Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Η θεμελίωση της λογικής

Το πρώτο μεγάλο επίτευγμα του Αριστοτέλη είναι ότι σχεδόν χωρίς προκατόχους δημιούργησε μια νέα επιστήμη, προϊόν σχεδόν αποκλειστικό της δικής του σκέψης – τη Λογική. […]

Το Όργανον της Λογικής του Αριστοτέλη, μεταφρασμένο από τον Βοήθιο (470-525 μ.Χ.), έγινε το πρόπλασμα της μεσαιωνικής σκέψης, η αυστηρή μητέρα της σχολαστικής φιλοσοφίας που, αν και κάποια δόγματα την κατέστησαν στείρα, δίδαξε στη διάνοια της εφηβικής Ευρώπης τη συλλογιστική και την εκλέπτυνση της σκέψης, δημιούργησε την ορολογία της σύγχρονης επιστήμης και έθεσε τις βάσεις εκείνες της νοητικής ωρίμανσης που θα υπερέβαινε και θα ανέτρεπε το ίδιο το σύστημα και τις μεθόδους που την είχαν γεννήσει και συντηρήσει.

Λογική είναι, απλά, η τέχνη και η μέθοδος της ορθής σκέψης. Ενυπάρχει σε όλες τις επιστήμες, σε όλους τους κλάδους και όλες τις τέχνες. Ακόμα και η μουσική την εμπεριέχει. Είναι επιστήμη γιατί σε σημαντικό βαθμό οι διεργασίες της ορθής σκέψης μπορούν να αναχθούν σε κανόνες σαν αυτούς της φυσικής και της γεωμετρίας και να διδαχθούν σε κάθε φυσιολογικό άνθρωπο· είναι τέχνη γιατί με την εξάσκηση χαρίζει στο μυαλό, τελικά μια ασύνειδη και άμεση ακρίβεια όμοια με αυτή που οδηγεί τα δάκτυλα του πιανίστα πάνω στα πλήκτρα για να παράγει αβίαστα αρμονίες. Τίποτα δεν είναι τόσο βαρετό όσο η Λογική, αλλά και τίποτα τόσο σημαντικό.

Σπέρματα αυτής της τέχνης ενυπάρχουν στην εκνευριστική επιμονή του Σωκράτη στο ζήτημα των ορισμών, και στη συνεχή εκλέπτυνση κάθε έννοιας από τον Πλάτωνα. Η σύντομη πραγματεία του Αριστοτέλη Περί ορισμού δείχνει πως η Λογική του άντλησε από αυτή την πηγή. «Αν θέλετε να συζητήσετε μαζί μου» είπε κάποτε ο Βολταίρος «ορίστε τους όρους σας». Πόσες πνευματικές διαμάχες θα είχαν περιοριστεί σε μια παράγραφο μόνο αν οι δύο πλευρές τολμούσαν να ορίσουν τους όρους τους! Το άλφα και το ωμέγα της Λογικής, η καρδιά και η ψυχή της, είναι ότι πρέπει κάθε σημαντική έννοια σε μια σοβαρή συζήτηση να υποβάλλεται στην αυστηρότερη εξέταση και να αναζητείται εξονυχιστικά ο ορισμός της. Είναι δύσκολο έργο και δοκιμάζει ανελέητα τον νου, αλλά όταν ολοκληρώνεται ισοδυναμεί με το ήμισυ ενός εγχειρήματος.

Πως μπορούμε να ορίσουμε ένα αντικείμενο ή μια έννοια; Ο Αριστοτέλης απαντά ότι ο καλός ορισμός έχει δυο μέρη, στηρίζεται σε δυο γερά πόδια: πρώτον, τοποθετεί το εν λόγω αντικείμενο σε μια τάξη ή ομάδα που τα γενικά χαρακτηριστικά τους υπάρχουν και σε αυτό – έτσι, ο άνθρωπος είναι πρώτα από όλα ζώο· δεύτερον, δείχνει ως προς τι διαφέρει το αντικείμενο από όλα τα άλλα μέρη της τάξης του. Συνεπώς, ο άνθρωπος στο αριστοτέλειο σύστημα είναι ένα λογικό ζώο. Η «ειδοποιός διαφορά» του είναι ότι, σε αντίθεση με τα άλλα ζώα, είναι λογικό […]

Αφήνοντας την «οπισθοφυλακή» της Λογικής, φτάνουμε στο κύριο πεδίο μάχης στο οποίο ο Αριστοτέλης πολέμησε με τον Πλάτωνα για το ζήτημα των «καθολικών εννοιών», που προκαλεί δέος. Ήταν η πρώτη σύγκρουση στο πλαίσιο ενός πολέμου που θα διαρκούσε ως τις μέρες μας, και θα έκανε όλη τη μεσαιωνική Ευρώπη να αντιλαλεί από τις κλαγγές των όπλων των «ρεαλιστών» και των «νομιναλιστών»[1]. Η καθολική έννοια για τον Αριστοτέλη είναι οποιοδήποτε κοινό ουσιαστικό, οποιαδήποτε ονομασία μπορεί να έχει καθολική ισχύ για τα μέλη μιας τάξης: έτσι τα ουσιαστικά ζώο, άνθρωπος, βιβλίο, δέντρο, είναι καθολικές έννοιες. Όμως αυτές οι καθολικές έννοιες είναι υποκειμενικές ιδέες, όχι απτές αντικειμενικές πραγματικότητες. Είναι ονόματα (nominal), όχι πράγματα (res). Το μόνο που υπάρχει έξω από εμάς είναι ένας κόσμος συγκεκριμένων αντικειμένων, όχι γενικών και καθολικών πραγμάτων. Υπάρχουν άνθρωποι, και δέντρα, και ζώα, αλλά δεν υπάρχει «ο άνθρωπος γενικά» ή ο καθολικός άνθρωπος, παρά μόνο στη σκέψη. Είναι μια χρήσιμη νοητική αφαίρεση, όχι μια παρουσία με εξωτερικά χαρακτηριστικά ή πραγματικότητα.

Κατά τον Αριστοτέλη, ο Πλάτωνας υποστήριζε πως οι καθολικές έννοιες έχουν αντικειμενική ύπαρξη. Και πραγματικά ο Πλάτωνας είχε πει ότι το καθολικό έχει ασύγκριτα μεγαλύτερη διάρκεια και σημασία από το ατομικό, το οποίο δεν είναι παρά ένας μικρός κυματισμός σε ένα ακατάπαυστα τρικυμισμένο πέλαγος. Οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, αλλά ο άνθρωπος υπάρχει πάντα. […] Σε αυτό τον πλατωνικό «ρεαλισμό» ο Αριστοτέλης βλέπει τις ρίζες ενός αχανούς μυστικισμού και μιας διανοουμενίστικης κενολογίας, και της επιτίθεται για πρώτη φορά με όλο το σθένος της πολεμικής του. Όπως ο Βρούτος αγαπούσε μεν τον Καίσαρα, αλλά περισσότερο τη Ρώμη, έτσι και ο Αριστοτέλης λέει: «Φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δ’ αλήθεια».

[…] Δείχνει αποφασισμένος να ασχοληθεί με το αντικειμενικό παρόν, ενώ ο Πλάτωνας είναι απορροφημένος από ένα υποκειμενικό μέλλον. Στη σωκρατική-πλατωνική απαίτηση για ορισμούς ενυπήρχε μια τάση μετατόπισης από τα πράγματα και τα αντικειμενικά δεδομένα στις θεωρίες και στις ιδέες – μετατόπιση από τα ειδικά στα γενικά, από την επιστήμη στον σχολαστικισμό. Τελικά ο Πλάτωνας αφοσιώθηκε τόσο πολύ στο γενικό, ώστε το άφησε να καθορίσει το ειδικό. Αφοσιώθηκε τόσο στις ιδέες, που αυτές άρχισαν να ορίζουν ή να επιλέγουν τα δεδομένα του. Ο Αριστοτέλης κηρύττει την επιστροφή στα πράγματα, στο «αρυτίδωτο πρόσωπο της φύσης» και στην πραγματικότητα. Είχε μια σταθερή προτίμηση για το συγκεκριμένο και το ειδικό, για το άτομο με σάρκα και οστά.  Από την άλλη, ο Πλάτωνας αγαπούσε τόσο πολύ το γενικό και το καθολικό, που στην Πολιτεία κατέστρεψε το άτομο για να δημιουργήσει το τέλειο πολίτευμα.

Όμως, όπως συμβαίνει συχνά αφού η ιστορία διαθέτει χιούμορ, ο νεαρός πολέμιος συγκεντρώνει πολλές από τις ιδιότητες του γερο- δασκάλου στον οποίο επιτίθεται. Έχουμε πάντα μέσα μας μεγάλο απόθεμα από τα στοιχεία που καταδικάζουμε: αφού μόνο τα όμοια μπορούν να αντιπαρατεθούν γόνιμα, οι συγκρούσεις ξεσπούν πάντα ανάμεσα σε άτομα που μοιάζουν, και οι σκληρότεροι πόλεμοι γίνονται για απειροελάχιστες διαφοροποιήσεις σε σκοπούς ή πεποιθήσεις. […] Ο Αριστοτέλης είναι ανελέητος με τον Πλάτωνα επειδή έχει εγκολπωθεί πάρα πολλά στοιχεία του. Εξακολουθεί κι αυτός να αγαπά τις αφαιρέσεις και τις γενικότητες […]

Ένα έντονο ίχνος αυτής της τάσης υπάρχει στην πιο χαρακτηριστική και πρωτότυπη από τις συνεισφορές του Αριστοτέλη στη φιλοσοφία – τη θεωρία του συλλογισμού. Ένας συλλογισμός είναι μια τριάδα προτάσεων από τις οποίες η Τρίτη (το συμπέρασμα) προκύπτει από τις αλήθειες των άλλων δύο (της «μείζονος» και της «ελάσσονος» πρότασης) που έχουμε αποδεχθεί. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος είναι λογικό ζώο· όμως ο Σωκράτης είναι άνθρωπος· άρα, ο Σωκράτης είναι λογικό ζώο. Ο αναγνώστης που έχει μαθηματικές γνώσεις θα διακρίνει αμέσως ότι η δομή του συλλογισμού μοιάζει με την πρόταση που λέει ότι δυο πράγματα που είναι ίσα προς ένα τρίτο είναι και ίσα μεταξύ τους. Αν το Α ισούται με Β, και το Γ ισούται με Α, τότε το Γ ισούται με Β. Όπως στα μαθηματικά φτάνουμε στο συμπέρασμα απαλείφοντας από τις δύο προτάσεις τον κοινό τους όρο, το Α, έτσι και στο συλλογισμό μας καταλήγουμε στο συμπέρασμα απαλείφοντας από τις δύο προτάσεις τον κοινό όρο «άνθρωπος» και συνδυάζοντας ό,τι απομένει. Η δυσκολία εδώ, όπως έχουν επισημάνει οι λογικολόγοι από την εποχή του Πύρωνα μέχρι εκείνη του Στιούαρτ Μιλ, είναι ότι η μείζων πρόταση του συλλογισμού παίρνει ως δεδομένο ακριβώς αυτό που θέλουμε να αποδείξουμε· γιατί αν ο Σωκράτης δεν είναι λογικός (προφανώς κανείς δεν αμφισβητεί ότι είναι άνθρωπος) δεν είναι καθολικά αληθές ότι ο άνθρωπος είναι λογικό ζώο. Αναμφίβολα ο Αριστοτέλης θα απαντούσε ότι όπου ένα άτομο διαπιστώνεται ότι έχει μεγάλο αριθμό των χαρακτηριστικών που διακρίνουν μια τάξη («ο Σωκράτης είναι άνθρωπος») εδραιώνεται η σαφής παραδοχή ότι το άτομο έχει και τα άλλα χαρακτηριστικά της τάξης («λογική»). Όμως προφανώς ο συλλογισμός είναι ένας μηχανισμός όχι για την ανακάλυψη της αλήθειας, όσο για τη διασαφήνιση της σκέψης.

Όλα αυτά, όπως και πολλά άλλα στοιχεία από το Όργανον, έχουν την αξία τους: «Ο Αριστοτέλης ανακάλυψε και διατύπωσε κάθε κανόνα θεωρητικής συνέπειας και κάθε τέχνασμα διαλογικής αντιπαράθεσης με απαράμιλλη επιμέλεια και οξύνοια. Και οι προσπάθειές του προς αυτή την κατεύθυνση έχουν συντελέσει ίσως περισσότερο από εκείνες οποιουδήποτε άλλου συγγραφέα στην τόνωση των πνευματικών αναζητήσεων τους επόμενους αιώνες». Όμως δεν έχει γεννηθεί ακόμη ο άνθρωπος που θα μπορούσε να προαγάγει τη Λογική από άποψη αισθητικής: ένας οδηγός ορθής συλλογιστικής εμπνέει τόσο όσο και ένα εγχειρίδιο εθιμοτυπίας – μπορεί να το χρησιμοποιήσουμε, αλλά δεν μας ωθεί στην υιοθέτηση ευπρεπούς συμπεριφοράς. […] Εμπρός στη Λογική νιώθει κανείς πάντα όπως ο Βιργίλιος εμπρός σ’ εκείνους που είχαν καταδικαστεί λόγω της άχρωμης ουδετερότητας τους, ο οποίος προτρέπει τον Δάντη: «Ας μην τους σκεφτόμαστε άλλο, αλλά ας κοιτάξουμε μια φορά κι ας περάσουμε» (Θεία Κωμωδία, «Κόλαση», iii, 60).

Will Durant, Η περιπέτεια της Φιλοσοφίας

(Μεταίχμιο, 2014, σελ. 74-79)






[1] Σχετικά μ’ αυτή τη διαμάχη ο Φρίντριχ Σλέγκελ είπε: «Κάθε άνθρωπος γεννιέται είτε πλατωνικός είτε αριστοτελικός».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου