Τα
ελληνικά κείμενα που είχαν μεταφραστεί στα λατινικά κατά τον 12ο και
13ο αιώνα, κυρίως από αραβικές μεταφράσεις, περιορίζονταν σχεδόν
αποκλειστικά σε μαθηματικά, αστρολογία, αστρονομία, ιατρική και αριστοτελική
φιλοσοφία. Είναι αλήθεια ότι από τα μέσα του 14ου αιώνα κι άλλα έργα
της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας άρχισαν να διαδίδονται στη Δύση, σε όλο και
μεγαλύτερη έκταση. Τούτο οφείλονταν τόσο στην άφιξη Βυζαντινών λογίων, όσο και
στην ακάματη εργασία Ιταλών λογίων, που ταξίδευαν στην Κωνσταντινούπολη,
διψασμένοι για ελληνική γνώση. Μ’ αυτό τον τρόπο, Ιταλοί ουμανιστές, όπως ο Πετράρχης, άρχισαν να διαβάζουν τους
«κλασικούς». Αλλά η ενασχόληση αυτή των ουμανιστών με τους αρχαίους Έλληνες
συγγραφείς, δεν επήγαζε από κανένα ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα καθ’
εαυτήν ή για τους κατοίκους της. Προερχόταν
μάλλον από τις γραμματικές και ρητορικές τους μελέτες. […]
Τούτο
σημαίνει, ότι από την άποψη που εξετάζουμε εδώ, ότι μολονότι υπήρχε ένας
αυξημένος σεβασμός για την αρχαία ελληνική φιλολογία την εποχή της Αναγέννησης,
δεν είχε εντούτοις δημιουργηθεί, στην αρχή τουλάχιστο, κανένας
ιδιαίτερος θαυμασμός για τα υπάρχοντα φυσικά μνημεία της αρχαίας Ελλάδας, κι’
ακόμη λιγότερο για τους αρχαίους Έλληνες σαν ένα σύνολο ή για τον χαρακτήρα
τους ή για τον τρόπο ζωής τους. Και τούτο γιατί η γνωριμία μ’ αυτή τη
φιλολογία γινόταν μέσω της ρωμαϊκής παράδοσης και όχι απ’ ευθείας. […] Όπως
αναφέρει ο Πλούταρχος, οι λέξεις
ελληνιστής και λόγιος ήταν οι δυο περιφρονητικές εκφράσεις που είχαν πάντα
έτοιμες στα χείλη τους οι τεχνίτες και οι διάφοροι άλλοι εργατικοί άνθρωποι στη
Ρώμη. Αλλά και οι ίδιοι οι
συγγραφείς όπως ο Βιργίλιος, ο Πλαύτος, ο Γιουβενάλης, ο Πλίνιος, ο
Κικέρων, ο Λίβιος, ο Σενέκας, και πολλοί άλλοι, συμφωνώντας με το λαό, δυσφήμιζαν στα γραπτά τους τους Έλληνες κατά
τον ένα ή τον άλλο τρόπο και διαδήλωναν με εξαιρετικά, πολλές φορές, υβριστική
φρασεολογία την αποστροφή ή τον χλευασμό τους για την προπέτεια, τη διπροσωπία, την ψευδολογία, τη λαγνεία, τη
ματαιοδοξία και την υποκριτική δουλικότητα που τους χαρακτήριζε. […] Η εξευτελιστική έννοια της λέξης Έλλην,
που προερχόταν από τη λατινική φιλολογία, εξακολουθούσε
να έχει απήχηση ακόμη και μέσα στη νεώτερη ευρωπαϊκή φιλολογία, μέχρι
τουλάχιστο και τον 19ο αιώνα. […]
Η ανασύσταση της
κλασικής παράδοσης κατά τους χρόνους της Αναγέννησης στη ρωμαϊκή, ή
ακριβέστερα ίσως, στη ρωμαιο – ελληνιστική της μορφή, είχε δύο συνέπειες μεγάλης σπουδαιότητας για το μέλλον του ελληνικού
κράτους. Η πρώτη είχε τις ρίζες της
στις αξίες αυτής της ίδιας της παράδοσης. […] Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα κι’ ο
Πετράρχης ισχυριζόταν ότι μόνο οι Έλληνες και οι Λατίνοι συγγραφείς μπορούσαν
να σταθούν υπόδειγμα για το πώς πρέπει να ζει ο άνθρωπος, πώς να χαίρεται τη
φύση, πώς να καλλιεργεί τη φιλία, και γι’ άλλα ακόμη. Το μέγα έργο της
δημιουργίας πνευματικών και πολιτιστικών βάσεων για τον σύγχρονο ευρωπαϊκό
πολιτισμό είχε αρχίσει – και μάλιστα υπό όρους που συνεπάγονταν έναν εξαιρετικό
σεβασμό για την αριστοτελική φιλοσοφία και μια εξιδανίκευση της αρχαίας
ελληνικής κουλτούρας. Εν τούτοις αυτός ο
σεβασμός και η εξιδανίκευση δεν εμπόδισαν να δημιουργηθεί, όπως είδαμε, μια
ιδιαίτερα κυνική και ταπεινωτική ιδέα για τον χαρακτήρα των αρχαίων Ελλήνων,
που προερχόταν κυρίως από Λατίνους συγγραφείς. Τούτο ήταν η δεύτερη συνέπεια
μεγάλης σημασίας για το μελλοντικό ελληνικό κράτος […]
Στη
Δύση υπήρχε ήδη ένας αρκετά μεγάλος αριθμός από έργα της αρχαίας ελληνικής
φιλολογίας, που αυξήθηκε ακόμα περισσότερο με όσα έφεραν μαζί τους οι Έλληνες
εξόριστοι από την Κωνσταντινούπολη, το Μυστρά και άλλα πνευματικά κέντρα.
Ωστόσο θα έπρεπε να υπάρχουν και πολλά άλλα ακόμα, ιδίως στην Κωνσταντινούπολη,
[…] Επιπλέον, υπήρχαν κι’ άλλες πηγές πληροφοριών ζωτικής σημασίας σε
ελληνικούς τόπους, για όσους ενδιαφέρονταν να συμπληρώσουν τις γνώσεις τους
γύρω απ’ την αρχαιότητα, […] Τέτοιες πηγές αποτελούσαν τα έργα των αρχαίων
Ελλήνων αρχιτεκτόνων και μηχανικών, των γλυπτών, των κεραμιστών.
Γύρω
απ’ αυτά τα τελευταία, κυρίως, συγκεντρώθηκε το ενδιαφέρον και η δραστηριότητα
των μορφωμένων Ευρωπαίων, […] Το
αποτέλεσμα της διάδοσης των κλασικών ιδεών ανάμεσα στις νέες τάξεις των αστών
και εμπόρων, ήταν η δημιουργία ενός νέου τύπου ουμανισμού. Ήταν ο
ουμανισμός εκείνων που τα είχαν καταφέρει καλά στο νέο αστικό κόσμο, […] Στην ουσία, αυτοί […] ενδιαφέρονταν λιγότερο για την
ακαδημαϊκή γνώση της αρχαιότητας και περισσότερο
για τον υλικό της πλούτο. […] οι ελληνικοί τόποι,
ήταν ακόμα σχετικά ανεξερεύνητοι και ανεκμετάλλευτοι και μπορούσαν ν’ αποδώσουν
σημαντική λεία. […]
Όλα
αυτά σήμαιναν ότι κατά τον δέκατο έκτο,
τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα ο αριθμός των καλλιεργημένων Ευρωπαίων
που επισκέπτονταν τα διάφορα ελληνικά μέρη αυξήθηκε υπερβολικά. Ανάμεσα σ’
αυτούς υπήρχαν βέβαια και πολλοί που έρχονταν σαν απλοί προσκυνητές ενός
πολιτισμού, […] αλλά υπήρχαν και οι άλλοι, που έρχονταν για να εκμεταλλευθούν
συστηματικά τους αρχαίους θησαυρούς, κλέβοντας τα χειρόγραφα απ’ τις
μοναστηριακές βιβλιοθήκες, αντιγράφοντας επιγραφές και σχεδιάζοντας ναούς,
αφαιρώντας ολόκληρα αετώματα […] Και
όπου κι’ αν ταξίδευαν οι άνθρωποι αυτοί, κουβαλούσαν μαζί τους το όνειρο της
μεγάλης χρυσής εποχής της Ελλάδας, τις απόψεις τους για τον ελληνικό χαρακτήρα
[…] και την πεποίθηση, ουσιαστικά
αδιαμφισβήτητη μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, πως οι σύγχρονοι
κάτοικοι που συναντούσαν στα ταξίδια τους ήταν οι φυλετικοί απόγονοι των
αρχαίων. Έτσι, μέσα από την
πολύτιμη φιλολογία όπου οι ταξιδιώτες αυτοί κατέγραφαν τις εμπειρίες τους ή τις
ανακαλύψεις τους, άρχισε να ακούγεται η
ατελείωτη κι’ αναπόφευκτη επωδός για την αντίθεση που υπήρχε ανάμεσα στην
αρχαία δόξα και τη σύγχρονη παρακμή των Ελλήνων. […]
Ποιο
ήταν το αποτέλεσμα που είχαν αυτές οι περιοδείες και οι επαφές με τους
συγχρόνους επιζώντες κατοίκους αυτών των άλλοτε δοξασμένων τόπων; Για να
δώσουμε μια σωστή εξήγηση σ’ αυτό είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ότι οι
συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησαν οι ορθόδοξοι Χριστιανοί στις ελληνικές
χώρες κατά τους αιώνες που ακολούθησαν την τουρκική κατάκτηση, δεν τους
δημιούργησαν καμμιά ριζική αλλαγή πνευματικού ή ηθικού περιεχομένου: εξακολουθούσαν
πάντα να παραμένουν αυτό που υπήρξαν κατά τη βυζαντινή εποχή. Το γεγονός
μάλιστα ότι ο Σουλτάνος, σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση, θεωρούσε τους
ορθόδοξους χριστιανούς υπηκόους του σαν ένα «έθνος» (millet), του οποίου η
κεφαλή, όχι μόνο η πνευματική αλλά και η κοσμική, ήταν ο Οικουμενικός
Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης […] Στην πραγματικότητα ο Πατριάρχης […]
κατέληξε να είναι ο αρχηγός ενός κράτους εν κράτει. […]
Χωρίς
αμφιβολία, υπήρξαν βάσανα και πίκρες –χειρότερο απ’ όλα ίσως, το παιδομάζωμα,
ένα σύστημα ζωντανού φόρου, που ξεδιάλεγε τα παιδιά των Χριστιανών και τα
προετοίμαζε με κατάλληλη διαπαιδαγώγηση για να καταλάβουν αργότερα θέσεις στο
στρατό του Σουλτάνου ή στα τουρκικά σπίτια σαν σκλάβοι. Εν τούτοις, γενικά
μπορεί κανείς να πει ότι οι χώρες που ανήκαν στη δικαιοδοσία του Πατριάρχη
αποτελούσαν, σε περιορισμένη έννοια, μια ανασύσταση του Βυζαντίου. Κι’ ακόμη,
ότι οι ορθόδοξοι Χριστιανοί των
ελληνικών περιοχών, κατόρθωσαν, σ’ όλη την περίοδο της τουρκικής κατοχής, να
διασώσουν την ταυτότητα τους σαν ένας μη – δυτικός λαός, όχι μόνο χάρη σ’
αυτή τη διάρκεια της πνευματικής και θρησκευτικής παράδοσης του Βυζαντίου, […]
που δεν είχε το κέντρο της στη δυτική Ευρώπη, ούτε καν στην ευρωπαϊκή Ελλάδα.
Επί
πλέον, θα πρέπει ακόμα να υπενθυμίσουμε ότι η στάση των ορθοδόξων Χριστιανών προς τους λαούς της δυτικής Ευρώπης
δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή, τόσο στο εκκλησιαστικό, όσο και στο λαϊκό
επίπεδο. Κατ’ αρχήν, η δυτική Ευρώπη σαν
σύνολο, αντιπροσώπευε μια γιγάντια αποστασία από τον Χριστό και την αληθινή
πίστη και οι λαοί της ήταν σχισματικοί ή αιρετικοί, γεγονός που είχε εξαιρετική
σημασία και που τους τοποθετούσε σε μια στάθμη χαμηλότερη ακόμα κι’ από τους
Τούρκους του Ισλάμ. Έπειτα οι
Σταυροφόροι, και ιδιαίτερα η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους
«Σταυροφόρους» το 1204, είχαν αφήσει μια κληρονομιά έσχατης δυσπιστίας, αν όχι
εχθρότητας, για την παρουσία δυτικών Ευρωπαίων στην ανατολική Μεσόγειο και
τα γειτονικά εδάφη. Αυτή τη δυσπιστία
και την εχθρότητα, την έτρεφαν κυρίως οι εμπορικές δραστηριότητες των Βενετών
και των Γενοβέζων, που σε πολλές περιπτώσεις κατέληγαν σε ουσιαστική κατοχή
ορθόδοξων περιοχών. Όλα αυτά είχαν δώσει στους ορθόδοξους Χριστιανούς την
ευκαιρία να συγκρίνουν τη συμπεριφορά των δυτικών με αυτή των Τούρκων, και πάλι
το συμπέρασμα σπάνια έβγαινε υπέρ των δυτικών, που με την αρπακτικότητά τους
γενικά είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα έντονης δυσφορίας. […]
Έτσι,
θα μπορούσε να πει κανείς ότι η χαμηλή
εκτίμηση που οι ουμανιστές της Δύσης έτρεφαν για τους ορθόδοξους Χριστιανούς,
βρισκόταν σε αμοιβαιότητα με την ίδια, αν όχι και χαμηλότερη ιδέα που οι
Χριστιανοί αυτοί είχαν για τους Φράγκους. […]
[…]
οι πιο μορφωμένοι Χριστιανοί υπήκοοι του
Σουλτάνου […] – έχουν εντελώς
αποδεχτή την δυτικο-ευρωπαική άποψη για τη γενεαλογία τους: ότι δηλαδή οι
σημερινοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου είναι οι νόμιμοι και γνήσιοι κληρονόμοι
των αρχαίων Ελλήνων· ότι η γλώσσα τους είναι η ίδια· και ότι οι πατέρες
τους ήταν εκείνοι που έγραψαν τα μεγάλα έργα και ύψωσαν τα μεγαλόπρεπα μνημεία.
Μέρος αυτού του μύθου, που θεμελίωσε κυρίως ο Πλήθων κατά το τέλος της βυζαντινής περιόδου […]
Εντούτοις,
το γεγονός αυτό δεν εξηγεί το πώς η άλλη
όψη του μύθου – ότι δηλαδή μόνον οι αξίες της κλασικής παράδοσης μπορούν ν’
αποτελέσουν τη βάση για την αναγέννηση του νέου ελληνικού έθνους – μπόρεσε να εκτοπίσει τις πατροπαράδοτες
χριστιανικές αξίες, σε σημείο ώστε την εποχή που ξέσπασε ο πόλεμος της
Απελευθέρωσης του 1821, τα ιδανικά για τα οποία πολεμούσαν οι Έλληνες δεν ήταν
πια μια θεοκρατική Χριστιανική Οικουμένη, αλλά η ίδρυση ενός εθνικού κράτους
πάνω σε καθαρά κοσμικά και δυτικά πρότυπα.
Αυτή η ριζική
αλλαγή
στη συνείδηση των ορθοδόξων Χριστιανών
– ή τουλάχιστον σε πολλούς από τους σημαίνοντες ανάμεσά τους – μπορεί να εξηγηθεί από την αλλαγή στη στάση
των δυτικο – ευρωπαίων απέναντί τους, κατά το τέλος του 18ου
αιώνα και ιδιαίτερα στις αρχές του 19ου. Η νίκη των δυτικών στρατιών
εναντίον των Τούρκων κατά τη πολιορκία της Βιέννης το 1683, έδειξε […] ότι το
ζήτημα της διαδοχής των Τούρκων […] έγινε το άμεσο μέλημα που απασχόλησε τις
μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Αλλά σήμαινε ακόμη, κατά προέκταση, ότι οι
διεθνείς συμπάθειες και προτιμήσεις των Χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου στις
ελληνικές χώρες δεν ήταν πλέον ένα θέμα εντελώς ασήμαντο.
Επί
πλέον, αυτή η καινούργια συναίσθηση της
δυνατότητας ν’ αποκατασταθεί το ελληνικό έθνος σαν ένας σύμμαχος στο μεγάλο
παιχνίδι των διεθνών πολιτικών επιρροών, δημιούργησε
ταυτόχρονα μια ρομαντική αντίληψη για τον χαρακτήρα του σύγχρονου Έλληνα, τις
έμφυτες δυνάμεις και τα στοιχεία που τον συνιστούσαν. Η δυτική εξιδανίκευση
γύρω από κάθε τι το ελληνικό επηρέασε αναπόφευκτα και την πατροπαράδοτη άποψη
που είχαν οι Λατίνοι για τον ελληνικό χαρακτήρα. Με την τωρινή αντίληψη, οι
άνθρωποι που κατοικούσαν στο χώρο της αρχαίας Ελλάδας ήταν οπωσδήποτε, κατά κοινή
ομολογία, γνήσια «προϊόντα» των αρχαίων Ελλήνων […] Οι μοντέρνες θεωρίες Ρουσσώ, ότι ο άνθρωπος έχει μια έμφυτη καλοσύνη,
αλλά τα δεσμά που του επιβάλλουν οι δόλιοι και ισχυροί άνθρωποι την εμποδίζουν
να εκδηλωθεί, ενίσχυαν τις φιλελληνικές θέσεις. […] Εξ άλλου, οι Ευρωπαίοι της Δύσης, που είχαν
οικοδομήσει τον πολιτισμό τους πάνω στις αξίες που δημιούργησαν οι αρχαίοι
Έλληνες, δεν είχαν μήπως χρέος αναμφισβήτητο να βοηθήσουν τους απογόνους αυτών των
αρχαίων να ξαναβρούν την κληρονομιά, που τόσο άδικα τους είχαν αποστερήσει;
Η ευθύνη λοιπόν ερχόταν να ενισχύσει το συναίσθημα. Κι’ έτσι, άρχισε να παίρνει δύναμη το μεγάλο παλιρροϊκό κύμα του
ρομαντικού φιλελληνισμού […]
[…]
Πάντως, ούτε ο φιλελληνισμός, ούτε η διεθνής πολιτική μόνο μπορούν να θεωρηθούν
σαν αιτία για το γεγονός ότι την εποχή που οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν εναντίον των
Τούρκων, το 1821, είχε κι’ όλας διαμορφωθεί μέσα στη συνείδησή τους η απόφαση
για το αν η μορφή της νέας κοινωνίας που θάβγαινε μέσ’ από τους αγώνες τους θα
βασιζόταν πάνω στον ορθόδοξο ή πάνω στον ελληνικό μύθο – και φυσικά η απόφαση
αυτή ήταν υπέρ του τελευταίου. […]
[…]
ο νέο – Αριστοτελισμός που
παραμέρισε την Αβερρο – Αριστοτελική παράδοση στο πανεπιστήμιο της Πάδουας τον
δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο αιώνα, ήταν αναμφισβήτητα υλιστικός – ερμήνευε το
κάθε τι με τις έννοιες μιας καθαρά φυσικής και οργανικής αιτιοκρατίας. Και
ακριβώς αυτή η «νέα» φιλοσοφία αποτέλεσε
τη βάση για τις θεωρίες εκείνες, πολιτικές και άλλες, που κατά τον δέκατο όγδοο
αιώνα διαδόθηκαν σ’ όλη την Ευρώπη με τόση επιτυχία από τους διάφορους
πρωτεργάτες του Διαφωτισμού.
Όλα αυτά δεν θα
είχαν καμιά ιδιαίτερη συνέπεια ως προς τη διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας, αν
δεν συνέτρεχαν διάφορα τυχαία περιστατικά. Το 1405 η Πάδουα καταλήφθηκε από
τους Ενετούς. Η Ενετική Γερουσία επικύρωσε την αυτονομία και τα προνόμια του
πανεπιστημίου της, που ουσιαστικά έγινε το πανεπιστήμιο της Ενετικής
Δημοκρατίας. […] Σ’ αυτό το ανεξάρτητο
πανεπιστήμιο της Πάδοβας άρχισαν να έρχονται οι ορθόδοξοι Χριστιανοί από
την Ελλάδα όταν, μετά την πτώση της Πόλης, έχασαν πια τη δυνατότητα για ανώτερη
μόρφωση στην πατρίδα τους. Τούτο ήταν βέβαια πολύ φυσικό, πρώτον γιατί πολλές
απ’ τις ελληνικές περιοχές βρίσκονταν τώρα στα χέρια της Ενετικής Δημοκρατίας, που
εξασφάλιζε την ανεξαρτησία του πανεπιστημίου της Πάδουας από τον έλεγχο της
Ρώμης· και δεύτερον, γιατί χάρη σ’ αυτήν ακριβώς την ανεξαρτησία, το
πανεπιστήμιο ήταν σε θέση να δέχεται […] και ορθόδοξους σπουδαστές. Φυσικά,
αυτό σήμαινε ότι η Πάδουα μπόρεσε να επωφεληθεί από τις υπηρεσίες που της
πρόσφεραν μερικοί από τους εξέχοντες Έλληνες φιλολόγους της εποχής […] Αυτό
σήμαινε ακόμη και ότι αυτό το
ορθολογιστικό πνεύμα που επικρατούσε τότε στην Πάδουα, κυριάρχησε σ’ ολόκληρη
την ανώτερη παιδεία των Ελλήνων, από την άλωση της Πόλης ως τον αγώνα της
Ανεξαρτησίας του 1821 και επηρέασε ορισμένα από τα πιο ισχυρά στοιχεία που
διαμόρφωσαν το πνευματικό και πολιτιστικό κλίμα στην Ελλάδα αυτής της περιόδου.
[…] Δεν ήταν μόνον οι ελληνικοί εμπορικοί οίκοι και τα τυπογραφεία που
λειτουργούσαν στη Βενετία τον δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο αιώνα, αλλά επί
πλέον, η Ενετική Δημοκρατία επέτρεψε τη λειτουργία ελληνικών σχολείων – πράγμα
που είχε άλλοτε απαγορεύσει στις ελληνικές περιοχές που βρίσκονταν υπό τον
έλεγχό της. […] εξ’ άλλου, όταν
ανασυγκροτήθηκε η Ακαδημία του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, τον δέκατο
έκτο αιώνα, στελεχώθηκε με σχολάρχες, που όλοι τους σχεδόν ήταν απόφοιτοι του
πανεπιστημίου της Πάδουας.
Θεόφιλου Κορυδαλλέως:
Εις άπασαν την Λογικήν του Αριστοτέλους
υπομνήματα και
ζητήματα
|
Ο πιο σπουδαίος από τους σχολάρχες αυτούς ήταν
αναντίρρητα ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς,
που διορίστηκε στην Ακαδημία το 1624 […] έγινε ο κορυφαίος εκπρόσωπος της
δυτικής σκέψης και παιδείας στην ελληνική ανατολή […] Ο Κορυδαλλεύς μετατόπισε
το κέντρο της ελληνικής παιδείας από την Ιταλία στην Κωνσταντινούπολη […] Κατά τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο
αιώνα ιδρύθηκαν κι’ άλλα κέντρα παιδείας σε ελληνικές περιοχές, στη Χίο,
στον Άθωνα, στην Ήπειρο και Μακεδονία, στην Πάτμο – ουσιαστικά σε κάθε σχεδόν
ελληνική πόλη, μέσα και έξω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όλα αυτά τα κέντρα
ακολουθούσαν τη γραμμή και το σύστημα που είχε δώσει ο Κορυδαλλεύς και
αποτέλεσαν τα μέσα με τα οποία μεταδόθηκε στις ελληνικές περιοχές ο νέος
ανθρωπιστικός και κοσμικός τρόπος σκέψης και παιδείας.
Έτσι, άρχισε η αργή
διαδικασία που υπονόμευσε εκ των έσω τις χριστιανικές αξίες και ιδέες του
ελληνόφωνου ορθόδοξου λαού και τις παραμέρισε για χάρη των ιδανικών ενός
«ελληνισμού» που θα είχε τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα. Εκείνοι που υπήρξαν
περισσότερο δεκτικοί για τις ανατρεπτικές επιδράσεις των νέων αυτών ιδανικών
ήταν οι Φαναριώτες, δηλαδή οι
Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, που κατείχαν υψηλές θέσεις στην πολιτική
διοίκηση του Πατριαρχείου […] Έπειτα, ήταν και η νέα εμπορική – αστική τάξη που είχε αληθινά μια βαρύνουσα επιρροή
τόσο μέσα όσο και έξω από τον ελληνικό χώρο. Στη Βενετία υπήρχε ίσως η πιο
αξιόλογη, αλλά όχι η μόνη ελληνική εμπορική παροικία. Τον 18ο αιώνα
υπήρχαν τέτοιες παροικίες σε όλα σχεδόν τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης
[…] Συγχρόνως, από τις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα, οι έλληνες άρχισαν ν’
αποκτούν μια εξέχουσα θέση στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο και τη ναυτιλία
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. […] Η παιδεία λοιπόν μαζί με τα οικονομικά
συμφέροντα της ανερχόμενης τάξης προετοίμασαν το έδαφος, περί το τέλος του 18ου
και τις αρχές του 19ου αιώνα, για την έντονη διάδοση των ιδεών του
κοσμικού φιλελευθερισμού και του κλασικού διαφωτισμού από τον Αδαμάντιο Κοραή,
που υπήρξε ίσως, μετά τον Κορυδαλλέα, ο πιο σπουδαίος δάσκαλος του ελληνικού
λαού κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Αδαμάντιος Κοραής |
Θα
μπορούσε να πει κανείς ότι με τον Κοραή
(1748) συμπληρώνεται ο κύκλος του μύθου που δημιούργησε ο Πλήθων – ότι οι
σημερινοί κάτοικοι της ελληνικής γης είναι οι άμεσοι φυλετικοί απόγονοι των
αρχαίων Ελλήνων και ότι μόνο με βάση την ελληνική σκέψη και παιδεία είναι
δυνατό να δημιουργηθεί μια νέα Ελλάδα. Θα
πρέπει ωστόσο να προστεθεί ότι ο κύκλος συμπληρώνεται αφού πρώτα υποστεί όλες
τις μεταλλαγές μέσα στις διάφορες σχολές και τις μορφωμένες τάξεις της δυτικής
Ευρώπης, παίρνοντας τελικά μια μορφή που ο ίδιος ο Πλήθων θα την απέκρουε.
Γιατί ο Πλήθων ήταν ένας θρησκευτικός πλατωνιστής που πίστευε ότι το σχήμα της
ανθρώπινης κοινωνίας είχε νόημα μόνον όταν στηριζόταν σε αρχές μεταφυσικής
τάξης. Ενώ οι θεωρίες που αντιπροσώπευε ο Κοραής, ανάγονταν κατ’ ευθείαν στις
αριστοτελικές κατηγορίες, που είχαν αναπτυχθεί κατά τον δέκατο τρίτο και δέκατο
τέταρτο αιώνα. Οι κατηγορίες αυτές αποσκοπούσαν μόνο σε μια καθαρή γήινη
ανθρώπινη ευημερία, που μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσα σε μια κοσμική και
τελικά μη – θρησκευτική πολιτική κοινωνία. […] Η Ελλάδα, λίκνο του πολιτισμού που τώρα ανθούσε στην Δυτική Ευρώπη,
είχε αποκοπεί απ’ αυτήν εξ αιτίας του απαίσιου και βάρβαρου Τούρκου. […] Επομένως, εκείνο που έπρεπε τώρα να γίνει,
ήταν μια αναμόρφωση των Ελλήνων με τη σπουδή των κλασικών. […] Με λίγα
λόγια, εκείνο που οραματιζόταν ο Κοραής,
ήταν η «χειραφέτηση» της Ελλάδας, στα πλαίσια του κοσμικού φιλελευθερισμού και
του ανθρωπιστικού διαφωτισμού της σύγχρονης Δύσης. Και μ’ αυτό τον στόχο
μπροστά του, άρχισε την έντονη εκστρατεία για τη διάδοση των ιδεών του στον
ελληνικό χώρο.
Η αποδοχή των
συστημάτων της δυτικής σκέψης σημαδεύει την αποκρυστάλλωση μιας μακριάς
διαδικασίας. Σ’ αυτή τη διαδικασία αναμετρήθηκαν και αναχωνεύτηκαν οι δυο
ασυμφιλίωτοι τελικά μύθοι του Ελληνισμού, που από την εποχή της Άλωσης προσφέρουν
στους ορθόδοξους Χριστιανούς τη δυνατότητα να ορίσουν την ιστορική τους
ταυτότητα και τα μελλοντικά τους πεπρωμένα. Με τον πρώτο μύθο, οι Έλληνες αναζητούν τις ρίζες τους στη θεοκρατική
και αυτοκρατορική κοινωνία του Βυζαντίου, και θεωρώντας τον εαυτό τους σαν το
εκλεκτό λαό του Θεού, προσδοκούσαν την μελλοντική τους αναγέννηση. Με τον
δεύτερο, τις ρίζες αυτές τις αναζητούσαν στον αρχαίο κόσμο και πίστευαν στην
αναγέννηση του με την έννοια ενός εθνικού κράτους, σίγουροι ότι οι ίδιοι ήταν
οι φυλετικοί απόγονοι των ένδοξων Ελλήνων […]
Η πραγματικότητα
ωστόσο είναι ότι την εποχή που ξέσπασε ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας, το 1821, στη
συνείδηση των Ελλήνων είχε υπερισχύσει ο δεύτερος μύθος […] Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να δεχτούμε ότι
κερδίζοντας την υπεροχή του στη συνείδηση των Ελλήνων, ο μύθος αυτός είχε
προσλάβει και χρησιμοποιήσει για τους δικούς του κοσμικούς σκοπούς πολλά από τα
στοιχεία που ανήκαν άλλοτε στο αντίθετο ιεροκρατικό σύστημα – την ιδέα του
εκλεκτού λαού ή την ιδέα μιας Αυτοκρατορίας. […]
Philip Sherrard, Δοκίμια για τον νέο ελληνισμό
(Εκδόσεις
Δωδώνη, 1971, σελ. 29- 63)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου