Σύμφωνα με τον
Φρόυντ, το παιδί έχει πολλές ακοινωνικές
παρορμήσεις. Καθώς του λείπει η φυσική δύναμη και η γνώση για να δράσει
σύμφωνα με τις παρορμήσεις του, είναι ακίνδυνο και δεν υπάρχει ανάγκη να
προστατευθεί κανείς από τις κακές προθέσεις. Αν όμως συγκεντρώσουμε την προσοχή
μας περισσότερο στην ποιότητα των επιθυμιών του παρά στην εφαρμογή τους στην
πράξη, τότε θα διαπιστώσουμε ότι το μικρό παιδί είναι ένα ακοινωνικό και ανήθικο ον. Αυτό ισχύει κατά πρώτο λόγο
για τις σεξουαλικές παρορμήσεις του. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, όλες εκείνες οι σεξουαλικές παρορμήσεις που
όταν εμφανίζονται στον ενήλικο ονομάζονται διαστροφές, αποτελούν μέρος της
ομαλής σεξουαλικής ανάπτυξης του παιδιού. Στο βρέφος η σεξουαλική ενέργεια
(λίμπιντο) έχει επίκεντρο το στόμα, ενώ αργότερα συνδέεται με την αποπάτηση και
τελικά καταλήγει να έχει για κέντρο της τα γεννητικά όργανα. Το μικρό παιδί έχει έντονες σαδιστικές και
μαζοχιστικές επιθυμίες. Είναι επιδειξίας και κάπως «μπανιστηριτζής».
Δεν είναι ικανό να αγαπήσει κανέναν, αλλά
ναρκισσεύεται κι αγαπάει τον εαυτό του αποκλείοντας κάθε άλλον. Είναι έντονα
ζηλιάρικο και γεμάτο καταστροφικές παρορμήσεις για τους αντίζηλούς του. Η
σεξουαλική ζωή του μικρού αγοριού κυριαρχείται από αιμομικτικές επιθυμίες.
Έχουν έντονη σεξουαλική προσήλωση στο γονιό του αντίθετου φύλου και νιώθουν
ζήλια για το γονιό του ίδιου φύλου και τον ή την μισούν. Μόνο ο φόβος ανταπόδοσης από μέρους του μισητού αντίζηλου κάνει το
παιδί να απωθεί αυτές τις αιμομικτικές επιθυμίες. Ταυτίζοντας τον εαυτό του με τις επιταγές και απαγορεύσεις του πατέρα,
το μικρό αγόρι κατανικάει το μίσος του για τον πατέρα και αντικαθιστά αυτό το μίσος με την επιθυμία να του μοιάσει. Η ανάπτυξη της συνείδησης είναι το
αποτέλεσμα του «οιδιπόδειου συμπλέγματος».
Η εικόνα που
δίνει ο Φρόυντ για το παιδί μοιάζει πάρα πολύ με την εικόνα που δίνει ο Άγιος Αυγουστίνος. Μια από τις κύριες
αποδείξεις που δίνει ο Αυγουστίνος για το κληρονομικό αμάρτημα του ανθρώπου
είναι ότι τονίζει την κακότητα (την κακή φύση) του μικρού παιδιού. Ο συλλογισμός του είναι ότι ο άνθρωπος πρέπει
να είναι από γεννησιμιού του κακός, αφού το παιδί είναι κακό πριν ακόμα του
δοθεί η ευκαιρία να μάθει την κακία από τους άλλους και να διαφθαρεί με τα κακά
παραδείγματα. Ο Φρόυντ, όπως και ο
Αυγουστίνος, δεν τονίζει τις ιδιότητες εκείνες στο παιδί που θα μπορούσαν
στο κάτω κάτω να εξουδετερώσουν την παραπάνω εικόνα: τον αυθορμητισμό του
παιδιού, την ικανότητα του να αναγνωρίζει τις τάσεις των άλλων ανεξάρτητα από
αυτά που λένε, την ακατάπαυστη προσπάθειά του να συλλάβει τον κόσμο. Με άλλα
λόγια, όλες εκείνες τις ιδιότητες που
μας κάνουν να θαυμάζουμε και να αγαπάμε τα παιδιά, και που δημιούργησαν την
ιδέα πως οι παιδικές ιδιότητες που υπάρχουν στον ενήλικο εντάσσονται ανάμεσα
στις πιο πολύτιμες αρετές του.
Υπάρχουν πάρα
πολλοί λόγοι που κάνουν τον Φρόυντ να τονίζει με όλη του την έμφαση τις κακές πλευρές
του παιδιού. Ένας απ’ αυτούς είναι πως η βικτωριανή εποχή έχει δημιουργήσει την
ψευδαίσθηση ή το μύθο του «αθώου παιδιού». Αυτό με την προϋπόθεση πως το παιδί
δεν είχε σεξουαλικές επιθυμίες καθώς και καμιά άλλη ορμή. Όταν ο Φρόυντ
κατέρριψε το συμβατικό μύθο, κατηγορήθηκε πως κατασπίλωσε την αθωότητα του
παιδιού. […] Είναι αυτονόητο ότι στη μάχη αυτή ο Φρόυντ έφτασε στο άλλο άκρο
δίνοντας μια μονόπλευρη εικόνα της κακότητας του παιδιού.
Ένας άλλος λόγος
για την τέτοια εκτίμηση του παιδιού από τον Φρόυντ βρίσκεται στο ότι, για τον
Φρόυντ, ένα από τα καθήκοντα της κοινωνίας είναι να κάνει τον άνθρωπο να απωθεί
τις ανήθικες και ακοινωνικές επιθυμίες του, δημιουργώντας με την απώθηση αυτή
γνωρίσματα πολύτιμα από κοινωνική πλευρά. Ο μετασχηματισμός αυτός του κακού σε καλό
γίνεται με μηχανισμούς που ο Φρόυντ αποκαλεί «σχηματισμούς αντίδρασης» και
«μετουσίωση». Η απώθηση μια κακής παρόρμησης, όπως ο σαδισμός λογουχάρη, οδηγεί
στο σχηματισμό μιας αντίθετης παρόρμησης, όπως η καλοκαγαθία, που αποστολή της
είναι, να μην επιτρέπει στον απωθημένο σαδισμό να εκφραστεί με τη σκέψη, με την
πράξη ή με το αίσθημα. Με τον όρο μετουσίωση ο Φρόυντ αναφέρεται στο φαινόμενο
που η κακή παρόρμηση διαχωρίζεται από τους αρχικούς ακοινωνικούς σκοπούς της
και χρησιμοποιείται για ανώτερες και πολιτισμικά πολύτιμες επιδιώξεις. Ένα
παράδειγμα σχετικό δίνει ένας άνθρωπος που έχει μετουσιώσει τις παρορμήσεις του
σε μια πολύτιμη τέχνη της χειρουργικής. Ο
Φρόυντ υποστηρίζει ότι οι αγαθές, γεμάτες αγάπη δημιουργικές παρορμήσεις στον
άνθρωπο δεν είναι πρωτεύουσες. Ισχυρίζεται ότι είναι δευτερογενή προϊόντα που
δημιουργούνται από την ανάγκη απώθησης των αρχικά κακών επιθυμιών. Η
κουλτούρα θεωρείται σαν αποτέλεσμα μιας τέτοιας απώθησης. Στην αρχική του
κατάσταση ο «άνθρωπος» του Φρόυντ σε αντιδιαστολή με τον «άνθρωπο» του Ρουσσώ,
διακατέχεται από κακές παρορμήσεις. […] Όσο
υψηλότερη είναι η πολιτισμική ανάπτυξη, τόσο υψηλότερος είναι ο βαθμός της
απώθησης. Ωστόσο, μιας και η ικανότητα του ανθρώπου για σχηματισμούς
αντίδρασης και μετουσίωσης είναι περιορισμένη, αυτή η αυξημένη απώθηση συχνά
δεν αποδίδει καρπούς. Έτσι ο Φρόυντ υποθέτει πως ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά
σε μια αναπόφευκτη κατάσταση. Όσο υψηλότερη είναι η πολιτιστική εξέλιξη, τόσο
περισσότερη απώθηση παρατηρείται και
κατά συνέπεια τόσο περισσότερη νεύρωση. […]
Υπάρχει ένας
ακόμα λόγος που κάνει τον Φρόυντ να τονίζει το παράλογο που υπάρχει στο παιδί.
Κάνοντας ανάλυση των δικών του ονείρων, του έκανε εντύπωση το ότι ακόμα και σε
έναν ομαλό, γεμάτο πνευματική υγεία ενήλικο, είναι δυνατό να υπάρχουν παράλογες
επιθυμίες όπως το μίσος, ο φθόνος και η φιλοδοξία […] Ήταν αδιανόητο πως ένας
ομαλός, αξιοσέβαστος πολίτης ήταν δυνατό ή μπορούσε να κρύβει μέσα του τις
τόσες πολλές «παράφρονες» παρορμήσεις που εκδηλώνει στα όνειρά του. […] Ο Φρόυντ
βρήκε μια λύση στη δυσκολία αυτή, υποθέτοντας ότι οι παράλογες επιθυμίες που
εμφανίζονταν στο όνειρο, αν και παραμορφωμένες και συγκαλυμμένες από την ανάγκη
του ενήλικα να μην αποκτήσει πλήρη επίγνωση τους ακόμα και όταν κοιμόταν.
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ,
1975, σελ. 62-66)