Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Αριστοτέλης


Ο Αριστοτέλης, […] μπορεί να θεωρηθεί μόνο με μια ιδιαίτερη και περιορισμένη έννοια συνεχιστής του Πλάτωνα, ενώ εξίσου καλά μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο φιλοσοφικός του αντίποδας.

Όταν ήρθε στην Αθήνα για ν' ακούσει τον Πλάτωνα, ο τελευταίος ήταν ήδη εξηντάρης. Έχουν σωθεί αρκετές γνώμες του δάσκαλου για τον μαθητή, που, είτε είναι ανεκδοτολογικές είτε όχι, πάντως φωτίζουν τη σχέση τους. Λέγεται π.χ. ότι ο Πλάτων αποκαλούσε τον Αριστοτέλη «διάνοια της σχολής» και το σπίτι του «σπίτι του αναγνώστη» (και οι δύο αυτές ρήσεις θα πρέπει να είχαν το νόημα γνήσιου επαίνου) και μια φορά μάλιστα είπε ότι ο Αριστοτέλης είναι ένα πουλάρι που, αφού πιεί το γάλα της μάνας του, την κλωτσάει. Από την άλλη μεριά, στα νεανικά του χρόνια ο Αριστοτέλης αισθανόταν πάντα μαθητής του Πλάτωνα, πράγμα που φαίνεται από το γεγονός ότι όσο ζούσε ο δάσκαλός του δεν ίδρυσε δική του σχολή· μάλιστα, όταν εκείνος πέθανε, έφυγε αμέσως από την Αθήνα, που προφανώς είχε πάψει ν’ ασκεί έλξη πάνω του. Μόνον έπειτα από δώδεκα χρόνια, την εποχή ακριβώς που ο Αλέξανδρος άρχιζε την εκστρατεία του, επέστρεψε εκεί, για να επιχειρήσει κι αυτός στα επόμενα δώδεκα χρόνια ένα είδος κατάκτησης του κόσμου, αφομοιώνοντας στο απίστευτα ευρύχωρο μυαλό του όλες τις γνώσεις της εποχής του, χρησιμοποιώντας τις και επεκτείνοντάς τις μ' ένα τρόπο που για πολλούς αιώνες έμεινε υποδειγματικός. Όταν, με τον θάνατο του Αλέξανδρου, η εξουσία στην Αθήνα περιήλθε στο αντιμακεδονικό κόμμα, ο Αριστοτέλης γλίτωσε την κατηγορία για ασέβεια φεύγοντας έγκαιρα από την πόλη, αλλά πέθανε την επόμενη χρονιά. Ό,τι σώθηκε από το έργο του είναι στην ουσία σημειώσεις από τις παραδόσεις του, που δεν μας επιτρέπουν να βγάλουμε συμπεράσματα για τις συγγραφικές του ικανότητες.

Αν ο Έντουαρντ Σβαρτς, αποκαλεί τον Πλάτωνα προφεσόρο (κάπως σκωπτικά), ο Αριστοτέλης ήταν πραγματικός προφεσόρος, ακόμα και στην εξωτερική του εμφάνιση: παραδίδεται ότι είχε αδύνατα μπούτια και τουρλωτή κοιλιά, ήταν φαλακρός και μύωπας, αναφέρεται μάλιστα ότι είχε και ένα γλωσσικό ψεγάδι που μιμούνταν οι μαθητές του (όπως μερικοί Πλατωνικοί μιμούνταν την καμπουριαστή στάση του Πλάτωνα και οι κόλακες του Διονύσιου του νεότερου τη μυωπία του). Γενικά, φαίνεται ότι ακόμα κι αυτός ο σοφολογιότατος είχε πολλές πεζές, ταπεινές αδυναμίες: υποστήριζαν ότι ξόδευε πολλά για να ντύνεται επιδεικτικά και να τρώει καλά, ότι λουζόταν σε ζεστό λάδι που έπειτα το ξαναπουλούσε, κι άλλα πολλά, από τα οποία ένα μέρος πρέπει ν' αποδοθεί σίγουρα στη συνήθεια της κακολογίας, που ήταν πολύ ανεπτυγμένη στην Ελλάδα είναι γνωστό όμως ότι, συνήθως, αυτά τα κουτσομπολιά δε γεννιούνται χωρίς κάποια βάση.

Η μεταφυσική του Αριστοτέλη είναι μια τυπική συμβιβαστική φιλοσοφία, μια πλατωνική εμπειριοκρατία. Γιατί από τη μια μεριά ο Αριστοτέλης θεωρεί τις ιδέες ως ουσίες δεύτερου βαθμού (δεύτεραι ουσίαι), από την άλλη μεριά όμως τους αρνείται την αυτοδύναμη ύπαρξη: η ιδέα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας περιττός αναδιπλασιασμός χάρη στην προσθήκη της λέξης («αυτό» (καθ’ εαυτό), η «αλογότητα» δεν είναι παρά το «άλογο καθ’ εαυτό» (αυτόιππος), που βγαίνει αφαιρετικά από όλα τα άλογα. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μόνο τα επιμέρους πράγματα είναι εντελώς πραγματικά· το γενικό δεν μπορεί να υπάρξει από μόνο του, γιατί δεν έχει υπόσταση, η ουσία δεν μπορεί να βρίσκεται έξω από τα πράγματα των οποίων είναι η ουσία, οι ιδέες δεν μπορούν να είναι οι αιτίες των φαινομένων, γιατί τους λείπει η κινητήρια δύναμη. Όλα αυτά είναι ρηχά επιχειρήματα, και ο Αριστοτέλης είτε δεν μπόρεσε είτε δε θέλησε να καταλάβει την αληθινή έννοια των πλατωνικών ιδεών. Σημαδεύει την πτώση του πλατωνισμού από τα ύψη του στα γόνιμα χαμηλώματα της εμπειρικής επιστήμης. Ακόμα και στην αντίληψή του για την ύλη ο Αριστοτέλης παίρνει ενδιάμεση θέση. Η ύλη δεν είναι γι’ αυτόν, όπως για τον Πλάτωνα, το μη ον, αλλά το δυνάμει ον, αυτό που υπάρχει δυνητικά· γίνεται ενεργεία ον, δηλαδή αυτό που υπάρχει πραγματικά, μόνο χάρη στη μορφή, το «είδος», που από μια άποψη παίζει τον ρόλο της ιδέας. Όλες οι πραγματικότητες είναι αφενός είδη, επειδή εμφανίζονται με μια μορφή, αφετέρου ύλη, σε σχέση με αυτό που τις διαμορφώνει: π.χ. η σανίδα είναι η μορφή του δέντρου και η ύλη του σπιτιού. Το γίγνεσθαι είναι μια τέτοια μετάβαση από το δυνητικό στο πραγματικό. Αυτό που υπάρχει μόνο δυνητικά είναι η αρχέγονη ύλη, ενώ το κατ' εξοχή πραγματικό είναι η καθαρή μορφή ή θεός· ανάμεσα σ' αυτές τις δύο οριακές έννοιες εκτείνεται ολόκληρος ο κόσμος των φαινομένων. Όλη η ύλη τείνει προς τη μορφή και ολόκληρη η φύση είναι η υπέρβαση της ύλης, χάρη στη μορφή, σε όλο και ανώτερες βαθμίδες: τα ζώα είναι αποτυχημένες προσπάθειες της φύσης να παραγάγει τον άνθρωπο και ταυτόχρονα είναι πιο πετυχημένα φυτά, τα ζώα που έχουν αίμα (έναιμα) είναι τελειότερα (σήμερα θα λέγαμε «πιο μορφοποιημένα») από τα ζώα χωρίς αίμα (άναιμα), τα ήμερα είναι τελειότερα από τα άγρια, τα φυτά τελειότερα από τα πετρώματα· αλλά ακόμα και στο βασίλειο της ανόργανης ύλης υπολανθάνει ένα ίχνος ζωής. Τα φυτά έχουν μια ψυχή που τα τρέφει, τα ζώα μια ψυχή που τα τρέφει και μαζί αισθάνεται, οι άνθρωποι μια ψυχή που τρέφει, αισθάνεται και σκέφτεται. Η μορφή είναι ταυτόχρονα και ο σκοπός για τον οποίο οργανώνεται η ύλη: μόνον από φυσική άποψη έπεται της ύλης, ενώ από μεταφυσική άποψη προηγείται: π.χ. το σπίτι είναι η ιδέα της σανίδας, που πρέπει να προϋπάρχει του σπιτιού, και το ίδιο συμβαίνει με τη σανίδα, που είναι η ιδέα του ξύλου,   καθώς και με το ξύλο, που είναι η ιδέα του σπόρου. Όπως βλέπουμε, ο Αριστοτέλης δημιούργησε ένα πολύ έξυπνο και εύχρηστο φυσικοφιλοσοφικό σχήμα, που όμως δεν έχει τη στιλπνότητα και το μεγαλείο του πλατωνικού συστήματος.

Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Αριστοτέλη είναι η λογική του. Ανάμεσα σ’ άλλα κατάρτισε τον πίνακα των δέκα κατηγοριών, δηλαδή εκείνων των γενικότατων εννοιών, στις οποίες κατατάσσονται όλα τα αντικείμενα της σκέψης μας· αυτές λέγονται: ουσία, ποσότητα, ποιότητα, σχέση, τόπος, χρόνος, θέση, κατάσταση, ενέργεια, πάθος. Επίσης διατύπωσε τους τρεις ύψιστους νόμους της ταυτότητας, της αντίφασης και της έλλειψης τρίτου:
§  ο πρώτος νόμος λέει ότι κάθε αληθινή πρόταση πρέπει να συμφωνεί με τον εαυτό της·
§  ο δεύτερος ότι ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι και ταυτόχρονα να μην είναι κάτι
§  και ο τρίτος ότι ανάμεσα σε δύο αντίθετες προτάσεις δεν μπορεί να υπάρχει ενδιάμεση, παρά αυτό που λέει η μια πρέπει ν’ απορρίπτεται από την άλλη.

Ο Αριστοτέλης έδωσε επίσης μια ολοκληρωμένη θεωρία για τις κρίσεις και τα συμπεράσματα, τις αποδείξεις και τους ορισμούς, καθώς και για τις επιστημονικές ταξινομήσεις και μεθόδους. Γενικά, στον χώρο του ορθολογισμού ο Αριστοτέλης έδειξε τόσο τη δύναμη όσο και τη μονοπρισματικότητά του. Την ανθρώπινη ευτυχία την όριζε ως ψυχής ένέργεια κατά λόγον, δηλαδή έλλογη δραστηριότητα της ψυχής· σε σχέση μ’ αυτήν, όλα τα άλλα αγαθά της ζωής είναι, όπως λέει με μια ωραία εικόνα, ό,τι είναι η χορηγία (δηλαδή, σ' αυτή την περίπτωση, τα σκηνικά) για την τραγωδία. Και το ύφος του επίσης χαρακτηρίζεται από μεγάλη ικανότητα στη διατύπωση και στον χειρισμό σαφώς ορισμένων εννοιών, αλλά και από μεγάλη λιτότητα, ξηρότητα και λογοκρατικότητα, και όχι σπάνια είναι στρυφνό και δύσκαμπτο.

Πρέπει πάντως να πάρουμε υπόψη μας ότι τα όσα σώθηκαν από τον Αριστοτέλη είναι σημειώσεις παραδόσεων για μαθητές, που κατά πάσα πιθανότητα δεν προορίζονταν για το πλατύ κοινό, ενώ πολλοί αρχαίοι συγγραφείς που ήταν σε θέση να τον κρίνουν, όπως ο Κικέρων και ο Κουιντιλιανός, παίνευαν στα παλαιότερα έργα του (που χάθηκαν όλα) την πληθωρικότητα και τη χάρη της γλώσσας. Ίσως να συνέβαινε με τον Αριστοτέλη κάτι παρόμοιο όπως με τον Καντ, που είχε σε μεγάλο βαθμό το χάρισμα να εκφράζεται ζωντανά και ρευστά, αλλά ποδηγέτησε σκόπιμα αυτό το χάρισμα στα κυριότερα συστηματικά συγγράμματά του. Οπωσδήποτε όμως ο Αριστοτέλης δεν μπορεί να είχε σε κανένα από τα έργα του τη μεγαλειώδη φαντασία του Πλάτωνα, που έκανε ν' ανθεί ό,τι άγγιζε και που διέτρεχε όλες τις κορυφές και τις αβύσσους του ανθρώπινου πνευματικού τοπίου.

Και γενικά ο Αριστοτέλης δεν ήταν καλλιτεχνική φύση, παρόλο που οι αισθητικές κρίσεις του μαρτυρούν εξαιρετικά ώριμη και λεπτή αισθαντικότητα. Ήταν ένας εξαίρετος συλλέκτης, κριτικός και οργανωτής, και πάνω απ' όλα ένας φυσιοδίφης, με την πιο πλατιά δυνατή σημασία της λέξης. Για ν’ αποτιμήσουμε σωστά τα όσα πέτυχε και όσα δεν πέτυχε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι του έλειπαν σχεδόν όλα τα μέσα που διαθέτει η σύγχρονη επιστήμη. […]

Κλασικές δημιουργίες του Αριστοτέλη ήταν, όπως όλα δείχνουν, η συγκριτική ανατομία και φυσιολογία των ζώων και η συγκριτική εξέταση των πολιτευμάτων, των ποιητών και των λογοτεχνικών ειδών. Απ’ όλα αυτά έμεινε μόνον ένας σκελετός που κροταλίζει θλιβερά, και πολύ συχνά δεν έμεινε ούτε καν αυτός. Πολλοί έχουν κατηγορήσει τον Αριστοτέλη για αντεπιστημονικότητα, θεωρώντας τον άδικα υπεύθυνο για τις γκάφες και τις παρανοήσεις των μαθητών του ή περιμένοντας από αυτόν, εξίσου άδικα, μια εξοικείωση με πράγματα που ήταν άγνωστα σ' ολόκληρη την αρχαιότητα. Αν π.χ. είχε ακόμα ολότελα μυθολογική αντίληψη για το κρύο και τη ζέστη, θεωρώντας τα ως αντίθετα στοιχεία, ας μην ξεχνάμε ότι η αντίληψη αυτή επικρατούσε ακόμα και μετά τον Μεσαίωνα. Εξάλλου, πίστευε στην αυθόρμητη δημιουργία ζωής, τη λεγόμενη αβιογένεση, υποστηρίζοντας ότι οι ανθόμιγες γεννιούνται από τη δροσιά των λουλουδιών, ότι το σαράκι γεννιέται από το ξύλο, τα σκουλήκια των εντέρων από το περιεχόμενο των εντέρων. Αλλά ακόμα και τον δέκατο έβδομο αιώνα οι διαπρεπέστεροι φυσιοδίφες διακήρυσσαν ότι από τη λάσπη μπορούν να γεννηθούν βατράχια, από το νερό του ποταμού χέλια και από το αλεύρι ποντίκια, και γενικά ολόκληρη η επιστήμη, ώς την εμφάνιση του Παστέρ γύρω στο 1860, πρέσβευε (αν και όχι πια με τόσο ακραία μορφή) τη θεωρία της αβιογένεσης.

Πολλές άλλες λανθασμένες ιδέες που δίδαξε ο Αριστοτέλης, είτε είναι μόνο στη διατύπωση λανθασμένες είτε εμπεριέχουν κρυμμένες και μεγαλοφυείς αλήθειες. Λέει π.χ. ότι μόνο τα ζώα έχουν την αίσθηση της αφής, πράγμα που καταρρίπτεται από την κάμψη της έλικας των φυτών, το «παραμέρισμα» της ρίζας όταν συναντά εμπόδια, τα σαρκοβόρα φυτά και πολλά άλλα· ωστόσο, η άποψή του αυτή κρύβει τη βαθιά αλήθεια ότι η αφή είναι πραγματικά η πρωτογενής αίσθηση των ζώων, από την οποία προήλθαν οι ανώτερες αισθήσεις. Όταν δηλώνει ότι η ρίζα είναι τα «πάνω» μέρος του φυτού, αυτό φαίνεται με μια πρώτη ματιά σαν μια ανούσια σχολαστική αλληγορία αλλά ακόμα και η σύγχρονη βοτανική θεωρεί την άκρη της ρίζας ως τον εγκέφαλο του φυτού και είναι φανερό ότι μ' αυτή τη διατύπωση ο Αριστοτέλης είχε στον νου του το κεφάλι και το στόμα, τουλάχιστον. Ο ορισμός του για τα ζωόφυτα δε συμπίπτει γλωσσικά εντελώς με τον σημερινό αλλά το γεγονός ότι αντιλήφθηκε την ύπαρξη αυτής της ομάδας δείχνει εξαιρετική παρατηρητικότητα. Και όταν υποστηρίζει ότι όλοι οι καρχαρίες γεννούν ζωντανά μικρά, ο ισχυρισμός του αυτός είναι απλώς ένα υφολογικό ολίσθημα, ενώ η ίδια η ανακάλυψη είναι καταπληκτική γιατί ο ανθρωποφάγος καρχαρίας είναι πράγματι ζωοτόκος.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι μεταγενέστερες εποχές διατύπωσαν τις αντιφατικότερες κρίσεις για τον Αριστοτέλη. Στον ώριμο Μεσαίωνα θεωρούνταν ως πρόδρομος του Χριστού σε φυσικά ζητήματα και η αμφισβήτηση των διδασκαλιών του εξίσου αιρετική όσο και η παρέκκλιση από τα εκκλησιαστικά δόγματα. Όμως η αφυπνιζόμενη φιλοσοφία των νεότερων χρόνων απομακρύνθηκε, αρχικά, από αυτόν. Ο Μπαίηκον αντέταξε στο αριστοτελικό όργανο το δικό του, στην αριστοτελική λογική την εμπειρία, στην αριστοτελική εμπειρία τη μεθοδική εμπειρία και συνόψισε την άποψή του με τα λόγια: «Το μεγαλύτερο παράδειγμα της σοφιστικής φιλοσοφίας είναι ο Αριστοτέλης κατέστρεψε τις φυσικές επιστήμες με τη διαλεκτική.» Παρόμοια και ο Τζορντάνο Μπρούνο δήλωνε ότι ο Αριστοτέλης ήταν γόνιμος σε κενολογίες και ματαιόδοξα αποκυήματα της φαντασίας, όχι όμως σε φυσικές σκέψεις. Και οι Ουμανιστές επίσης έκλιναν πολύ περισσότερο προς τον Πλάτωνα παρά προς τον Αριστοτέλη, ενώ ο Λούθηρος δε δίστασε ν’ αποκαλέσει τον Αριστοτέλη βλάκα. Αντίθετα, ο Καντ διακήρυσσε ότι μετά τον Αριστοτέλη η λογική δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα μπρος ή πίσω, και ο Χέγκελ είπε: «Ήταν μια από τις πλουσιότερες και βαθύτερες επιστημονικές διάνοιες που υπήρξαν ποτέ, ένας άνθρωπος που καμιά εποχή δεν μπορεί να τοποθετήσει πλάι του έναν ισάξιό του», ενώ ο Σοπενχάουερ παρατήρησε για την αριστοτελική μεταφυσική ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν αδολεσχίες γύρω από τις φιλοσοφίες των προκατόχων του: «Γι' αυτό ο αναγνώστης του σκέφτεται τόσο συχνά: τώρα θα έρθει στην ουσία. Αλλά αυτός δεν έρχεται ποτέ.» Το σύστημα του Αγίου Θωμά Ακινάτη, που ως σήμερα είναι η επίσημη φιλοσοφία του καθολικισμού, είναι στην ουσία του αριστοτελισμός.

Egon FriedellΠολιτιστική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας

[Εκδόσεις Πορεία, 1994, σελ. 336-343]