[…]
Η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, είχε πέσει το 1453
και μέχρι το 1460 είχε κατακτηθεί όλη η ηπειρωτική Ελλάδα. Αλλά οι Βυζαντινοί που κατακτήθηκαν από τους
Τούρκους τον 15ο αιώνα (και που τα εδάφη τους στη Μικρά Ασία και
σ’ άλλες περιοχές είχαν κατακτηθεί αρκετούς αιώνες πιο πριν) δεν είχαν συνείδηση εθνικότητας με την ίδια
έννοια, που την αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες όταν πολεμούσαν για την ελευθερία
τους στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, το 1821 και
μετά, θεωρούσαν και ονόμαζαν τους εαυτούς τους Έλληνες. Και το κράτος που σχηματίσθηκε σαν
αποτέλεσμα του αγώνα τους πήρε το όνομα
Ελλάς.
Οι Βυζαντινοί αντίθετα –με την
εξαίρεση μιας μικρής ομάδας […]- ούτε ονόμαζαν ούτε θεωρούσαν τους εαυτούς τους
Έλληνες. Ήταν μέλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μ’ αυτή την ανατολική και
χριστιανικά μορφή που της είχε προσδώσει ο Μέγας Κωνσταντίνος. Με την έννοια
αυτή, δεν ήταν μόνο Ρωμαίοι πολίτες,
αλλά ήταν επίσης ο εκλεχτός λαός του Θεού και η Αυτοκρατορία τους ήταν ο
χώρος όπου γινόταν η εκπλήρωση της Βασιλείας του Θεού επί της γης.
[…]
η λέξη «έθνος» δε σημαίνει γι’ αυτούς παρά διάφορες φυλές και γένη ελάσσονος σημασίας
και εκτός νόμου, ορδές βαρβάρων ή αιρετικών (ή και τα δύο μαζί) που δεν
είχαν το προνόμιο να ζουν μέσα στα όρια του βασιλείου του Χριστού επί της γης ή
να κυβερνώνται από τον θείω δικαίω αντιπρόσωπό Του, τον χριστιανό Αυτοκράτορα
του Βυζαντίου. Ακόμα περισσότερη αποστροφή
θα τους προκαλούσε η ιδέα ότι αποτελούσαν το έθνος των Ελλήνων. Το Βυζάντιο, σαν Κράτος Χριστιανικό, ήταν
ένας εχθρός του «ελληνισμού» και σ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας του (πάλι
μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις) αντιμετώπισε μ’ εχθρότητα τις φιλοσοφικές, θρησκευτικές
και ηθικές ιδέες της αρχαιότητας - μια εχθρότητα που εκδηλώθηκε με το κλείσιμο
της φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, τον 6ο
αιώνα […] Ελληνισμός σήμαινε παγανισμός
και πολυθεϊσμός. Ακόμη και ο πρώτος Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης μετά
την άλωση, ο Γεώργιος Σχολάριος, αρνιόταν να δεχτεί για τον εαυτό του τον τίτλο
του Έλληνα.
Ωστόσο,
παρά την επίσημη αυτή αντίθεση προς
τον ελληνισμό σαν φιλοσοφική και ηθική δύναμη […] οι Βυζαντινοί τελικά διατήρησαν μια κάποια παράδοση ελληνικής κουλτούρας.
Αυτό είναι αλήθεια, περιορίζονταν κυρίως
στην ουδέτερη ζώνη της γλώσσας και της
φιλολογίας […] Αλλά η κλασική παιδεία, και ιδιαίτερα η γνώση της αρχαίας
ελληνικής γλώσσας, είχαν φτάσει να γίνουν το sine que non για κάθε προαγωγή στα ανώτερα αξιώματα του
βυζαντινού κράτους. […] Πρέπει εντούτοις να τονιστεί ότι αρχικά αυτή η κλασσική
παιδεία είχε μια μορφή ελληνιστική ή μάλλον ρωμαιο-ελληνιστική, με την έννοια
ότι έδινε έμφαση κυρίως στη γραμματική, το συντακτικό και τη ρητορική – δηλαδή
τα «κλασικά» όπως τα εννοούν και τα μελετούσαν οι κλασσικοί φιλόλογοι της μετά
την Αναγέννηση εποχής. Δεν έδειχνε
επομένως κανένα άμεσο ενδιαφέρον για την
ίδια τη ζωή του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ούτε οδηγούσε σε καμία
εξιδανίκευση την κοινωνικών και θρησκευτικών μορφών αυτής της ζωής. Ακόμη λιγότερο μπορούσε να σημαίνει
ρομαντικό θαυμασμό για τους σύγχρονους κατοίκους των περιοχών της αρχαίας
Ελλάδας. Αυτοί οι «Ελλαδικοί», όπως
του ονόμαζαν δεν ήταν παρά οι κάτοικοι μιας όχι και πολύ σημαντικής επαρχίας
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χωρίς καμία αξίωση για ιδιαίτερη μεταχείριση.
Οπωσδήποτε,
γεγονός είναι ότι: μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τον
Μ. Αλέξανδρο και την επακόλουθη μετανάστευση
του εντόπιου πληθυσμού στα νέα και ακμάζοντα κέντρα του ελληνιστικού κόσμου
στην Αίγυπτο και την Ασία· μετά την ερήμωση που έφερε η ρωμαϊκή
κατάκτηση, ιδίως με την καταστροφή της Κορίνθου και τον άγριο σφαγιασμό των
Αθηναίων· μετά τις λεηλασίες των Τευτονικών
ορδών στον 3ο αιώνα μ.Χ., των Γότθων και του Αλάριχου στον 4ο·
μετά τις δολοφονικές μαζικές επιδρομές
των Σλάβων και την εγκατάσταση τους στην Ελλάδα, κυρίως στον 6ο και 7ο αιώνα· τέλος μετά από νέο κύμα επιδρομών, αυτή τη φορά
από τους Αλβανούς, τον 14ο αιώνα· μετά από όλα αυτά και ακόμη
περισσότερα, οι κάτοικοι αυτοί της ηπειρωτικής Ελλάδας του 15ου
αιώνα αποτελούσαν ένα μείγμα πολυφυλετικού υλικού, στο οποίο η συμβολή της
αρχαίας Ελληνικής φυλής θα πρέπει να ήταν πολύ μέτρια.
Παρ’
όλα αυτά, προς το τέλος της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας, άρχισε να πραγματοποιείται κάποια αλλαγή στη στάση μιας
τουλάχιστον μερίδας της βυζαντινής «elite» απέναντι στις
εδαφικές περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου και μη στους σύγχρονους
ανθρώπους που τις κατοικούσαν. Το γεγονός αυτό είχε βαθύτερες ρίζες. Από
τη μια μεριά, οι στρατιωτικές δραστηριότητες των Τούρκων προκαλούσαν έναν
διαρκώς αυξανόμενο εδαφικό περιορισμό στην αυτοκρατορία, κι από την άλλη, η
πνευματική εξέλιξη της λατινικής Δύσης καθιστούσε για τους Βυζαντινούς πολύ πιο
δύσκολη τη διατήρηση της αξίωσης σε μια πολιτιστική υπεροχή. Σαν συνέπεια, ορισμένοι βυζαντινοί διανοούμενοι
αισθάνθηκαν αναγκασμένοι να κάνουν μια επανεκτίμηση της θέσης τους: σε τι, επί
τέλους, βασιζόταν αυτή η ιδιαίτερη τους υπεροχή; Εξακολουθούσαν να είναι,
αναμφισβήτητα, ο εκλεκτός λαός. Εν τούτοις, το άλλοτε φυσικό επακόλουθο αυτού
του γεγονότος, ότι ήταν θέλημα του Θεού όλοι οι λαοί της γης να σχηματίσουν ένα
ενιαίο πολιτικό σώμα, σε οικουμενική εξάρτηση από τον Αντιπρόσωπό Του, τον
Βυζαντινό Αυτοκράτορα, έμοιαζε τώρα να είναι υπερβολικό. Διότι οι Τούρκοι, που
η στρατιωτική τους δύναμη είχε γίνει ολοφάνερη, ήταν καθαρά αιρετικοί. Και οι
χριστιανοί της Δύσης, τώρα σχισματικοί: ως όρο για κάθε βοήθεια σε όπλα ή
άνδρες που θα πρόσφεραν στους Βυζαντινούς για ν’ αντιμετωπίσουν τις τουρκικές
επιδρομές, ζητούσαν την αναγνώριση από τον Αυτοκράτορα, την Εκκλησία και το
λαό, της οικουμενικής εξουσίας του Πάπα σαν αντιπροσώπου του Θεού επί της γης.
Μπροστά στον κίνδυνο αυτής της διπλής απώλειας του τίτλου τους – εδαφικής και
θρησκευτικής – και σαν απεγνωσμένη
προσπάθεια για τη διαφύλαξη μιας ιστορικής ταυτότητας και συνέχειας, τα μέλη
αυτά της βυζαντινής πνευματικής «elite» που αναφέραμε
άρχισαν να διεκδικούν μια κληρονομιά, την οποία, ιδιόρρυθμη καθώς ήταν, ούτε οι
Τούρκοι ούτε οι Λατίνοι μπορούσαν ν’ αξιώσουν με τον ίδιο τρόπο. Διεκδικούσαν
την «ελληνική» κληρονομιά, εντελώς ξέχωρη από τη ρωμαιο-ελληνιστική παράδοση που
μοιράζονταν με τη λατινική Δύση. Και ισχυρίζονταν – με καμία ή με ελάχιστη
ιστορική δικαίωση, όπως είδαμε – ότι οι σύγχρονοι κάτοικοι της ηπειρωτικής και
νότιας Ελλάδας, που ακόμη δεν είχε κατακτηθεί από τους προελαύνοντες Τούρκους
ήταν οι αληθινοί πνευματικοί και φυλετικοί της αντιπρόσωποι.
Έτσι
άρχισε ν’ αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτούς τους «ελληνίζοντες», ή θαυμαστές της
Ελλάδας, μια νέα στάση απέναντι στο ελληνικό παρελθόν, με άμεσες θρησκευτικές
και πολιτικές επιπτώσεις στο παρόν. Σχετικά με τις θρησκευτικές επιπτώσεις θα υπενθυμίσουμε
ότι για τους χριστιανούς του Βυζαντίου ελληνισμός σήμαινε παγανισμός και
πολυθεϊσμός. Σήμαινε ακόμη, στο πιο
επικίνδυνο θέμα των φιλοσοφικών του αρχών, πλατωνισμός. Κατά τους πριν από
την πτώση της Αυτοκρατορίας αιώνες, ο πλατωνισμός, για λόγους που δεν
χρειάζεται ν’ αναφερθούν εδώ, είχε αποτελέσει έναν αυξανόμενο πειρασμό για
μερικούς από τους πιο φιλοσοφικά τοποθετημένους Βυζαντινούς. Τούτο είχε
δημιουργήσει μια αντίστοιχη ισχυρή αντίδραση μέσα στους κόλπους των
υπερασπιστών της Ορθοδοξίας: ο Ψελλός,
νεοπλατωνιστής του 11ου αιώνα, που αποτελούσε ο ίδιος δημόσια
προσβολή με τον «πλατωνισμό» του, αναφέρει
ότι οι μοναχοί στα μοναστήρια του Ολύμπου της Βιθυνίας, όπου είχε καταφύγει το
1055, έκαναν το σημείο του σταυρού και μόνο στο άκουσμα του ονόματος του
Πλάτωνα, και αναθεμάτιζαν αυτόν τον «ελληνικό» σατανά. Στον 14ο αιώνα, η Ιερά Σύνοδός είχε απαγγείλει ένα επίσημο
ανάθεμα εναντίον εκείνων που πίστευαν στις «πλατωνικές ιδέες». Σ’ αυτή την
πλατωνική παράδοση, οι νέοι ελληνίζοντες πίστευαν τώρα πως αναγνώριζαν τη
φιλοσοφική βάση της αρχαίας πατρογονικής τους κληρονομιάς. Η νέα άποψη δεν ήταν
φυσικά χωρίς πολιτικές επιπτώσεις. Διότι κάθε
«εθνικός» ισχυρισμός των ελληνιζόντων, ότι
οι κάτοικοι της Πελοποννήσου ήταν οι άμεσοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και κατά συνέπεια θα έπρεπε να αποκαταστήσουν
ένα εθνικό κράτος στα εδάφη που κρατούσαν άλλοτε οι Έλληνες, συνεπάγονταν κατ’
ανάγκη μια απόρριψη του υπερεθνικού και συνενωτικού οικουμενισμού που
αντιπροσώπευε η βυζαντινή αυτοκρατορική και θεοκρατική ιδέα.
Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων
Λεπτομέρεια από τοιχογραφία, Φλωρεντία, Ιταλία
|
Η «ελληνίζουσα»
κίνηση έφτασε σ’ ένα αποκορύφωμα κατά το πρώτο ήμισυ του 15ου αιώνα, δηλαδή πριν από
την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, και εκδηλώθηκε κυρίως στο πρόσωπο του
αξιόλογου Γεωργίου Πλήθωνα του Γεμιστού. Ο
Πλήθων αντιπροσωπεύει το αποκρυστάλλωμα αυτής της αλλαγής στη στάση απέναντι
στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, τον ισχυρισμό ότι οι σύγχρονοι κάτοικοι της
ηπειρωτικής Ελλάδας ήταν οι άμεσοι φυλετικοί και πνευματικοί απόγονοι των
παλαιών Ελλήνων. Στο υπόμνημα του προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄,
σκιαγραφώντας τα κύρια σημεία του προγράμματος του για την αναβίωση ενός
εθνικού ελληνικού κράτους, ο Πλήθων
έγραφε: «Εμείς, που μας κυβερνάς
και μας ελέγχεις, είμαστε Έλληνες κατά
τη φυλή, όπως φανερώνει η γλώσσα μας και η προγονική μας παιδεία. Και για τους Έλληνες, δεν υπάρχει καλύτερος
και καταλληλότερος τόπος από την Πελοπόννησο, μαζί με το γειτονικό τμήμα
της Ευρώπης και τα γύρω νησιά. Γιατί
φαίνεται ότι αυτός ο τόπος είχε πάντα κατοικηθεί από τους ίδιους Έλληνες, όσο
μακρά μπορεί να φτάσει η μνήμη του ανθρώπου. Κανείς δεν έζησε εδώ πριν απ’
αυτούς, ούτε ποτέ μετανάστες κατέλαβαν τον τόπο εκδιώκοντας τους κατοίκους, για
να εκδιωχθούν και οι ίδιοι αργότερα με τον ίδιο τρόπο. Όχι, αντίθετα, οι ίδιοι
οι Έλληνες φαίνεται να υπήρξαν πάντοτε οι κάτοχοί του και ποτέ δεν τον
εγκατέλειψαν». […]
Εκείνο που
οραματίζονταν ο Πλήθων ήταν στην πραγματικότητα ένα είδος πλατωνικής κοινωνίας. Και δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι για τη διαμόρφωση αυτής της κοινωνίας ο Πλήθων επιθυμούσε να
παίξει ένα ρόλο σε σχέση με τους βυζαντινούς πρίγκιπες, παρόμοιο με εκείνον που
ο Πλάτων είχε θελήσει να παίξει σε σχέση με τους τυράννους στην αυλή των
Συρακουσών. […]
Η
πολιτική και κοινωνική αποσύνθεση της βυζαντινής αυτοκρατορίας τον είχε πείσει
ότι ο ορθόδοξος Χριστιανισμός ήταν ανίκανος πλέον να προσφέρει τη θρησκευτική
βάση για το νέο ελληνικό κράτος […] Οι Έλληνες θα μπορούσαν οι ίδιοι να σωθούν
μόνο αν αποφάσιζαν να ξεκαθαρίσουν όλα τα πρόσθετα στοιχεία και τα σφάλματα που
είχαν αμαυρώσει τα υψηλά πνευματικά ιδανικά των προγόνων τους, και στο φως
αυτών των ιδανικών ν’ αναμορφώσουν τη ζωή τους και το πρότυπο της κοινωνίας
τους. Ένας μύθος είχε γεννηθεί – ο μύθος
ότι οι άνθρωποι που κατοικούσαν τώρα στη γη της αρχαίας Ελλάδας ήταν οι άμεσοι
απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και ότι μόνο η παιδεία και η σκέψη αυτών των
ενδόξων προγόνων μπορούσε ν’ αποτελέσει μια σίγουρη βάση για την αναγέννηση του
νέου ελληνικού έθνους.
Ωστόσο,
από μια άποψη ο μύθος ήταν θνησιγενής,
γιατί η εξέλιξη του και η πρακτική του εφαρμογή σταμάτησε σχεδόν αμέσως μετά τη
γέννησή του, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) και την επακόλουθη
κατάκτηση της ηπειρωτικής Ελλάδας από τους Τούρκους. Ανεξάρτητα όμως από το
γεγονός αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι η
κίνηση και οι ιδέες που εκπροσωπούσε ο Πλήθων υποστηρίζονταν από μια μικρή μόνο
ομάδα Βυζαντινών διανοούμενων […] Τόσο η
πλειοψηφία των μορφωμένων Βυζαντινών όσο και οι μάζες των κατοίκων της
ηπειρωτικής Ελλάδας, έμεναν πιστοί στην ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση […] Γι’ αυτόν το λαό […] τα
ονόματα Έλλην και Πλάτων εξακολουθούσε να είναι εχθρικά και αποκρουστικά.
Ενώ, απ’ την άλλη μεριά, η τουρκική
κατάκτηση σήμαινε γι’ αυτούς κάτι εντελώς διαφορετικό. Σήμαινε πρώτα απ’
όλα μια πρόσκαιρη τιμωρία για τις
αμαρτίες που είχε διαπράξει αυτός ο λαός απέναντι στον Θεό του (παρόμοια με
την τιμωρία της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνας)· σήμαινε ακόμη, αν και κάπως πιο
έμμεσα μια θεία παρέμβαση που θα εμπόδιζε την ολοφάνερα αναπόφευκτη υποδούλωση
αυτού του λαού στη σχισματική, για να μη πούμε αιρετική, Δύση και στον Πάπα
της. «Καλύτερα σαρίκιον Μωαμεθανού παρά
μήτρα Λατίνου», ήταν η κλασική έκφραση που έδειχνε τη συναίσθηση ότι υπήρχε η
θεία πρόνοια σ’ αυτή την παρέμβαση.
Έτσι,
οι ορθόδοξοι Χριστιανοί – κι’ αυτός
ήταν ο μόνος κοινός τίτλος που είχαν οι σύγχρονοι κάτοικοι των ελληνικών εδαφών
την εποχή της τούρκικης κατάκτησης – με την πτώση της Κωνσταντινούπολης αποδέχθηκαν και πίστεψαν ένα μύθο εντελώς
διαφορετικό από εκείνον που τους είχε προσφέρει ο Πλήθων και οι οπαδοί του:
αποδέχθηκαν σαν δίκαιη την προσδοκία ότι
μια μέρα, αργά ή γρήγορα, (λίγο ενδιέφερε το πότε), ο Θεός θα οδηγούσε τον εκλεκτό λαό Του έξω από την αιχμαλωσία, θα του
έδινε πίσω όλα είχε χάσει από τους Τούρκους και τους Φράγκους. Κι αφού
καθαριζόταν απ’ τις αμαρτίες και τις αδυναμίες της, η Χριστιανική Αυτοκρατορία
– το βασίλειο του Θεού επί της γης – θ’ αναγεννιόταν μέσα σ’ όλη την πρώτη της
δόξα, όχι σαν καρπός μιας ιδιαίτερης προσπάθειας, εκτός από τη μετάνοια, των
ορθόδοξων Χριστιανών, αλλά σαν μέρος μια εξέλιξης στην παγκόσμια τάξη
πραγμάτων, που κατευθύνονταν από τη θεία θέληση. Μέσα σε λίγα χρόνια από την
πτώση της Κωνσταντινούπολης, κυκλοφορούσαν κι’ όλας ανάμεσα στους Χριστιανούς
τραγούδια, πούλεγαν για το πάρσιμο της Πόλης και της μεγάλης εκκλησίας της, της
Αγίας-Σ0φιάς:
Πάλι
με χρόνια, με καιρούς,
πάλι
δικά μας θάναι.
Έτσι,
στο τέλος της βυζαντινής περιόδου,
βλέπουμε το μέλλον των Χριστιανών κατοίκων της άλλοτε Αυτοκρατορίας να
διαγράφεται με τη μορφή δύο ασυμφιλίωτων μύθων. Ο πρώτος είχε γεννηθεί από
την πίστη σ’ ένα κλασσικό παρελθόν,
και ο δεύτερος από την πίστη στη συνέχιση
του αυτοκρατορικού πεπρωμένου του χριστιανικού Βυζαντίου. Ήταν ο δεύτερος μύθος, όπως τον διατήρησε και τον έθρεψε πάνω απ’ όλα η Εκκλησία, που έδωσε στους ορθόδοξους Χριστιανούς του
ελλαδικού χώρου τη δύναμη να διασώσουν μια συνείδηση ταυτότητας μέσα από τους
μακρούς αιώνες της τουρκικής κατοχής. Κι
όμως, από μια παράξενη ειρωνεία, ο πρώτος μύθος, μολονότι αποκομμένος από
τη ζωή σχεδόν αμέσως με τη γέννησή του όπως παρατηρήσαμε, έριξε ωστόσο το σπόρο
του, πέρα από κάθε προσδοκία, σε μια
γη εχθρική όπου ρίζωσε κι’ αναπτύχθηκε με τέτοια δύναμη, ώστε, όταν μεταφυτεύτηκε πίσω στη δική του γη, το
17ο και 18ο αιώνα, απλώθηκε με μια ορμή εκπληκτική.
Philip Sherrard, Δοκίμια για τον νέο ελληνισμό
(Εκδόσεις
Δωδώνη, 1971, σελ. 14-27)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου