι νεαροί χτυπήθηκαν από τα συνωθούμενα ζώα, άλλοι πιτσιλίστηκαν με κοπριές από την κορυφή ως τα νύχια. Και ο Χαρίλλος ήλθε στο σπίτι με βρώμικα πόδια και λερωμένο πανωφόρι, κι έτσι θυμόμαστε πάντα γελώντας το δαιμόνιον του Σωκράτη κι αναρωτιόμαστε όλο απορία αν η θεότητα ποτέ δεν τον εγκαταλείπει και δεν τον ξεχνά».

Προφανώς όλη η ιστορία έχει εύθυμο χαρακτήρα. Δεν μπορώ να αποφανθώ κατά πόσον επινοήθηκε από τον Πλούταρχο. Αν η ιστορία είναι παλαιότερη, θα μπορούσαμε να σκεφθούμε ότι επινοήθηκε για να γελοιοποιήσει την ιστορία του Δηλίου. Μήπως υπήρχε στον Αριστόξενο;

Μιλήσαμε ήδη επίσης για το σημείο του δαιμονίου το οποίο ανακοίνωσε στον Σωκράτη την ατυχή έκβαση της εκστρατείας στη Σικελία. Η τρίτη ιστορία είναι το ταίρι τούτης. Όταν «ο ωραίος» Σαννίων, προφανώς φίλος του Σωκράτη, ήθελε να φύγει για τον πόλεμο, ο Σωκράτης έλαβε ένα προειδοποιητικό σημάδι. Παρ' όλα αυτά ο Σαννίων πήγε στον αθηναϊκό στρατό, ο όποιος υπό τις διαταγές του Θρασύλλου ετοιμαζόταν τότε για την επίθεση εναντίον της Εφέσου (το έτος 409).  Η επίθεση απέτυχε εντελώς, ο Θρασύλλος αναγκάσθηκε να αποσυρθεί και τότε φαίνεται ότι σκοτώθηκε και ο Σαννίων (Θεάγης 129d). 

Ίσως αυτά αρκούν, όσον άφορα τις ιστορίες για τη δράση του δαιμονίου. Διαπιστώνουμε ότι ως επί το πλείστον ξεπερνούν σε δραματική ποικιλία όσα διαβάζουμε στον Πλάτωνα· βλέπουμε επίσης ότι η εσωτερική εμβέλεια του δαιμονίου είναι πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι στον Πλάτωνα. Αριθμητικά υπερτερούν βέβαια τα προειδοποιητικά σημεία. Αλλά γίνεται λόγος και για σημεία, τα οποία επέχουν θέση συστάσεων, και προπαντός αυτά τα σημάδια διόλου δεν αφορούν μόνο τον Σωκράτη, αλλά και τη μοίρα των φίλων του και έμμεσα όλου του κράτους.

Έτσι βέβαια κατανοούμε (και ταυτόχρονα περνάμε στο δεύτερο βασικό πρόβλημα) γιατί ο Ξενοφών μπόρεσε να κατατάξει ολοσχερώς το δαιμόνιον στην ίδια κατηγορία όπως και όλα τα άλλα μαντικά σημεία. Η υπεράσπιση του Σωκράτη από μέρους του βασίζεται σ' αυτή την ταύτιση. Δηλώνει ότι ο Σωκράτης εννοεί με το δαιμόνιον ακριβώς το ίδιο πράγμα πού εννοούν οι άλλοι άνθρωποι με τα σημεία των πουλιών, των ήχων και τα παρόμοια. Η διαφορά έγκειται μόνο στη γλωσσική χρήση. Ενώ οι άλλοι άνθρωποι μιλούν παρακινδυνευμένα, δηλαδή σαν να έδιναν τα ίδια τα πουλιά κλπ. τα σημεία και σαν να είχαν τα ίδια θεϊκή γνώση, ο Σωκράτης επιμένει στη γλωσσική του χρήση ότι πρόκειται μόνο για σημείο δοσμένο από τον Θεό, δηλαδή μόνο για ένα μέσο, με το οποίο ο Θεός επιτρέπει στους ανθρώπους να ωφεληθούν από την παντογνωσία του. Για τούτο ο Ξενοφών, στο κύριο σχετικό χωρίο του, ρίχνει το βάρος στο γεγονός ότι ο Σωκράτης μίλησε για υποδήλωση (σημαίνειν) από μέρους του δαιμονίου (Απομν. Ι, 1, 3-4)  Ίσως δεν είναι εντελώς τυχαίο ότι πρόκειται για την ίδια έννοια, την οποία χρησιμοποίησε ρητά ο Ηράκλειτος για τις αποφάνσεις του δελφικού μαντείου και αν καταλαβαίνουμε σωστά τον Ηράκλειτο, ήθελε να κατανοηθεί και ο δικός του λόγος κατά μία έννοια ως υποδήλωση. Σ' ένα δεύτερο χωρίο στον Ξενοφώντα εισάγεται για το δαιμόνιον η έννοια φωνή.[4] Αναφέρεται ότι το δαιμόνιον ήταν φωνή, όπως περίπου φωνή είναι η κραυγή των  πουλιών, ή βροντή ή ο λόγος της Πυθίας. Έτσι έχουμε μια συγκεκριμένη απάντηση στο εύλογο ερώτημα τι να ήταν άραγε ως προς τη φύση του το δαιμόνιον. Ως φωνή χαρακτηρίζεται και σε ορισμένα χωρία του Πλάτωνα, ενώ αλλού στον Πλάτωνα (και συχνά και σε άλλους συγγραφείς) αποφεύγεται σκόπιμα κάθε ακριβέστερη περιγραφή και γίνεται αόριστα λόγος για το θεϊκό σημάδι. Δεν μπορούμε να αποφανθούμε αν η ενίοτε εμφανιζόμενη ονομασία του δαιμονίου ως «ηχούς» (ηχώ) είναι γνήσια παραλλαγή της έννοιας της «φωνής».

Είναι περίεργο ένα χωρίο του Πλουτάρχου, όπου αναφέρεται ότι ο Τερψίων είχε ισχυρισθεί πώς το δαιμόνιον του Σωκράτη ήταν φτέρνισμα, και μάλιστα τόσο το δικό του όσο και ενός άλλου. Αν φτερνιζόταν κάποιος στα δεξιά του, άσχετα αν ήταν μπροστά ή πίσω απ' αυτόν, αυτό για τον Σωκράτη αποτελούσε κίνητρο δράσης· αλλά ένα φτέρνισμα στα αριστερά του τον έκανε να παραιτηθεί απ' αυτήν. Αν συνέχιζε να αμφιβάλλει, το δικό του φτέρνισμα σήμαινε παρότρυνση· αν όμως ασχολούνταν ήδη με την επιτέλεση της πράξης, το φτέρνισμα εμπόδιζε την αποπεράτωσή της. (Περί του Σωκράτους δαιμονίου 580d κ.έ.)

Δύο πράγματα είναι βέβαια σ' αυτή την παράξενη ιστορία: αφ' ενός ότι ο Τερψίων δύσκολα μπορεί να ήταν άλλος από τον φίλο του Ευκλείδη του Μεγαρέα, γνωστό από τον Φαίδωνα και τον Θεαίτητο του Πλάτωνα· αφ' ετέρου ότι υπήρχε πράγματι κλάδος της ελληνικής μαντικής, ο οποίος συστηματοποιούσε τα σημεία πού έδινε το φτέρνισμα.[5] Είναι άλλο ζήτημα όμως αν μπορεί να υπήρχε μία σοβαρή παράδοση, η όποια ερμήνευε το δαιμόνιον του Σωκράτη μ' αυτόν τον παιδαριώδη, όπως φαίνεται σε μας, τρόπο, πού τον απορρίπτει αγανακτισμένος και ο Πλούταρχος σ' αυτό το χωρίο. Είναι δύσκολο να αποφανθούμε, ήδη γιατί δεν έχουμε τεκμήρια για το πώς αντιμετώπισαν ο Ευκλείδης, ο Αντισθένης και ο Αρίστιππος το δαιμόνιον και το ζήτημα της υφής του δαιμονίου. Δεν φαίνεται πολύ πιστευτό ότι προσπέρασαν αυτό το φαινόμενο αποσιωπώντας το. Αλλά δεν τολμώ να αποφανθώ αν σ' αυτούς υπήρχε μια τέτοια ερμηνεία, πού αποκλίνει τόσο πολύ από την υπόλοιπη σωζόμενη παράδοση. Ασφαλώς αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εξαρχής. Γιατί, γενικά, καλό είναι να ορίζουμε το εύρος της σωκρατικής ποίησης έτσι, ώστε να είναι μάλλον υπερβολικά μεγάλο, παρά έτσι, ώστε να είναι υπερβολικά μικρό. 'Αλλά στην περίπτωση μας είναι αδύνατο να αποφανθούμε.

Σταματάμε εδώ. Γιατί δεν θέλουμε να μιλήσουμε για τις διάφορες προσπάθειες ερμηνείας του σωκρατικού δαιμονίου απλώς και μόνο ως ιδιαιτέρου φαινομένου στο πλαίσιο μιας γενικής θεωρητικής δαιμονολογίας, Αυτό θα οδηγούσε πάρα πολύ μακριά και γρήγορα θα χάναμε από τα μάτια μας τη συγκεκριμένη αφετηρία. Τούτο θα ήταν παρακινδυνευμένο αφού μάλιστα εδώ μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός ιστορικού υποστρώματος. Η πίστη του Σωκράτη σ' ένα τέτοιο σημείο, πού φανερωνόταν στον ίδιο, αποτελεί χαρακτηρολογικό γνώρισμα του ιστορικού Σωκράτη. Για τη σωκρατική ποίηση ένα τέτοιο χαρακτηριστικό δεν ήταν απαραίτητο. Αν το υιοθέτησε -σε γενικές γραμμές βέβαια περισσότερο συμβιβαζόμενη μαζί του, παρά αξιοποιώντας πραγματικά ως το τέλος τις δραματικές και πνευματικές του δυνατότητες- αυτό οφειλόταν στο ότι το βρήκε να προϋπάρχει ιστορικά.

Αλλά και πάλι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό το ιστορικό γεγονός ενισχύει σε απελπιστικά μικρό βαθμό τη γνώση μας για τον ιστορικό Σωκράτη. Γιατί δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο από το ότι υπήρχε αυτή η πίστη τού Σωκράτη. Αποκλείεται, π.χ., να μπορέσουμε να διακρίνουμε με αντικειμενικά κριτήρια τις πιθανώς ιστορικές περιπτώσεις από τις καθαρές επινοήσεις μέσα στο σύνολο των διηγήσεων για το δαιμόνιον. Αποκλείεται να αποφανθούμε αν βρίσκεται πιο κοντά στην ιστορική αλήθεια ο Πλάτων, ο οποίος περιορίζει αυστηρά τη θεϊκή επίδραση στον ίδιο τον Σωκράτη, ή ο Ξενοφών, ο όποιος συμπεριλαμβάνει και τούς φίλους του Σωκράτη. Αποκλείεται να μάθουμε, τέλος, αν ο ίδιος ο Σωκράτης περιέγραψε λεπτομερέστερα ή όχι το δαιμόνιον του και, αν το περιέγραψε, ποια ήταν η περιγραφή του.

Εδώ, όπως και σε όλα τα μέρη της σωκρατικής εικόνας, ο ιστορικός πυρήνας συνδέεται άρρηκτα με την ποιητική επεξεργασία. Εδώ η μέθοδος μας επιβάλλει μάλλον να θεωρήσουμε ίσως το ποσοστό της ποίησης μεγαλύτερο απ' ό,τι ίσως ήταν τελικά παρά να επεκταθούμε σε θεωρίες για την ιστορική πραγματικότητα, οι οποίες είναι εντελώς αβάσιμες.

Ολοφ Ζιγκόν, Σωκράτης

(Εκδόσεις “Γνώση”, 1995, σελ. 172-187)





[1] Π.χ. Απομνημονεύματα I, 3, 4· I, 4, 15· IV, 3, 12.
[2] Ο Αλκιβιάδης και το δαιμόνιον στον ψευδεπίγραφο διάλογο του Πλάτωνα, Αλκιβιάδης Ι, 103ab. Και αλλού ακόμη: Θεαίτητος 150b-151d, ψευδεπίγραφος Θεάγης 128d-130e.
[3] Το χωρίο στον ψευδεπίγραφο διάλογο του Πλάτωνα Θεάγη 129a κ.ε. μπορεί να συγκριθεί με τη διήγηση του Πλουτάρχου στο Περί του Σωκράτους δαιμονίου.
[4] Το δαιμόνιον ως φωνή: Ξενοφώντος, Απολογία 12-13.
[5] Βλ. το ψευδεπίγραφο σύγγραμμα του Αριστοτέλη Προβλήματα κεφ. 33. 

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Η κατασκευή του Ιησού

Ιστορίες παραχαρακτών. Προφανώς ο Ιησούς υπήρξεόπως και ο Οδυσσέας και ο Ζαρατούστρα, που λίγο ενδιαφέρει να ξέρουμε αν έζησαν πραγματικά, με σάρκα και οστά, σε ένα συγκεκριμένο χρόνο και σε έναν εντοπίσιμο τόπο. Η ύπαρξη του Ιησού δεν είναι διόλου αποδεδειγμένη ιστορικώς. Κανένα έγγραφο συγκαιρινό των γεγονότων, καμία αρχαιολογική απόδειξη, τίποτα βέβαιο δεν επιτρέπει να καταλήξουμε σήμερα περί της αλήθειας μιας πραγματικής παρουσίας στο σταυροδρόμι δύο κόσμων, όπου ο ένας καταλύεται, ο άλλος εγκαθιδρύεται.

Δεν υπάρχει τάφος, ούτε σινδόνη, ούτε αρχεία, παρά μόνο ένα μνήμα που εφευρέθηκε το 325 από την Αγία Ελένη, τη μητέρα του Κωνσταντίνου, πολύ προικισμένη, αφού της οφείλουμε επίσης την ανακάλυψη του Γολγοθά καθώς και του titulus, του ξύλου όπου αναγράφεται η αιτιολόγηση της καταδίκης[1].

Ένα κομμάτι ύφασμα που η χρονολόγηση του με τη μέθοδο του άνθρακα 14 αποκαλύπτει ότι χρονολογείται από το 13ο αιώνα της εποχής μας και μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να το είχε κάνει να τυλίξει το σώμα του Χριστού πάνω από χίλια χρόνια πριν το εικαζόμενο πτώμα! Τέλος, τρεις-τέσσερις γενικές και αόριστες αναφορές, πολύ ανακριβείς, σε αρχεία κείμενα -Φλάβιος Ιώσηπος, Σουητώνιος και Τάκιτος- βεβαίως, αλλά από αντίγραφα που έγιναν κάμποσους αιώνες μετά την υποτιθέμενη σταύρωση του Ιησού και προπαντός πολύ μετά την επιτυχία των λιβανιστών του...

Απεναντίας, πώς να αρνηθεί κανείς την εννοιολογική ύπαρξη του Χριστού; Υπό την ίδια ιδιότητα με το Πυρ του Ηράκλειτου, τη Φιλία του Εμπεδοκλή, τις Ιδέες του Πλάτωνα και την Ηδονή του Επίκουρου, ο Ιησούς λειτουργεί εξαιρετικά ως Ιδέα επί της οποίας διαρθρώνεται μια θεώρηση του κόσμου, μια αντίληψη περί πραγματικού, μια θεωρία περί του αμαρτωλού παρελθόντος και του μέλλοντος της σωτηρίας. Ας αφήσουμε στους λάτρεις των ανέφικτων συζητήσεων να καταλήξουν περί του ερωτήματος της ύπαρξης του Ιησού και ας καταπιαστούμε με τα σημαντικότερα: Τι συνέβη με αυτή την κατασκευή που ακούει στο όνομα Ιησούς; Για ποιο λόγο; Με ποια σχέδια; Για να υπηρετήσει ποια συμφέροντα; Ποιος δημιουργεί αυτό το φαντασιοκόπημα; Με ποιον τρόπο ο μύθος αυτός παίρνει σάρκα και οστά; Πώς λειτουργεί αυτή η μυθοπλασία στους αιώνες που ακολουθούν;

Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα προϋποθέτουν μια παράκαμψη προς τη μεριά του υστερικού δεκάτου τρίτου αποστόλου, του Παύλου από την Ταρσό, προς τη μεριά του «επισκόπου εξωτερικών υποθέσεων», όπως αυτοαποκαλείται, αυτουργού ενός επιτυχημένου πραξικοπήματος, του Κωνσταντίνου, προς τη μεριά των συνεχιστών του που φανατίζουν χριστιανούς να λεηλατούν, να βασανίζουν, να σφαγιάζουν, να καίνε βιβλιοθήκες: του Ιουστινιανού, του Θεοδόσιου, του Βαλεντινιανού. Από το αόρατο εκτόπλασμα ως τις πλήρεις εξουσίες αυτού του φαντάσματος επί μιας Αυτοκρατορίας, κατόπιν επί του κόσμου, η ιστορία του συμπίπτει με τη γενεαλογία του πολιτισμού μας. Αρχίζει με μια ομιχλώδη ιστορία στην Παλαιστίνη, συνεχίζεται στη Ρώμη, ύστερα στο Βυζάντιο, μες στα χρυσάφια, τη χλιδή και την πορφύρα της χριστιανικής εξουσίας, μαστίζει ακόμα σήμερα εκατομμύρια πνεύματα σχηματοποιημένα από αυτή την απίστευτη ιστορία που φτιάχτηκε από αέρα, από απιθανότητες και ανακρίβειες, από τις αντιφάσεις που η Εκκλησία σαρώνει ανέκαθεν με τη βοήθεια πολιτικών βιαιοτήτων.

Καταλαβαίνουμε έκτοτε ότι τα υπάρχοντα έγγραφα προέρχονται στην πλειονότητά τους από επιδέξια φτιαγμένες πλαστογραφίες. Οι καμένες βιβλιοθήκες, οι επαναλαμβανόμενες καταστροφές των Βανδάλων, οι τυχαίες πυρκαγιές, οι διωγμοί και τα ολοκαυτώματα των χριστιανών, οι σεισμοί, η επανάσταση στη γραφή που υποβιβάζει μια μέρα τον πάπυρο προς όφελος της περγαμηνής, και συνεπάγεται για τους αντιγραφείς, φανατικούς σεκταριστές του Χριστού, επιλογές μεταξύ εγγράφων προς διάσωση και εγγράφων προς αφανισμό, οι ελευθερίες που πήραν οι καλόγεροι που καθιέρωσαν τις εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων, όπου προσθέτουν ό,τι λείπει από την αναδρομική άποψη των νικητών, ιδού τροφή για φιλοσοφικούς πανικούς!

Τίποτε από τα όσα απομένουν δεν είναι αξιόπιστο. Τα χριστιανικά αρχεία προέρχονται από μια ιδεολογική κατασκευή, και ακόμη και ο Φλάβιος Ιώσηπος, ο Σουητώνιος και ο Τάκιτος, στους οποίους κάποιες λιγοστές λέξεις επισημαίνουν την ύπαρξη του Χριστού και των πιστών του τον 1ο αιώνα της εποχής μας, υπακούουν στο νόμο της πνευματικής νοθείας. Όταν κάποιος ανώνυμος καλόγερος αντιγράφει την Αρχαιολογία του Εβραίου ιστορικού, ο οποίος συνελήφθη και έγινε συνεργάτης της ρωμαϊκής εξουσίας, όταν έχει μπροστά του ένα πρωτότυπο από τα Χρονικά του Τάκιτου ή από τους Βίους των δώδεκα Καισάρων του Σουητώνιου, και εκπλήσσεται από την απουσία στο κείμενο κάποιας αναφοράς στην ιστορία στην οποία εκείνος πιστεύει, καλή τη πίστει προσθέτει ένα απόσπασμα διά χειρός του, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς συμπλέγματα, χωρίς να φαντάζεται ότι δεν πράττει σωστά ή ότι κατασκευάζει μια πλαστογραφία, πόσο μάλλον που την εποχή εκείνη δεν προσεγγίζει κανείς ένα βιβλίο με το μάτι του σύγχρονου ανθρώπου, που έχει εμμονή με την αλήθεια, το σεβασμό και την ακεραιότητα του κειμένου, καθώς και με τα συγγραφικά δικαιώματα... Σήμερα ακόμα διαβάζουμε αυτούς τους συγγραφείς της Αρχαιότητας με βάση χειρόγραφα μεταγενέστερα κατά πολλούς αιώνες των συγγραφέων τους και σύγχρονα των χριστιανών αντιγραφέων, οι οποίοι σώζουν τα περιεχόμενά τους προσαρμόζοντάς τα ώστε να βαδίζουν κατά τη φορά της ιστορίας...

Αποκρυστάλλωση της υστερίας. Οι ακραίοι ορθολογιστές -από τον Προσπέρ Αλφαρίκ ως τον Ραούλ Βανεζέμ- έχουν πιθανότατα δίκιο όταν μιλούν για μη ιστορική ύπαρξη του Ιησού. Η κλειστή ενότητα των κειμένων, τεκμηρίων και πληροφοριών που διαθέτουμε έχει γυρίσει τα μέσα έξω για δεκαετίες ολόκληρες δίχως να εμφανιστεί κανένα οριστικό συμπέρασμα που να πείθει τελεσίδικα τη γενική άποψη. Από τον Ιησού μυθοπλασία ως τον Ιησού Υιό του Θεού το φάσμα είναι ευρύ, και ο αριθμός των υποθέσεων αιτιολογεί τόσο την επιθετική και στρατευμένη αθεΐα της ορθολογιστικής Ένωσης όσο και την προσχώρηση στο Opus Dei...

Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι η εποχή κατά την οποία υποτίθεται ότι εμφανίζεται ο Ιησούς βρίθει ατόμων του φυράματός του: έξαλλοι προφήτες, παράφρονες πεφωτισμένοι, υστερικοί πεπεισμένοι για την υπεροχή των χοντροκομμένων αληθειών τους, προάγγελοι Αποκαλύψεων. […]

Στις όχθες του Ιορδάνη, μια περιοχή οικεία στον Ιησού και τους αποστόλους του, κάποιος ονόματι Θευδάς νομίζει πως είναι ο Ιησούς του Ναυή, ο προφήτης της προαναγγελθείσας σωτηρίας - που έχει το ίδιο όνομα με τον Ιησού... Έχοντας έρθει από την Αίγυπτο, από όπου κατάγεται, μαζί με τέσσερις χιλιάδες οπαδούς εντελώς αποφασισμένους να ρίξουν ξύλο, θέλει να θέσει τέρμα στη ρωμαϊκή εξουσία και ισχυρίζεται ότι διαθέτει την ιδιότητα να ανοίξει ένα ποτάμι στα δυο με το λόγο του και μόνο προκειμένου να επιτρέψει στα στρατεύματά του να προχωρήσουν, κι ύστερα να ξεμπερδεύει με την αποικιοκρατική εξουσία. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες αποκεφαλίζουν αυτό τον Μωυσή δευτέρας διαλογής πριν μπορέσει να αποδείξει το υδραυλικό του ταλέντο.

Μια άλλη φορά, το 45, ο Ιάκωβος και ο Σίμων, γιοι του Ιούδα του Γαλιλαίου -ακόμα μια καταγωγή οικεία στον Ιησού- τίθενται επικεφαλής, όπως ο πατέρας τους το έτος 6, μιας εξέγερσης η οποία, επίσης, έχει άσχημο τέλος: το στίφος των στρατιωτών μαζεύει τους παρτιζάνους και τους σταυρώνει. Ο Μεναχέμ, εγγονός μιας οικογένειας η οποία βγάζει αναμφισβήτητα ήρωες ελευθερωτές, ακολουθεί τα βήματα των προγόνων του και εξεγείρεται το 66, κάνοντας να ξεσπάσει ο ιουδαϊκός πόλεμος που τελειώνει το 70 με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ.

Σε αυτό το πρώτο ήμισυ του 1ου αιώνα οι προφήτες, μεσσίες, προάγγελοι χαρμόσυνων ειδήσεων είναι πολυάριθμοι. Άλλοι καλούν τους πιστούς να πάνε μαζί τους στην έρημο για να βρουν θαυμαστά σημάδια και εκδηλώσεις του θείου. Ένας πεφωτισμένος που είχε έρθει από την Αίγυπτο με σαράντα χιλιάδες μπράβους φτάνει στο Όρος των Ελαιών - πάντοτε χριστολογικοί τόποι. Ισχυρίζεται ότι με τη φωνή του και μόνο τα τείχη της Ιερουσαλήμ θα καταρρεύσουν για ν' ανοίξουν το πέρασμα στους εξεγερμένους. Και πάλι τα ρωμαϊκά στρατεύματα τους διαλύουν. Τελειωμό δεν έχουν αυτές οι ιστορίες, που όλες τους μιλούν για την ιουδαϊκή επιθυμία να κατατροπώσουν τη ρωμαϊκή εξουσία με μοναδικό όπλο μια θρησκευτική, μυστικιστική, χιλιαστική, προφητική επιχειρηματολογία, προάγγελο μιας χαρμόσυνης είδησης που περιέχεται στην Παλαιά Διαθήκη.

[…] Ο Ιησούς εκφράζει λοιπόν την υστερία της εποχής, την πεποίθηση του κόσμου ότι μόνο με την καλή θέληση και τη δράση που γίνεται στο όνομα του Θεού ξεκινάς νικηφόρος και νικάς. Το να ρίξεις τείχη με τη φωνή αντί με κριούς και πολεμικές μηχανές, να σκίσεις τα νερά με ένα λόγο και όχι με στρατιωτικά πλοιάρια άξια αυτού του ονόματος, να αντιμετωπίσεις στρατιώτες εξοικειωμένους με το πεδίο της μάχης με ύμνους, προσευχές και φυλαχτά και όχι με ακόντια, σπαθιά και ιππικό, ιδού κάτι που δεν ανησυχούσε τη ρωμαϊκή εξουσία κατοχής. Απλές αμυχές στο πετσί της Αυτοκρατορίας...

Το όνομα του Ιησού αποκρυσταλλώνει τη διάχυτη αλλοπρόσαλλη ενέργεια η οποία σπαταλάται κατά της ιμπεριαλιστικής μηχανής την εποχή εκείνη. […]

Ανύπαρκτος, ή περιορισμένος σε μια απλή εικασία, αυτός ο Ιησούς μπορεί οπωσδήποτε να ήταν γιος ενός μαραγκού και μιας παρθένας, να γεννήθηκε στη Ναζαρέτ, να κήρυξε παιδί ακόμα στους δασκάλους του Νόμου και να έδωσε μαθήματα, ενήλικος πια, σε ψαράδες, τεχνίτες, απλούς ανθρώπους που δούλευαν στις όχθες της λίμνης Τιβεριάδας, μπορεί οπωσδήποτε να είχε προβλήματα με τις εβραϊκές κοινότητες, περισσότερα από ό,τι με την εξουσία της Ρώμης, συνηθισμένη σε αυτές τις σποραδικές και ασήμαντες εξεγέρσεις, συνθέτει, συγκεντρώνει, εξιδανικεύει, αποκρυσταλλώνει ό,τι ταλανίζει την εποχή και την ιστορία του 1ου αυτού αιώνα της εποχής του... Ο Ιησούς εκφράζει την εβραϊκή άρνηση απέναντι στη ρωμαϊκή κυριαρχία.

Πόσο μάλλον που και η ετυμολογία μάς πληροφορεί ότι Ιησούς σημαίνει «ο Θεός σώζει». Δεν μπορούμε να εκφράσουμε σαφέστερα τη συμβολική φόρτιση, εφόσον το ίδιο το κύριο όνομα σημαίνει το πεπρωμένο. Το όνομα αυτό επικαλείται το γνωστό μέλλον και προϋποθέτει ότι η περιπέτεια αυτή βρίσκεται ήδη γραμμένη σε κάποια γωνιά του ουρανού. Έκτοτε η ιστορία αρκείται να κάνει εφικτή την αποκάλυψη μέρα τη μέρα. Γίνεται εσχατολογία. […]

Κατάλυση του θαυματουργού. Ο Ιησούς επικεντρώνει στο όνομά του τη μεσσιανική προσδοκία της εποχής. Κατά τον ίδιο τρόπο, συνθέτει τις αρχαίες ιστορίες που κάνουν λόγο για κάποιον θαυματουργό. Διότι το να γεννηθεί κανείς από μητέρα παρθένα, που πληροφορείται την τύχη της από μια ουράνια ή αγγελική μορφή, να κάνει θαύματα, να διαθέτει ένα χάρισμα που δημιουργεί παθιασμένους μαθητές, να ανασταίνει νεκρούς, ιδού κάποιες κοινοτοπίες που διασχίζουν ολόκληρη τη λογοτεχνία της Αρχαιότητας. Προφανώς, το να θεωρούνται τα ευαγγελικά κείμενα ως ιερά κείμενα απαλλάσσει από μια συγκριτική μελέτη που να σχετικοποιεί το θαυματουργό στοιχείο της Καινής Διαθήκης για να το τοποθετήσει μέσα στη λογική του θαυματουργού της Αρχαιότητας, ούτε λίγο ούτε πολύ. Ο Ιησούς του Παύλου από την Ταρσό υπακούει στους ίδιους νόμους του είδους με τον Οδυσσέα του Ομήρου, τον Απολλώνιο τον Τυανέα του Φιλόστρατου και τον Εγκόλπιο του Πετρώνιου: ένας ήρωας σε ένα πέπλο μυστηρίου...

Ποιος είναι ο δημιουργός του Ιησού; Ο Μάρκος. Ο ευαγγελιστής Μάρκος, πρώτος συγγράψας τη διήγηση των θαυμαστών περιπετειών του ονομαζόμενου Ιησού. Πιθανός σύντροφος του Παύλου από την Ταρσό στα ιεραποστολικά του ταξίδια, ο Μάρκος συντάσσει το κείμενο του γύρω στο 70. Τίποτα δεν αποδεικνύει ότι είχε γνωρίσει προσωπικά τον Ιησού, μάλιστα παρακαλώ! […] Ο ευαγγελιστής αναφέρει λοιπόν, μες στην πυρακτωμένη υστερία της εποχής, αυτό το φαντασιοκόπημα, περί του οποίου δηλώνει ότι είναι απόλυτη αλήθεια, καλή τη πίστει.

Ο Μάρκος συγγράφει το ευαγγέλιό του για να προσηλυτίσει. Το κοινό του; Άτομα εύπιστα, άνθρωποι a priori μη επιδεκτικοί στο χριστολογικό μήνυμα, αλλά που θέλει να τους κάνει να ενδιαφερθούν, να τους αιχμαλωτίσει και να τους γοητεύσει. Το κείμενο πηγάζει από το σαφές πεδίο της προπαγάνδας. Και αυτή δεν αποκλείει την προσφυγή στα τεχνάσματα που μπορούν να αρέσουν, να επιφέρουν τη συγκατάνευση και την πειθώ. Εξ ου και η χρήση του θαυματουργού στοιχείου. Πώς να κάνεις ένα κοινό να ενδιαφερθεί αν του διηγείσαι μια ιστορία κοινότοπη, ενός απλού ανθρώπου, παρόμοιου με τους κοινούς θνητούς; Τα ευαγγέλια ανακυκλώνουν τις συνήθειες συγγραφής της παγανιστικής Αρχαιότητας, οι οποίες προϋποθέτουν τον καλλωπισμό, το στολισμό και τον εξωραϊσμό ενός ανθρώπου που επιθυμούν να μετατρέψουν σε κήρυκα κινητοποίησης.

Για να πειστούμε, αρκεί να διαβάσουμε σε αντιπαραβολή τις πιο γνωστές σελίδες της Καινής Διαθήκης και το έργο που ο Διογένης ο Λαέρτιος αφιερώνει στο βίο, τις απόψεις και τα αποφθέγματα των επιφανών φιλοσόφων. Ας αποδώσουμε σε αυτά τα δύο κείμενα την ίδια λογοτεχνική ιδιότητα των ιστορικών, χρονολογημένων γραπτών που συντάχθηκαν από ανθρώπους που ουδόλως εμπνεύστηκαν από το Άγιο Πνεύμα, αλλά οι οποίοι συγγράφουν για να αγγίξουν τους αναγνώστες τους και να τους κάνουν να συμμεριστούν την πεποίθησή τους ότι μας μιλούν για άτομα εξαιρετικά, για μεγάλους άνδρες, για αξιόλογα πρόσωπα. Ο Πυθαγόρας, ο Πλάτωνας, ο Σωκράτης και ο Ιησούς κάτω από το ίδιο πρίσμα, του αναγνώστη αρχαίων κειμένων. Τι ανακαλύπτουμε;

Έναν κόσμο παρόμοιο, πανομοιότυπο λογοτεχνικό ύφος στους συγγραφείς, την ίδια ρητορική τάση ν' αφήσουν ελεύθερο το μαγικό, το θαυματουργό, το φανταστικό, προκειμένου να δώσουν στο αντικείμενό τους την υπόσταση και τη λάμψη που είναι απαραίτητες για τη διαφώτιση των αναγνωστών τους. Ο Μάρκος θέλει να κάνει αγαπητό τον Ιησού, ο Διογένης ο Λαέρτιος επιθυμεί το ίδιο για τους μεγάλους φιλοσόφους της αρχαίας παράδοσης. Ο ευαγγελιστής διηγείται μια ζωή γεμάτη μυθικά γεγονότα; Ο βιογράφος γεμίζει το κείμενό του με περιπέτειες το ίδιο εξαιρετικές με την ετυμολογική έννοια. Διότι το θέμα είναι να φτιάξουν το πορτρέτο ανθρώπων εξαιρετικών. Πώς θα μπορούσαν να γεννιούνται, να ζουν, να μιλούν, να σκέφτονται και να πεθαίνουν σαν τους κοινούς θνητούς;

Διευκρινίζουμε: η Μαρία, μητέρα του Ιησού, συλλαμβάνει παρθένα ούσα, διά της χάρης του Αγίου Πνεύματος· κοινότοπο: ο Πλάτωνας επίσης προέρχεται από μια μητέρα στο άνθος της ηλικίας της, αλλά που έχει διαφυλάξει τον υμένα της. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ ειδοποιεί τη γυναίκα του μαραγκού ότι θα τεκνοποιήσει χωρίς τη βοήθεια του συζύγου της, του καλού παιδιού που συναινεί χωρίς μουρμούρες; Και λοιπόν; Ο ίδιος ο Πλάτωνας υπερηφανεύεται ότι μετακινήθηκε ο Απόλλωνας αυτοπροσώπως! Ο γιος του Ιωσήφ είναι κυρίως υιός του Θεού; Κανένα πρόβλημα: και ο Πυθαγόρας επίσης, που οι μαθητές του τον νομίζουν για τον Απόλλωνα αυτοπροσώπως που έφτασε κατευθείαν από τους Υπερβόρειους. Ο Ιησούς κάνει θαύματα, δίνει το φως τους σε τυφλούς, ανασταίνει νεκρούς; Όπως ο Εμπεδοκλής, ο οποίος, κι αυτός επίσης, ξαναφέρνει στη ζωή ένα μεταστάντα. Ο Ιησούς διαπρέπει στις προβλέψεις; Τα ίδια ταλέντα έχει και ο Αναξαγόρας, που προβλέπει επιτυχώς τις πτώσεις μετεωριτών.

Συνεχίζουμε: ο Ιησούς μιλά ως εμπνευσμένος, αποδίδοντας τη φωνή του σε κάποιον μεγαλύτερο, δυνατότερο και ισχυρότερο από εκείνον; Και ο Σωκράτης, που τον στοιχειώνει, τον κατοικεί ο δαίμων του. Ο μελλοντικός εσταυρωμένος διδάσκει σε μαθητές, προσηλυτίζει με το ρητορικό του ταλέντο και την ευγλωττία του; Όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι, από τους κυνικούς ως τους επικούρειους, διαθέτουν παρόμοιο ταλέντο. Η σχέση του Ιησού με τον Ιωάννη, τον αγαπημένο μαθητή; Η ίδια ενώνει τον Επίκουρο με τον Μητρόδωρο. Ο άνθρωπος από τη Ναζαρέτ μιλά μεταφορικά, τρέφεται με σύμβολα και συμπεριφέρεται αινιγματικά; Κι ο Πυθαγόρας επίσης... Ποτέ του δεν έγραψε, εκτός από μια φορά πάνω στην άμμο, με ένα ραβδί, το ίδιο που έσβησε αυτοστιγμεί τους χαρακτήρες που είχαν σχεδιαστεί στ έδαφος; Το ίδιο και ο Βούδας ή ο Σωκράτης, φιλόσοφοι του προφορικού λόγου, του ρήματος και της θεραπευτικής ομιλίας. Ο Ιησούς πεθαίνει για τις ιδέες του; Κι ο Σωκράτης επίσης. Στη Γεθσημανή ο προφήτης περνά μια καθοριστική νύχτα; Ο Σωκράτης βιώνει αυτή την έκσταση μέσα σε μια παρόμοια σκοτεινιά στην Ποτίδαια. Η Μαρία γνωρίζει και μαθαίνει τη μοίρα της ως παρθένας μητέρας από ένα όνειρο; Ο Σωκράτης ονειρεύεται έναν κύκνο και συναντά τον Πλάτωνα την επομένη.

Κι άλλο; Κι άλλο... Το σώμα του Ιησού, φαινομενικά, καταπίνει σύμβολα, αλλά δεν χωνεύει, κανείς δεν αφοδεύει έννοιες... Σάρκα αλλόκοτη, ανυπότακτη στα καπρίτσια του καθενός: ο Μεσσίας δεν πεινά και δεν διψά, δεν κοιμάται ποτέ, δεν αποπατεί, δεν συνουσιάζεται, δεν γελά. Ούτε και ο Σωκράτης. Ας θυμηθούμε την Απολογία, όπου ο Πλάτωνας σκιαγραφεί έναν ήρωα που αγνοεί τις επιπτώσεις του αλκοόλ, της κούρασης και της αγρύπνιας. Ο Πυθαγόρας εμφανίζεται κι αυτός περιβεβλημένος με ένα αντίσωμα, με μια πνευματική σάρκα, μια αιθέρια ύλη, άφθαρτη, απρόσβλητη στα μαρτύρια του χρόνου, του πραγματικού και της εντροπίας.

Ο Πλάτωνας και ο Ιησούς πιστεύουν αμφότεροι σε μια μετά θάνατον ζωή, στην ύπαρξη μιας άυλης και αθάνατης ψυχής. Μετά τη σταύρωση ο μάγος της Γαλιλαίας επιστρέφει μεταξύ των ανθρώπων. Αλλά πολύ πριν από αυτόν ο Πυθαγόρας χρησιμοποίησε την ίδια αρχή. Πιο αργός, διότι ο Ιησούς περιμένει τρεις μέρες, όταν ο ντυμένος στα λινά φιλόσοφος αναμένει διακόσια επτά χρόνια πριν επανέλθει στη Μεγάλη Ελλάδα. Και τόσοι άλλοι μύθοι που λειτουργούν αδιαφόρως από τον Έλληνα φιλόσοφο ως τον Εβραίο προφήτη, όταν ο δημιουργός του μύθου επιθυμεί να μυήσει τον αναγνώστη του στον εξαιρετικό χαρακτήρα του θέματος του και του προσώπου για το οποίο μιλά...

Κατασκευάζοντας εκτός ιστορίας. Το θαυματουργό στρέφει τα νώτα στην ιστορία. Δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε ορθολογιστικά βροχές από βατράχια και πέτρες, πεθαμένους που βγαίνουν από το μνήμα τους για να φάνε βραδινό με την οικογένειά τους, δεν μπορούμε να σταθούμε απέναντι σε παραλυτικούς, υδρωπικούς και αιμορροϊδικούς που ξαναβρίσκουν την υγειά τους με ένα χτύπημα μαγικού ραβδιού. Μια λέξη που γιατρεύει, ένας λόγος που θεραπεύει, μια χειρονομία που συνεπάγεται θαύματα φυσιολογίας: δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το νόημά τους όταν παραμένουμε στο πεδίο της καθαρής λογικής. Για να καταλάβουμε, πρέπει να σκεφτούμε με όρους συμβόλων, αλληγοριών, σχημάτων λόγου. Η ανάγνωση των ευαγγελίων απαιτεί την ίδια προσέγγιση με τον αρχαίο μυθιστορηματικό πεζό λόγο ή τα ομηρικά έπη: να αφεθούμε σε μια λογοτεχνική αίσθηση και να παρατήσουμε το κριτικό πνεύμα. Οι άθλοι του Ηρακλή εκφράζουν την εξαιρετική δύναμη, οι παγίδες του Οδυσσέα καθιστούν προφανή την πανουργία και το ταλέντο του. Το ίδιο ισχύει και με τα θαύματα του Ιησού, που η πραγματικότητα και η αλήθεια τους δεν συνίστανται στο ότι συμπίπτουν με επαληθευμένα γεγονότα αλλά με ό,τι εκφράζουν: την εξαιρετική δύναμη, τη σημαντική ισχύ ενός ανθρώπου που συγγενεύει με έναν κόσμο μεγαλύτερο από τον ίδιο.

Το ευαγγελικό είδος είναι επιτελεστικό - για να το πούμε με τον όρο του Όστιν: η διατύπωση πλάθει την αλήθεια. Οι διηγήσεις της Καινής Διαθήκης δεν δίνουν δεκάρα για το αληθινό, το αληθοφανές ή το πραγματικό. Απεναντίας, αποκαλύπτουν μια δύναμη της γλώσσας η οποία, δηλώνοντας, δημιουργεί ό,τι διατυπώνει. Το πρωτότυπο του επιτελεστικού εκφωνήματος: ο ιερέας που ανακηρύσσει ένα ζευγάρι συζύγους. Εκ του ίδιου του γεγονότος της διατύπωσης μιας φράσης το γεγονός συμπίπτει με τις λέξεις που το εκφράζουν. Ο Ιησούς δεν υπακούει στην ιστορία αλλά στον επιτελεστικό χαρακτήρα της Καινής Διαθήκης.

Οι ευαγγελιστές περιφρονούν την ιστορία. Η απολογητική τους επιλογή το επιτρέπει. Δεν είναι ανάγκη οι ιστορίες να έχουν συμβεί πραγματικά, δεν χρειάζεται το πραγματικό να συμπίπτει με τη διατύπωση και την αφήγηση που δίνουν σχετικά, αρκεί η επιχειρηματολογία να φέρνει το αποτέλεσμά της: να μυήσει τον αναγνώστη, να του αποσπάσει μια συγκατάνευση σχετικά με τη μορφή του προσώπου και τη διδασκαλία του. Η δημιουργία αυτού του μύθου είναι συνειδητή στους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης; Δεν νομίζω. Ούτε συνειδητή, ούτε εκούσια, ούτε σκόπιμη. Ο Μάρκος, ο Ματθαίος, ο Ιωάννης και ο Λουκάς δεν εξαπατούν επίτηδες. Ούτε και ο Παύλος. Είναι εξαπατημένοι, γιατί λένε πως είναι αληθινό αυτό που πιστεύουν και πιστεύουν πως είναι αληθινό αυτό που λένε. Κανείς τους δεν συνάντησε στ' αλήθεια τον Ιησού, όλοι τους όμως αποδίδουν σε αυτή τη μυθοπλασία μια πραγματική ύπαρξη, ουδόλως συμβολική ή μεταφορική. Προφανώς, πιστεύουν πραγματικά τα όσα διηγούνται. Διανοητική αυτο-δηλητηρίαση, οντολογική τύφλωση...

Όλοι τους αποδίδουν πραγματικότητα σε μια μυθοπλασία. Πιστεύοντας στο μύθο που διηγούνται, του δίνουν ολοένα και περισσότερη υπόσταση. Η απόδειξη της ύπαρξης μιας αλήθειας περιορίζεται συχνά στο σύνολο των επαναλαμβανόμενων σφαλμάτων που έγιναν μια μέρα μια συνομολογούμενη αλήθεια. Από την πιθανότατη μη ύπαρξη ενός ατόμου περί του οποίου γίνονται λεπτομερείς διηγήσεις για πολλούς αιώνες βγαίνει τελικά μια μυθολογία στην οποία προσαρμόζονται εθνοσυνελεύσεις, πολιτείες, έθνη, αυτοκρατορίες, ένας πλανήτης ολόκληρος. Οι ευαγγελιστές δημιουργούν μια αλήθεια αναμασώντας μυθοπλασίες. Η γκρινιάρικη αγωνιστικότητα του Παύλου, το πραξικόπημα του Κωνσταντίνου, η καταστολή των δυναστειών του Βαλεντινιανσύ και του Θεοδόσιου κάνουν τα υπόλοιπα.

Ένας ιστός αντιφάσεων. Η κατασκευή του μύθου πραγματοποιείται στη διάρκεια πολλών αιώνων, με πολλές και διάφορες πένες. Αντιγράφουν, προσθέτουν, περικόπτουν, παραλείπουν, μασκαρεύουν, ηθελημένα ή μη. Στο τέλος προκύπτει μια αξιόλογη ενότητα αντιφατικών κειμένων. Εξ ου και η ιδεολογική δουλειά που συνίσταται στο να λαμβάνεται από αυτό το σύνολο υλικό για μια μονοσήμαντη ιστορία. Συνέπεια: επιλέγονται τα ευαγγέλια ως αληθή, παραμερίζονται όσα ενοχλούν την αγιολογία ή την εγκυρότητα του σχεδίου. Εξ ου και τα συνοπτικά και τα απόκρυφα ευαγγέλια. Ακόμα και τα γραπτά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, στα οποία οι ερευνητές αποδίδουν ένα περίεργο καθεστώς μεταφυσικής εξωεδαφικότητας!

Ο Ιησούς χορτοφάγος, ή να ανασταίνει έναν ψημένο κόκορα σε κάποιο συμπόσιο; Ο Χριστός παιδί να πνίγει πουλάκια για να έχει τον ωραίο ρόλο να τα αναστήσει, ή να αλλάζει το ρου των ρυακιών με τη φωνή του, να πλάθει πουλιά από πηλό και τα μετατρέπει σε πραγματικά πτηνά, και να κάνει κι άλλα θαύματα πριν την ηλικία των δέκα ετών; Ο Ιησούς να θεραπεύει το δάγκωμα της οχιάς φυσώντας στο σημείο όπου καρφώθηκαν τα δόντια της; Και τι γίνεται με το θάνατο του πατέρα του του Ιωσήφ στα εκατόν έντεκά του χρόνια; Και με το θάνατο της μητέρας του της Μαρίας; Με τον Ιησού που ξεκαρδίζεται στα γέλια; Και τόσες ιστορίες που διηγούνται σε πολλές χιλιάδες σελίδες τα χριστιανικά απόκρυφα γραπτά. Γιατί παραμερίστηκαν; Γιατί δεν επιτρέπουν μια επιχειρηματολογία αρκετά μονοσήμαντη... Ποιος συγκροτεί αυτή την ενότητα και αποφασίζει για τον κανόνα; Η Εκκλησία και οι Συνοδοί της στα τέλη του 4ου αιώνα.

Ωστόσο αυτό το ψαλίδισμα δεν εμποδίζει έναν ανυπολόγιστο αριθμό αντιφάσεων και αναληθοφανειών μέσα στο σώμα του κειμένου των συνοπτικών ευαγγελίων. Ένα παράδειγμα: κατά τον Ιωάννη, το κομμάτι ξύλο πάνω στο οποίο οι δικαστές αναγράφουν την αιτιολόγηση της καταδίκης -το titulus- είναι καρφωμένο πάνω στο ξύλο του σταυρού, πάνω από το κεφάλι του Χριστού· κατά τον Λουκά, είναι κρεμασμένο στο λαιμό του μάρτυρα· ο Μάρκος, ανακριβής, δεν επιτρέπει να καταλήξουμε... Σχετικά με αυτό το titulus, αν αντιπαραβάλουμε τον Μάρκο, τον Ματθαίο, τον Λουκά και τον Ιωάννη, τα κείμενα λένε τέσσερα διαφορετικά πράγματα... Στο δρόμο για τον Γολγοθά ο Ιησούς σηκώνει μόνος του το σταυρό του, λέει ο Ιωάννης. Γιατί λοιπόν οι άλλοι προσθέτουν ότι ο Σίμων ο Κυρηναίος τον βοηθούσε; Αναφορικά με αυτό ή εκείνο το ευαγγέλιο, ο Ιησούς εμφανίζεται μετά θάνατον σε ένα μόνο πρόσωπο, σε μερικούς ή σε μια ομάδα... Και αυτές οι εμφανίσεις πραγματοποιούνται σε διαφορετικά μέρη... Τελειωμό δεν θα είχε ο εντοπισμός αυτού του είδους αντιφάσεων μέσα στο ίδιο το κείμενο των ευαγγελίων, τα οποία ωστόσο επέλεξε η επίσημη Εκκλησία εν όψει της μονοσήμαντης κατασκευής ενός και του αυτού μύθου.

Εκτός από τις αντιφάσεις, εντοπίζουμε επίσης και αναληθοφάνειες. Για παράδειγμα, η συνομιλία ανάμεσα στον μελλοθάνατο και τον Πόντιο Πιλάτο, έναν κυβερνήτη περιωπής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εκτός του ότι σε παρόμοια περίπτωση η ανάκριση δεν διεξάγεται ποτέ από το μεγάλο αφεντικό αλλά από τους υφισταμένους του, δεν μπορούμε να φανταστούμε τον Πόντιο Πιλάτο να υποδέχεται τον Ιησού, που δεν είναι ακόμα ο Χριστός, ούτε αυτό που θα τον κάνει η ιστορία - μια βεντέτα παγκοσμίου φήμης. Την εποχή εκείνη αυτός υπάγεται ίσα-ίσα στο κοινό Δίκαιο, όπως και τόσοι άλλοι στα μπουντρούμια του κατακτητή. Μάλλον απίθανο λοιπόν ο υψηλός αξιωματούχος να καταδεχτεί να συνδιαλεχθεί με έναν τοπικό απατεωνίσκο. Επιπλέον, ο Πόντιος Πιλάτος ομιλεί τη λατινική και ο Ιησούς την αραμάίκή. Πώς να συζητήσεις, όπως αφήνει να εννοηθεί το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, έτσι στα καλά καθούμενα, χωρίς διερμηνέα, μεταφραστή και μεσολαβητή; Μυθεύματα...

Ο ίδιος ο Πιλάτος δεν μπορεί να είναι επίτροπος, σύμφωνα με τους όρους των ευαγγελίων, αλλά έπαρχος της Ιουδαίας, διότι ο τίτλος του επιτρόπου εμφανίζεται μόνο γύρω στο 50 της εποχής μας... Ούτε μπορεί εκείνος ο Ρωμαίος αξιωματούχος να είναι αυτός ο πράος, προσηνής, καλοσυνάτος άνθρωπος απέναντι στον Ιησού, όπως επισημαίνουν οι ευαγγελιστές, εκτός και αν οι συγγραφείς αυτών των κειμένων επιθυμούν να μειώσουν τους Εβραίους, ενόχους για το θάνατο του ήρωά τους, και να κολακέψουν τη ρωμαϊκή εξουσία, να συνεργαστούν λιγάκι... Διότι η ιστορία συγκρατεί μάλλον από αυτό τον έπαρχο της Ιουδαίας την ωμότητά του, τον κυνισμό του, την αγριότητά του και την κλίση του στην καταστολή. Ανακατασκευές...

Άλλη αναληθοφάνεια, η σταύρωση. Η ιστορία μαρτυρεί: την εποχή εκείνη λιθοβολούν τους Εβραίους, δεν τους σταυρώνουν. Αυτό που προσάπτουν στον Ιησού; Ότι ισχυρίζεται πως είναι Βασιλεύς των Ιουδαίων. Όμως της Ρώμης σκασίλα της γι' αυτές τις ιστορίες με μεσσίες και προφήτες. Η σταύρωση προϋποθέτει αμφισβήτηση της αυτοκρατορικής εξουσίας, κάτι που ο εσταυρωμένος ποτέ δεν κάνει ευκρινώς. Ας δεχτούμε τη σταύρωση: στην περίπτωση αυτήν αφήνουν τον θανατωμένο καρφωμένο, παραδομένο σία όρνια και τα σκυλιά που πετσοκόβουν εύκολα το πτώμα, αφού οι σταυροί δεν υπερβαίνουν διόλου τα δύο μέτρα ύψος. Στη συνέχεια πετάνε το πτώμα στον κοινό τάφο... Εν πάση περιπτώσει, η ταφή αποκλείεται. Φαντασίες...

Ο τάφος λοιπόν. Άλλη μια ευκαιρία για αναληθοφάνειες. Ένας μυστικός μαθητής του Ιησού, ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας, ζητά και παίρνει από τον Πιλάτο το σώμα του δασκάλου του για να το βάλει σε τάφο. Χωρίς συγύρισμα του νεκρού; Αδιανόητο για έναν Εβραίο... Ένας από τους ευαγγελιστές επισημαίνει τα αρώματα, σμύρνα, αλόη -τριάντα κιλά...- και τους επιδέσμους, αιγυπτιακή μέθοδος με ταρίχευση· οι άλλοι τρεις παραλείπουν αυτές τις λεπτομέρειες... Αλλά η επίλυση των αντιφάσεων μοιάζει να έγκειται στη σημασία του ονόματος του τόπου από όπου κατάγεται ο Ιωσήφ: Αριμαθαία - που σημαίνει «μετά θάνατον». Ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας, σύμφωνα με την επιτελεστική αρχή, σημαίνει αυτόν που έρχεται μετά θάνατον και φροντίζει για το σώμα του Χριστού, ένας πρώτος πιστός τρόπον τινά. Επινοήσεις...

Η συγκριτική ανάγνωση των κειμένων οδηγεί σε πλήθος άλλα ερωτήματα: Γιατί οι μαθητές είναι απόντες την ημέρα της σταύρωσης; Πώς να πιστέψει κανείς ότι μετά από τέτοιον κεραυνό εν αιθρία -τη δολοφονία του μέντορά τους- αυτοί ξαναπαίρνουν το δρόμο για το σπίτι τους χωρίς να αντιδράσουν, να συγκεντρωθούν, ούτε να συνεχίσουν το εγχείρημα που είχε ξεκινήσει ο Ιησούς; Διότι καθένας τους ξαναρχίζει τη δουλειά του στο χωριό του... Για ποιους λόγους κανένας από τους δώδεκα δεν κάνει τη δουλειά που κάνει ο Παύλος – ο οποίος δεν γνώρισε τον Ιησού...: να κηρύξει το ευαγγέλιο, να φέρει τη χαρμόσυνη είδηση στα πέρατα του κόσμου;

Τι να πει κανείς για όλα αυτά; Τι να κάνει με αυτές τις αντιφάσεις, με αυτές τις αναληθοφάνειες; Κείμενα παραμερισμένα, άλλα επιλεγμένα, γεμάτα επινοήσεις όμως, μυθεύματα, ανακρίβειες, ισάριθμα σημεία που μαρτυρούν μια μεταγενέστερη, λυρική και αγωνιστική κατασκευή της ιστορίας του Ιησού. Καταλαβαίνουμε γιατί η Εκκλησία απαγορεύει ρητώς για αιώνες ολόκληρους κάθε ιστορική ανάγνωση των λεγομένων ιερών κειμένων. Πολύ επικίνδυνο να τα διαβάσει κανείς όπως τον Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη!

Ο Ιησούς αποτελεί λοιπόν ένα εννοιολογικό πρόσωπο. Όλη του η πραγματικότητα έγκειται σε αυτό τον ορισμό. Βεβαίως υπήρξε, αλλά όχι ως ιστορική μορφή - ή μόνο με τρόπο τόσο αμφίβολο που ύπαρξη ή μη ύπαρξη λίγο ενδιαφέρει. Υπάρχει ως αποκρυστάλλωση των προφητικών προσδοκιών της εποχής του και του θαυματουργού στοιχείου, ιδίου των αρχαίων συγγραφέων, και αυτό σύμφωνα με την επιτελεστική αρχή που δημιουργεί ονομάζοντας. Οι ευαγγελιστές γράφουν μια ιστορία. Σε αυτή δεν αφηγούνται τόσο το παρελθόν ενός ανθρώπου όσο το μέλλον μιας θρησκείας. Πανουργία της λογικής: δημιουργούν το μύθο και δημιουργούνται από αυτόν. Οι πιστοί επινοούν το δημιούργημά τους, ύστερα του αποδίδουν μια λατρεία: η ίδια η αρχή της παραφροσύνης...

Μισέλ Ονφρέ, Πραγματεία περί Αθεολογίας

(Εξάντας, 2006, σελ.153- 171)





[1] Titulus Cruris, η πινακίδα ΙΝΒΙ.