Κάθε άνθρωπος
επιθυμεί να είναι ευτυχής. Όταν πρόκειται να γνωρίσουμε την αλήθεια, κανένας δεν
είναι τόσο εύστροφος, ώστε να φοβάται το σφάλμα σαν ένα κακό. Λίγο σχεδόν
είμαστε «λυπημένοι» (Πολιτεία, V, 476 D) από τη φιλαυτία
μας, όταν ο φιλόσοφος απαιτεί μόνος να περιορίζει μιαν αλήθεια για την οποίαν
στο βάθος δεν έχουμε τι να κάνουμε. «Αλλά όταν πρόκειται για πράγματα αγαθά,
κανείς δεν περιορίζεται να κατέχει μόνον φαινόμενα· αντίθετα, τα πραγματικά
αγαθά όλος ο κόσμος αναζητά, χωρίς να αποδώσει καμιά αξία, μέσα σ’ αυτή την
περιοχή, στο φαινόμενο» (Πολιτεία, VI, 505, D).
Είναι σαφές για
όλους ότι η ευτυχία συνίσταται στο να κατέχουμε πολλά καλά (Ευθύδημος, 278, Ε) πράγματα: πλούτο,
τιμή, εξουσία (αγαθά εξωτερικά)· υγεία, ομορφιά, δύναμη, επιδεξιοσύνη (αγαθά
του σώματος)· θάρρος, χαρακτήρα, ευφυΐα (αγαθά της ψυχής) (Ευθύδημος, 279 A-B· Νόμοι, I, 631 B-C· V, 727α – 729α). Ας
προσθέσουμε, ότι δεν πρόκειται να τα καθέξουμε. Τα πράγματα δεν είναι ωφέλιμα παρά για κείνον που τα χρησιμοποιεί και,
ακριβέστερα για κείνον που τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει. Έτσι, όλα αυτά «τα
αγαθά» δεν είναι, ακριβώς, ούτε καλά ούτε κακά· αυτά δεν γίνονται τέτοια παρά
με τη χρήση, καλή ή κακή, που κάνουμε σ’ αυτά. Έτσι, κάθε φρόνιμη χρήση κατακτά μια γνώση. Ας πούμε, λοιπόν, στο τέλος
του λογαριασμού, ότι δεν είναι καλό
παρά η επιστήμη, δεν είναι κακό παρά η άγνοια (Ευθύδημος, 280 Β
– 281 E). Η επιστήμη
της ευτυχίας θα έπρεπε να μας διδάξει ταυτόχρονα και να αποκτούμε τ’ αγαθά και
να τα χρησιμοποιούμε.
Που να βρούμε αυτή
την επιστήμη;
- Όλα τα επαγγέλματα, όλες οι μέθοδοι που γνωρίζουν, ν’ αποκτούν ή να παράγουν
αγαθά, αγνοούν πώς να τα χρησιμοποιούν. Κυνηγοί και ψαράδες είναι υποχρεωμένοι
να παραδώσουν τη λεία τους στο μάγειρο που μόνος γνωρίζει ν’ αντλήσει μέρος απ’
αυτή. Οι στρατηγοί είναι ικανοί να κατακτήσουν μια πόλη, αλλά μόνον ο πολιτικός
γνωρίζει να εκμεταλλευτεί τις νίκες τους (Ευθύδημος,
288 D – 290 D). Για κάθε αντικείμενο, είναι μια μέθοδος
παραγωγής (ή απόκτησης) και μια μέθοδος χρήσης και, κάθε φορά η μια υποτάσσεται
στην άλλη· έτσι, ο ιππέας διδάσκει στο σιδηρουργό ή στο σαμαροποιό, τι
πρέπει να είναι ένα καλό φίμωτρο, ή ένα καλό χαλινάρι, ο υφαντουργός καθοδηγεί
την εργασία του κατασκευαστεί στις σαΐτες (Πολιτεία,
Χ, 601· Κρατύλος, 390 Β). Τέχνες, επιστήμες, μέθοδοι ιεραρχούνται
ανάλογα μ’ αυτό που η μια παράγει και που χρησιμοποιεί η άλλη, έως ότου να καταλήξουν σε κάποια υψίστη
επιστήμη που θα δεσπόσει στο σύνολο των μεθόδων.
Ποια είναι αυτή η «βασιλική επιστήμη»; (Ευθύδημος, 291 β 5· C 8· Πολιτικός, 305 D2). Είναι βέβαιον ότι αυτή η επιστήμη, η πιο υψηλή, θα εφαρμοσθεί, όχι σ’ οποιοδήποτε αντικείμενο, όχι σ’ ένα οποιοδήποτε «αγαθό», αλλά στο ύψιστο αντικείμενο (αν υπάρχει). Γιατί όπως οι επιστήμες, τα πράγματα επίσης ιεραρχούνται τα μεν σε σχέση με τα δε. Όλα τα πράγματα δεν μας είναι πολύτιμα στον ίδιο βαθμό· υπάρχουν αυτά που τα επιθυμούμε σαν φάρμακα ή ακόμη σαν μέσα για άλλα αγαθά. Μπορούμε να διακρίνουμε επίσης τα αγαθά που αγαπούμε δι’ εαυτά και για τα πλεονεκτήματα που απ’ αυτά απορρέουν. Αλλά παρατηρώντας τα από κοντά, καταλαβαίνουμε ότι κάθε αγαθό τείνει περ’ από τον ίδιο τον εαυτό του, ότι καλεί μια επαύριον που για την προπαρασκευή της μπορεί να χρησιμεύσει, αλλά που δεν μπορεί ποτέ να την αντικαταστήσει στη θέση της. Όλα αυτά τα αγαθά – «φαντάσματα» «απατούν» (Λύσις,219 C ) την επιθυμία
μας· αναζητημένα «με την προοπτική» άλλων αγαθών, καλούν ένα τελευταίο αγαθό, αγαπητό δι’ εαυτό και σταθερό «τέρμα» (Λύσις, 219 C
6-7· βλέπε Ευθύδημος, 291 B 7-8) για τις
περιπλανήσεις μας. Είναι σαφές ότι μόνον
αυτό το υπέρτατον αγαθό θα μπορούσε να προσφέρει στη «βασιλική επιστήμη» ένα
αντικείμενο αντάξιό της (Πολιτεία,
II, 357 B· Γοργίας, 467 E·
Λύσις, 218 D).
Ποια είναι αυτή η «βασιλική επιστήμη»; (Ευθύδημος, 291 β 5· C 8· Πολιτικός, 305 D2). Είναι βέβαιον ότι αυτή η επιστήμη, η πιο υψηλή, θα εφαρμοσθεί, όχι σ’ οποιοδήποτε αντικείμενο, όχι σ’ ένα οποιοδήποτε «αγαθό», αλλά στο ύψιστο αντικείμενο (αν υπάρχει). Γιατί όπως οι επιστήμες, τα πράγματα επίσης ιεραρχούνται τα μεν σε σχέση με τα δε. Όλα τα πράγματα δεν μας είναι πολύτιμα στον ίδιο βαθμό· υπάρχουν αυτά που τα επιθυμούμε σαν φάρμακα ή ακόμη σαν μέσα για άλλα αγαθά. Μπορούμε να διακρίνουμε επίσης τα αγαθά που αγαπούμε δι’ εαυτά και για τα πλεονεκτήματα που απ’ αυτά απορρέουν. Αλλά παρατηρώντας τα από κοντά, καταλαβαίνουμε ότι κάθε αγαθό τείνει περ’ από τον ίδιο τον εαυτό του, ότι καλεί μια επαύριον που για την προπαρασκευή της μπορεί να χρησιμεύσει, αλλά που δεν μπορεί ποτέ να την αντικαταστήσει στη θέση της. Όλα αυτά τα αγαθά – «φαντάσματα» «απατούν» (Λύσις,
Δεν θα μπορούσαμε
να μιλάμε για ευτυχία χωρίς να λογαριαστούμε με το χρόνο μέσα στον οποίο αυτή
κατασκευάζεται.
Μέσα στο χρόνο βάζουμε στη σειρά, τα μεν ύστερ’ από τα δε, τα εφήμερα αγαθά και
εργαζόμεθα για την έλευση του τελικού αγαθού. Κι όσο λίγο και αν γνωρίζουμε
ακόμη γι’ αυτό το ικανοποιητικό αγαθό, ευχόμαστε να είναι πάντα κοντά μας (Συμπόσιον, 206 A).
Η επιθυμία της ευτυχίας θέλει την
αιωνιότητα του αντικειμένου και την αθανασία του υποκειμένου. Ιδού ποιος,
μια φορά επί πλέον, θέτει εκτός αγώνος τα ασταθή αγαθά, αγαθά εξωτερικά και
αγαθά του σώματος. Φθαρτά, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν παρά μια ευτυχία
περαστική σε θνητά όντα. Όταν μάλιστα θα είμαστε αθάνατοι, το βάθος της
επιθυμίας μας δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί με αυτά (Ευθύδημος, 289 B· Νόμοι, II,
661, B). Η ψυχή, αυτή, είναι αθάνατη. Καμιά αμφιβολία, ότι οι
άλλοτε προορισμένες ψυχές να θεωρούν τον «υπερουράνιον χώρον», όπου ορθώνονται
οι νοητές Ιδέες, δεν βρήκαν μια τέλεια ευτυχία σ’ αυτό «το ευτυχισμένο όραμα» (Φαίδρος, 247 C ,
250 B 7). Αλλ’ έπειτα, αυτές έπεσαν μέσα σε θνητά σώματα,
και δύσκολα θα πείσουμε το γεωμέτρη να αντλήσει μια επαρκή τέρψη στη σπουδή της
Ιδέας του Κύκλου αν, αγνοώντας τον διαβήτη και το γνώμονα (εργαλεία ανακριβή,
ως τόσο, και φθαρτά), δεν εγνώριζε ούτε να κατασκευάζει το σπίτι του, ούτε, σαν
έλθει το βράδυ, να βρει το δρόμο για να επιστρέψει σ’ αυτό (Φίληβος, 62 A-C). Οι ανάγκες
του ενσαρκωμένου όρου μας υποχρεώνουν να επιδιώξουμε χωρίς διακοπή τα «καλά
πράγματα», φευγαλέα και φορείς ενός μόνον μέρους της ασταθούς ευτυχίας,
μιας ευτυχίας στο μέτρο του θνητού όρου μας. Αν είναι πιθανόν ότι η αθάνατη ψυχή οδηγείται αυθόρμητα προς τις
αιώνιες Ιδέες, δεν είναι λιγότερο αληθινό, ότι η ενσαρκωμένη ψυχή δεν δοκιμάζει
καμιά επιθυμία γι’ αυτό και ότι το «επέκεινα» (Φίληβος, 79 D I· Φαίδρος,
250 Α 6) με τις μακαριστές
Πραγματικότητες της εμπνέει δυσπιστία και της φαίνεται μια μεγάλη απάτη (Φαίδων, 69 Ε).
Victor Goldschmidt, Ο πλατωνισμός και η σύγχρονη σκέψη
(Εκδόσεις
Αναγνωστίδη, σελ. 14-17)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου