Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Ο τρόπος του Κουνγκ Φου

Η τηλεοπτική σειρά Marco Polo αφηγείται τις περιπέτειες του φημισμένου Ιταλού εξερευνητή τον 13ο αιώνα στην Κίνα, στην αυλή του Μογγόλου ηγεμόνα του 13ου αιώνα, Κουμπλάι Χαν (εγγονού του Τζένγκις). Ίντριγκα, εξαπάτηση, αιματοχυσία και ερωτισμός σε όλο τους το μεγαλείο!

Στο τρίτο επεισόδιο (Feast) της πρώτης  σεζόν, ο Μάρκο μυείται στα μυστικά της τέχνης του Κουνγκ Φου από έναν τυφλό μοναχό Σαολίν:

Στο Κουνγκ Φου λέμε: «Το ένα χέρι ψεύδεται… ενώ το άλλο λέει την αλήθεια.»
Αν κάποια ημέρα γυρίσεις πίσω, στη Δύση… τι θα τους λες, για αυτόν τον παράξενο κόσμο του Κουνγκ Φου;
Θα τους λες ότι είναι ένας τρόπος να μάχεσαι; Ή θα πεις ότι σαν μοναχός Σαολίν … επικαλείσαι τα πνεύματα του Γερανού και του Τίγρη;
Κουνγκ Φου.
Σημαίνει, υπέρτατη ικανότητα μέσα από σκληρή δουλειά. Ένας μεγάλος ποιητής, φτάνει το επίπεδο του Κουνγκ Φου. Ο ζωγράφος, ο καλλιγράφος, μπορούν να πουν ότι έχουν το Κουνγκ Φου. Ακόμα και ένας μάγειρας, αυτός που σκουπίζει τις σκάλες… ή ένας επιδέξιος υπηρέτης, μπορεί να έχει το Κουνγκ Φου.

Εξάσκηση. Προετοιμασία, ατελείωτη επανάληψη. Μέχρι να εξαντληθεί το μυαλό και να πονέσουν τα κόκκαλα. Μέχρι να είσαι κουρασμένος ακόμα και για να ιδρώσεις… να μην μπορείς ούτε να ανασάνεις. Αυτός είναι ο τρόπος. Ο μοναδικός τρόπος για να κατέχεις το Κουνγκ Φου.


Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Λογική: Ο Νόμος της Μη Αντίφασης

Χωρίς τη λογική, ο συλλογισμός είναι άχρηστος.
Μ’ αυτή, μπορείς να κερδίσεις σε διαμάχες και να αποξενώσεις πλήθη.

Ας ξεκινήσουμε με ένα κλασικό ανέκδοτο που βασίζεται στην Αριστοτελική λογική.
Ένας ραβίνος προεδρεύει σε μια δίκη στο χωριό του. Ο Σμούελ σηκώνεται και απευθύνεται στο δικαστήριο, λέγοντας: «Ραβίνε, ο Ιτζάκ περνά τα πρόβατά του από τη γη μου κάθε μέρα και καταστρέφει τα σπαρτά μου. Είναι δική μου η γη. Δεν είναι δίκαιο».
Ο Ραβίνος λέει: «Έχεις δίκιο!»
Αλλά τότε σηκώνεται ο Ιτζάκ και λέει: «Μα Ραβίνε, η γη του είναι ο μόνος δρόμος από τον οποίο μπορούν τα πρόβατά μου να περάσουν για να πιουν νερό από τη λίμνη. Χωρίς αυτό θα πεθάνουν. Για αιώνες, κάθε βοσκός είχε το δικαίωμα να περνά από τη γη που περιβάλλει τη λίμνη, το ίδιο δικαίωμα πρέπει να έχω και εγώ».
Και ο Ραβίνος λέει: «Έχεις δίκιο!»
Η καθαρίστρια, η οποία τα άκουσε όλα αυτά, λέει στο Ραβίνι: «Μα Ραβίνε, δεν μπορούν και οι δύο να έχουν δίκιο!»
Και ο Ραβίνος απαντά: «Έχεις δίκιο!»
Η καθαρίστρια έχει πληροφορήσει το Ραβίνο ότι παραβίασε το Νόμο της Μη Αντίφασης του Αριστοτέλη, […] Ο Νόμος της Μη Αντίφασης λέει ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι έτσι και συγχρόνως να μην είναι έτσι.


[ΠΛΑΤΥΠΟΥΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, 2008, σελ. 33-34]


Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Η σπουδαιότερη προσφορά του Μακιαβέλλι

Η ιδέα της ιστορικής σπουδαιότητας του Μεγάλου Ανδρός […] αναπτύχθηκε από τον Μακιαβέλλι με μια αμείλικτη λογική. Το σύγγραμμά του για τον Ηγεμόνα αποτελεί το πνευματικό καταστάλαγμα μιας εποχής, στον πολιτικό ορίζοντα της οποίας έλαμπαν τα ανατριχιαστικά λόγια των Ασσασίνων: «Τίποτα δεν είναι αληθινό! Όλα επιτρέπονται!». Το ειδεχθέστερο έγκλημα, η πλέον αξιοκαταφρόνητη ενέργεια, μετατρέπονται σε μεγάλο κατόρθωμα, καθίστανται μια πολιτική αναγκαιότητα, από τη στιγμή που εμφανίζεται ο «Κυρίαρχος Άνθρωπος». Οι ηθικές έγνοιες αξίζουν μόνο για να το χρησιμοποιούν στην προσωπική τους ζωή τα ανθρωπάκια, διότι στην πολιτική δεν υπάρχουν ηθικές αντιλήψεις, παρά μόνον ζητήματα εξουσίας, για την επίλυση των οποίων κάθε μέσο που υπόσχεται επιτυχία δικαιώνεται.

Ο Μακιαβέλλι ανήγαγε σε σύστημα την ανηθικότητα της κρατικής εξουσίας και προσπάθησε να τη δικαιώσει με τέτοια κυνική ειλικρίνεια, ώστε συχνά υποστηρίχτηκε, […] ότι ο «Ηγεμόνας» του είναι απλώς μια καυστική σάτιρα των δεσποτών εκείνης της εποχής, παραβλέποντας το γεγονός ότι το έργο αυτό εγράφη μόνο για την προσωπική χρήση ενός εκ των Μεδίκων και όχι για το κοινό. Εξ άλλου, αυτός ο λόγος για τον οποίον δεν δημοσιεύτηκε παρά μόνο μετά τον θάνατό του συγγραφέα.

Ο Μακιαβέλλι δεν ανέσυρε τις ιδέες του από την εσωτερική του συνείδηση. Απλώς ανήγαγε σε σύστημα την κοινή πρακτική της εποχής του Λουδοβίκου ΙΑ΄, του Φερνινάνδου του Καθολικού, του Αλεξάνδρου του ΣΤ΄, του Καίσαρα Βοργία, του Φραντσέσκο Φόρτσα και άλλων. Αυτοί οι Κυρίαρχοι ήταν εξίσου εξοικειωμένοι με το δηλητήριο και το μαχαίρι καθώς και με το κομποσκοίνι και το σκήπτρο και δεν επέτρεπαν στους εαυτούς τους να επηρεάζονται, ούτε κατ’ ελάχιστον, από ηθικές έγνοιες, κατά την επιδίωξη των εξουσιαστικών πολιτικών σχεδίων τους. «Ο Ηγεμόνας» αποτελεί μια αληθινή προσωπογραφία καθενός απ’ αυτών. Γράφει ο Μακιαβέλλι (Ο Ηγεμόνας, XVIII):    

«Ένας ηγεμόνας δεν χρειάζεται να κατέχει τις προαναφερόμενες αρετές, αλλά θα πρέπει να έχει τη φήμη ότι τις κατέχει. Θα τολμήσω, μάλιστα, να πω ότι είναι πολύ επιβλαβές να τις κατέχει και συνεχώς να τις τηρεί· όμως, είναι πολύ χρήσιμο να φαίνεται ότι είναι ευσεβής, αληθινός, ανθρώπινος, Θεοσεβούμενος, Χριστιανός. Είναι αναγκαίο να είναι έτσι διαμορφωμένος ο χαρακτήρας του, ώστε να μπορεί, όταν χρειασθεί, να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που φαίνεται ότι είναι. Συνεπώς, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν μπορεί να απαιτείται από έναν ηγεμόνα, και ιδιαίτερα από έναν καινούργιο ηγεμόνα, να σέβεται ό,τι θεωρείται καλό από τους άλλους ανθρώπους, διότι, προκειμένου να διατηρήσει τη θέση του, πρέπει να παραβαίνει συχνά την αλήθεια, την πίστη, τον ανθρωπισμό, την ευσπλαχνία και τη θρησκεία. Άρα, πρέπει να έχει μια συνείδηση, ικανή να περιστρέφεται σύμφωνα με τους ανέμους και τα γυρίσματα της τύχης και, όπως έχουμε πει, να μην αγνοεί το καλό, οσάκις είναι βολικό, αλλά επίσης, να διαπράττει το κακό, οσάκις είναι αναγκαίο. Ένας ηγεμόνας, λοιπόν, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός, ώστε κάθε του λόγος και κάθε του μήνυμα να είναι γεμάτα με τις προαναφερόμενες αρετές. Όλα όσα κανείς ακούει από τον ηγεμόνα πρέπει να αποπνέουν σύμπνοια, αλήθεια, ανθρωπισμό, ευσπλαχνία και ευσέβεια· και τίποτε δεν είναι περισσότερο αναγκαίο από το να διαφυλάσσει το φαίνεσθαι των αρετών του, διότι οι άνθρωποι, εν γένει, κρίνουν περισσότερο με τα μάτια παρά με το αίσθημα. Και ενώ όλοι μπορούν να βλέπουν, μόνο λίγοι μπορούν να αισθάνονται. Ο καθένας βλέπει ότι εσύ φαίνεσαι πως είσαι· λίγοι αισθάνονται αυτό που πραγματικά είσαι. Αλλά αυτοί οι τελευταίοι δεν τολμούν να αντιτεθούν στη γνώμη της μάζας, που προστατεύεται από τη μεγαλειότητα του κράτους. Από τις πράξεις των ανθρώπων και ιδιαίτερα από εκείνες των ηγεμόνων που δεν επιδέχονται κριτικής, δεν λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας παρά μόνο το αποτέλεσμα. Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον ηγεμόνα να υιοθετεί αυτό που διαφυλάσσει τη μεγαλοπρέπειά του. Τα μέσα που χρησιμοποιεί θα θεωρούνται πάντοτε έντιμα και γενναία από τον καθένα διότι ο όχλος δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του παρά μόνον το φαίνεσθαι και το αποτέλεσμα· και ο κόσμος μας ξεχειλίζει από όχλο».
Ότι  ο Μακιαβέλλι διατύπωσε με ειλικρινή λόγια (έξω από τα δόντια, μόνο και μόνο επειδή προοριζόταν για το αυτί ενός συγκεκριμένου ηγεμόνα) υπήρξε απλώς η απροκάλυπτη ομολογία πίστεως των φορέων πασών των εξουσιαστικών πολιτικών. Είναι, επομένως επιπόλαιο να μιλάμε για «Μακιαβελλισμό». Ό,τι ο Φλωρεντίνος πολιτικός εξέθεσε με τόση διεισδυτικότητα και σαφήνεια είναι αυτό που τόσο απερίφραστα εφαρμοζόταν πάντοτε και συνεχώς θα εφαρμόζεται, στο βαθμό που μέσα στην κοινωνία οι προνομιούχες μειοψηφίες θα έχουν την απαραίτητη εξουσία να υποδουλώνουν τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων και να ληστεύουν τους καρπούς της εργασίας τους. […]

Συνεπώς, ο Μακιαβέλλι απαίτησε, με τη θρασεία ειλικρίνεια που τον χαρακτήριζε (ένα χαρακτηριστικό που στην πραγματικότητα δεν συμβιβάζεται με τις αρχές του δικού του «Μακιαβελισμού»), ότι εκείνοι οι άνθρωποι που δεν μπορούν να ζουν χωρίς την περιττή πολυτέλεια της προσωπικής συνείδησης θα ήταν καλύτερο να αφήσουν την πολιτική κατά μέρος.

Το γεγονός ότι ο Μακιαβέλλι εξέθεσε με τέτοια πληρότητα τις εσωτερικές λειτουργίες της εξουσιαστικής πολιτικής, και μάλιστα σιχαινόμενος να συγκαλύψει τις δυσάρεστες λεπτομέρειες με καινές δράσεις και υποκριτικά λόγια, αποτελεί τη πρωτεύουσα αξία του. […]

Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και Πολιτισμός 

[Εκδόσεις Άρδην, 1998, τόμος Α’, σελ. 198-202]

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Η αισθητική του Πλάτωνα

1.      Τα κείμενα του Πλάτωνα περί αισθητικής

[…] Ο Πλάτωνας δεν ασχολήθηκε με τη συστηματική σύνταξη και συγγραφή κειμένων περί των αισθητικών ζητημάτων και απόψεων, αλλά στα γραπτά του ασχολήθηκε με όλα τα ζητήματα της αισθητικής. […] Στράφηκε στα ζητήματα του ωραίου και της τέχνης ξανά και ξανά, ιδίως στα δύο σπουδαία έργα του, την Πολιτεία και τους Νόμους. Στο Συμπόσιο παρουσίασε μια ιδεαλιστική θεωρία περί του ωραίου, στον Ίωνα μια πνευματική θεωρία περί της ποίησης και στον Φίληβο ανέλυσε την αισθητική εμπειρία. Στον Ιππία Μείζονα επέδειξε τις δυσκολίες που έχει η απόπειρα καθορισμού του ωραίου. […]

Την αισθητική του Πλάτωνα μπορούμε να την κατανοήσουμε μονάχα αν τη συνδέσουμε με τις θεωρίες του περί των ιδεών, των ψυχών και τις ιδανικής πολιτείας. Ανεξάρτητα όμως από το σύστημά του, τα έργα περιέχουν επίσης και ένα αριθμό θεωρήσεων για την αισθητική, παρότι αυτές παρουσιάζονται κυρίως υπό μορφή υπαινιγμών, συνόψεων, υποδείξεων και παρομοιώσεων.

2.      Η έννοια του ωραίου

Στο Συμπόσιο (211d) ο Πλάτωνας μας λέει πως ο άνθρωπος αξίζει να ζει για να βλέπει το καθαυτό ωραίο. Ολόκληρος αυτός ο διάλογος συνιστά ένα ενθουσιώδη ύμνο του ωραίου ως ύψιστης αξίας […]

Όταν όμως ο Πλάτωνας υμνούσε το ωραίο, υμνούσε κάτι διαφορετικό από πού κατανοούμε σήμερα με τον όρο. […]

Στον Ιππία Μείζονα ο Πλάτωνας επιχείρησε να αποσαφηνίσει τον όρο. Πρωταγωνιστές του διαλόγου είναι ο Σωκράτης και ο σοφιστής Ιππίας. Και οι δύο επιχειρούν να αποσαφηνίσουν την ουσία του ωραίου. Τα πρώτα παραδείγματα που δίνουν –όμορφες κοπέλες, άλογα, μουσικά όργανα και αγγεία- μοιάζουν να σχετίζονται με το ωραίο, με την ευρύτερη όμως έννοια του όρου. […] Ωστόσο, όλα αυτά δεν εξαντλούν τον κατάλογο με τα παραδείγματα. […] Ο ωφελιμιστής Ιππίας ήταν πεπεισμένος πως «το πιο όμορφο πράγμα για έναν άντρα, που είναι πλούσιος, γερός, τιμημένος από τους Έλληνες, είναι να φτάσει σε βαθιά γεράματα» (291d), ενώ ο ηθικολόγος Σωκράτης θεωρούσε πως η σοφία είναι το ωραιότερο όλων (296e).

Και σε άλλους διαλόγους, ο Πλάτωνας εξέφρασε παρόμοιες αντιλήψεις και ανέφερε παρόμοια παραδείγματα. Ανέφερε όχι μόνο την ομορφιά των γυναικών και της Αφροδίτης, αλλά και την ομορφιά της δικαιοσύνης και της φρόνησης, των ωραίων εθίμων, της μάθησης, της αρετής και της ψυχής. Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αμφιβολία πως η έννοια του ωραίου του Πλάτωνα ήταν πολύ ευρεία. […] η πλατωνική έννοια του ωραίου δεν διέφερε πολύ από μια ευρέως αντιληπτή έννοια του αγαθού. Ο Πλάτωνας μπορούσε και όντως χρησιμοποίησε τους όρους εναλλάξ. Σε ορισμένες εκδόσεις, το Συμπόσιό του φέρει τον υπότιτλο περί αγαθού ηθικός, αλλά έχει ως θέμα το ωραίο. Τα όσα γράφει εκεί για την ιδέα του ωραίου συμπίπτουν με τα όσα γράφει σε άλλους διαλόγους για την ιδέα του αγαθού. […]

3.      Αλήθεια, αγαθότητα και ωραίο

Ο Πλάτωνας ήταν ο πατέρας της περίφημης τριάδας «αλήθεια, αγαθότητα και ωραίο», που αποτελεί την επιτομή των ύψιστων ανθρώπινων αξιών. Έθεσε το ωραίο στο ίδιο επίπεδο με τις υπόλοιπες υπέρτατες αξίες, όχι πάνω απ’ αυτές, και αναφέρθηκε στην τριάδα αυτή αρκετές φορές: στον Φαίδρο (246e), και ελαφρώς διαφοροποιημένα στον Φίληβο. […] Οι αναφορές στην αλήθεια, την αγαθότητα και το ωραίο, συχνά στον Πλάτωνα ακολουθούνται από την φράση «και όλα τα παρόμοια πράγματα», φράση που δείχνει πως δεν θεωρούσε την τριάδα αυτή των αξιών ως μιαν πλήρη επιτομή. […] Η τριάδα του Πλάτωνα, υιοθετήθηκε από ύστερες περιόδους, με μεγαλύτερη όμως έμφαση στις αισθητικές αξίες από ότι ο ίδιος θα ήθελε.

4.      Εναντίον μια ηδονιστικής και εργαλειακής κατανόησης του ωραίου

Στον Ιππία Μείζονα εξέτασε πέντε ορισμούς: το ωραίο ως πρέπον, το ωραίο ως λειτουργικό εργαλείο, το ωραίο ως ωφέλεια (ως κάτι χρήσιμο για την προώθηση του αγαθού), το ωραίο ως ευχάριστο για τα μάτια και τα αυτιά και το ωραίο ως ευχάριστη ωφέλεια. Οι ορισμοί αυτοί μπορούν να περιοριστούν σε δύο: το ωραίο ως πρέπον και το ωραίο ως ευχαρίστηση για τα μάτια και τα αυτιά.

Ποια ήταν όμως η στάση του Πλάτωνα εναντίον αυτών των ορισμών; Στον Γοργία (474d), έναν από τους πρώτους διαλόγους του, φαίνεται να τείνει προς την αποδοχή και των δύο, αφού έγραψε πως η ωραιότητα ενός σώματος εξαρτάται είτε από την ωφελιμότητα που έχει είτε επειδή όταν το βλέπει κάποιος αισθάνεται ευχαρίστηση. Ο Διογένης Λαέρτιος (3, 89) το επιβεβαιώνει […]

Και οι δύο ορισμοί εμφανίστηκαν στη φιλοσοφία πριν από τον Πλάτωνα. Ο πρώτος που λέει ότι «το ωραίο είναι το πρέπον», είναι ο Σωκράτης. […] Ο Σωκράτης εξηγούσε την ιδέα του, λέγοντας πως ένα καλάθι που εξυπηρετεί το σκοπό του είναι πιο ωραίο από μια χρυσή ασπίδα που είναι άχρηστη αμυντικά, ενώ ο Πλάτωνας, λέγοντας πως ένα ξύλινο κουτάλι είναι πιο ωραίο από ένα χρυσό, εξαιτίας της καταλληλότητας που έχει.

Στον ορισμό του Σωκράτη, ο Πλάτωνας ήγειρε δύο ενστάσεις: αρχικά, τα κατάλληλα πράγματα, αφού αποτελούν μέσα για καλούς σκοπούς, δεν χρειάζεται να είναι τα ίδια αγαθά, ενώ το ωραίο είναι πάντοτε αγαθό. Αυτό ο Πλάτωνας το θεωρούσε αξίωμα και δεν αποδεχόταν κανένα ορισμό που να αντιφάσκει με τη θέση αυτή. Επίσης, ανάμεσα στα ωραία σώματα, σχήματα, χρώματα και ήχους, υπάρχουν αυτά που εκτιμούμε εξαιτίας της καταλληλότητάς τους, αλλά και αυτά που εκτιμούμε εξαιτίας για αυτό που είναι, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον ορισμό του Σωκράτη. Και, πράγματι, ο Σωκράτης διαχώριζε τα πράγματα που είναι ωραία καθαυτά, από εκείνα που είναι ωραία λόγω της καταλληλότητάς τους. 

Σε ό,τι πάλι αφορά τον δεύτερο ορισμό, εκείνον που προέρχεται από τους Σοφιστές, αυτός έλεγε πως το ωραίο συνίσταται σε όσα απολαμβάνουμε δια των αισθήσεων της ακοής και της όρασης (Ιππίας Μείζων, 297e). Ο Πλάτωνας απέρριψε και αυτόν τον ορισμό. Το ωραίο δεν μπορεί να οριστεί σύμφωνα με το μάτι, διότι υπάρχει και ωραίο για την ακοή. Ούτε ακόμη μπορεί να οριστεί σύμφωνα με την ακοή, διότι υπάρχει ωραίο για την όραση. Ο ορισμός των Σοφιστών υποδήλωνε πως το ωραίο είναι κάτι το κοινό στο μάτι και στο αυτί, αλλά δεν γίνεται καμιά αναφορά σχετικά με το τι μπορεί να είναι αυτό το «κοινό».

[…] Ωστόσο ο Πλάτωνας ασπαζόταν την προγενέστερη ιδέα, πως η ωραιότητα είναι οτιδήποτε εγείρει θαυμασμό. Το ωραίο δεν μπορεί να περιοριστεί σε κάτι ακουστικά ή οπτικά ωραίο. Περιλαμβάνει επίσης τη σοφία, την αρετή, τις ευγενείς πράξεις και τους καλούς νόμους.

5.      Η αντικειμενική κατανόηση του ωραίου

Ο Πλάτωνας καταδίκασε τον ορισμό των Σοφιστών και για το λόγο πως ερμήνευε το ωραίο υποκειμενικά: η πρόκληση απόλαυσης δεν είναι αντικειμενική ιδιότητα των ωραίων πραγμάτων, αλλά μια υποκειμενική αντίδραση σε αυτά. Δεν ενδιαφερόταν για αυτά που φαίνονταν ωραία, αλλά για αυτά που είναι ωραία. Σε αυτό δεν ήταν νεωτεριστής, αλλά ακολούθησε την παραδοσιακή ελληνική άποψη· οι Σοφιστές ήταν εκείνοι που αντιπροσώπευαν τις νέες ιδέες. […] Υποστήριζε ότι το ωραίο:

§  Δεν περιορίζεται στα αισθησιακά αντικείμενα.

§ Πως αποτελεί αντικειμενική ιδιότητα, έμφυτη στα ωραία πράγματα και όχι υποκειμενική αντίδραση των ανθρώπων στο ωραίο.

§ Πως η δοκιμή του είναι μια εγγενής αίσθηση του ωραίου και όχι ένα εφήμερο αίσθημα απόλαυσης.

§  Πως δεν είναι πραγματικά ωραία όλα όσα μας αρέσουν.

Στην Πολιτεία (476b), ο Πλάτωνας συνέκρινε τους εραστές του πραγματικά ωραίου με όσους απλά επιθυμούν να το δουν και να το ακούσουν, εκείνους που απολαμβάνουν τους ήχους, τα χρώματα και τα σχήματα. Ήταν πιθανότατα ο πρώτος που έκανε τη σημαντική αυτή διάκριση μεταξύ του πραγματικά και φαινομενικά ωραίου. […]

Στον Ιππία, ο φιλόσοφος απέρριψε όλους τους αποδεκτούς ορισμούς του ωραίου, […] Στην πραγματικότητα στα έργα του χρησιμοποίησε δύο ορισμούς του ωραίου: ένα που είχε πυθαγόρεια προέλευση και ένα δικό του. Τον δικό του τον ορισμό τον ανέπτυξε στους διαλόγους της ώριμης περιόδου του, στην Πολιτεία και το Συμπόσιο, αλλά στο τελευταίο έργο του, στους Νόμους, υιοθέτησε τον πυθαγόρειο.

6.      Το ωραίο ως τάξη και μέτρο

Σύμφωνα με τον πυθαγόρειο ορισμό, που ο Πλάτωνας ενστερνίστηκε και εξέλιξε, η ουσία του ωραίου βρίσκεται στην τάξη, το μέτρο, τη συμμετρία, τη συνήχηση και την αρμονία. Δηλαδή, γινόταν κατανοητό πρώτα ως μια ιδιότητα που εξαρτούνταν από τη διάταξη και την αρμονία των μερών κι έπειτα, ως μια αριθμητική ιδιότητα, που εξέφραζε το μέτρο και τη συμμετρία.

Ο Πλάτωνας στο τέλος του Φίληβου (64e) μας λέει πως «όπου υπάρχει μέτρο και συμμετρία γίνονται […] κάλλος και αρετή». Στο διάλογο αυτό, ο φιλόσοφος ισχυρίζεται πως η ουσία του ωραίου, όπως και όλων των αγαθών πραγμάτων βρίσκεται στο μέτρο και τη συμμετρία. Η ίδια σκέψη υπάρχει και στο Σοφιστή (228a), όπου συνοδεύεται και από μια αρνητική ιδέα, ότι «η ασχήμια είναι […] ασυμμετρία». Στον Τιμαίο, ένα από τα τελευταία έργα του, ο Πλάτωνας αναφέρεται επίσης και στη σχέση μεταξύ του ωραίου και του μέτρου, και διακηρύσσει με γενικούς όρους πως ό,τι είναι καλό, πρέπει να διέπεται από μέτρο» (87c-d)· ακόμη εξηγεί πως το μέτρο καθορίζει την ωραιότητα των πραγμάτων διότι τους προσδίδει ενότητα (31c). Τέλος, στον διάλογο Πολιτικός καθιστά σαφές πως σε κάποιες περιπτώσεις το «μέτρο» θα πρέπει να κατανοηθεί ως αριθμός και σε άλλες ως μετριοπάθεια και καταλληλότητα (284e).

Η πυθαγόρεια θεωρία του μέτρου και της συμμετρίας εμφανίστηκε σχετικά αργά στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, αλλά από τη στιγμή που εμφανίστηκε κατέστη μόνιμο στοιχείο της και παρείχε την τελευταία λέξη της πλατωνικής αισθητικής, που εμφανίστηκε στους Νόμους. Ο Πλάτωνας ισχυρίζεται πως η έννοια του ωραίου, όπως και εκείνης της τάξης, του μέτρου, της συμμετρίας και της αρμονίας, σε σχέση με τον άνθρωπο (653 e), αποτελεί έκφραση της σχέσης του με τους θεούς. Άλλωστε πάω σε αυτά στήριξε και την εκτίμησή του για την τέχνη. Ακόμη, θαύμαζε τους Αιγυπτίους, διότι κατανοούσαν πως στην τέχνη η τάξη και το μέτρο είναι τα σημαντικότερα όλων και πίστευαν πως όταν βρεθεί το κατάλληλο μέτρο θα πρέπει να το υπακούμε και να μην αναζητούμε νέες φόρμες. Από την άλλη, αποδοκίμαζε την αθηναϊκή τέχνη, διότι εγκατέλειψε το μέτρο και ενέδωσε στους πειρασμούς άτακτων απολαύσεων. Αντιπαράθεσε την καλή τέχνη, τη βασισμένη στο μέτρο, με την κακή, που στηριζόταν στις αισθησιακές και συναισθηματικές αντιδράσεις των ανθρώπων. Τέλος, επέπληξε τους σύγχρονους του μουσικούς, επειδή έθεταν την ακουστική κρίση πάνω από την νοητική και υποστήριξε πως η κρίση των αισθήσεων ήταν ένα ακατάλληλο κριτήριο για το ωραίο και την τέχνη.

Ο Πλάτωνας δεν ισχυρίστηκε απλά πως το ωραίο είναι μια υπόθεση περί του αρμόζοντος μέτρου, αλλά επιχείρησε να ανακαλύψει ποιο ήταν αυτό το μέτρο. Στον Μένωνα (81e – 84d) ξεχώρισε δύο τετράγωνα, των οποίων η σχέση είναι τέτοια ώστε η πλευρά του ενός να ισούται με το ήμισυ της διαγωνίου του άλλου. Φαίνεται, λοιπόν, πως αυτήν ήταν που θεωρούσε ως την ιδεώδη αναλογία. Οι αρχιτέκτονες, μάλιστα, λαμβάνοντας την άποψή του σοβαρά, στήριξαν τις δικές τους αρχές στη σχέση αυτή των τετραγώνων για πολλούς αιώνες. Στον Τίμαιο ο Πλάτωνας ξεχώρισε και άλλες αναλογίες. Χρησιμοποίησε την άποψη σύγχρονων μαθηματικών πως υπήρχαν μόνο πέντε τρισδιάστατες συμμετρικές μορφές, που, εξαιτίας της συμμετρίας τους συνιστούν τα «τελειότερα σώματα» (53e). Σε αυτά τα πέντε σώματα, απέδωσε κοσμολογική σημασία, υποστηρίζοντας πως ο κόσμος θεμελιώθηκε εξ αυτών, διότι ο θεός δεν ήταν να εφαρμόσει ατελείς αναλογίες κατά τη διαδικασία της δημιουργίας του. Τις ίδιες λοιπόν αναλογίες πρότεινε και για την τέχνη. Πιο συγκεκριμένα, εισηγήθηκε το ισόπλευρο και το πυθαγόρειο (το ορθογώνιο) τρίγωνο, τα οποία θεωρούσε ως τα συστατικά στοιχεία εκείνων των τέλειων σωμάτων. Θεωρούσε μάλιστα πως μόνο αυτές ήταν οι τέλειες και πραγματικά ωραίες μορφές και αυτός ήταν ο υπεύθυνος που τα τρίγωνα του Τιμαίου –μαζί με τα τετράγωνα του Μένωνα- έγιναν το ιδεώδες των καλλιτεχνών, κυρίως των αρχιτεκτόνων: αρχικά τα ελληνικά, έπειτα τα ρωμαϊκά και αργότερα τα μεσαιωνικά κτίρια, σχεδιάζονταν για αιώνες σύμφωνα με την αρχή των τριγώνων και των τετραγώνων του Πλάτωνα. […] Ύμνησε το ωραίο της μορφής, αλλά και αυτό του περιεχομένου και υπογράμμισε τη σχέση τους, λέγοντας πως «όποιος χορεύει και τραγουδά ωραία, χορεύει και τραγουδά κάτι ωραίο» (Νόμοι, 654b11-12).

7.      Η ιδέα του ωραίου

Η άλλη έννοια του Πλάτωνα περί του ωραίου, την οποία εξέφρασε κατά τη μέση περίοδο του έργου του, απέρρεε από τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις, που ήταν πνευματοκρατικές και ιδεαλιστικές. Αναγνώρισε την ύπαρξη όχι μόνο των σωμάτων αλλά και των ψυχών, όχι μόνο των αισθητικών φαινομένων αλλά και των αιώνιων ιδεών. Οι ψυχές, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ήταν τελειότερες από τα σώματα, ενώ οι ιδέες ήταν τελειότερες και από τα δύο. Από τις πεποιθήσεις αυτές προκύπτουν ορισμένα συμπεράσματα που αφορούν την αισθητική: το ωραίο δεν περιορίζεται στα σώματα, αλλά χαρακτηρίζει επίσης τις ψυχές και τις ιδέες, των οποίων η ωραιότητα είναι ανώτερη από εκείνη των σωμάτων. […]

Η πνευματική ωραιότητα είναι μια ανώτερη ομορφιά, αν και όχι η ανώτατη. Αυτό το στήριζε στην άποψη πως η «ιδέα» είναι μοναδική «αγνή ωραιότητα». Όταν ένας άνθρωπος κατορθώνει να κάνει κάτι ωραίο, τότε αυτό εξομοιώνεται με την ιδέα καθαυτή (Τιμαίος, 28a). Εάν πάλι τα σώματα και οι ψυχές είναι ωραία, αυτό συμβαίνει επειδή μοιάζουν στην ιδέα του ωραίου (29a). Η ωραιότητά τους είναι εφήμερη, ενώ μονάχα η ιδέα του ωραίου είναι αιώνια.

Στο Συμπόσιο (210e -211d) ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε τους πιο πάνω όρους για να περιγράψει το αιώνια ωραίο: ούτε γεννιέται ούτε αφανίζεται, ούτε αυξάνεται ούτε ελαττώνεται. […]  

Από τη στιγμή όμως που ο Πλάτωνας συνέβαλε την ιδέα του ωραίου ως κάτι που υπερβαίνει κάθε νοητό, διαφοροποιήθηκε από την άποψη των υπόλοιπων Ελλήνων. Αυτή ήταν μια δική του σύλληψη, που δεν αποτέλεσε απλά μια καινοτομία, αλλά προκάλεσε επανάσταση. Οδήγησε το ωραίο σε ένα υπερβατικό επίπεδο.

Οι αλλαγές που προέκυψαν εξαιτίας της άποψης αυτής ήταν οι εξής:

1. Το ήδη ευρύ πλαίσιο της ελληνικής έννοιας του ωραίου διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο περιλαμβάνοντας και αφηρημένα αντικείμενα πέραν των αντικειμενικών.

2. Εισήχθη ένα νέο μέτρο για το ωραίο και η ωραιότητα των πραγματικών πραγμάτων εξαρτιόταν πλέον από το πόσο κοντά ή μακριά βρίσκονταν από την ιδέα του ωραίου.

Μέχρι την εποχή του Πλάτωνα οι φιλόσοφοι είχαν εισάγει τρία μέτρα για το ωραίο. Το μέτρο των Σοφιστών βασιζόταν στην υποκειμενική αισθητική εμπειρία, στο βαθμό της απόλαυσης που επέφερε. Για τους πυθαγόρειους, το μέτρο ήταν η αντικειμενική κανονικότητα και η αρμονία. Για τον Σωκράτη, το μέτρο του ωραίου ήταν άμεσα συσχετισμένο με το σκοπό που το κάθε πράγμα επιτελούσε. Ο Πλάτωνας, εισήγαγε ένα τέταρτο μέτρο: την τέλεια ιδέα του ωραίου, την οποία έχουμε στο μυαλό μας και δια της οποίας υπολογίζουμε την ωραιότητα των πραγμάτων […]

Η άποψη του Πλάτωνα ήταν σαφώς αντίθετη με εκείνη των Σοφιστών και του Σωκράτη. Συμφωνούσε όμως με εκείνη των πυθαγορείων· στην πραγματικότητα οι απόψεις των δύο ήταν συμπληρωματικές […] Στα ύστερά του χρόνια ο Πλάτωνας τόνισε περισσότερο την πυθαγόρεια άποψη παρά τη δική του. […]

Οι φιλοσοφικές απόψεις του Πλάτων προσέδωσαν μιαν ιδεαλιστική, αλλά και ηθικολογική χροιά στην αισθητική του. […] Για τον μέσο Έλληνα το πιο βέβαιο γεγονός ήταν πως υπάρχουν ωραία πράγματα που είναι καθαυτό αγαθά. Αντίθετα, για τον Πλάτωνα, το πιο βέβαιο ήταν πως υπάρχουν πράγματα αγαθά και πως, όντας τέτοια, εγείρουν το θαυμασμό και θεωρούνται ωραία.

8.      Η μεγαλοπρέπεια και η κοσμιότητα του ωραίου

[…] Στους Νόμους (802e), ο Πλάτωνας επιχείρησε τη διάκριση μεταξύ της μεγαλοπρέπειας και της κόσμιας τέχνης, μεταξύ της σοβαρής και της ελαφράς ωραιότητας. Ακόμη,  διαπίστωσε πως η διάκριση αυτή ίσχυε στην ποίηση και στο θέατρο, στη μουσική και στο χορό. Η διάκριση αυτή κατέστη και η απαρχή για την τόσο σημαντική διάκριση μεταξύ του υψηλού και του ωραίου, που έλαβε χώρα κατά τον 18ο αιώνα.

Στην εποχή μας, άλλη μια από τις διακρίσεις του Πλάτωνα, μοιάζει ακόμη σημαντικότερη. Στον Φίληβο (51c), έκανε τη διάκριση μεταξύ της ωραιότητας των πραγματικών πραγμάτων (και της αναπαράστασής τους στη ζωγραφική) και της ωραιότητας των αφηρημένων μορφών, των ευθειών γραμμών ή των κύκλων των επιπέδων και των στερεών. Θεώρησε την πρώτη ωραιότητα σχετική ενώ τη δεύτερη ως αιώνια ωραία. Προτιμούσε την ωραιότητα των απλών αφηρημένων σχημάτων και των καθαρών χρωμάτων, τα οποία πίστευε πως είναι όμορφα και ευχάριστα. Η στάση του έναντι των οπτικών τεχνών ήταν ανάλογη με εκείνη των πυθαγορείων έναντι της μουσικής. Θεωρούσε πως τα ωραία και απλά σχήματα, χρώματα και ήχοι παρείχαν ιδιαίτερη απόλαυση (Φίληβος, 51b). Οι απολαύσεις μάλιστα αυτές ήταν εξαιρετικές, διότι δεν προϋπέθεταν για να αποκτηθούν σωματικό πόνο. Εξ’ αυτού, κάποιος μπορούσε να κάνει και τη διάκριση μεταξύ αισθήσεων και άλλων εμπειριών.

Ωστόσο, οι εξειδικευμένες αυτές παρατηρήσεις του Πλάτωνα, ακόμη και οι πλέον βαθυστόχαστες και σημαντικές, άσκησαν πολύ λιγότερη επίδραση απ’ ότι η γενική του αντίληψη περί της τέχνης· η τελευταία άσκησε επίδραση για αιώνες μετά και αποδείχθηκε η πραγματική του αισθητική κληρονομιά, παρά το γεγονός πως ήταν πολύ πιο προβληματική από τις εξειδικευμένες παρατηρήσεις του.

9.      Η έννοια της τέχνης: Ποίηση εναντίον Τέχνης

[…] Η αντίληψη του Πλάτωνα περί τέχνης περιλάμβανε τη χειροτεχνία, μα όχι την ποίηση, την οποία θεωρούσε υπόθεση έμπνευσης και όχι δεξιότητας. Αναπτύσσοντας την ελληνική αντίληψη περί ποιήσεως, τη θεωρούσε προφητική και άλογη. Όλοι οι ποιητές που θαυμάζουμε, έγραψε στον Ίωνα «δεν είναι εξαιτίας επιστημονικής κατάρτισης αλλά επειδή είναι θεόπνευστοι και ένθεοι που δημιουργούν όλα αυτά τα ωραία έργα […] δεν μπορεί να δημιουργήσουν παρά μονάχα σαν ενθουσιαστούν και εκστασιαστούν και χάσουν το λογικό τους» (533e-534b). «Και οι ποιητές δεν είναι παρά διερμηνείς των θεών, ο καθένας από αυτούς μονάχα ενός θεού.» (534c-e). Επίσης στον Φαίδρο περιγράφει την ποίηση ως μανία. Όταν οι Μούσες φέρνουν την έμπνευση, «η ψυχή ξεσηκώνεται και μεθάει από τις ωδές και τα άλλα είδη της ποίησης» (245a). «Αλλά όποιος οδηγείται στις πόρτες της ποίησης χωρίς τη μανία των Μουσών, έχοντας πιστέψει ότι θα γίνει μεγάλος μόνο με την τέχνη του, ο ίδιος δεν πετυχαίνει, και η ποίησή του, ως έργο φρονίμου, αφανίζεται από την ποίηση όσων κατέχονται από τη μανία» (245a). Ο ισχυρισμός αυτός τονίζει τη σημαντική αντίθεση της έμπνευσης και της χειροτεχνίας. […]

Ο Πλάτωνας τόνισε ακόμη περισσότερο την αντίθεση ποίησης και τέχνης. Ταυτόχρονα όμως, ο ίδιος υπονόμευσε αυτή την αντίθεση. Παρατήρησε πως δεν είναι έμπνευση ολόκληρη η ποίηση, διότι υπάρχουν ποιητές που βασίζονται στη συνήθεια και στην επανάληψη. Υπάρχει η μαντική ποίηση, που γεννιέται από την ποιητική έκσταση (Φαίδρος, 249d) και η «τεχνική» ποίηση, που παράγεται λόγω συγγραφικής ικανότητας. Και οι δυο αυτοί τύποι ποίησης δεν είναι ισάξιοι: ο Πλάτωνας θεωρούσε τον πρώτο ως την ανώτατη δραστηριότητα του ανθρώπου, ενώ τον δεύτερο ως μια τέχνη όπως κάθε άλλη. Στην ιεραρχία των ανθρώπων, την οποία παρουσίασε στον Φαίδρο, απέδωσε δυο διαφορετικές θέσεις στους ποιητές: κάποιοι λαμβάνουν χαμηλή θέση, μαζί με τους τεχνίτες και τους αγρότες, ενώ κάποιοι άλλοι, όσοι επιλέγονταν από τις Μούσες, τοποθετούνταν στη πρώτη θέση, μαζί με τους φιλοσόφους. Παρομοίως στο Συμπόσιο, αντιπαρέθεσε τον αοιδό, τον «θείο άνθρωπο», τον διαμεσολαβητή μεταξύ ανθρώπων και θεών, με εκείνους που απλά γνωρίζουν μιαν ορισμένη τέχνη και που είναι απλοί εργάτες. Ωστόσο, αναγνώριζε πως η διάκριση αυτή ίσχυε μεταξύ των ποιητών, αλλά όχι μεταξύ των καλλιτεχνών. Διότι, κατά την άποψή του, οι ζωγράφοι και οι γλύπτες δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τεχνίτες.

10. Διάκριση των τεχνών. Οι μιμητικές τέχνες

Το διευρυμένο πεδίο της τέχνης, που περιλάμβανε τόσο τη ζωγραφική και τη γλυπτική όσο και την υφαντουργεία και υποδηματοποιεία, απαιτεί ταξινόμηση, κάτι που ο Πλάτωνας επιχείρησε να κάνει αρκετές φορές. Στην Πολιτεία (601d), διέκρινε τις τέχνες σε τρεις κατηγορίες: στις τέχνες που αξιοποιούν τα πράγματα, σε αυτές που τα παράγουν και σε εκείνες που τα μιμούνται. Στον Σοφιστή (219a) επιχείρησε μια παρόμοια, αλλά πιο πολύπλοκη ταξινόμηση: έκανε τη διάκριση μεταξύ της κτητικής τέχνης, που χρησιμοποιεί όλα όσα υπάρχουν στη φύση και της ποιητικής τέχνης, που παράγει όλα όσα απουσιάζουν από τη φύση. Στην κτητική τέχνη συμπεριέλαβε τέτοιες τέχνες, όπως είναι η κυνηγετική και η ασπαλιευτική. Την ποιητική την υποδιαίρεσε ακόμη περισσότερο, στις τέχνες που εξυπηρετούν άμεσα τον άνθρωπο, σε αυτές που τον εξυπηρετούν έμμεσα (κατασκευή εργαλείων) και σε κείνες που μιμούνται.

Το πιο σημαντικό για την αισθητική στην ταξινόμηση αυτή ήταν η διάκριση των τεχνών που αναπαράγουν πράγματα (μιμητική) από τις τέχνες που τα παράγουν (παραγωγικές). Ο Πλάτωνας, όμως, ούτε μας έδωσε κατάλογο μιμητικών τεχνών ούτε όρισε την έννοια επακριβώς. Μια φορά αντιπαρέβαλε την ποίηση με αυτές και κάποια άλλη τη συμπεριέλαβε μαζί της (στο Συμπόσιο), ενώ σε μια τρίτη περίπτωση (στην Πολιτεία) συμπεριέλαβε στην ποίηση τη μουσική. Έκανε μόνο το πρώτο βήμα για την ανάπτυξη μιας θεωρίας μιμητικών τεχνών.

Ωστόσο ο Πλάτωνας άσκησε καθοριστική επίδραση στην εξέλιξη της εν λόγω θεωρίας. Η αντίληψη πως η τέχνη μιμείται ή αναπαριστά την πραγματικότητα δεν ήταν βεβαίως ξένη στους πρώιμους Έλληνες. Εύκολα συνειδητοποίησαν πως η Οδύσσεια αναπαριστά τις περιπέτειες του Οδυσσέα και πως ένα άγαλμα στην Ακρόπολη αναπαριστά ένα ανθρώπινο σώμα, αλλά δεν έδειξαν ικανοποιητικό ενδιαφέρον για αυτή τη λειτουργία της τέχνης. Αφιέρωσαν περισσότερη σκέψη για τέχνες όπως η μουσική κι ο χορός, οι οποίες εκφράζουν κάτι. Όμως, ακόμη και στην περίπτωση των αναπαραστατικών τεχνών, όπως λ.χ. είναι η γλυπτική και η ζωγραφική, οι Έλληνες ενδιαφέρονταν μάλλον για το ότι οι τέχνες διαφέρουν από την πραγματικότητα και πως, όπως υποστήριζε ο Γοργίας, δημιουργούν ψευδαισθήσεις. Αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος για την αναπαραστατική τέχνη μπορεί να από το γεγονός πως πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. τα δημιουργήματα των οπτικών τεχνών ελάχιστα έμοιαζαν με την πραγματικότητα και οι αναπαραστάσεις των ανθρώπινων μορφών ήταν περισσότερο γεωμετρικές παρά ρεαλιστικές. Εκτός από τη συζήτηση του Σωκράτη με τον Παράσιο, που κατέγραψε ο Ξενοφώντας, είναι δύσκολο να βρούμε κάτι άλλο σε συγγραφείς πριν από τον Πλάτωνα, που να σχετίζεται με την αναπαράσταση της πραγματικότητας μέσω της τέχνης.

Ο όρος που χρησιμοποιούσαν για να σημάνουν την αναπαράσταση μέσω της τέχνης δεν ήταν πάντοτε ο ίδιος. Στις συζητήσεις του ο Σωκράτης χρησιμοποίησε ποικίλους όρους, κάποιοι εκ των οποίων ήταν κοντά στη μίμηση, ποτέ όμως τον όρο μίμηση, τον οποίο οι Έλληνες της εποχής χρησιμοποιούσαν για να σημάνουν την έκφραση του χαρακτήρα και την υπόδηση ενός ρόλου, αλλά όχι την μίμηση της πραγματικότητας. Ο όρος μίμηση χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τις οπτικές τέχνες. Ο Δημόκριτος και η σχολή του Ηρακλείτου χρησιμοποίησαν τον όρο ως να σημαίνει «ακολουθώντας τη φύση», αλλά με την έννοια «επαναλαμβάνοντας την εμφάνιση των πραγμάτων». Ο πρώτος που εισήγαγε τη νέα χρήση του όρου ήταν ο Πλάτωνας.

Την εποχή του Πλάτωνα η γλυπτική εγκατέλειψε το γεωμετρικό στυλ και άρχισε να απεικονίζει πραγματικούς, ζωντανούς ανθρώπους, ενώ η ζωγραφική επέδειξε ανάλογη αλλαγή. Ο Πλάτωνας παρατήρησε πως οι τέχνες που «υπηρετούν τα Μούσες» μεταβάλλουν την αναπαράσταση της πραγματικότητας σε ζωντανή υπόθεση. Αναφέρθηκε στο νέο αυτό φαινόμενο με τον όρο μίμηση και κάνοντας αυτό άλλαξε το νόημα του όρου. Τον νέο αυτό όρο εφάρμοσε αρχικά στη μουσική (Νόμοι, 798d) και το χορό (Νόμοι, 655d), και αργότερα –όχι μονάχα στο 10ο βιβλίο της Πολιτείας- στις οπτικές τέχνες (Πολιτεία, 579d). Ακόμη, τον εφάρμοσε στην αναπαράσταση του χαρακτήρα και των συναισθημάτων, αλλά και για να σημάνει την αναπαράσταση της όψης των πραγμάτων. Αρχικά, ακολουθώντας την παράδοση, καλούσε μιμητικές τέχνες μόνο τις τέχνες εκείνες στις οποίες ο καλλιτέχνης ενεργεί ως μέσο (Σοφιστής, 267a), όπως λ.χ. συμβαίνει στην περίπτωση ενός ηθοποιού ή ενός χορευτή· αργότερα, όμως, επέκτεινε τον όρο ώστε αυτός να περιλαμβάνει και άλλες τέχνες. Στην Πολιτεία περιόρισε την «μιμητική» ποίηση σε αυτήν που μιλούν οι ίδιοι οι ήρωες, όπως συμβαίνει στην τραγωδία. Στους Νόμους, όμως, επέκτεινε τον όρο, συμπεριλαμβάνοντας και το έπος, όπου οι ήρωες περιγράφονται από τον ποιητή. Στους Νόμους, ολόκληρη η «μουσική» τέχνη –που θα πει αυτή που υπηρετεί τις Μούσες- καλείται «αναπαραστατική και μιμητική».

Ακόμη ο Πλάτωνας σχολίασε και την αληθοφάνεια, με την οποία η τέχνη αναπαριστά την πραγματικότητα. Στον Κρατύλο έγραψε πως ένα πιστό αντίγραφο είναι περιττό, καθώς αποτελεί απλά αντίγραφο του αυθεντικού. Από την άλλη, όμως, μια μίμηση που δεν είναι πιστή, είναι ψεύτικη. Ο Πλάτωνας, λοιπόν αμφέβαλε κατά πόσο η μίμηση είναι, έστω, επιθυμητή στις τέχνες (Πολιτεία, 606d).

11. Εικονοπλαστικές τέχνες

Όταν οι ζωγράφοι και οι γλύπτες «μιμούνται» κάποιον άνθρωπο, βεβαίως δεν φτιάχνουν άλλον ένα άνθρωπο όμοιο με τον πρώτο, αλλά μιαν εικόνα του· και η εικόνα ενός ανθρώπου ανήκει σε διαφορετική κατηγορία από εκείνη που ανήκει ο ίδιος ο άνθρωπος. Παρά τις ομοιότητες, η εικόνα έχει άλλες ιδιότητες. Ο Πλάτωνας το συνειδητοποίησε αυτό και η έννοια της μίμησης πλέον απέκτησε δυο πλευρές: 1) ο καλλιτέχνης δημιουργεί μιαν εικόνα της πραγματικότητας και 2) η εικόνα αυτή δεν είναι πραγματική (Σοφιστής, 256b). Τα έργα τέχνης που είναι «μιμήσεις», είναι «φαντάσματα». Ο Πλάτωνας αντιπαρέθεσε στις μιμητικές τέχνες που δημιουργούν εικόνες και φαντάσματα, τις τέχνες εκείνες που δημιουργούν πράγματα. Για αυτόν, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των μιμητικών τεχνών, της ζωγραφικής και της γλυπτικής, της μουσικής και της ποίησης, δεν είναι απλά ο μιμητισμός, αλλά και η πλασματικότητα (η μη πραγματικότητα) των προϊόντων τους.

Ο Πλάτωνας, στο Σοφιστή, αφού αρχικά διέκρινε τις τέχνες σε εκείνες που παράγουν πράγματα (αγγεία ή σκεύη) και σε εκείνες που παράγουν μονάχα εικόνες, στη συνέχεια διέκρινε περαιτέρω τις δεύτερες, σε εκείνες που απεικονίζοντας τα πράγματα διατηρούν τις κανονικές τους αναλογίες και σε εκείνες που τις αλλοιώνουν (Σοφιστής, 235d-236c). Αυτή η δεύτερη κατηγορία, στην πραγματικότητα αποτελείται όχι από «μιμήσεις» αλλά από «ψευδαισθήσεις». Κάνοντας τη διάκριση αυτή, ο Πλάτωνας φαίνεται να επηρεάστηκε από την ιλουζιονιστική τέχνη της εποχής του, που σκόπιμα παραμόρφωνε τα σχήματα και τα χρώματα. Πίστευε πως οι καλλιτέχνες της εποχής του δεν λαμβάνουν υπόψη την αλήθεια και ότι εισήγαγαν στα έργα τους αναλογίες που φαίνονται ωραίες, αλλά δεν είναι. Υποστήριζε ακόμη, πως η ιλουζιονιστική ζωγραφική επεδίωκε το θαυμασμό και τη γοητεία και πως ήταν η τέχνη της ψευδαίσθησης και της εξαπάτησης. Εντόπισε σε αυτήν τις ίδιες ιδιότητες που εντόπισε και ο Γοργίας, αλλά ενώ ο δεύτερος εκτιμούσε αρκετά αυτήν τη γοητευτική μαγεία, ο Πλάτωνας τη θεωρούσε ως απόκλιση και ανηθικότητα. Και ήταν μάλλον αυτός ο ιλουζιονισμός της τέχνης, παρά ο αναπαραστατικός της χαρακτήρας, που τον έκανε να την κρίνει αρνητικά. Ωστόσο, δεν θεωρούσε τον ιλουζιονισμό αναγκαίο χαρακτηριστικό της τέχνης· αντιθέτως, πίστευε πως όταν η τέχνη απαλλαχτεί από τον ιλουζιονισμό, τότε εκτελεί την αρμόζουσα λειτουργία της.

12. Οι σκοποί της τέχνης: ηθική ωφελιμότητα και ορθότητα

Ποιοι είναι όμως οι σκοποί της τέχνης σύμφωνα με τον Πλάτωνα; Ο πρώτος της σκοπός ήταν η ωφελιμότητα. Με αυτήν ο Πλάτωνας εννοούσε την ηθική ωφελιμότητα, που ήταν και η μοναδική αληθινή ωφελιμότητα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η τέχνη πρέπει να είναι μέσο διαμόρφωσης του χαρακτήρα και σχηματισμού της ιδανική πολιτείας.

Το σημαντικότερο, όμως, για να μπορέσει η τέχνη να εκπληρώσει το σκοπό της, θα πρέπει να ακολουθεί τους νόμους που κυβερνούν τον κόσμο, να εισδύει στο θεϊκό σχέδιο του κόσμου και να διαμορφώνει τα πράγματα σύμφωνα με αυτό. Έτσι, ο δεύτερος ουσιαστικός σκοπός της τέχνης είναι η ορθότητα (Πολιτεία, 601d). Τα πράγματα που δημιουργεί πρέπει να είναι κατάλληλα, ακριβή και αρμόζοντα, χωρίς παρεκκλίσεις. Η κάθε παρέκκλιση από τους νόμους που κυβερνούν τον κόσμο οδηγεί σε σφάλμα.

Μονάχα ο υπολογισμός και το μέτρο μπορούν να δώσουν στην τέχνη την εγγύηση της ορθότητας: αυτό το στοιχείο της πλατωνικής θεωρίας της τέχνης ήταν κομμάτι της πυθαγόρειας κληρονομιάς. Μονάχα η τέχνη που χρησιμοποιεί τον υπολογισμό και το μέτρο (σε αντίθεση με την τέχνη που καθοδηγείται απλά από την εμπειρία και τη διαίσθηση) μπορεί να υπηρετεί αξιόπιστα το σκοπό της. Η «ορθότητα» ενός έργου τέχνης εξαρτάται αρχικά από την ορθή ταξινόμηση των μερών, την εσωτερική τους τάξη και την καλή του δομή. Πρέπει να έχει ικανοποιητική αρχή, μέση και τέλος, και να μοιάζει με ένα ζωντανό ον, ένα οργανισμό που δεν μπορεί να είναι «χωρίς κεφάλι ούτε χωρίς πόδια, αλλά να έχει και μεσαία μέρη και άκρα, που να έχουν γραφεί με αρμονία, ταιριάζοντας μεταξύ τους στο σύνολο» (Φαίδρος, 264c). Διότι, μονάχα δια της ορθής αναπαράστασης του κάθε μέρους μπορεί ένας ζωγράφος να δημιουργήσει ένα όμορφο σύνολο (Πολιτεία, 420d)· και για να το επιτύχει αυτό, ο καλλιτέχνης θα πρέπει να γνωρίζει τους αιώνιους νόμους που κυβερνούν τον κόσμο.

Αυτά λοιπόν είναι τα κριτήρια της καλής τέχνης: η «ορθότητα» με την έννοια της συμφωνίας με τους νόμους του κόσμου, και η ωφελιμότητα, με την έννοια της ικανότητας να διαμορφώνει τον ηθικό χαρακτήρα. Η ευχαρίστηση στην τέχνη, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μπορεί να αποτελέσει συμπλήρωμα αυτής, αλλά όχι σκοπό ή κριτήριο της αξίας της, όπως ισχυρίζονταν οι Σοφιστές. Διότι, η τέχνη που αποσκοπεί μονάχα στην ευχαρίστηση είναι κακή τέχνη. Αφού, λοιπόν, το κριτήριο της τέχνης επαφίεται στην ορθότητα, η κύρια αρχή θα πρέπει να είναι η λογική και όχι το συναίσθημα.

Και τι μπορούμε να πούμε για το ωραίο; Ο Πλάτωνας ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης και δεν μπορούσε να μην είναι ευαίσθητος στην ωραιότητα της τέχνης, αλλά η φιλοσοφία του ακολούθησε διαφορετικό δρόμο. Τα μάτια του ήταν ευαίσθητα, αλλά η εσωτερική του ματιά σταδιακά υπερσκίασε αυτό που έβλεπε. Στην Πολιτεία (403c), μάλιστα, έγραψε, πως η εξυπηρέτηση των Μουσών θα «πρέπει να καταλήγει στον έρωτα για το ωραίο». Το «ωραίο», όμως, το εννοούσε με την ευρεία έννοια του όρου, που πρωτίστως περιλάμβανε την ηθική ωραιότητα. Το ωραίο, λοιπόν, με αυτήν την έννοια, δεν διέφερε ιδιαίτερα από την ηθική ωφελιμότητα και ορθότητα.

Δεν είναι όμως, άραγε, η εσωτερική αλήθεια ενός έργου τέχνης το κριτήριο της αξίας του; Στην Πολιτεία (472d), ο Πλάτωνας λέει το εξής: «Φαντάζεσαι, λοιπόν, ότι θα ήταν λιγότερο καλός ένας ζωγράφος που έδωσε ένα δείγμα ποιος θα ήταν ο πολύ όμορφος άνθρωπος και τα έδωσε όλα τέλεια με τη ζωγραφική απόδοσή του και δεν μπορεί να αποδείξει στη συνέχεια ότι είναι δυνατό να υπάρξει ένας τέτοιος άνθρωπος;» Με αυτή του την πρόταση – ερώτηση, φαίνεται να υπαινίσσεται πως η αξία ενός έργου τέχνης καθορίζεται από την εσωτερική παρά από την εξωτερική του αλήθεια, αλλά και ότι ο φιλόσοφος αναγνωρίζει μια συγκεκριμένη «καλλιτεχνική αλήθεια». Ωστόσο, ο φιλόσοφος αναφέρεται μονάχα μια φορά στο ζήτημα αυτό. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η θεωρία του περί της τέχνης είναι ασύμβατη με την ιδέα μιας ξεχωριστής καλλιτεχνικής αλήθειας: με εξαιρετική αποφασιστικότητα εφάρμοσε στην τέχνη το κριτήριο της κυριολεκτικά κατανοητής αλήθειας και της συμφωνίας με ότι απεικονίζει. Το αξίωμα του ήταν πως η τέχνη πρέπει να απεικονίζει τα πράγματα με τις κανονικές τους αναλογίες, διότι αλλιώς είναι αναληθής και, άρα, κακή τέχνη. Για το λόγο αυτό καταδίκασε τη σύγχρονη ιμπρεσιονιστική ζωγραφική, διότι αλλοίωνε τις αναλογίες και τα χρώματα.

Η άποψη του Πλάτωνα (Πολιτεία, 1ο βιβλίο) είναι πως η τέχνη δεν πρέπει να είναι ανεξάρτητη από τις υπόλοιπες δραστηριότητες του ανθρώπου, αλλά τρόπος ζωής (Πως βιωτέον;), να βρίσκεται σε άμεση σχέση με την πραγματική ύπαρξη, την οποία θα πρέπει να αναπαριστά, και επίσης σε σχέση με την ηθική τάξη, την οποία θα πρέπει να υπηρετεί.

Καταλήγουμε έτσι στο συμπέρασμα πως ο Πλάτωνας απαιτούσε δύο πράγματα από την τέχνη: να δημιουργεί τα έργα της σύμφωνα με τους νόμους του κόσμου και να διαμορφώνει τους χαρακτήρες τους σύμφωνα με την ιδέα του αγαθού. Άρα, μονάχα δύο κριτήρια μπορούν να υπάρξουν για τον καλλιτέχνη: η ορθότητα και η ηθική ωφελιμότητα.

Μπορεί όμως η τέχνη να ικανοποιήσει αυτές τις ιδανικές απαντήσεις; Ο Πλάτωνας πίστευε πως ναι, και θεωρούσε πως αυτό έπραξε τόσο η αρχαϊκή τέχνη των πρώιμων Ελλήνων όσο και εκείνη των Αιγυπτίων.

13. Η καταδίκη της τέχνης

Η στάση του Πλάτωνα απέναντι στην τέχνη της εποχής του ήταν καταδικαστική, διότι επεδίωκε το νεωτερισμό και την ποικιλία, με σκοπό τη δημιουργία ψευδαισθήσεων και παραμορφωμένων αναλογιών. Ο σκοπός του ήταν να υπερασπιστεί την τέχνη από τον υποκειμενισμό και την αναλήθεια. Η κριτική ωστόσο που άσκησε έναντι της σύγχρονης τέχνης ήταν τόσο γενικά διατυπωμένη, που δόθηκε η εντύπωση πως ήταν εχθρός ολόκληρης της τέχνης.

Πιο συγκεκριμένα, ο Πλάτωνας αξιολόγησε την τέχνη αρνητικά, διότι πίστευε πως δεν πληρούσε κανένα από τα δύο κριτήρια που προαναφέραμε. Η τέχνη δεν ήταν ούτε ορθή ούτε ωφέλιμη. Κατά πρώτο, παρείχε μιαν ψευδή εικόνα της πραγματικότητας και κατά δεύτερο, διέφθειρε τους ανθρώπους. […] Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η εξωτερική της εμφάνιση της πραγματικότητας δεν ήταν μονάχα επιφανειακή, αλλά απέδιδε και μια εσφαλμένη εικόνα (Πολιτικός, 288cΠολιτεία, 598a/603a/605a Νόμοι, 889a-d).

Σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία, η τέχνη διαφθείρει διότι επιδρά στα αισθήματα και τα ερεθίζει, τη στιγμή που ο άνθρωπος πρέπει να διακατέχεται από τη λογική […] Το πρώτο επιχείρημα του Πλάτωνα κατά της τέχνης, σχετιζόταν κυρίως με τις οπτικές τέχνες και, δευτερευόντως, με την ποίηση και τη μουσική.

Το πρώτο του επιχείρημα, ο Πλάτωνας το στήριξε με γνωσιοθεωρητικά και μεταφυσικά επιχειρήματα, ενώ το δεύτερο σε ηθικά. Δεν άντλησε τίποτα από την αισθητική. Αυτή ωστόσο δεν ήταν η πρώτη φορά που η ποίηση κρίθηκε ηθικά και καταδικάστηκε. Την είχε ήδη καταδικάσει ο Αριστοφάνης. Ωστόσο, ο Πλάτωνας ήταν ο πρώτος […] που προκάλεσε ρήξη μεταξύ της φιλοσοφίας της τέχνης και της ίδιας της τέχνης.  

Οι απόψεις των θεωρητικών πριν από τον Πλάτωνα συμφωνούσαν με τη σύγχρονη καλλιτεχνική πρακτική. Ο Πλάτωνας, […] απογοητευμένος από την τέχνη της εποχής του, επιθυμούσε όπως η τέχνη συνάδει με την παράδοση, θεωρήθηκε ο πρώτος κλασικιστής, […] Τα πλατωνικά επιχειρήματα είχαν περιορισμένη πειστική ισχύ. Έτσι οι Έλληνες καλλιτέχνες δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία σε αυτά και εξακολουθούσαν να δημιουργούν όπως και πριν […]

Η κριτική που άσκησε δεν ήταν μια αισθητική αξιολόγηση της τέχνης, και στην καλύτερη περίπτωση επέδειξε πως, από γνωστικής και ηθικής άποψης, η τέχνη ήταν βλαβερή. Σύμφωνα όμως με τις υποθέσεις του, οι κατώτερες αξίες έπρεπε να υποταχτούν στις ανώτερες, και το ωραίο ήταν υποδεέστερο από την αλήθεια και την αρετή. Ακόμη,  τα επιχειρήματά του δεν καταδίκαζαν την τέχνη ως όλο, διότι η πραγματικότητα δεν παραμορφώνεται από όλες τις τέχνες και ο ανθρώπινος χαρακτήρας δεν αποδυναμώνεται από όλες τις τέχνες. […] Ωστόσο, ο ίδιος ο Πλάτωνας δεν ακολουθούσε πάντοτε τις αρχές του. Οι διάλογοι του περιέχουν αποσπάσματα που εξυμνούν τις τέχνες, αλλά και μια δήλωση πως «οι ποιητές είναι διερμηνείς των θεών» (Ίων, 534e).

Ωστόσο, η τελική κριτική της τέχνης από τον φιλόσοφο ήταν αρνητική. Ακόμη και εκεί που δεν καταδίκαζε την τέχνη, τη μείωνε. Στον Πολιτικό (289c) λόγου χάριν υποστηρίζει πως όλες οι μιμητικές τέχνες είναι «παιχνίδια» που δεν εξυπηρετούν τίποτα σοβαρό και μονάχα διασκεδάζουν. […] Ίσως τίποτα δεν εκφράζει τόσο καλά τη θέση του Πλάτωνα όσο ο ισχυρισμός του πως η τέχνη είναι παιχνίδι, σε αντίθεση με το ωραίο, που είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση: χαλεπά τα καλά (Ιππίας Μείζων, 304e).

Και, όμως, ο Πλάτωνας δεν κατονόμασε απλώς τα ελαττώματα της τέχνης. Αντίθετα, επεδίωξε να διορθώσει αυτά που δεν θεωρούσε αναπόφευκτα. Υπάρχει κακή τέχνη, αλλά μπορεί να υπάρξει και καλή τέχνη· και η καλή τέχνη προϋποθέτει καθοδήγηση και έλεγχο. Ο Πλάτωνας έγραψε για τους ποιητές πως πρέπει να είναι υπό επίβλεψη (Πολιτεία, 401b). Ήθελε να αποτρέψει νέες ιδέες και επαναστάσεις στη μουσική, επειδή φοβόταν τις κοινωνικοπολιτισμικές τους συνέπειες (Πολιτεία, 424b). Πίστευε πως ο νομοθέτης έπρεπε να πείσει «τον ποιητή με τα γλυκόλογα και επαίνους –και σε περίπτωση που έτσι δεν τα καταφέρει, θα τον εξαναγκάσει να συνθέτει σωστά» (Νόμοι, 660a). Αν και αποκαλούσε την τέχνη «παιχνίδι» είναι βέβαιο πως διαπίστωσε τη δύναμή της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που υποστήριζε ότι δεν μπορεί να αλλάξει το μουσικό στιλ χωρίς να υπάρξει επανάσταση στους νόμους της πόλης.  

14. Η διαμάχη μεταξύ φιλοσοφίας και τέχνης

Στον Πλάτωνα άρεσε η τέχνη και ο ίδιος είχε σχέσεις με πολλούς καλλιτέχνες. Ο ίδιος μάλιστα, μελέτησε ζωγραφική και έγραψε ποιήματα, ενώ οι ίδιοι οι διάλογοί του είναι καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Παρόλα όμως αυτά, η αξιολόγηση που έκανε της τέχνης ήταν αρνητική. Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται να ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικά των προσωπικών του αντιλήψεων. Αντικατοπτρίζει την ελληνική σκέψη και την πανάρχαια σύγκρουση μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης (Πολιτεία, 607b-c). Η σύγκρουση αυτή βασιζόταν στον ισχυρισμό πως η ελληνική ποίηση καθοδηγούσε τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο που τους καθοδηγούσε και η φιλοσοφία. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος ευθυνόταν για όσα πίστευαν οι Έλληνες για τους θεούς τους, ενώ ο Αισχύλος για τα όσα πίστευαν σχετικά με την ανθρώπινη μοίρα.

[…] ο Πλάτωνας […] ήταν πεπεισμένος πως μονάχα η φιλοσοφία μπορεί να προσεγγίσει την αλήθεια. Στην Απολογία (22c) του έγραψε χαρακτηριστικά: «οι ποιητές δε δημιουργούν τα ποιήματά τους χάρη στη σοφία τους, αλλά χάρη σε κάποιο ταλέντο και στο γεγονός ότι καταλαμβάνει από θεϊκή μανία, όπως ακριβώς εμπνέονται από τι θεό οι μάντεις και αυτοί που δίνουν χρησμούς. Όντως αυτοί λένε πολλά και καλά πράγματα, αλλά δεν καταλαβαίνουν τίποτα από όσα λένε. Κάτι ανάλογο μου φάνηκε ότι έπαθαν και οι ποιητές.»

15. Σύνοψη

Συνοπτικά, η άποψη του Πλάτωνα περί της αισθητικής ήταν η εξής: ο κόσμος, δομημένος σύμφωνα με τις αιώνιες μορφές και κυβερνημένος από αναλλοίωτους νόμους είναι τέλειος, με την τάξη και το μέτρο που τον χαρακτηρίζει. Κάθε πράγμα είναι μέρος αυτής της τάξης και σε αυτό έγκειται η ωραιότητά του. Ο ανθρώπινος νους μπορεί να κατανοήσει αυτή την ωραιότητα, ενώ οι αισθήσεις απλά καταγράφουν τους μακρινούς, αβέβαιους και συμπτωματικούς της αντικατοπτρισμούς.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ο καλλιτέχνης μπορεί μονάχα να ανακαλύψει και να αναπαραστήσει τα μοναδικά τέλεια σχήματα των διαφορετικών πραγμάτων. Κάθε απόκλιση από αυτά είναι εσφαλμένη και κακοήθης. Μιλώντας θεωρητικά, οι σκοποί της τέχνης είναι υψηλοί και χρήσιμοι, αλλά κατά την εφαρμογή της η τέχνη λανθάνει και είναι επικίνδυνη.

Ποτέ δεν υπήρξαν πιο ακραίοι ισχυρισμοί για το ωραίο και την τέχνη από αυτούς του Πλάτωνα, ότι το ωραίο είναι ιδιότητα της πραγματικότητας και όχι ανθρώπινη επινόηση, ότι η τέχνη μπορεί να βασιστεί μόνο στην γνώση, ότι δεν υπάρχει χώρος στην τέχνη για ελευθερία, ατομικότητα, πρωτοτυπία ή δημιουργικότητα, και ότι, σε σύγκριση με την τελειότητα της πραγματικότητας, οι δυνατότητες της τέχνης είναι ελάχιστες.

Η προέλευση των ισχυρισμών αυτών είναι φανεροί. Ο Πλάτωνας στηρίχθηκε στην κοσμολογική πεποίθηση των πυθαγόρειων πως ο κόσμος στηρίζεται στη μαθηματική τάξη και αρμονία. Συνδύασε τη θεωρία τους τόσο με εκείνη των Σοφιστών (πως η ηθική αξία είναι ανώτατη) όσο και με εκείνη του Αριστοφάνη (πως η τέχνη πρέπει να καθοδηγείται από την ηθική). Ούτε όμως οι πυθαγόρειοι ούτε ο Σωκράτης οδηγήθηκαν στα συμπεράσματα που οδηγήθηκε ο Πλάτωνας, ο οποίος αξιοποίησε τις θεωρίες τους. […]

Οι απόψεις του Πλάτωνα είναι μάλλον αποκομμένες από εκείνες των υπολοίπων Ελλήνων. Η υπερβατολογική του έννοια περί του ωραίου φαντάζει ξένη σε μιαν κλασική περίοδο που εκτιμά την έμφυτη ωραιότητα αυτού του κόσμου. Ο Πλάτωνας ήταν σαφώς αντίθετος με τους σύγχρονούς του Σοφιστές. Ήταν μεταφυσικός και πνευματοκράτης, ενώ οι Σοφιστές αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή της διαφώτισης. […]

Η αισθητική των αρχαίων Ελλήνων
Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Αλέξανδρος Πέτρου

[ΤΟ ΒΗΜΑ, 2015, σελ. 236-278]