«Ἀγνοεῖς ὅτι τοῦ λόγου μέτρον ἐστὶν οὐχ ὁ λέγων, ἀλλ' ὁ ἀκούων;» Πλάτων (Στοβαίου ανθολόγιον, XXXVI. 22)
Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017
Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017
Ο Σωκράτης και η οικογένεια του
Ο Σωκράτης ήταν παντρεμένος
και είχε τρεις γυιούς. Αυτά είναι όλα, όσα μαθαίνουμε από την Απολογία (34d) και τον Φαίδωνα (60d) του Πλάτωνα, τίποτε
περισσότερο. Το ότι ο Πλάτων δεν έλαβε σχεδόν καθόλου υπόψη του τις δεδομένες
με αυτό το γεγονός σκηνικές δυνατότητες και τα συναφή πραγματολογικά προβλήματα
ανήκει στις ιδιορρυθμίες της ποιητικής του κατασκευής. Μόνο σε ένα και μόνο
χωρίο η σύζυγος του Σωκράτη γίνεται ενεργό πρόσωπο. Τη στιγμή όπου οι φίλοι
του Σωκράτη ζητούν να τον δουν για τελευταία φορά στη φυλακή, βρίσκουν
καθισμένη δίπλα του την Ξανθίππη με τον γυιό του στα χέρια της. Μόλις βλέπει
τους φίλους, η Ξανθίππη ξεσπά σε δυνατούς θρήνους και λέει: «Τώρα Σωκράτη μου,
αυτοί οι φίλοι σου θα μιλήσουν για τελευταία φορά μαζί σου και συ μαζί τους».
Τότε ο Σωκράτης στρέφεται στον Κρίτωνα και του λέει: «Κρίτων, πες σε κάποιον να
την πάει στο σπίτι». Αμέσως ορισμένοι υπηρέτες του Κρίτωνα βγάζουν έξω την
Ξανθίππη, ενώ αυτή φωνάζει και χτυπά το στήθος της.
Τη μέρα του θανάτου δεν
μπορούσε να λείπει εντελώς η Ξανθίππη. Αλλά εμφανίζεται πολύ λίγο
μόνο και με τούς αλόγιστους θρήνους της, «όπως κάνουν οι γυναίκες»,
δημιουργεί το πλαίσιο για τη φιλοσοφική σοβαρότητα των ανδρών. Πιο κοντά απ'
όλους βρίσκεται στον Κρίτωνα. Όπως αυτός, συνδυάζει μια ιδιαίτερη ανθρώπινη
οικειότητα προς τον Σωκράτη με μια ιδιαίτερη έλλειψη κατανόησης για τη
φιλοσοφική μορφή ζωής, η οποία, όσον αφορά τον Κρίτωνα, κάνει ιδιαίτερα αισθητή
την εμφάνισή της στον Φαίδωνα και στον Κρίτωνα. Περισσότερα δεν
αναφέρονται στον Πλάτωνα ούτε για τη σύζυγο ούτε για τα παιδιά. [...]
Τώρα πρέπει να μιλήσουμε για την
εξωπλατωνική παράδοση. Πρώτη-πρώτη έρχεται μια πολύ παράξενη διήγηση του
Αριστοτέλη από το σύγγραμμά του Περί ευγενείας. Λέγεται ότι ο
Σωκράτης είχε δύο γυναίκες, με πρώτη την Ξανθίππη, από την οποία
απέκτησε τον μεγαλύτερο γυιό του, τον Λαμπροκλή, και δεύτερη τη Μυρτώ,
την κόρη του πολιτικού Αριστείδη, την οποία είχε αφήσει ο πατέρας της χωρίς
περιουσία και ο Σωκράτης την είχε παντρευθεί χωρίς προίκα. Γυιοί της ήταν ο
Σωφρονίσκος και ο Μενέξενος.[1]
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης μας λέει
πώς πρέπει να ερμηνευθεί αυτός ο δεύτερος γάμος. Όπως αναφέρει, ο Σωκράτης
πίστευε πώς η ευγένεια δεν βασίζεται στην υψηλή καταγωγή ή στον πλούτο, παρά
μόνο στην καταγωγή από άξιους γονείς. Επειδή ήταν άξιος ο Αριστείδης, είναι και
η κόρη του ευγενής. Αλλά αυτή ακριβώς η αξιοσύνη οδήγησε τον πατέρα σε πάρα
πολύ μεγάλη πενία, κι αυτό προκάλεσε στην κόρη του, κοινωνικά και νομικά, πάρα
πολύ μεγάλες δυσκολίες σύμφωνα με τα ελληνικά ήθη. Τότε ο Σωκράτης, από σεβασμό
προς τον πατέρα, αποφάσισε να παντρευτεί το εντελώς άπορο κορίτσι.
Σ' αυτή τη διήγηση του Αριστοτέλη
αξίζει να παρατηρήσουμε κατ' αρχήν οι έρχεται ανοιχτά σε αντίφαση με τις
πληροφορίες του Πλάτωνα στον Φαίδωνα. Στον Πλάτωνα κοντά στην επιθανάτια
κλίνη του Σωκράτη βρίσκεται η Ξανθίππη, ενώ στον Αριστοτέλη η Μυρτώ είναι η
τελευταία από τις δύο γυναίκες του Σωκράτη. Ειρήσθω εν παρόδω ότι αυτό δεν μας
δίνει το δικαίωμα να αμφισβητήσουμε την προέλευση της διήγησης του Αριστοτέλη· [...] συχνά ο
Αριστοτέλης δεν ακολουθεί τον Πλάτωνα στις βιογραφικές του πληροφορίες για τον
Σωκράτη, αλλά άλλους Σωκρατικούς.[2]
Από ποιόν προέρχεται αυτή η
ιστορία; Μια νύξη φαίνεται να μας δίνει το γεγονός ότι ο Αριστείδης, ο
δημιουργός της αττικής ναυτικής συμμαχίας του έτους 477, περιγράφεται ως
υπερβολικά φτωχός. Είναι ο τύπος του άμεμπτα δίκαιου, άλλα για τούτο
καταδικασμένου στη σκληρότερη πενία, πολιτικού. Γνωρίζουμε ότι ο Σωκρατικός
Αισχίνης, στον διάλογό του Καλλίας, περιέγραψε έτσι τον Αριστείδη και
τον κατέστησε αντίποδα του πλούσιου Καλλία.[3]
Εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε άτι ο Αισχίνης επινόησε και τη (στηριζόμενη σ'
αυτή την περιγραφή) διήγηση για τον γάμο του Σωκράτη με την κόρη του Αριστείδη.
Δεν μπορούμε να αποφανθούμε για το αν ανέφερε ή όχι την Ξανθίππη. Οπωσδήποτε,
εναντίον μιας τέτοιας υπόθεσης δεν μπορεί να προβληθεί το γεγονός ότι ένας
σωκρατικός λόγος (ίσως του Ευκλείδη) φαίνεται ότι ανέφερε πώς ο Αισχίνης,
ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Σωκράτη, διακρίθηκε φροντίζοντας πιστά τη χήρα Ξανθίππη.
Επιπλέον, ο Διογένης ο Λαέρτιος (2, 26) μαρτυρεί ότι υπήρχε μια εκδοχή, στην
οποία (αντίθετα με τον Αριστοτέλη) η Μυρτώ χαρακτηριζόταν ως η πρώτη και η
Ξανθίππη ως η δεύτερη σύζυγος. Αυτό όμως
έρχεται σε αντίφαση με όσα προϋποθέτει π.χ. ο Ξενοφών, ότι δηλαδή η Ξανθίππη
ήταν η μητέρα του μεγαλύτερου γυιού του Σωκράτη, του Λαμπροκλή.
Τέλος, υπάρχει μία τρίτη εκδοχή
ακόμη, η οποία παρουσιάζει τον Σωκράτη παντρεμένο και με τις δύο γυναίκες
ταυτόχρονα. [...] αυτή η εκδοχή φαίνεται να ανάγεται στον Αριστόξενο. Εν πάση
περιπτώσει ο Αριστόξενος ανέφερε ότι ο
Σωκράτης είχε ως νόμιμη σύζυγό του τη Μυρτώ και συγχρόνως και την Ξανθίππη ως
ένα είδος δεύτερης γυναίκας· αυτές μάλωναν διαρκώς
και όταν πια χόρταιναν στρέφονταν με ενωμένες τις δυνάμεις τους εναντίον του
Σωκράτη, επειδή θύμωναν γιατί ο Σωκράτης ουδέποτε έπαιρνε θέση όταν καυγάδιζαν· ο Σωκράτης όμως, όντας
υπεράνω όλων αυτών, απλώς διασκέδαζε πάρα πολύ.[4]
Κατοπινοί συγγραφείς ανέπτυξαν
περαιτέρω το μοτίβο της διγαμίας και για να μετριάσουν το σκάνδαλο επινόησαν
μιαν απόφαση του αθηναϊκού λαού, σύμφωνα με την οποία οι Αθηναίοι, για να
καλύψουν όσα κενά δημιουργήθηκαν στον ανδρικό πληθυσμό από τον πόλεμο,
αποφάσισαν ότι επιτρεπόταν να παντρεύεται κάνεις με μία συμπολίτισσά του, αλλά
να κάνει παιδιά και με άλλη. Λέγεται ότι ο Σωκράτης ενήργησε σύμφωνα μ' αυτή
την απόφαση.[5]
[...] Μπορούμε να
υποστηρίξουμε ότι το όνομα της Ξανθίππης εγείρει μεγαλύτερες αξιώσεις ιστορικής
αξιοπιστίας, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί. [...]
Εν πάση περιπτώσει φαίνεται ότι η
εικόνα της κακιάς Ξανθίππης, πού υποβάλλει στις σκληρότερες δοκιμασίες την
υπομονή και τη φιλοσοφική ανωτερότητα του άνδρα της, δηλαδή η Ξανθίππη πού
πέρασε στην παγκόσμια λογοτεχνία και πού παρ' όλα αυτά ο Πλάτων αγνοεί, είναι
δημιούργημα ενός από τούς παλαιότερους Σωκρατικούς.[6]
Απ' αφορμή το πρόσωπό της έπρεπε να περιγραφούν γλαφυρά όλα τα βάσανα του γάμου
ακολουθώντας την ίδια εκείνη γραμμή σκέψης, η οποία εκφράζεται σε μερικές
έντονες επιθέσεις της πρώιμης ελληνικής διδακτικής ποίησης εναντίον των γυναικών
εν γένει. Φυσικά, η πλήρης αποτυχία του γάμου του Σωκράτη μπορούσε να
χρησιμεύσει ειδικότερα ως πλαίσιο της στροφής του Σωκράτη προς τούς νέους,
στους οποίους μόνο μπορούσε να βρει φιλοσοφικό έρωτα. Παρ' όλα αυτά υπήρχαν και
σωκρατικοί διάλογοι, όπως η Ασπασία του Αισχίνη και ο (επηρεασμένος εν
μέρει από αυτήν) Οικονομικός του Ξενοφώντα, όπου όχι μόνο γινόταν δεκτή
η πνευματική ισοτιμία της γυναίκας με τον άνδρα, αλλά συζητιούνταν και η υφή
ενός τέλειου γάμου. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πώς αντιμετώπιζαν αυτά τα κείμενα
τον γάμο του ίδιου του Σωκράτη. Ίσως πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή και στο
ίδιο το άνομα «Ξανθίππη». Είναι ένα άνομα, πού ηχεί αριστοκρατικό - υπερβολικά
αριστοκρατικό για τον μικροαστό Σωκράτη. Μήπως το μοτίβο της Ξανθίππης αρχικά είχε
σκοπό του να στηρίζει μ ένα γλαφυρό παράδειγμα των αρχαία πρακτική βιοσοφία
ότι είναι ανόητο να παντρεύεται κάνεις κάποιον κοινωνικά ανώτερό του; Δεν
το ξέρουμε.
Ας παραθέσουμε ορισμένα μόνο
κατεξοχήν χαρακτηριστικά ανέκδοτα για
τον Σωκράτη και την Ξανθίππη.
Έτσι, σ' ένα χωρίο του Συμποσίου
του (2, 10) ο Ξενοφών προσέθεσε ένα σύντομο ανέκδοτο, το όποιο μας παραδίδεται
μεμονωμένα και αλλού.[7]
Κατά τον Ξενοφώντα, ο Σωκράτης διατύπωσε στον διάλογο μεταξύ των συμποτών την
ιδέα ότι η γυναίκα δεν είναι λιγότερο προικισμένη για μάθηση από τον άνδρα. Ο
Αντισθένης αντιτείνει σ' αυτό: «Αν το πιστεύεις αυτό, γιατί δεν μορφώνεις την
Ξανθίππη σου, παρά την αφήνεις να είναι η ενοχλητικότερη σύζυγος πού μπορεί να
υπάρξει;» Ό Σωκράτης του άπαντα: «Μα βλέπω ότι και όσοι θέλουν να γίνουν ικανοί
ιππείς δεν επιλέγουν τα ημερότερα, αλλά τα πιο ατίθασα άλογα. Γιατί πιστεύουν
ότι, αν μπορέσουν να τα δαμάσουν, εύκολα θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν και τα
υπόλοιπα. Και επειδή θέλω να εξασκηθώ στη συναναστροφή με ανθρώπους, διάλεξα
αυτή τη γυναίκα, γιατί ξέρω ότι αν τα καταφέρω μαζί της θα μου είναι εύκολο να
αντέξω και τους υπόλοιπους ανθρώπους».
Επομένως, σ' αυτή την ιστορία
έχει ερμηνευθεί θετικά το γεγονός ότι ο Σωκράτης έχει μια τόσο δυσεπίδεκτη
μαθήσεως γυναίκα.
Σε άλλες διηγήσεις απλώς
τεκμηριώνεται παραστατικά η ιδέα πόσο παρέμεινε φιλοσοφικά ανέπαφος ο Σωκράτης
από τις ενοχλήσεις της Ξανθίππης. Η μία αναφέρεται, σε μία παραλλαγή, ως
διάλογος του Σωκράτη με τον νεαρό Ευθύδημο,[8]
ενώ, σε άλλη παραλλαγή, ως διάλογος του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη.[9]
Ορισμένες φορές ο Αλκιβιάδης και ο Ευθύδημος είναι ισότιμες μορφές και στον
Ξενοφώντα. Στην πυκνότερη εκδοχή του Πλουτάρχου η διήγηση αναφέρει: κάποτε ο
Σωκράτης επιστρέφοντας από την παλαίστρα προσκάλεσε σπίτι του τον Ευθύδημο. Η Ξανθίππη
θύμωσε πάρα πολύ γι' αυτό, έβριζε και στο τέλος αναποδογύρισε το τραπέζι. Τότε
ο Ευθύδημος σηκώθηκε πολύ λυπημένος και ήθελε να φύγει. Αλλά ο Σωκράτης είπε:
«Χθες μπήκε και στο δωμάτιο σου ένα πουλί και αναποδογύρισε το τραπέζι, άλλα
δεν θυμώσαμε. Γιατί, λοιπόν, θα 'πρεπε να θυμώσουμε τώρα;»
Εκτός από την ταύτιση της
ασυγκράτητης Ξανθίππης με άλογο ζώο, εδώ παίζει έναν ρόλο και το μοτίβο της
ζήλιας για τούς φίλους του Σωκράτη. Εκφράζεται και στο ακόλουθο ανέκδοτο:
κάποτε, με αφορμή μια γιορτή, ο Αλκιβιάδης έστειλε στον Σωκράτη να φάει ένα
μεγάλο γλύκισμα. Η Ξανθίππη όμως θύμωσε τόσο πολύ με το δώρο πού έστειλε στον
Σωκράτη ο αγαπημένος του, ώστε έριξε κάτω το γλύκισμα και το ποδοπάτησε με βία.
Ο Σωκράτης όμως γέλασε και είπε: «Έ, λοιπόν, τώρα δεν θα φας γλυκό».
Σε μία άλλη διήγηση, στη μία
εκδοχή της, συνομιλητής του Σωκράτη είναι ο Αλκιβιάδης,[10]
και στην άλλη ο Κριτόβουλος,[11]
δύο μορφές επίσης πολύ συγγενείς ως τύποι. Ό Αλκιβιάδης παραπονείται για το
πόσο ανυπόφορη είναι η Ξανθίππη, καθώς συνεχώς βρίζει. Ο Σωκράτης άπαντα
ατάραχος: «Έχω συνηθίσει, όπως και τον αδιάκοπο θόρυβο του ανεμόμυλου. Στο
κτήμα σου ανέχεσαι και τις χήνες με τα συνεχή τους ξεφωνητά». Ό Αλκιβιάδης
αντιτείνει: «Ναι, άλλα οι χήνες μου δίνουν αυγά και χηνόπουλα». Και ο Σωκράτης
απαντά: «Κι εγώ απέκτησα παιδιά από την Ξανθίππη».
Η αιχμή αυτής (όπως και της
προτελευταίας) ιστορίας είναι ότι η ενόχληση από έναν άνθρωπο, ο όποιος βρίζει
ανόητα, είναι το ίδιο ακριβώς αδιάφορη όσο κι η ενόχληση από ένα άλογο ζώο (η
συστηματική ηθική θα μπορούσε π.χ. να συμπεράνει απ' αυτό ότι στην
πραγματικότητα ο τρελός δεν είναι παρά ένα ζώο). Υπάρχουν πολλές παράλληλες
ιστορίες, οι όποιες δείχνουν ότι τα ανέκδοτα για την Ξανθίππη απλώς αποτελούν
παραλλαγές ενός γενικού τύπου.
Έτσι, έχουμε μια ιδιότυπη
ιστορία, πού παραδίδεται σε πολλές αλληλοσυμπληρούμενες αποσπασματικές εκδοχές
και πιθανώς ανάγεται σ' έναν μεγαλύτερο σωκρατικό λόγον. Λέγεται ότι
κάποτε ο Σωκράτης, στη διάρκεια μιας σφοδρής συνομιλίας μ' έναν νεαρό ονόματι
Αριστοκράτη (ίσως τον ίδιο πού αναφέρει φευγαλέα ο Πλάτων στον Γοργία ως
φίλο της τυραννίδος), τον έκανε να θυμώσει τόσο πολύ, ώστε αυτός
κακοποίησε τον Σωκράτη. Τότε οι παρευρισκόμενοι αγανάκτησαν. Αλλά ο Σωκράτης
ήρεμα είπε: «Μήπως θα 'πρεπε να θυμώσω, αν με κλοτσούσε ένας γάιδαρος;» Πάντως,
ο νεαρός πήρε τόσο κατάκαρδα αυτή την μομφή ώστε πήγε και κρεμάστηκε.[12]
Μπορούμε να προσθέσουμε και μία
ιστορία, την οποία ο ίδιος ο Ξενοφών διηγήθηκε υπό μορφή εξαιρετικά
συμπυκνωμένου ανεκδότου. Όταν ένας φίλος του Σωκράτη θύμωσε, γιατί ένας τρίτος
δεν του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, ο Σωκράτης είπε: «Είναι γελοίο να μη
θυμώνεις συναντώντας έναν σωματικά ανάπηρο, και να σε πονάει επειδή συνάντησες
έναν άνθρωπο, ο όποιος ψυχικά δεν είναι απόλυτα υγιής».[13]
Σε άλλα ανέκδοτα η Ξανθίππη
εκπροσωπεί απλώς απέναντι στον Σωκράτη έναν απτό μικροαστισμό. Είναι το μοτίβο
εκείνο, το όποιο υπαινίσσεται σύντομα και ο Πλάτων στον Φαίδωνα και, από
ορισμένη άποψη, φέρνει την Ξανθίππη κοντά στον Κρίτωνα.
Έτσι, για παράδειγμα, σε μια
ιστορία, η όποια σκηνικά είναι εντελώς αντίθετη μ' ένα από τα παραπάνω
ανέκδοτα, μαθαίνουμε ότι ο Αλκιβιάδης, πάλι με αφορμή μια γιορτή, στέλνει στον
Σωκράτη ένα υπέροχο δώρο. Η Ξανθίππη έχει θαμπωθεί τελείως απ' αυτό και
παρακαλεί τον Σωκράτη να δεχθεί το δώρο. Αλλά ο Σωκράτης λέει: «Αν ο Αλκιβιάδης
βάζει τη φιλοδοξία του σε τέτοια δώρα, εμείς εναντίον του θα βάλουμε τη
φιλοδοξία μας στην άρνηση να δεχθούμε αυτά τα δώρα».[14]
Σε μια γιορτή και πάλι, η
Ξανθίππη δεν θέλει να βάλει το φόρεμα που της έδωσε ο Σωκράτης, καθώς πρόκειται
να βγει έξω για να δει την πομπή. Ο Σωκράτης παρατηρεί: «Άρα δεν θα βγεις έξω
για να δεις, άλλα για να σε δουν».[15]
Ως κατακλείδα αυτής της σειράς
μοτίβων μπορεί να αναφερθεί ο μοναδικός μεγαλύτερος σωζόμενος διάλογος, ο
όποιος δεν έχει μεν ως συνομιλήτρια την Ξανθίππη, αλλά την έχει ως αντικείμενό
του: ο διάλογος του Σωκράτη με τον γυιό του Λαμπροκλή στα Απομνημονεύματα
του Ξενοφώντα (ΙΙ, 2). Παραδόξως, βέβαια, το όνομα της Ξανθίππης δεν αναφέρεται
πουθενά στη συνομιλία·
ίσως αυτό είναι απλή σύμπτωση, ίσως και όχι. Ο διάλογος έχει συντεθεί με
ξενοφώντειο τρόπο, από πολλά εντελώς ετερόκλητα μέρη. Στο κύριο μέρος του
αφιερώνεται σε γενικές σκέψεις σχετικά με το ότι η αχαριστία είναι χειρότερη
από οποιοδήποτε αμάρτημα και η αχαριστία προς τους γονείς, ιδιαίτερα προς τη
μητέρα, πού κάνει τα πάντα για το παιδί της, αποτελεί ιδιαίτερα βαρύ παράπτωμα,
το όποιο δικαίως καταδικάζει με ιδιαίτερη αυστηρότητα και το κράτος. Σ' αυτές
τις γενικότητες εντάσσονται δύο μικρά αποσπάσματα, τα όποια συζητούν ειδικότερα
τη σχέση με μια τόσο δύσκολη γυναίκα, όπως είναι η μητέρα του Λαμπροκλή (II 2,
7-10). Το πρώτο κομμάτι θα μπορούσε να έχει επηρεασθεί λίγο από την παραπάνω
διήγηση για τον Αριστοκράτη ή από συγγενείς διηγήσεις. Ο γυιός λέει στον πατέρα
του ότι απλούστατα δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο την κακία της μητέρας του. Τότε ο
Σωκράτης ρωτά τι θα ήταν φοβερότερο, η μητέρα ή ένα άγριο ζώο. Ο Λαμπροκλής
λέει ότι θα ήταν η μητέρα, αν είναι πλασμένη σαν τη δική του. Τελικά ο Σωκράτης
αντιτείνει αστειευόμενος: «Μα αυτή ποτέ ως τώρα δεν σε δάγκωσε ούτε σε
κακομεταχειρίστηκε, όπως κάνουν συνήθως τα άγρια ζώα». Έτσι τελειώνει το πρώτο
ανέκδοτο.
Το δεύτερο επισυνάπτεται από τον
Ξενοφώντα χωρίς μεταβατική προεισαγωγή, αν και έχει κάπως διαφορετική
συλλογιστική. Ο γυιός παρατηρεί ότι ή μητέρα του τον επιπλήττει με λόγια πού
δεν θα ήθελε να τα ακούσει άνθρωπος. Τότε ο Σωκράτης ρωτά: «Νομίζεις ότι είναι
σώνει και καλά χειρότερο για σένα να ακούς ό,τι λέει η μητέρα σου απ' ό,τι
είναι για τους ηθοποιούς να λένε στις τραγωδίες ο ένας στον άλλο τα φοβερότερα
πράγματα;» Ο γυιός υπερασπίζει τον εαυτό του: «Νομίζω ότι τους ηθοποιούς δεν
τους πειράζει αυτό καθόλου, γιατί ξέρουν ότι όσοι τους προσβάλλουν και τους
απειλούν επί σκηνής δεν εννοούν διόλου σοβαρά ό,τι λένε». Τότε ο Σωκράτης
κλείνει λέγοντας: «Και η μητέρα σου μιλά χωρίς κακή πρόθεση, παρά σου εύχεται
όλα τα καλά. Γιατί λοιπόν της θυμώνεις;»
Αυτή η δεύτερη ιστορία είναι
παράξενη, αφού μέσω της σύγκρισης με τους ηθοποιούς αφαιρείται στην
πραγματικότητα η αιχμή από τη μομφή εναντίον της μητέρας. Η μητέρα, λοιπόν, δεν
είναι σκόπιμα κακή, απλώς έτσι μιλάει. Παρ' όλα αυτά μπορούμε να αναρωτηθούμε
αν σ' αυτό το κομμάτι η Ξανθίππη βρισκόταν εξαρχής στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος. Πιθανώς ήταν απλώς η αφετηρία για τη συζήτηση ενός εντελώς
διαφορετικού προβλήματος, το οποίο είχε απασχολήσει και άλλοτε τους
Σωκρατικούς: σε τι οφείλεται το ότι δεν μπορεί να ανεχθεί κανείς ορισμένες
καταστάσεις και ορισμένα πεπρωμένα στην πραγματικότητα, ενώ τα παρακολουθεί
ευχάριστα επί σκηνής;[16]
Υπάρχει όμως και μία εντελώς
διαφορετική εικόνα της Ξανθίππης, η οποία, βέβαια, έχει κι ένα εντελώς
διαφορετικό βιογραφικό υπόβαθρο. Είναι η εικόνα της Ξανθίππης ως χήρας μετά τον
θάνατο του Σωκράτη. Έτσι, έχουμε ένα χωρίο, όπου αναφέρεται ότι η Ξανθίππη,
προφανώς μετά τον θάνατο του συζύγου της, είπε ότι το πρόσωπο του Σωκράτη, παρ'
όλες τις μεταπτώσεις των τυχών της Αθήνας και της δικής του ζωής, παρέμενε
συνεχώς το ίδιο, τόσο όταν έφευγε από το σπίτι του όσο και όταν επέστρεφε.[17]
Γιατί o Σωκράτης
προσαρμοζόταν σε κάθε περίσταση, είχε χαρούμενη διάθεση και ήταν υπεράνω κάθε
φόβου και λύπης.[18]
Πρόκειται για μία Ξανθίππη, ή οποία δίνει τη μαρτυρία της για το φιλοσοφικό
πνεύμα του Σωκράτη και κατ' αυτόν τον τρόπο συμβάλλει από την πλευρά της στη
διαφύλαξη της κληρονομιάς του. Είναι φανερό ότι εδώ λαμβάνεται προπάντων υπόψη
η στάση του Σωκράτη κατά τη διάρκεια του μεγάλου λοιμού, της σικελικής
καταστροφής και κατά την πτώση της Αθήνας. [...]
Στην ίδια συνάφεια ανήκει μια
ιστορία, την οποία αφηγείται η 21η επιστολή των Σωκρατικών. Δεν θα μπορούσε να
την έχει επινοήσει ελεύθερα ο συντάκτης της επιστολής. Εδώ ο Αισχίνης
ανακοινώνει στην Ξανθίππη ότι έδωσε στον Εύφρονα τον Μεγαρέα έξι μεδίμνους
κριθάλευρο, καθώς και 8 δραχμές κι ένα καινούργιο πανωφόρι, ώστε να μη
χρειάζεται να έχει έγνοιες τον χειμώνα. Εκτός αυτού, τη διαβεβαιώνει ότι ο
Ευκλείδης και ο Τερψίων είναι θαυμάσιοι άνδρες και φίλοι, δικοί της και του
Σωκράτη. Τέλος, την προσκαλεί να επιτρέψει στα παιδιά να ταξιδέψουν στα κοντινά
Μέγαρα, αν έχουν διάθεση. Έπειτα η επιστολή συνεχίζεται με παρηγορητικά λόγια
στη χήρα. Λέει ότι το έργο όσων απέμειναν είναι να εξασφαλίσουν το μέλλον των
παιδιών. Η Ξανθίππη, λέγεται, επαινέθηκε πολύ από τον Απολλόδωρο και τον Δίωνα,
επειδή απορρίπτει κάθε ξένη βοήθεια και δηλώνει παντού ότι έχει αρκετά· γιατί είναι αποκλειστικό
προνόμιο των φίλων του Σωκράτη να την υποστηρίξουν. Προφανώς η επιστολή πρέπει
να γράφτηκε από τα Μέγαρα λίγο μετά τον θάνατο του Σωκράτη και προϋποθέτει ότι
μετά την εκτέλεση του Σωκράτη όλοι οι φίλοι του κατέφυγαν εκεί. Ο Εύφρων, ο
Ευκλείδης και ο Τερψίων κατάγονται οι ίδιοι από τα Μέγαρα, ενώ οι αναφερόμενοι
κατόπιν Απολλόδωρος και Δίων μάλλον είναι φίλοι από την Αθήνα. Ο Απολλόδωρος
ταυτίζεται με τον ενθουσιώδη θαυμαστή του Σωκράτη, ο οποίος κατέχει πάγια θέση
στη σκηνή του θανάτου. Φυσικά, δεν μπορεί πια να διαπιστωθεί ποιος είναι
πιθανόν ο αρχικός κορμός αυτής της ιστορίας. Αλλά ότι οι φίλοι του Σωκράτη μετά
τον θάνατό του φρόντισαν να έχουν συνεχώς επαφή με τη χήρα και τη φρόντιζαν,
ίσως αποτελεί πολύ παλαιά διήγηση. Τέλος, θα ήταν εύλογο το ερώτημα τι απέγινε
με την Ξανθίππη και τα παιδιά μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Ο Μενέδημος ο
Ερετριεύς προϋποθέτει ήδη τούτο το μοτίβο, όταν υποστηρίζει ότι στην
πραγματικότητα τους διαλόγους του Αισχίνη τους έχει γράψει ο ίδιος ο Σωκράτης
και η Ξανθίππη απλώς τους έδωσε στον Αισχίνη κρυφά.[19]
Φυσικά, το υπόβαθρο αυτής της κατηγορίας είναι κατ' αρχήν το γεγονός ότι ο
Αισχίνης, όπως και ο Πλάτων, ουδέποτε εμφανιζόταν ως συγγραφέας στους διάλογους
του. Μπορούμε όμως να δεχθούμε ότι στη διαμόρφωσή της συγχρόνως συνέβαλε και
μια γενική αντίληψη για τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις του Αισχίνη με τη χήρα του
Σωκράτη.
Όχι και τόσο πλούσια, πάντως αξιολογότατη είναι ακόμη η παράδοση για τα
παιδιά του Σωκράτη. Ο Πλάτων
παραδίδει ότι ήταν τρία παιδιά, με μια κάπως μεγαλύτερη διαφορά ηλικίας του
μεγαλύτερου από τα δύο μικρότερα (Απολογία 34d). Τα άλλα κείμενα αναφέρουν τα
ονόματα: Λαμπροκλής, Σωφρονίσκος και
Μενέξενος. Μιλήσαμε ήδη για τον διάλογο του Σωκράτη με τον Λαμπροκλή
σχετικά με την Ξανθίππη, τον όποιο αφηγείται ο Ξενοφών. Ίσως αποτελεί απλή
μεταφορά του μοτίβου πού περιέχεται στην 21η επιστολή των Σωκρατικών (την
πραγματευθήκαμε ήδη) όταν στην 27η επιστολή ο Αρίστιππος παραγγέλλει στην κόρη
του την Αρετή να δεχθεί σαν δικό της γυιό τον γυιό του Σωκράτη τον Λαμπροκλή,
πού ήταν μαζί του στα Μέγαρα, αν τυχόν έλθει στην Κυρήνη.
Ενδιαφέρουσα είναι μία, δυστυχώς
πολύ συνοπτική μόνο, σημείωση του Αριστοτέλη (Ρητορική 1390b, 30 κ.ε.). Ο Αριστοτέλης δίνει παραδείγματα για το πώς
προικισμένες οικογένειες μπορούν να εκφυλισθούν και να βγάλουν εκκεντρικούς
χαρακτήρες, όπως περίπου οι οικογένειες του Αλκιβιάδη και του Διονύσιου του
Πρεσβύτερου, ενώ αντίστροφα οικογένειες
ισορροπημένες και συνετές μεταπίπτουν στην αφάνεια και στην πνευματική
αμβλύτητα· ως παράδειγμα γι' αυτή την περίπτωση αναφέρονται οι οικογένειες
του Κίμωνα, του Περικλή και του Σωκράτη. Πρόκειται για ένα χαρακτηρολογικό
σχήμα ιδωμένο από τη γενική σκοπιά του ερωτήματος πού θίγεται ήδη στον Λάχητα
του Πλάτωνα: που οφείλεται το άτι οι γυιοί σπουδαίων πατεράδων συχνά βγήκαν
τόσο αποτυχημένοι. Το θέμα έχει συμπεριληφθεί στον Πρωταγόρα, όπου γίνεται
συζήτηση για τον Περικλή, και έπειτα σε μία εκτενή, τεκμηριωμένη περιγραφή στον
Μένωνα, η οποία καταδεικνύει ειδικότερα την παιδευτική ανικανότητα των παλιών
πολιτικών της Αθήνας. Εδώ το ζήτημα μπαίνει σ' ένα αντικειμενικό σύστημα. Δεν
γνωρίζουμε αν και κατά πόσο υπήρχαν ακριβέστερες διηγήσεις για την άσχημη
κατάληξη των γυιων του Σωκράτη. Οπωσδήποτε, ήταν βέβαιο από τότε ότι κανένας
τους δεν έγινε φιλόσοφος. Φυσικά, θα θέλαμε πολύ να ξέρουμε και αν τυχόν ο
ίδιος ο Σωκράτης αναφέρθηκε στην ανικανότητα των γυιών του σε κάποια συνομιλία
του. Μπορούμε να σκεφθούμε το παράλληλο μοτίβο στον Βίον του Αρίστιππου. Ήταν
γνωστό ότι ο Αρίστιππος, σε μια επιστολή προς την κόρη του την Αρήτη, είχε
αναπτύξει φιλοσοφικές διδασκαλίες. Επιπλέον, υπήρχε η συμπληρωματική πληροφορία
ότι απαρνήθηκε με απόλυτη ψυχραιμία τον γυιό του, γιατί ήταν άχρηστος· και
τούτο πάλι τεκμηρίωνε παραστατικά την ιδέα ότι πρέπει να εκτιμάμε τον άνθρωπο
μόνο για την προσωπική του αξία, και όχι λ.χ. για λόγους συγγενείας.[20]
Έχουν σωθεί μόνο τα απομεινάρια μιας και μοναδικής σκηνής, η οποία δείχνει τον
Σωκράτη μαζί με τα παιδιά του.[21]
Λέγεται ότι κάποτε ο Αλκιβιάδης ήλθε ξαφνικά στο σπίτι του Σωκράτη, ακριβώς τη
στιγμή όπου αυτός έπαιζε με τον μικρό Λαμπροκλή του, και μάλιστα φαίνεται ότι
έπαιζε ορισμένο παιδικό παιχνίδι, ή μόνο μαζί του ή και με τους τρεις. Η
πρόθεση της, δυστυχώς πολύ αποσπασματικά μαρτυρούμενης, διήγησης είναι φανερή.
Θέλει να δείξει (και αναμφίβολα αυτό εξήγησε ο Σωκράτης στον Αλκιβιάδη σε μια
συνομιλία πού επακολούθησε) ότι και ο φιλόσοφος ξεκουράζεται κάπου-κάπου από
την πνευματική εργασία του και προσπαθεί να χαλαρώσει με εύκολα παιχνίδια.
Πρόκειται δηλαδή για τη σκηνική εξεικόνιση ενός αξιώματος, το όποιο ως
απόφθεγμα του Σωκράτη σε άλλη παράδοση λέει τα εξής (Στοβαίου III 1, 186): Η
ζωή παίρνει την πιο ευχάριστη όψη της όταν μπορεί να ρυθμίζεται σαν μουσικό
όργανο, άλλοτε για ένταση και άλλοτε για ύφεση.[22]
Επιπλέον, αυτό το μοτίβο έχει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή παραπέμπει προκαταβολικά στις καθαρά θεωρητικές
συζητήσεις του Αριστοτέλη για το κατά πόσον η σχόλη είναι χαρακτηριστικό της
τέλειας ζωής,[23]
αφ' ετέρου όμως μπορεί να κατανοηθεί και ως μετασχηματισμός παλαιότερων
διηγήσεων από τον κύκλο των Επτά Σοφών. Εδώ έχω υπόψη μου μια ιστορία, την
όποια διηγείται ο Ηρόδοτος (2, 173) για τον βασιλιά Άμασι της Αιγύπτου. Ο
Άμασις ανήκει, υπό ευρύτερη έννοια, στον κόσμο των Επτά Σοφών. Ο Ηρόδοτος
αναφέρει ότι αυτός ο ηγεμόνας μοίραζε έξυπνα τον χρόνο του μεταξύ σοβαρής
εργασίας και ευχάριστης ψυχαγωγίας, και αποστόμωσε τούς επικριτές αυτού του
τρόπου ζωής αναφέροντας ως παράδειγμα το τόξο, το όποιο επίσης δεν πρέπει να το
αφήνουμε συνεχώς τεντωμένο. Η συγγένεια μεταξύ των μοτίβων αυτής της ιστορίας
και του σωκρατικού λόγου είναι αδιαμφισβήτητη. Τέλος, μπορούμε να υποδείξουμε
εν παρόδω ότι εδώ, με φανερή αφέλεια, συνίσταται η εναλλαγή αστείου (παιδειάς)
και σοβαρού {σπουδής) ενώ στην πλατωνική εικόνα του Σωκράτη είναι μεν
επίσης γνωστός ο αντιθετικός χαρακτήρας των δύο εννοιών, άλλα εννοείται εντελώς
διαφορετικά, ως έκφραση σοβαρών πραγμάτων μέσα στο αστείο ή και ως παιχνίδι με
σοβαρά λόγια. Εδώ ένας κανόνας πνευματικής υγιεινής εμβαθύνεται και γίνεται μια
παράδοξη μορφή πνευματικής ζωής. Την αντίθεση προς τους δύο αυτούς τύπους
αποτελεί ο φιλόσοφος εκείνος, ο όποιος με ακράδαντη αυστηρότητα δεν επιτρέπει
ποτέ στον εαυτό του ούτε καν να χαμογελάσει. Με βάση τα όσα λέχθηκαν
προηγουμένως δεν απορούμε πού μεταξύ των εκπροσώπων αυτού του εχθρικού σε κάθε
παιχνίδι και αστειότητα ιδεώδους βρίσκουμε τον αντίπαλο του Σωκράτη, τον
Αριστόξενο, και ακόμη τον Αναξαγόρα,[24]
γιά τον όποιο ίσως υπήρχαν μερικές διηγήσεις, οι όποιες συνειδητά τον
αντιπαρέθεταν στη σωκρατική ποίηση (Αριστόξενος, απ. 7 Wehrli).
Κατά τα λοιπά, μπορούμε ακόμη να
αναφέρουμε δύο διηγήσεις μόνο. Έχουν ως αφετηρία τους το ότι τουλάχιστον δύο
γυιοί του Σωκράτη πέθαναν ήδη πριν από τον πατέρα τους. Πρόκειται για ένα
μοτίβο, το όποιο πάλι έρχεται κατηγορηματικά σε αντίφαση με τις πληροφορίες της
πλατωνικής Απολογίας. Το ένα σύντομο ανέκδοτο είναι απλώς μία νέα
επεξεργασία στοιχείων γνωστών μας και απ' αλλού. Ο Σωκράτης ήταν απασχολημένος
με μια συζήτηση, όταν κάποιος του ανακοίνωσε ότι ο γυιός του ο Σωφρονίσκος
μόλις πέθανε. Εκείνος όμως ήρεμος τελείωσε τη συζήτηση και έπειτα είπε: “Ας
πηγαίνουμε, λοιπόν, και ας αποδώσουμε στον Σωφρονίσκο όσα ορίζει ο νόμος”
(Στοβαίου IV 44, 74). Εδώ έχουν συγχωνευθεί αφ' ενός το πολύ διαδεδομένο μοτίβο
ότι όταν ο πατέρας είναι απασχολημένος με σημαντικά πράγματα δεν ενοχλείται από
τον θάνατο του γυιού του, δηλαδή ένα παράδειγμα της αδιατάρακτης ανδροπρέπειας,
με το οποίο ίσως μπορεί να συγκριθεί η ιστορία για τη συμπεριφορά του
Ξενοφώντα, όταν πέθανε ο γυιός του ο Γρύλλος (ο Κικέρων στο έργο του Consolatio
συγκέντρωσε πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα)· το άλλο είναι το μοτίβο ότι ένας
φιλοσοφικός λόγος εφόσον άρχισε, πρέπει οπωσδήποτε να τελειώσει· πρόκειται για
μιαν ιδέα, η οποία στην Σωκρατική πήρε μορφή σε μερικές ιδιόρρυθμες σκηνές: στο
πώς ο Σωκράτης στο στρατόπεδο κοντά στην Ποτίδαια έμεινε όρθιος στο ίδιο μέρος
επί εικοσιτέσσερις ώρες σκεπτόμενος, ή στο τι περιγράφει ο Πλάτων, πιθανώς
επηρεασμένος απ' αυτή τη σκηνή, στην αρχή του Συμποσίου όπου ο Σωκράτης
πηγαίνοντας στον Αγάθωνα ξαφνικά σταματά και μόνο έπειτα από αρκετή ώρα μπαίνει
στο σπίτι όπου γίνεται η γιορτή. Παρόμοιες διηγήσεις υπάρχουν και για τον
μαθητή του Πλάτωνα, τον Ξενοκράτη ( Διογένους Λαέρτιου 4, 11· 4, 16). Μια
παρωδία του μοτίβου εμφανίζεται στο ακόλουθο ανέκδοτο για τον φιλόσοφο Στίλπωνα:
κάποτε έφυγε βιαστικός στη μέση της συζήτησης με τον φιλόσοφο Κράτη, για να
πάει ν' αγοράσει ψάρια. Ο Κράτης, θέλοντας να τον εμποδίσει, είπε: «Πώς; Θ'
αφήσεις τη συζήτηση;» «Όχι», απάντησε ο Στίλπων, «τη συζήτηση την έχω, αλλά
εσένα θα σ' αφήσω, γιατί η συζήτηση μένει, το ψάρι όμως θα πουληθεί, αν
περιμένω κι άλλο» (Διογένους Λαέρτιου 2, 119). Η ίδια η ιδέα ότι κάθε λόγος
έχει τη φυσική του συνέχεια και το φυσικό τέλος του, και ότι πρέπει να
συμμορφώνεται κανείς μ' αυτήν την πορεία προκειμένου να πάει καλά το πράγμα,
ίσως ανήκει στον ίδιο κύκλο όπως η σύγκριση της αναζήτησης μιας ιδέας με τη
γέννηση ενός παιδιού στον πλατωνικό Θεαίτητο· αυτό το είδος παραστατικής περιγραφής του
λόγου ως αυτόνομης οντότητας μπορεί να είναι, πολύ πιθανόν, παλαιότερο από την
Σωκρατική, έστω και αν η έρευνα μέχρι τώρα δεν μπορεί να πει ακόμη ακριβέστερα
πράγματα. Δυσκολότερα μπορούμε να αποφανθούμε για μιαν άλλη, πιο εκτενή
διήγηση. Είναι ένα κομμάτι από το σύγγραμμα του Πλουτάρχου (589f κ.έ.) για το δαιμόνιον
του Σωκράτη, όπου αναμειγνύονται οι προσωπικές επινοήσεις με σημαντικές αρχαίες
παραδόσεις. Εκεί αναφέρονται τα έξης: στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας ζούσε ένας
νέος ονόματι Τίμαρχος, τον οποίο ο Σωκράτης κέρδισε για τη φιλοσοφία. Ήθελε
όμως να μάθει τι ακριβώς σήμαινε το δαιμόνιον του Σωκράτη· κατέστρωσε
λοιπόν το σχέδιο να ρωτήσει σχετικά το μαντείο του Τροφωνίου κι ανακοίνωσε την
ιδέα του μόνο στους δύο Θηβαίους φίλους του Σωκράτη. Στο σπήλαιο του Τροφωνίου
είδε σ' ένα περιπαθές δράμα τον κόσμο και τον κάτω κόσμο, και μια φωνή του
δίδαξε την ουσία των δαιμόνων, οι οποίοι είναι η ύψιστη αρχή μέσα στον άνθρωπο,
καθοδηγούν τον άνθρωπο, αν είναι ευσεβής και καλός, και μάλιστα μπορούν να
περιφέρονται ελεύθεροι από το σώμα, όπως η ψυχή του Ερμοτίμου του Κλαζομενίου.
Έπειτα η φωνή λέει στον Τίμαρχο άτι σε τρεις μήνες θα μάθει περισσότερα. Ό
Τίμαρχος επιστρέφει στην Αθήνα και μετά από τρεις μήνες πεθαίνει, αλλά
προηγουμένως εκφράζει την επιθυμία να ταφεί δίπλα στον Λαμπροκλή, τον γιό του
Σωκράτη, ο οποίος είχε πεθάνει λίγο πριν. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε εδώ τις
λεπτομέρειες αυτής της διήγησης και το ζήτημα για την προέλευση των οραμάτων
του Επέκεινα· ούτε μας ενδιαφέρει εδώ αυτό. Σημασία έχουν μόνο δύο στοιχεία:
ότι η πρόγνωση του θανάτου του νεαρού δεν συνδέεται αρμονικά με το υπόλοιπο
δράμα του Επέκεινα και ότι η συνάφεια της μοίρας του Τιμάρχου με τον θάνατο του
Λαμπροκλή παραμένει εντελώς ακατανόητη. Αυτό καθιστά εύλογη την ιδέα ότι
χρησιμοποιήθηκε ένα παλαιότερο σκηνικό και αναμορφώθηκε από τον Πλούταρχο μόνο
στα ουσιώδη σημεία του οράματος του Επέκεινα. Αλλά εξαρχής ήδη αυτή η σκηνή
πρέπει να ανήκει στην ομάδα των «φυγόκοσμων» ιστοριών για το Επέκεινα, όπως
π.χ. εκείνος ο λόγος, ο οποίος κρύβεται πίσω από την ονειρική μορφή του
πλατωνικού Κρίτωνα, και ίσως εκείνη η ποιητική κατασκευή του Αντισθένη, η οποία
έδειχνε έναν νέο να συνομιλεί με τη σκιά του νεκρού Σωκράτη. Κατά παρόμοιο
τρόπο, ο θάνατος του Λαμπροκλή ίσως έγινε αφετηρία κάποιων σκέψεων για τη μετά
θάνατον τύχη των καλών ανθρώπων.
Ας αναφερθεί, τέλος, ότι μας
έχουν σωθεί αποσπάσματα από μία δήθεν επιστολή του Ξενοφώντα προς τον Λαμπροκλή
για τον πλούτο (Στοβαίου III 5, 28/29). Ανήκουν στη συλλογή των πλαστών
Σωκρατικών επιστολών, οι βάσεις των οποίων βρίσκονταν βέβαια πολλές φορές σε
παλιές σωκρατικές ποιητικές κατασκευές.
Ολοφ Ζιγκόν,
Σωκράτης
(Εκδόσεις
“Γνώση”, 1995, σελ. 120-137)
[2] Η παράξενη ιστορία για τον
δανεισμό της συζύγου του σε φίλους, πού απαντά στον Τερτυλλιανό, Apologeticum,
39,12, και στον Σαλβιανό, De gubernatione Dei 7, 103, μπορεί και να
είναι παλιά, έστω και αν χρησιμοποιήθηκε από τους παραπάνω συγγραφείς
(αυτονόητα) για κακόβουλη πολεμική εναντίον του Σωκράτη· πρβλ. Πλουτάρχου, Βίοι
παράλληλοι, Λυκούργος 3.
[3] Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι,
Αριστείδης 25.
[4] απ. 54 Wehrli.
[5] Διογένους Λαέρτιου 2, 26.
[6] Για μια παρόμοια κακή σύζυγο του
Πιττακού μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, Ηθικά 471b. Για το ίδιο πρβλ. και
Σενέκα, De matrimonio, απ. 62 Haase, και De constantia sapientiae.
[7] Διογένους Λαέρτιου 2, 37·
Πλουτάρχου, Ηθικά 90d.
[10] Διογένους Λαέρτιου 2, 36 κ.έ.
[11] Στοβαίου III 1, 98.
[12] Διογένους Λαέρτιου 2, 21·
Πλουτάρχου Ηθικά 10c, και Θεμιστοκλέους Περί αρετής, Rheinisches
Museum 27, σελ. 461 κ.έ.
[14] Αιλιανού, Varia
Historia 9, 29.
[15] Αιλιανού, Varia
Historia 7, 10.
[16] Αρίστιππος, απ.
189, 190, εκδ. Mannebach.
[17] Για την
αμετάβλητα ομοιόμορφη διάθεση του Σωκράτη βλ. και Κικέρωνα, Tusculanae Disputationes 3, 31· De officiis 1, 90· Σενέκα, De ira 2, 7, 1· Consolatio
Helvia 13, 4· Epistulae Morales 104, 28.
[18] Αιλιανού, Varia
Historia 9, 7.
[19] Διογένους
Λαέρτιου 2, 60.
[20] Διδακτική
επιστολή του Αρίστιππου προς τη θυγατέρα του Αρήτη: Διογένους Λαέρτιου 2, 84
και 72. Αποκλήρωση του γυιού του: απ. 95 Mannebach. Πρέπει να υφίσταται
συνάφεια με το χωρίο Α 2, 54, από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, την
οποία όμως δεν μπορούμε πια να ερμηνεύσουμε με σαφήνεια.
[22] Εναλλαγή
έντασης και χαλάρωσης: πρβλ. Αιλιανού, Varia Historia 12, 15· Αθηναίου
519b· Σενέκα, De tranquilitate animi 17, 4·
Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, Αγησίλαος 25, σύμφωνα με τον Hense
στο: Rheinisches Museum 62, σελ. 313 κ.έ. Όλα από το έργο του Αθηνοδώρου
από την Ταρσό (φίλου του Αυγούστου) Περί σπουδής και παιδιάς. Βλ.
σχετικά Κ. Praechter, Hermes σελ. 471 κ.ε. Πρβλ. και Αριστοτέλους, Ηθικά
Νικομάχεια 1176b 33, και Gnom.
Vatic. αρ. 17 Sternb., από έναν διάλογο με τον Ανάχαρσι.
[23] Ηθικά
Νικομάχεια 1177b 4 κ.έ.· Πολιτικά 1337b 27 κ.έ.
Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017
Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017
Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017
Οι γενικές γραμμές της φιλοσοφικής σύλληψης του Αριστοτέλη
Τη γένεση των πραγμάτων ο Αριστοτέλης την εξηγεί με τη
βοήθεια των εννοιών, ύλη – είδος και δύναμις – ενέργεια.
Από την ύλη, που υπάρχει μόνο «δυνάμει», γεννιέται κάτι
καθώς η μορφή ενεργοποιείται. Με άλλα λόγια: μέσα στην ύλη περιέχεται
το τέλος του πράγματος∙ αυτό το τελείως άυλο τέλος είναι στην κάθε
επιμέρους περίπτωση αμετάβλητο. Στα έμβια όντα οι άυλες ωθήσεις για κίνηση που
ενυπάρχουν στο σπέρμα προκαλούν τη γένεση. Οι
μορφές των φυσικών πραγμάτων είναι αμετάβλητες και αιώνιες∙
ο άνθρωπος γεννάει άνθρωπο. Άλλες μορφές υπάρχουν από τη στιγμή που
ενεργοποιούνται στη νόησή μας.
Η ύλη με το νόημα που έχει στη φυσική μπορεί να
χαρακτηριστεί ύλη, η ύλη όμως ως
νοητική έννοια δεν είναι ύλη. Η μορφή είναι βέβαια κάτι που υπάρχει
χωρίς να μεταβάλλεται, δεν είναι όμως ένα τόδε
αλλά ένα τοιόνδε.[1]
Η αρχαία ελληνική λέξη κίνησις δεν δηλώνει μόνο την κίνηση στο χώρο, αλλά και την ποιοτική
μεταβολή,
επομένως όλες τις φυσικές μεταβολές∙ η
γένεση είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση κίνησης. Η κίνηση είναι ένα φαινόμενο
σύμφυτο και όχι παράλληλο με τα πράγματα. Ως
φυσικό φαινόμενο η διαδικασία της κίνησης είναι κάτι το συνεχές, όχι μια σειρά
από καταστάσεις που είναι στοιχισμένες η μια δίπλα στην άλλη. Ο χρόνος είναι η κίνηση στο βαθμό που
έχει αριθμό (αυτό θα πει: στο βαθμό που
μπορούμε να τον μετρήσουμε) σε σχέση με το «πριν» και το «μετά».
Ο χώρος και ο
τόπος ως όρια του πράγματος αριθμητικά και
γεωμετρικά καθορισμένα είναι αμετάβλητοι
και αξεχώριστοι από το πράγμα. Και ο συνολικός χώρος και ο τόπος ενός
πράγματος αποτελούν για τις κινήσεις σταθερά συστήματα αναφοράς.
Αν τις δούμε από την πλευρά της λογικής, όλες οι κινήσεις βρίσκονται σε συνάρτηση
μεταξύ τους και σχηματίζουν μια αλυσίδα κινήσεων. Ως μεμονωμένο συμβάν κάθε τέτοια αλυσίδα ή σειρά απαιτεί ένα
σημείο αφετηρίας∙ διαφορετικά θα είχαμε μια πορεία προς τα πίσω που δεν θα
είχε τέλος, κάτι που ο Αριστοτέλης δεν το δέχτηκε ποτέ. Γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να δεχτούμε για όλες τις φυσικές διαδικασίες
μια αρχή απόλυτα έξω από αυτές. Η
αρχή της κίνησης είναι επομένως αίτημα λογικό. Η σχέση ανάμεσα στο πρώτον
κινούν και στη συγκεκριμένη επιμέρους κίνηση είναι στιγμιαία. Η αρχή της κίνησης έχει θεϊκά
χαρακτηριστικά, βρίσκεται έξω από τη φυσική διαδικασία και κινεί τον κόσμο, με
το νόημα ότι όλα τείνουν προς αυτήν.
Ο κόσμος είναι
αιώνιος και αγέννητος. Η
ανώτερη περιοχή του κόσμου είναι αναλλοίωτη∙ στον κάτω από το φεγγάρι κόσμο
κυριαρχούν η κίνηση και η μεταβολή. Η
γένεση και η φθορά αποτελούν ένα αιώνιο κύκλο, στον οποίο τα είδη (μορφές)
είναι αναλλοίωτα και κάνουν φανερή την παρουσία τους μέσα από πράγματα φθαρτά. Τα στοιχεία διαθέτουν φυσική κίνηση∙
δεν φθείρονται ούτε αναλίσκονται, αλλά μεταμορφώνονται το ένα στο άλλο αδιάκοπα
και αμοιβαία. Ο θεός του Αριστοτέλη δεν
είναι επομένως ο δημιουργός του κόσμου ούτε παρεμβαίνει σε ό,τι συμβαίνει στη
φύση ή στη ζωή των ανθρώπων∙ έκανε πραγματικότητα την αιωνιότητα κάνοντας τη
γένεση έναν αιώνιο κύκλο.
Η φυσική διαδικασία είναι μονόδρομη: γένεση – αύξηση –
τελείωση – παρακμή – φθορά. Αυτή είναι η
βασική του ιδέα στη φιλοσοφία του τέλους,
η οποία βασίζεται σε δεδομένα της εμπειρίας. […] Διερευνώντας τους τέσσερις
παράγοντες –ύλη, μορφή, ποιητικό αίτιο και σκοπό- φτάνουμε στη γνώση της μορφής
της δομής των πραγμάτων∙ η
διδασκαλία για τις τέσσερις αιτίες
είναι μια θεματοποίηση της θεωρίας του τέλους.
Αναπόσπαστα δεμένη με την έννοια του τέλους
είναι η ιδέα πως κάθε δημιούργημα της φύσης έχει να επιτελέσει ένα εντελώς δικό
του έργον∙
«η φύσις ουδέν ποιείν μάτην». Η
γένεση και η εξέλιξη που την ακολουθεί προσδιορίζονται από τη μορφή της
ύπαρξης, όχι η μορφή της ύπαρξης από τη γένεση, γιατί ο άνθρωπος γεννάει
άνθρωπο.
Κατά συνέπεια ο Αριστοτέλης έπλασε τη λέξη εντελέχεια για να εκφράσει τη διδασκαλία
του για το τέλος: του χρειαζόταν
μια λέξη που να δηλώνει το στάδιο εκείνο κατά το οποίο το τέλος επιτεύχθηκε πια. Η
εντελέχεια
είναι επομένως η στιγμή της βιολογικής
κορύφωσης∙ σε άλλες, φυσικά περιοχές το ανάλογο.
Ο άνθρωπος είναι το
ανώτερο δημιούργημα της φύσης, και για χάρη του η φύση δημιούργησε όλα τα
υπόλοιπα. […]
Αυτό που χαρακτηρίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο
τον κόσμο του γίγνεσθαι είναι η τάξις. Αυτό φαίνεται
καθαρά στην κλιμάκωση των όντων στη φύση. Η
φύση προχωρεί κλιμακωτά από τα άψυχα στα ζώα περνώντας από οργανισμούς που
είναι βέβαια ζωντανοί, δεν είναι όμως ζώα. Τα ζώα ο Αριστοτέλης τα ταξινομεί σε
γενικές γραμμές σωστά, αρχίζοντας από τα κατώτερα και φτάνοντας στα ανώτερα∙
ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα μόνο σε
ένα, ότι διαθέτει υψηλότερη νοητική ικανότητα (νους).
Αν εξαιρέσουμε τον νουν, όλες οι άλλες λειτουργίες της
ψυχής είναι ψυχοφυσικά φαινόμενα. Ψυχή
και σώμα είναι δύο όψεις ενός έμβιου όντως, όπως το κοίλο και το κυρτό σε
ένα σφαιρικό σώμα, και βρίσκονται μεταξύ
τους σε μια σχέση παρόμοια με τη σχέση ύλης και μορφής. Ο Αριστοτέλης
ορίζει την ψυχή ως «την πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού σώματος δυνάμει ζωήν
έχοντος». Θέλει να πει με αυτό πως η
ψυχή είναι η πρώτη και κύρια προϋπόθεση της ζωής. Ένα άψυχο χέρι είναι χέρι
μόνο κατ’ όνομα. Ο νους είναι κάτι που υπάρχει καθεαυτό, ένα «χωριστόν», και από την πλευρά της φυσιολογίας δεν έχει τίποτα κοινό
με το σώμα∙ ο νους είναι το θεϊκό στοιχείο μέσα μας.
Δεν υπάρχει ανάμνηση ούτε γνώσεις που τις αποκτούμε με
τη γέννησή μας.
Οι πρώτες βασικές εντυπώσεις που
αποκτούμε με τις αισθήσεις κατατάσσονται με τη βοήθεια της κοινής αισθήσεως και «αποθηκεύονται» στη μνήμη ως παραστάσεις. Από
παραστάσεις που επαναλαμβάνονται γεννιούνται οι γενικές έννοιες. Μπορούμε
επομένως να διακρίνουμε το γενικό στο επιμέρους, και μέσω του επιμέρους
φτάνουμε με κάποιον τρόπο στη γνώση του γενικού. Δεδομένου ότι όλα όσα
αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις και όλα όσα σκεπτόμαστε και λέμε για τα
πράγματα πηγάζουν από τη ψυχή, η ψυχή
είναι κατά κάποιον τρόπο αυτά με τα οποία έχει να κάνει.
Στη θεωρία του για
τη γνώση ο Αριστοτέλης βρέθηκε αντιμέτωπος με μια δυσκολία, που την ξεπέρασε
άνετα με τη διδασκαλία του για την ουσία.
Αντικείμενο της γνώσης είναι το γενικό, δηλαδή οι γενικές έννοιες∙
αυτές όμως δεν έχουν πραγματική ύπαρξη∙ από την άλλη μεριά
για τα επιμέρους, τα συγκεκριμένα αισθητά πράγματα, δεν υπάρχει ούτε ορισμός
ούτε απόδειξη, παρά μόνο γνώμες. Όπως τόσα άλλα προβλήματα, έτσι και αυτό ο
Αριστοτέλης το λύνει με τη βοήθεια του ζεύγους των εννοιών δύναμις – ενέργεια. Η γνώση
μας είναι μια «δυνάμει» γνώση όσο ξέρουμε ότι υπάρχει κάτι σαν το «α»∙
όταν όμως συναντούμε, εδώ και τώρα, ένα
συγκεκριμένο «α», τότε ενεργοποιούμε
αυτή τη γνώση. Η ενεργοποιημένη γνώση είναι πάντοτε αντικειμενική. […]
Ο κεντρικός πυρήνας της ηθικής του είναι η διδασκαλία
του για τον ηθικά άριστο άνθρωπο∙ άρρηκτα δεμένη με
αυτήν είναι η διδασκαλία του για το ορθό μέτρο. Με την ικανότητά
μας να βρίσκουμε το ορθό μέτρο αποκτούμε σημεία προσανατολισμού για τις πράξεις
μας. Καθολικό αγαθό υπάρχει μόνο στο βαθμό που αυτό είναι σκοπός αυτών που
συμβαίνουν στη φύση∙ για τον άνθρωπο υπάρχει κάθε φορά ένας
συγκεκριμένος σκοπός, που συμπίπτει με το συγκεκριμένο κάθε φορά αγαθό. Μια
ηθική κατάσταση αρχίζει να υπάρχει από τη στιγμή που ένα άτομο πρέπει να
αποφασίσει για κάτι. Ο ηθικά άριστος άνθρωπος, με την πείρα που απόκτησε στη
ζωή και με την ηθική φρόνηση που κέρδισε χάρη σ’ αυτήν, έχει την ικανότητα να
κάνει τη σωστή επιλογή. Εκείνο που πρέπει να μας κατευθύνει όταν έχουμε να
διαλέξουμε τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσουμε είναι να ενεργούμε έτσι ώστε
να μη διαταράσσεται η ελεύθερη και καθαρή σκέψη μέσα μας∙
κάθε παρέκκλιση από το σωστό μέτρο δεν μπορεί παρά να επιφέρει κάποια
διαταραχή. Οι τρεις ακρογωνιαίοι λίθοι
της ευτυχίας στη ζωή είναι η φιλοσοφική φρόνηση, η ηθική αρετή και το αίσθημα
της χαράς. Ο φιλοσοφικός βίος είναι η ανώτερη μορφή ζωής∙
δεύτερη στη σειρά έρχεται η ζωή που έχει για στόχο της την αρετή.
Ingemar
Düring, Ο Αριστοτέλης: Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τόμος Α
ΜΙΕΤ
(ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ), 2006, (σ. 76-81)