Ο Φάουστ του Γκαίτε
υποβαστάζεται από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και τη γενική αναταραχή των
πνευμάτων που έφερε στη Γερμανία η θρησκευτική μεταρρύθμιση του Λουθήρου. Ο μύθος λοιπόν
για τον Φάουστ γεννήθηκε δυο αιώνες πριν γεννηθεί ο Γκαίτε. Η παράδοση αυτή
συγκεντρώθηκε από έναν Λουθηρανό του δέκατου έκτου αιώνα στη λεγόμενη λαϊκή
φυλλάδα για τον δόκτορα Φάουστ η οποία δημοσιεύτηκε στη Φρανκφούρτη το 1587.
Τον αιώνα ακριβώς αυτό έζησε και ο παράξενος άνθρωπος που λέγονταν δόκτωρ
Φάουστ. Ο μύθος για τον Φάουστ, όπως και οι μύθοι για τον Άμλετ, τον Δον
Κιχώτη, τον αιώνιο Ιουδαίο και τον Δον Ζουάν, ανήκουν στην κατηγορία εκείνων
των μύθων που ονομάζονται μύθοι της ψυχής. […] Είναι μυθολογήματα με
κοσμοπλαστική σημασία. Για να γίνει όμως μια ανθρώπινη μορφή σύμβολο των
μεγάλων προβλημάτων που συγκλονίζουν κάθε άνθρωπο, πρέπει να είναι προικισμένη
με εξαίρετα χαρίσματα και με δυνάμεις δαιμόνιες, που διεγείρουν την φαντασία
του λαού η οποία μεταπλάθει τη συγκεκριμένη μορφή σε σύμβολο. Έτσι και ο δόκτωρ Ιωάννης Φάουστ ήταν ένα ιστορικό,
πραγματικό πρόσωπο, που έζησε τον δέκατον έκτον αιώνα. […]
Σ’
αυτόν τον αιώνα σπάζει και ο ισχυρότερος δεσμός που κρατάει τον Μεσαίωνα ως
πνευματική ενότητα, σπάζει η ενιαία καθολική θρησκεία. […] Η μορφή όμως του
αιώνα αυτού που έμελλε να συγκεντρώσει μέσα της σχεδόν όλα τα στοιχεία του
ανθρώπινου τύπου, ο οποίος χαρακτηρίζει τον αιώνα αυτόν, είναι ο Φάουστ, ο
αστρολόγος, ο μάντης, ο πλανόδιος, ο τολμηρός, το αχαλίνωτο τέλος πνεύμα, που
κατέληξε να γίνει σύντροφος του διαβόλου και να του παραδώσει σώμα και ψυχή.
Εκτός από τη λαϊκή
φυλλάδα, που περιέχει τα γεγονότα και τα τερατουργήματα του Φάουστ, υπάρχουν
και ιστορικά πρόσωπα της εποχής εκείνης, τα οποία ομολογούν ότι είδαν τον
μεγαλόστομο αυτόν άνθρωπο και ομιλούν με περιφρόνηση γι’ αυτόν. […] Ακόμη και
στα πρακτικά του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης αναφέρεται το 1509 ένας Ιωάννης
Φάουστ, ο οποίος γίνεται δεκτός σε διδακτορικές εξετάσεις. […] Δυνατός, αναιδής, φιλήδονος, μάγος, αλχημιστής,
ερημοσπίτης, άστατος, ταραχοποιός, ιδού μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά του.
Η λαϊκή φυλλάδα για
τον Φάουστ
Κατά
τη λαϊκή φυλλάδα η οποία είναι γνήσιο γέννημα του προτεσταντικού πνεύματος ο Φάουστ ήταν γυιός ενός χωρικού και
σπούδασε στην πόλη της Βιττεμβέργης. Έγινε
πρώτα διδάκτωρ της θεολογίας. Αλλά,
επειδή ήταν ανόητος και υπερήφανος, παράτησε την Αγία Γραφή και έκανε ζωή
ανόσια και άθεη. Έπειτα πήγε στη Κρακοβία, που το πανεπιστήμιό της ήταν
ξακουστό στη μαγεία, και εκεί ευρήκε πολλούς ομοίους του και εγνώρισε όλα τα
χαλδαϊκά, περσικά και ελληνικά σύμβολα της μαγείας. […] «Γι’ αυτό ο άθεος αυτός
άνθρωπος εξέπεσε από τον Θεό και δημιουργό του και έγινε σύντροφος του Σατανά
και η πτώση του αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μεγαλαυχία του, η απόγνωση
του και το θράσος του να εξιχνιάσει τα πάντα και να τα βάλει με όλους, όπως οι
τιτάνες για τους οποίους μας μιλάνε οι ποιηταί». Με τα ξόρκια της μαγικής του θέσης ο Φάουστ, έτσι αφηγείται η λαϊκή
φυλλάδα, μια νύχτα μέσα σ’ ένα δάσος
φέρνει μπροστά του τον ίδιο το Σατανά, ο οποίος του λέει: «έλα, όπου εγώ
δεν θέλω να πάω, εκεί θα στέλνω εσένα». […] Όταν το πρωί εγύρισε ο Φάουστ στο
σπίτι του, προσκάλεσε με τα μάγια του τον Σατανά μέσα στο δωμάτιό του και
άρχισε την πρώτη συζήτηση μαζί του. Έπειτα
από τρεις συζητήσεις που είχε ο Φάουστ με τον Σατανά, που το όνομά του είναι
Μεφιστοφελής, ο Φάουστ παραδίδεται σ’ αυτόν και γράφει και υπογράφει το
πρακτικό της παραδόσεώς του με το ίδιο του το αίμα. Το πρακτικό έχει ως
εξής: «Εγώ ο Ιωάννης Φάουστ ομολογώ με το ίδιο μου το χέρι δημοσία το έγκυρο
αυτής της επιστολής. Επειδή καταπιάστηκα να εξετάσω τα στοιχεία και επειδή από
τα χαρίσματα που μου δόθηκαν άνωθεν δεν υπάρχει τέτοια δύναμη στο πνεύμα μου
και επειδή αυτό που ζητώ δεν μπορώ να το μάθω από τους ανθρώπους, γι’ αυτό
παραδόθηκα στο παρών πνεύμα, που λέγεται Μεφιστοφελής, και είναι υπηρέτης του
διαβολικού ηγεμόνα, του Εωσφόρου. Και τον διάλεξα αυτόν για να με πληροφορήσει
και να μου τα μάθει όλα αυτά. Αυτός εξάλλου μου υποσχέθηκε να μου είναι σε όλα
υποτακτικός και υπάκουος. Απέναντι σ’ αυτό του υπόσχομαι εγώ πάλι να του
παραδοθώ για είκοσι τέσσερα χρόνια και να έχει εξουσία πάνω μου για όλα, για
ψυχή, σάρκα, αίμα και βιος. Προς τον σκοπόν αυτόν αρνούμαι όλους που ζουν, όλες
τις στρατιές του ουρανού και όλους τους ανθρώπους. Για να έχει το πιστοποιητικό
τούτο μεγαλύτερο κύρος το έγραψα και το υπέγραψα με το ίδιο μου το αίμα.
Ιωάννης δρ. Φάουστους».
Ο
Φάουστ έχει μαζί του και έναν σπουδαστή ως βοηθό του, τον παράτολμο και
γαστρονόμο Βάγκνερ, τον οποίον ο Γκαίτε έπειτα θα μεταπλάσει σε ένα στενοκέφαλο
σπουδαστή, που θα αποτελεί την ειρωνική σκιά του τιτανικού ανθρώπου. […] Ημέρα και νύχτα ζει τώρα ο Φάουστ μια ζωή
επικούρεια, γιατί πιστεύει ότι ψυχή και σώμα πεθαίνουν μαζί. […] Ο Φάουστ ενδιαφέρεται να μάθει τι είδους πνεύμα
είναι ο Μεφιστοφελής και πως ο αρχηγός του, ο Εωσφόρος, εξέπεσε από τον ουρανό.
Ο Μεφιστοφελής είναι ένα από τα πνεύματα που έχει ο Εωσφόρος στη διάθεσή του.
Ο Εωσφόρος πάλιν είδε όλα τα έργα και τα
δημιουργήματα του Θεού στον ουρανό, ήταν κάποτε κι αυτός ένας όμορφος άγγελος,
αλλά εξέπεσε, γιατί ήταν υπερόπτης και κατέληξε στην κόλαση. Εκεί και όλα τα
υπηρετικά μικρότερα πνεύματα του Εωσφόρου. «Εμείς οι διάβολοι όμως δεν
γνωρίζουμε πως είναι καμωμένη η κόλαση, γιατί αυτή δεν έχει τέλος ούτε πυθμένα.
Η κόλαση, η κατοικία μας, περιέχει τόσα πολλά μέσα της, όσος είναι όλος ο
κόσμος».
Το δεύτερο μέρος
της λαϊκής φυλλάδας
Το δεύτερο μέρος
της λαϊκής φυλλάδας περιέχει ομιλίες του Φάουστ για το σύμπαν, για τη γη και
περιγράφει τις οπτασίες και τις πεποιθήσεις του Φάουστ. Αφηγείται πως ο
αστρονόμος ή αστρολόγος Φάουστ, […] έκαμε ένα ημερολόγιο και ότι τα έργα του τα
επαινούσαν όλοι οι μαθηματικοί της εποχής. Στο ημερολόγιό του προέλεγε τι
ακριβώς θα συμβεί και πότε θα συμβεί […] Όταν τελείωσε το ημερολόγιο του,
ερώτησε τον σύντροφό του, τον Μεφιστοφελή, ποια είναι η γνώμη του για την
αστρολογία. Ο Μεφιστοφελής του απάντησε ότι όλοι οι άνθρωποι και όλοι οι
ουρανοσκόποι δεν μπορούν να εξιχνιάσουν τίποτε, γιατί τα έργα του Θεού είναι
κατά βάθος απόκρυφα. Όταν ο Φάουστ ζητά να του ειπεί πως ο Θεός εδημιούργησε
τον κόσμο, ο Μεφιστοφελής του απαντά: «ο κόσμος, φίλε μου Φάουστ, είναι
αγέννητος και άπειρος. Έτσι και το ανθρώπινο γένος είναι από καταβολής κόσμου
και δεν έχει αρχή και τέλος. […]
Ύστερα
από οχτώ χρόνια που ο Φάουστ τα πέρασε στη σπουδή, μάθηση και έρευνα, εκάλεσε
τον Μεφιστοφελή να το φέρει μπροστά του Εωσφόρο τον ίδιο. Όμως ο Εωσφόρος δεν
ήλθε, αλλά παρουσιάστηκε ο Βελζεβούλ, ο οποίος ερώτησε τον Φάουστ τι θέλει.
Τότε ο Φάουστ του λέει ότι θέλει ένα από τα πνεύματα να τον οδηγήσει κατ’
ευθείαν στην κόλαση και, αφού ίδει την ποιότητα, τη βάση και την ουσία της, να
τον ξαναφέρει στον κόσμο. Τα μεσάνυχτα ξαναπαρουσιάζεται ο Βελζεβούλ και
προτείνει στον Φάουστ να τον οδηγήσει στην κόλαση. Έπειτα από τα φρικτά θεάματα
που είδαν τα μάτια του στην κόλαση, γυρίζει ο Φάουστ στον κόσμο και καταγράφει
τα όσα είδε. […]
Τον
δέκατο πέμπτο χρόνο της συμφωνίας του με τον Μεφιστοφελή ο Φάουστ καλεί τον
σύντροφό του να τον συνοδέψει σε ένα ταξίδι που θέλει να κάνει στις
σπουδαιότερες χώρες και πόλεις […]
Το τρίτο μέρος της
λαϊκής φυλλάδας
Το τρίτο και
τελευταίο μέρος της λαϊκής φυλλάδας περιγράφει διάφορα μαγικά γοητεύματα που
έκαμε ο Φάουστ σε διάφορες βασιλικές αυλές της Ευρώπης και τέλος τον τραγικό
και άθλιο θάνατο του Φάουστ. […] Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία να αναφέρωμε εδώ όλες
αυτές τις μαγείες του Φάουστ. Μία όμως αξίζει να την μνημονεύσουμε, γιατί
αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία που χρησιμοποίησε ο Γκαίτε, για να συνθέση το
δεύτερο μέρος του Φάουστ. Ήταν Κυριακή του Θωμά. Ο Φάουστ είχε καλέσει σπίτι
του πολλούς σπουδαστάς σε συμπόσιο. Όταν άρχισαν να πίνουν, είπε κάποιος ότι
ήθελε να ιδή «την ωραία Ελένη από την Ελλάδα που γι’ αυτήν καταστράφηκε η
Τροία». Ο Φάουστ δέχθηκε να τους την παρουσιάση. Εβγήκε για λίγο έξω «και όταν
ξαναγύρισε τον ακολουθούσε η Βασίλισσα Ελένη και ήταν τόσο όμορφη, ώστε οι
σπουδασταί δεν ήξεραν, αν είναι πια στα σύγκαλά τους ή όχι. Τόσο ταραγμένοι και
αναμμένοι ήταν». […] Το θέαμα άναψε τον έρωτα μέσα στις ψυχές των σπουδαστών,
αλλά, επειδή εγνώριζαν ότι ήταν πνεύμα, συγκρατήθηκαν. Όμως παρακάλεσαν τον
Φάουστ να τους ξαναπαρουσιάσει την Ελένη την αυριανή ημέρα, οπότε θα έφερναν
ένα ζωγράφο να την ζωγραφίση. Ο Φάουστ αρνείται με τη δικαιολογία, ότι δεν
μπορεί πάντοτε να ξυπνά το πνεύμα της, αλλά θα τους δώση, λέει, μια εικόνα της
και απ’ αυτήν μπορούν να την ζωγραφίσουν.
Κατά
τη λαϊκή φυλλάδα ο Φάουστ εδίδαξε ως καθηγητής στα Πανεπιστήμια της
Βιττεμβέργης και της Ερφούρτης, όπου έμεινε πολλά χρόνια και έκαμε πολλές
μαγείες. […]
Τον
εικοστό τρίτο χρόνο αφ’ είχε παραδοθή στο Μεφιστοφελή ο Φάουστ επόθησε ο ίδιος
την Ελένη και παρακάλεσε τον σύντροφό του να του τη φέρη. Η καρδιά του
αιχμαλωτίστηκε τόσο απ’ αυτήν, ώστε την κράτησε μαζί του. Από την Ελένη ο
Φάουστ έκαμε έναν γυιό, τον Justus Faustus. […] Όταν πέρασαν τα είκοσι τέσσερα και
έφθασε η τελευταία εβδομάδα, παρουσιάστηκε ο Μεφιστοφελής, του έδειξε το
συμφωνητικό, που είχε ο ίδιος με το αίμα του γράψει και υπογράψει, και του είπε
ότι θάρθη την τελευταία νύχτα αυτής της εβδομάδας να του πάρει το σώμα. Ο
Φάουστ δειλιάζει, οπότε ο Μεφιστοφελής του λέει: «Θα χάσεις βέβαια το σώμα σου,
αλλά θα περάσει καιρός πολύς ώσπου να κριθείς». Ο Φάουστ τότε εκάλεσε πολλούς
συναδέλφους του και σπουδαστάς σε ένα χωριό έξω απ’ την Ερφούρτη, όπου έφαγαν
όλοι μαζί και διασκέδασαν. Τότε ο Φάουστ τους παρακαλεί να μείνουν και να φάνε
και τη νύχτα μαζί του, γιατί έχει να τους ειπή κάτι σπουδαίο. Οι φίλοι του
αποφάσισαν να μείνουν και τότε ο Φάουστ τους είπε: «αγαπητοί μου, έμπιστοί μου
κύριοι, ο λόγος που σας κάλεσα είναι ότι εσείς από χρόνια τώρα γνωρίζεται τι
είδους άνθρωπος είμαι, ότι είμαι έμπειρος στη μαγεία και στις άλλες τέχνες.
Όμως αυτές οι τέχνες έρχονται από τον διάβολο και σ’ αυτήν τη διαβολική χαρά
δεν με έφερε κανείς άλλος παρά η κακή συντροφιά καθώς και η ανάξια σάρκα μου, η
άθεη βούλησή μου και οι υψιπετείς διαβολικές σκέψεις μου. Τα είκοσι τέσσερα
χρόνια πέρασαν και τώρα ήλθε η ώρα να παραδώσω σώμα και ψυχή. Σας παρακαλώ
λοιπόν να χαιρετίσετε όλους τους δικούς μου και όλους όσους μου έδειξαν εύνοια
και, αν σε τίποτα σας έβλαψα, να μη μου το κρατήσετε, αλλά να με συγχωρήστε.
Όσο για τις περιπέτειες και τις μαγείες που έκαμα όλα αυτά τα εικοσιτέσσερα χρόνια,
θα τις ευρήτε όλες γραμμένες από μένα. Και το φρικτό μου τέλος να το έχετε σαν
παράδειγμα σε όλη σας τη ζωή. Και να μην αφήσετε από το νου σας ποτέ τον Θεό και
να τον παρακαλέσετε να σας προστατεύη από την πανουργία και την απάτη του
Σατανά.»
Όταν
την άλλη μέρα οι σπουδασταί επήγαν στο δωμάτιο του Φάουστ, δεν τον ευρήκαν.
Ευρήκαν όμως το δωμάτιό του γεμάτο αίματα […] Τέλος ευρήκαν το σώμα του έξω
πεταμένο επάνω στην κόπρο […] Οι καθηγηταί και σπουδασταί τον έθαψαν στο χωριό
εκείνο. Όταν γύρισαν στη Βιττεμβέργη στο σπίτι του Φάουστ ευρήκαν αυτήν τη
φυλλάδα, την ιστορία του δόκτορος Φάουστ, που την έγραψε ο ίδιος, εκτός από το
μέρος που περιγράφει το τέλος του. Το τέλος το περιέγραψαν οι μαθηταί του και
το πρόσθεσαν στη φυλλάδα. Κατά βάθος ο δρ. Φάουστ είναι ο σκοτεινός αντίπαλος
του δόκτορος Λουθήρου. Το καινούργιο χριστιανικό πνεύμα που επήγασε από τη
Μεταρρύθμιση του Λουθήρου δεν είναι μόνο αντιπαπικό, αλλά χτυπάει την αμαρτία,
την ακολασία και την ύβρη, οπωσδήποτε και οπουδήποτε εκδηλώνεται. Κάθε αμαρτία
είναι αξιοκατάκριτη. Πιο πολύ όμως απ’ όλες είναι η μαγεία, η τέχνη του Φάουστ.
[…]
Η λαϊκή φυλλάδα και
το έργον του Χριστόφορου Μάρλοου για τον Φάουστ
Η
ιδιαίτερη όμως αξία της λαϊκής φυλλάδας για τον Φάουστ είναι ότι εκράτησε ζωντανή μέσα στη μνήμη του γερμανικού λαού την
παράδοση για τον παράδοξο και παράτολμο άνθρωπο της εποχής εκείνης, ο οποίος
κατέχεται από την άπληστη τάση να εξιχνιάση τα μυστικά του κόσμου. Οι εκδόσεις
της λαϊκής φυλλάδας διαδέχονται η μια την άλλη κατά τον δέκατον έκτο αιώνα και
το σπουδαιότερο είναι τότε κιόλας μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες. Έτσι ένας νέος
ποιητής της εποχής εκείνης στην Αγγλία, ο μεγάλος πρόδρομος του Σαίξπηρ, ο
Χριστόφορος Μάρλοου (1563 – 1593) ενθουσιάζεται τόσο πολύ από τη μορφή του
Φάουστ, ώστε πρώτος αυτός εδραματούργησε την παράδοση. Ο τίτλος του έργου του
είναι «Η τραγική ιστορία του δόκτορος Φάουστ. […] Στο δράμα που έκαμε ο Μάρλοου
για τον Φάουστ παρουσιάζεται ζωηρότατα ο άνθρωπος της Αναγέννησης, ο οποίος
ζητεί να παραμερίσει τη σχολαστική παιδεία του Μεσαίωνος, και δεν διστάζει
κινούμενος από τον άσβεστο πόθο για πραγματική γνώση της ζωής και του κόσμου να
κλείση συμφωνία με τον διάβολο. […] Ο Φάουστ του Μάρλοου διψάει για δύναμη και
για να αποκτήση αυτήν τη δύναμη παραδίδεται στον Μεφιστοφελή. Ό,τι είχε κηρύξει
ο σύγχρονός του Άγγλος φιλόσοφος Βάκων (1561 – 1626), τούτο είναι και εδώ το
όνειρο του φάουστ, η δύναμη. Και η γνώση αξίζει μόνον για τη δύναμή της. […]
Ο Φάουστ και ο
Λέσσινγκ
(1729 – 1781)
[…]
Ο Λέσσινγκ είναι ο πρώτος που καταπιάνεται στον αιώνα του με τη δραματοποίηση
της ιδέας του Φάουστ. Παλεύει σχεδόν όλη του τη ζωή με την ύλη αυτήν, αλλά
μόνον μερικές σκηνές εσχεδίασε. Όμως ο ήρως του δράματος, ο Φάουστ, αποκτά τώρα
βαθύτερο περιεχόμενο. Ο όλος πολιτισμός της χώρας αυτής έχει πια ωριμάσει. Από
το επικό του στάδιο το πνεύμα προχώρησε βαθύτερα στον εαυτό του, όπως τούτο
φαίνεται ήδη από τη μουσική του δεκάτου εβδόμου και δεκάτου ογδόου αιώνα. Η
Μεταρρύθμιση ήταν το πρώτο βήμα του γερμανικού πνεύματος. Η μουσική ήταν το
δεύτερο και τώρα ακολουθεί η τέχνη του λόγου την οποία θα συνοδεύση η
φιλοσοφία. Ο Λέσσινγκ όμως δεν ήταν καθόλου φαουστικός άνθρωπος. Η ποίησή του
είναι περισσότερο λογική παρά μυθική. […] Ο Λέσσινγκ ήταν πρόδρομος του Γκαίτε,
όπως ο Μάρλοου ήταν πρόδρομος του Σαίξπηρ […].
Ιωάννης
Θεοδωρακόπουλος,
Ο Φάουστ του Γκαίτε
[ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ της «ΕΣΤΙΑΣ», 2012, σελ. 16-29]
[ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ της «ΕΣΤΙΑΣ», 2012, σελ. 16-29]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου