Στις ιωνικές πόλεις
καθιερώθηκε, γύρω στις αρχές του έβδομου αιώνα, το χρήμα. Ως τότε χρησιμοποιούνταν στις καθημερινές
συναλλαγές λεπτές ράβδοι χαλκού, που απ' το σχήμα τους λέγονταν οβολοί
δηλαδή σούβλες· έξι τέτοιοι οβολοί αποτελούσαν
μια «χούφτα», δραχμή (από το δράττομαι = αδράχνω, πιάνω): αυτά τα ονόματα
πέρασαν στα κατοπινά ελληνικά νομίσματα.
Τώρα όμως οι
Έλληνες άρχισαν να κόβουν κέρματα, που το βάρος και η περιεκτικότητά τους σε
πολύτιμο μέταλλο ήταν εγγυημένα με κρατική σφραγίδα και που, σ' ένα λαό
που δεν έκανε τίποτα χωρίς τέχνη, πήραν γρήγορα τις πιο διαφορετικές και
γοητευτικές μορφές. Ως μέταλλο
χρησιμοποιούσαν το ήλεκτρο, ένα
κράμα από χρυσάφι και ασήμι, των οποίων όμως η αναλογία κυμαινόταν έντονα από
πόλη σε πόλη. Εκείνος που έβαλε τέρμα σ' αυτή τη σύγχυση, κόβοντας νομίσματα
από ατόφιο χρυσάφι και ασήμι, ήταν ο Κροίσος. Ως τον έκτο αιώνα η
κυκλοφορία του χρήματος περιοριζόταν στη Μικρά Ασία και στα κυριότερα εμπορικά
κέντρα της Κεντρικής Ελλάδας. Κατόπιν όμως εξαπλώθηκε παντού, ως τους Έλληνες
της Ιταλίας και της Σικελίας. Η
μεγαλύτερη ελληνική νομισματική μονάδα ήταν το τάλαντο. Ένα τάλαντο είχε εξήντα μνες, μια μνα εκατό
δραχμές, μια δραχμή έξι οβολούς. Παράλληλα υπήρχαν κέρματα των δύο, τριών
και τεσσάρων οβολών, των δύο και τεσσάρων δραχμών: διόβολα, τριόβολα και
τετρόβολα, στατήρες και τετράδραχμα.
Τετράδραχμο, 450-400 π. Χ. |
Για
να πάρουμε μια γενική ιδέα για την αγοραστική δύναμη όλων αυτών των νομισμάτων
(που φυσικά άλλαζε συνεχώς στην πορεία της ελληνικής ιστορίας), θ' αναφέρουμε
ότι την εποχή του Σόλωνα ένα βόδι με
μέτρια ποιότητα κόστιζε πέντε δραχμές, ένας μέδιμνος (52 1/2 λίτρα) δημητριακών
μία δραχμή, ενώ στα χρόνια του Περικλή το κατώτερο όριο για την καθημερινή
συντήρηση μιας οικογένειας ήταν ένα τρίτο της δραχμής, ποσό που στα τέλη του
τέταρτου αιώνα ανέβηκε στη μια δραχμή. Την ίδια περίπου εποχή ένας μετρητής
κρασί (περίπου 40 λίτρα, επρόκειτο προφανώς για συνηθισμένο κρασί) έκανε έξι ως
οχτώ δραχμές και τα έξοδα διατροφής ενός δούλου ήταν δύο οβολοί, ποσό με το
οποίο ο δούλος μπορούσε να φάει απλά, αλλά χορταστικά. Όποιος είχε περιουσία τρία τάλαντα (οι τόκοι ήταν κατά μέσο όρο
12%) θεωρούνταν ήδη πλούσιος. Για
μερικούς σοφιστές και καλλιτέχνες αναφέρεται ότι ποτέ δεν ζητούταν για το
μάθημα που παρέδιδαν (και που πάντως διαρκούσε αρκετά χρόνια) λιγότερο από ένα τάλαντο,
ένα ποσό προφανώς εξωφρενικό, που θεωρείται ένδειξη της τεράστιας φήμης τους. Ο
Επίκουρος πλήρωσε 80 μνες για τον μεγάλο και ωραίο κήπο που αγόρασε το έτος 306
σε θαυμάσια τοποθεσία, για να εγκαταστήσει εκεί τη σχολή του· την ίδια περίπου
εποχή ένα συνηθισμένο σπίτι στοίχιζε από 300 ως 700 δραχμές, μια πολυτελής
έπαυλη από 5.000 ως 10.000 δραχμές. Ο
μεγιστάνας του πλούτου Καλλίας, ιδιοκτήτης ορυχείων, πασίγνωστος σ' ολόκληρη
την Ελλάδα, είχε περιουσία 200 ταλάντων. Στη συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε
τον πρώτο καρχηδονιακό πόλεμο (264-241 π.Χ.), οι Καρχηδόνιοι χρέωσαν τους Ρωμαίους
τα έξοδα του 23χρονου πολέμου με 3.200 τάλαντα.
Egon Friedell, Πολιτιστική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας
[Εκδόσεις
Πορεία, 1994, σελ. 107-108]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου