Η ευρύτατα διαδεδομένη άποψη
–προβεβλημένη από τους βιογράφους του- ότι επρόκειτο για ένα «μοναχικό λύκο» ή
ένα «αγρίμι»[1] αφορά μεν την προσωπική
του πορεία (και ιδίως τα χρόνια της νεότητάς του) αλλά δεν θα πρέπει να
συσκοτίσει το γεγονός ότι ο Καραμανλής
βασίζεται μονίμως στη συλλογικότητα της λειτουργίας της κυβέρνησής του, με
τον ίδιο βέβαια σε ένα ρόλο αποφασιστικό. Πράγματι η σύγχρονη έρευνα έχει
δείξει μια εκπληκτικά έμφαση του Καραμανλή στη συλλογική λειτουργία του
επιτελείου του: δεν αποφάσιζε μόνος του,
αλλά μόνον μετά από μια προσεκτικά δομημένη (και ποτέ βιαστική) σειρά συσκέψεων
με συνεργάτες του. Μετά τη λήψη της
απόφασης ήταν που επιδείκνυε την αποφασιστικότητα και το πείσμα της εφαρμογής
για τα οποία έμεινε ευρύτερα γνωστός. Και γι’ αυτό, η ουσιαστική αποτίμηση
του πολιτικού Καραμανλή δεν μπορεί να εντάσσεται απλώς στο δικό του πρόσωπο,
αλλά πρέπει απαραίτητα να περιλάβει και τους βασικούς του συνεργάτες.
Πράγματι, ο Καραμανλής δεν ήταν ο «υπεράνθρωπος» ή ο «υπερηγέτης»: κάτι
τέτοιο θα το θεωρούσε ο ίδιος μειωτικό, αφού αφίστατο από την λειτουργία ενός
κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, το οποίο εξ ορισμού βασίζεται στις διαδικασίες. Ήταν ο ηγέτης ενός επιτελείου, στο οποίο
μετείχαν πολλοί ικανοί άνθρωποι. Το επιτελείο αυτό περιλάμβανε πολιτικούς
όπως οι Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γιώργος Ράλλης,
Ευάγγελος Αβέρωφ, Παναγής Παπαληγούρας, Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου,
Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, Ξενοφών Ζολώτας, Ιωάννης Πεσματζόγλου, αλλά και
πολλούς άλλους. Ηγετικές μορφές οι ίδιοι: τρεις
έγιναν πρωθυπουργοί (τέσσερις, αν συνυπολογιστεί ο Κ. Μητσοτάκης που
μετείχε στις κυβερνήσεις του 1978-1980), δύο
πρόεδροι της Δημοκρατίας. Όπως τόνιζε η αμερικανική πρεσβεία το 1962, «Nineteen Greeks will have differences whether they are cabinet Ministers or Girl Scouts»[2]- και αναφερόταν
στο πιο συμπαγές επιτελείο της εποχής εκείνης. Η ικανότητα επιλογής συνεργατών τόσο υψηλής ποιότητας, αλλά και η
ικανότητα να διατηρεί τη νομιμοφροσύνη και τα σεβασμό τους αποτελούν δομικά
στοιχεία της ηγετικής λειτουργίας του Καραμανλή. Το επιχείρημα δεν
αναιρείται από τη βραχυπρόθεσμη αποστασιοποίηση ορισμένων, π.χ. το 1958 των
Κανελλόπουλου, Παπαληγούρα και Ράλλη.
Στο ίδιο πλαίσιο, η επισήμανση
που συχνά γίνεται ότι ο Καραμανλής
συνεργαζόταν και με πολιτικούς άλλων χώρων, πρέπει να νοηθεί με μια
επιπρόσθετη διευκρίνιση. Ο Καραμανλής επέλεγε να συνεργαστεί με τέτοια πρόσωπα,
υπό δύο προϋποθέσεις· πρώτον ότι επρόκειτο για ανθρώπους μεγάλων
ικανοτήτων· και δεύτερον ότι επρόκειτο για πρόσωπα που, έστω και αν είχαν
διαφορετική κομματική ένταξη, συμμερίζονταν τη βασική στοχοθεσία της
φιλελεύθερης ριζοσπαστικής ατζέντας. Δεν ήταν, δηλαδή υποστηρικτές
διαφορετικής στρατηγικής από αυτήν που προωθούσε ο ίδιος. Η κοινότητα των
στοχεύσεων αποτελούσε τη βάση της συνεργασίας τους.
Η ώρα του Καραμανλή ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Μέχρι
τότε, όλοι οι άλλοι είχαν δοκιμάσει και είχαν αποτύχει. Οι παλαιές πολιτικές
δυνάμεις δεν είχαν διαχειριστεί αποτελεσματικά το αίτημα της ανάπτυξης και της
ασφάλειας και είχαν για τούτο απαξιωθεί. Ορισμένοι αναμφίβολα σημαντικοί ηγέτες
(όπως ο Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελλόπουλος) είχαν συνθλιβεί από άνισες αντίξοες
δυνάμεις στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου· άλλοι, όπως ο Σπύρος Μαρκεζίνης,
χάθηκαν μέσα στους λαβύρινθους του δικού τους υπερευφυούς μακιαβελισμού. Και
έτσι, το 1955 ο Καραμανλής εκπροσωπώντας
πλέον την τελευταία ελπίδα για ανανέωση,
δημιουργία, αποτέλεσμα. Οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις δεν είχαν, στην πράξη,
άλλη επιλογή από το να τον στηρίξουν. […]
Αλλά όχι μόνον. Θα ήταν
εξωφρενική υπερβολή να αποδώσει κανείς την επιτυχία του Καραμανλή απλώς στην
τύχη. Σε μεγάλο βαθμό –σε τεράστιο βαθμό- την τύχη τη δημιουργούσε ο ίδιος,
βασισμένος σε ένα συνδυασμό στοιχείων κατά βάση απλών, αλλά δυσεύρετων μέσα
στο, εν πολλοίς αγκυλωμένο, ελληνικό πολιτικό σύστημα. Το βιβλίο αυτό θεωρεί
τον Καραμανλή έναν «ανατροπέα» του «παλαιού» ελληνικού σκηνικού, και
συμμερίζεται την άποψη ότι εκπροσωπούσε
πράγματι, στο επίπεδο της πράξης, μια ιδιαιτερότητα στο πολιτικό σύστημα
–βλ. και την άποψη της βρετανικής πρεσβείας Αθηνών, το 1978, ότι ακριβώς για
τους λόγους αυτούς, ο Καραμανλής αποτελούσε
μια «δομική ανωμαλία» («a structural anomaly»)
στην ελληνική πολιτική σκηνή[3], υπό την έννοια ότι ενεργούσε διαρκώς εκτός
των συνήθων της όρων. Η ορμή του συνδυαζόταν με την ικανότητα για πολιτική
πράξη συστηματική, στοιχείο που τον διέκρινε από τους σύγχρονούς του –π.χ. από
την γοητευτική αλλά πολιτικά επώδυνη, ακαταστασία που χαρακτήριζε τον Γ.
Παπανδρέου. Ήξερε να επιλέγει συνεργάτες και να βασίζεται στο επιτελείο του,
δηλαδή να κινητοποιεί δυνάμεις. Είχε την ικανότητα της έμπνευσης και της επαφής
με τον μέσο άνθρωπο. Ως διοικητής, ο Καραμανλής πάντοτε δούλευε το σύστημα στα όριά του. Αυτό για δύο λόγους:
πρώτον επειδή ο ίδιος δεν ήξερε άλλο τρόπο για να δουλεύει· δεύτερον, επειδή
ήξερε ότι το ίδιο το σύστημα, όσο και αν το αναμόρφωνε, υπέφερε από ενδημικές
αδυναμίες και έπρεπε να κινηθεί με αυτούς τους ρυθμούς εάν επρόκειτο να παραχθεί
έργο.
Παρά τη συχνά διατυπωμένη άποψη
σχετικά με το εκρηκτικό του χαρακτήρα του, επρόκειτο για έναν άνθρωπο που είχε συνειδητά καλλιεργήσει σε υπέρτατο
βαθμό την αρετή της αυτοσυγκράτησης: οι (δημόσιες) σιωπές του Καραμανλή
ήταν, έως το τέλος, ένα ιδιαίτερα ασυνήθιστο –πραγματικά εξωτικό για Έλληνα
πολιτικό ηγέτη- χαρακτηριστικό· ένα
(ας επιτραπεί η έκφραση) «υπερόπλο» το
οποίο τον βοηθούσε να διατηρεί ανοιχτές τις επιλογές του, να αποφεύγει την
άσκοπη φθορά και να έχει τη μέγιστη αποτελεσματικότητα όταν αποφάσιζε να
δράσει. Ήξερε –ή τέλος πάντων, έμαθε- να κρατά τη σφαίρα στο πιστόλι του
και να ρίχνει την κατάλληλη στιγμή. Και
ήξερε, όπως είπε ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν
έπρεπε να τιμωρεί[4]. Και έτσι μπορούσε να εμπνεύσει το αναγκαίο
μείγμα φόβου και αγάπης, σε εχθρούς και φίλους (το σχήμα μπορεί να
λειτουργήσει και χιαστεί), το οποίο
είναι αναγκαίο για την άσκηση της πολιτικής ηγεσίας.
Βασισμένος σε τούτα λειτούργησε
ως ηγετικός μαγνήτης για τον απλό άνθρωπο αλλά και για ένα μεγάλο μέρος της
ελίτ: είναι πραγματικά ενδιαφέρον να διακριβώνει κανείς το μέγεθος της γοητείας
που ασκούσε, και εξακολουθεί να ασκεί, ο Καραμανλής ακόμη και σε ανθρώπους που
σπεύδουν να τον απορρίψουν, πολλές φορές με ένα μένος που δύσκολα κρύβει το
δέος τους απέναντί τους. Η εικόνα, εξάλλου, του «απρόσιτου» ηγέτη τον βοηθούσε
να διατηρεί υψηλό το κύρος του και να προκαλεί τον σεβασμό των αντιπάλων του. Ο μύθος του Καραμανλή είναι τόσο ανθεκτικός
επειδή τράφηκε -και τρέφεται ακόμη- όχι απλώς από την αγάπη των φίλων του, αλλά
και από την αποδοχή του από τους εχθρούς του: «It is easier to be terrified by an enemy you admire» (Herbert, Dune, σ.
386).
[…] Και από λάθη; Δεν έκανε λάθη
ο Καραμανλής; Η απάντηση είναι απλή: όλοι οι άνθρωποι κάνουν λάθη· […]: σε
τελική ανάλυση, εάν δικαιώθηκε σε
βασικούς άξονες της δράσης του (ανάπτυξη, δημοκρατία, Ευρώπη), της υπαρξιακής
υφής για το μέλλον του έθνους, ήταν άραγε τόσο σημαντικό να διατυπωθεί
κριτική για μια επιμέρους απόφασή του; […]
Ο ίδιος δεν πίστεψε ποτέ στο μυθοποιημένο μεγαλείο του: ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλες ανασφάλειες
μέχρι το τέλος, και (ίσως ακριβώς γι’ αυτό) είχε τη διαύγεια να μπορεί να
αμφισβητήσει τον ίδιο του το μύθο. Αυτό φαίνεται στην πρωτοβουλία του να
προσφέρει το προσωπικό του αρχείο στην ιστορική έρευνα, ανταλλάσοντας έτσι τη
μυθοποίηση με την κριτική έρευνα, η οποία προσφέρει λιγότερο ηρωοποιημένες αλλά
περισσότερο ασφαλείς, νηφάλιες και μακροπρόθεσμα σταθερές αποτιμήσεις, τις
οποίες πάντοτε προτιμούσε […] είχε βέβαια την τύχη, η ανάδειξη των επιλογών του
να γίνει στο επιστημονικό πεδίο από πνευματικούς ανθρώπους της εμβέλειας του
Κωνσταντίνου Τσάτσου και του Κωνσταντίνου
Σβολόπουλου […]
Ευάνθης
Χατζηβασιλειου, Ελληνικός φιλελευθερισμός: το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ, 2010, σελ. 561-564)
[1] Γουντχάουζ Κ. Μ., Καραμανλής, ο ανορθωτής της ελληνικής
δημοκρατίας (Αθήνα, 1982), σσ. 21 και 29.
[4] «Ο Καραμανλής ξέρει τιμωρεί». Ρήση του Α. Παπανδρέου
προς τον Ν. Σκουλά, σε συζήτηση κατά της διάρκειας της δικτατορίας. Αναφέρεται
στο Νίκος Παπανδρέου, Ανδρέας Παπανδρέου:
η ζωή σε πρώτο ενικό και η τέχνη της πολιτικής αφήγησης (Αθήνα, 2003), σ.
83.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου