Ο Φαίδων είναι ίσως ο πιο υποβλητικός
πλατωνικός διάλογος.
Είναι ένας απ’ τους πιο καλογραμμένους κι απ’ τους διαλόγους που άσκησαν τη
μεγαλύτερη επίδραση στους μεταγενέστερους· και μόνο το θέμα του μας προδιαθέτει
γι’ αυτό. Ο Πλάτων πια, όταν έχει φτάσει
στη μέση περίοδό του –στην ωριμότητά του–
αποφασίζει να γράψει έναν διάλογο
αφιερωμένο στον δάσκαλό του, στον Σωκράτη, περιγράφοντας τις τελευταίες στιγμές
του.
Στην
ουσία, ο δραματικός χρόνος είναι
ελάχιστος, είναι μία μέρα: Ξημερώνει
η μέρα της εκτέλεσης του Σωκράτη· έρχονται να τον αποχαιρετίσουν τα παιδιά του,
η γυναίκα του και οι φίλοι του. Απομακρύνει
τη γυναίκα και τα παιδιά του, διότι δεν θέλει αυτή την ατμόσφαιρα του
δράματος και του κλάματος και της υστερίας, και μένει με τους πολύ στενούς του φίλους και ήρεμα συζητούν για τη
μοίρα του φιλοσόφου μπροστά στον θάνατο – κι όχι μόνο μπροστά στον θάνατο, αλλά στην ουσία και για τη μετά θάνατον ζωή,
αφού ο Σωκράτης, όπως παρουσιάζεται στον
Φαίδωνα, είναι πεπεισμένος ότι η ζωή δεν τελειώνει με τον θάνατο του σώματος,
αλλά συνεχίζεται και μετά, με την αθανασία της ψυχής. Άρα δηλώνει ρητώς ότι
πιστεύει ότι αποτελούμαστε από δύο διακριτά στοιχεία, το θνητό μας σώμα και την
αθάνατή μας ψυχή, και για τον φιλόσοφο ο σωματικός θάνατος είναι μια μορφή
απελευθέρωσης.
Η ψυχή που είναι το καλύτερό μας
μέρος, το αθάνατό μας μέρος, επιτέλους
ελευθερώνεται απ’ τα δεσμά του σώματος –υπάρχει η έκφραση ότι το σώμα είναι
«φυλακή της ψυχής»– αφού παύει πια να την καταπιέζει, να την εγκλείει μέσα σ’
ένα περιβάλλον παθών, αναζήτησης της ηδονής, έντονων διαξιφισμών που
γεννιούνται με την επίγειά μας παρουσία, και επομένως μπορεί η ψυχή πια, ελεύθερη απ’ αυτές τις δεσμεύσεις, ν’ αναζητήσει την αλήθεια. Άρα μπορεί
να φανταστεί κανένας, αν πάρει κατά γράμμα τον διάλογο, ότι ο Πλάτων συστήνει
έναν δρόμο της φιλοσοφίας μέσω του θανάτου· και μ’ αυτή την έννοια υπάρχει και
ο ορισμός μέσα στον Φαίδωνα της φιλοσοφίας ως «μελέτης θανάτου».
Να
πούμε πρώτ’ απ’ όλα ότι η ιδέα της
αθανασίας της ψυχής δεν είναι πλατωνική· προϋπάρχει του Πλάτωνα. Υπάρχει σίγουρα στους Πυθαγόρειους,
πιθανότατα απ’ τον ίδιο τον Πυθαγόρα, άρα μιλάμε για τα μέσα του 6ου αιώνα
π.Χ., και την ίδια στιγμή άλλοι αποδίδουν την ίδια πίστη στην αθανασία της
ψυχής στους λεγόμενους Ορφικούς, που
είναι μια μυστική πάλι ομάδα θρησκευτικής κατεύθυνσης –πολλοί τους συγχέουν με τους
Πυθαγορείους, οι Πυθαγόρειοι ωστόσο είναι και φιλόσοφοι, ενώ για τους Ορφικούς δεν
λέγεται κάτι τέτοιο. Αλλά και πίσω απ’
τα λεγόμενα Ελευσίνια μυστήρια –που είναι καθιερωμένη γιορτή στην Αθήνα,
ακόμα και την εποχή της δημοκρατίας, την εποχή του Σωκράτη και μετά του Πλάτωνα.
Αυτό που συνένωνε τους μύστες των Ελευσινίων μυστηρίων ήταν η πίστη ότι με τις
τελετές αυτές που έκαναν κάθε χρόνο στην ανάλογη γιορτή με την πομπή προς την
Ελευσίνα, θα διασώζαν κατά κάποιον τρόπο την ψυχή τους· δηλαδή ήταν μια μορφή
κάθαρσης, ώστε μετά τον θάνατο του σώματος να ’χουν μια καλύτερη τύχη. […]
Ο Πλάτων δείχνει ν’
αποδέχεται αυτές τις θεωρίες και ίσως είναι το σημείο εκείνο που τον συνδέει
πιο στενά με τους Πυθαγορείους. Πολλοί λένε ότι ο Πλάτων, ειδικά προς το τέλος της
ζωής του, «πυθαγορίζει» όπως λέμε, δηλαδή υιοθετεί αυτούσια ή συνεχίζει κάποια
από τα δόγματα που προτάθηκαν και έγιναν γνωστά στην Ελλάδα και διαδόθηκαν μέσω
των Πυθαγορείων. Ότι πιστεύει στην
αθανασία της ψυχής, δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να αμφιβάλλει, αφού αυτό το
θέμα επανέρχεται όχι μόνο στον Φαίδωνα,
αλλά σε πολλούς διαλόγους, και κυρίως γιατί κλείνει τρεις από τους
σημαντικότερους διαλόγους του (τον Γοργία, την Πολιτεία και τον Φαίδωνα)
με τρεις μύθους –που στην ουσία
είναι ένας μύθος που συνεχίζεται με κάποιες παραλλαγές–, τρεις εσχατολογικούς
μύθους. Μιλάει για τη μετά θάνατον κρίση ο Πλάτων σ’ αυτούς τους μύθους και
όπως είπαμε, η εικόνα είναι ενός δικαστηρίου στο οποίο προσέρχεται η ψυχή του
θανόντος και δίνει λόγο για όσα έκανε όσο ήταν εν ζωή και ανάλογα τιμωρείται ή επιβραβεύεται.
Στον Φαίδωνα, λοιπόν, ο Σωκράτης αντλεί την
ηρεμία του απ’ την πίστη του ότι δεν θα πεθάνει εκείνη τη μέρα, ή μάλλον θα
πεθάνει εκείνο το κομμάτι της ύπαρξής του που έχει μικρότερη σημασία –που είναι το σώμα του–, αλλά η ψυχή του θα συνεχίσει να υπάρχει.
Αυτή η πίστη δεν θα
πρέπει να ήταν πίστη του «ιστορικού» Σωκράτη. Δεν έχουμε καμία άλλη ένδειξη, από
όσους άλλους μας μετέφεραν πληροφορίες για τον «ιστορικό» Σωκράτη, ότι ο Σωκράτης
πίστευε σε μια τέτοια θεώρηση. Η Απολογία του Σωκράτη, που γράφει ο Πλάτων ο
ίδιος, δεν τελειώνει με κάποια τέτοια νύξη, όπως θα ήταν φυσικό, αν όντως ο
Σωκράτης δεν φοβόταν τόσο πολύ τον θάνατο· τελειώνει με μία ασαφή έκφραση.
Κλείνει λοιπόν η Απολογία του Σωκράτη λέγοντας ο Σωκράτης ότι εγώ πάω προς τον
θάνατο, εκεί που θα με στείλετε οι δικαστές, εσείς πάτε προς τη ζωή. Το ποιος
πάει προς το καλύτερο, κανείς δεν το ξέρει. Κατά γράμμα αυτό σημαίνει: δεν ξέρω
τι θα συμβεί αφού πεθάνω· ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Δηλαδή πολλές φορές αυτή
τη στάση την ονομάζουν «αγνωστικιστική», δηλαδή δεν είμαι σίγουρος ούτε ότι
υπάρχει αθανασία –ή υπάρχει Θεός αντιστοίχως– ή ότι δεν υπάρχει. Άρα νομίζω ότι
έχουμε μια αρκετά μεγάλη πιθανότητα –βεβαιότητα, θα έλεγα– ότι η αθανασία της ψυχής και ό,τι συνδέεται με
αυτήν –θα δούμε ότι συνδέονται και άλλα πράγματα– είναι πλατωνική πίστη, πλατωνική πεποίθηση και όχι σωκρατική. […]
Στον Φαίδωνα ο Σωκράτης μιλάει με
δυο Πυθαγόρειους –Νεοπυθαγόρειους– και ισχυρίζεται
ο Σωκράτης ότι δεν φοβάται τον θάνατο, διότι αυτή η δίοδος είναι αναγκαία
δίοδος την οποία, ένας που έχει ασκηθεί ως φιλόσοφος στη ζωή του, δηλαδή
στην καταπίεση ή στην υπόταξη του σώματός του και των επιθυμιών του στην ψυχή
του, τότε όταν φτάνει πια να ολοκληρωθεί
αυτή η πορεία με τον φυσικό θάνατο, δεν έχει κανέναν λόγο να είναι δυστυχής.
Θα απολαύσει μετά από λίγο την αιώνια
ζωή της ψυχής, η οποία –επειδή
ακριβώς θα έχει απαλλαγεί από το σώμα– θα
μπορέσει να έρθει σε μια πιο απρόσκοπτη επαφή με τις Ιδέες, οι οποίες, δεν
έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες αισθήσεις και συλλήψεις της πραγματικότητας,
αλλά είναι αυθύπαρκτες οντότητες· άρα και μία ψυχή μπορεί πιο εύκολα να
επικοινωνήσει με αυτές.
Με αυτή την έννοια
λοιπόν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς έναν δρόμο της φιλοσοφίας που περνάει
από τον θάνατο.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι πρέπει να βιαστούμε, λέει ο Πλάτων, να πεθάνουμε, διότι
έτσι θα έρθει πιο γρήγορα η γνώση; Όχι βέβαια, εξού και ο Σωκράτης στον διάλογο αρνείται την αυτοχειρία, δεν δέχεται ότι
ένας φιλόσοφος μπορεί να αυτοκτονήσει, ας πούμε, να βάλει τέλος στη ζωή του.
Πράγμα που από μια πλευρά θα ήταν φυσικό, εφόσον το σώμα δεν είναι παρά
καταπίεση και εμπόδιο για τη γνώση. Όχι, ο
Πλάτων ισχυρίζεται –μέσω του Σωκράτη– ότι υπάρχει μια συνέχεια. Ο σωστός
φιλόσοφος, ο οποίος έχει δουλέψει μια ζωή για να ελευθερώσει τη νόησή του απ' την αίσθηση, την ψυχή από το σώμα,
θα βιώσει με έναν φυσιολογικό τρόπο αυτή τη μετάβαση, κατά μία έννοια
συνεχίζοντας να διαλέγεται με τον εαυτό του επάνω στα κρίσιμα προβλήματα που
τον απασχολούσαν και εν ζωή. Άρα έχουμε μια συνέχεια ζωής και θανάτου ή
μεταθανάτιας ζωής, η οποία δεν διακόπτεται ποτέ.
Θα άξιζε όμως να
σκεφτεί κανένας πόσο σοβαρά προτείνει αυτή την εικόνα ο Πλάτων ή αν εκεί το
κυρίαρχο στοιχείο είναι ένα συμβολικό νόημα –αν θέλετε– του θανάτου και όχι το πραγματικό νόημα του θανάτου.
Mathesis 2018 (σελ. 157-160)