Θα μπορούσαμε γενικώς να πούμε πως ήταν
ο Voltaire και οι φίλοι του,
άνθρωποι σαν τον Helvétius και τον Fontenelle, αυτοί που εκπροσώπησαν την κυρίως θέση της εποχής, σύμφωνα με την οποία
ο κόσμος προόδευε, ανακάλυπτε νέα στοιχεία, εξάλειφε τις παλαιές
προκαταλήψεις, τις προλήψεις, την άγνοια και τη βαναυσότητα, όντας πανέτοιμος
να δημιουργήσει μια νέα μορφή επιστήμης που θα εξασφάλιζε στους ανθρώπους την
ευτυχία, την ελευθερία, την αρετή και τη δικαιοσύνη. […]
Στο μεγάλο αυτό τείχος της αυταρέσκειας
και της ομαλότητας κάποιες ρωγμές είχαν ήδη προκληθεί από τον ίδιον τον
Διαφωτισμό. Ο Montesquieu, λ.χ., ένας κατά το
μάλλον ή ήττον χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του Διαφωτισμού, ισχυριζόταν ότι οι άνθρωποι
δεν είναι παντού οι ίδιοι, και η
πρότασή του αυτή, η οποία είχε διατυπωθεί και στο παρελθόν από κάμποσους
αρχαίους Έλληνες σοφιστές αλλά είχε εν τω μεταξύ λησμονηθεί, αποτέλεσε ένα
κάποιο πλήγμα στη γενική κατάσταση, αν και όχι ιδιαίτερα ισχυρό. Αυτό που
ήθελε να πει ο Montesquieu ήταν ότι, αν ήσουν Πέρσης και είχες μεγαλώσει σε
περσικό περιβάλλον, ενδεχομένως δεν θα επιθυμούσες όσα θα επιθυμούσες αν ήσουν
Παριζιάνος και είχες μεγαλώσει στο Παρίσι· ότι οι άνθρωποι δεν γίνονταν
ευτυχισμένοι χάρη στα ίδια ακριβώς πράγματα· ότι αν προσπαθούσες να επιβάλεις
στους Κινέζους πράγματα που ενθουσίαζαν τους Γάλλους, ή στους Γάλλους πράγματα
που ενθουσίαζαν τους Κινέζους, το μόνο που θα κατάφερνες ήταν να προκαλέσεις
δυστυχία σε αμφότερες τις περιπτώσεις· και ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε κανείς να
είναι πολύ προσεχτικός στην τροποποίηση των νόμων, στις κάθε λογής
μεταρρυθμίσεις, στην εν γένει φροντίδα των ανθρώπων -αν ήταν πολιτικός άνδρας-
ή ακόμη και στις προσωπικές σχέσεις, στη φιλία και στην οικογενειακή ζωή· να
σκέφτεται, δηλαδή, ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, ποια είναι
η πορεία της ανάπτυξής τους, ποιες είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες
αναπτύσσεται μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων. Έδινε τεράστια σημασία στο έδαφος, στο κλίμα και στους πολιτικούς
θεσμούς. Άλλοι έδιναν σημασία σε
κάποιους άλλους παράγοντες, όμως απ' όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς, η βασική
ιδέα φανερώνει έναν γενικό σχετικισμό: αυτό που είναι καλό για τους
κατοίκους του Μπέρμιγχαμ δεν είναι απαραιτήτως καλό και για τους κατοίκους της
Μπουχάρα. […]
Κατά τον Montesquieu, μολονότι όλοι οι
άνθρωποι επιδιώκουν τα ίδια πράγματα, ήτοι την ευτυχία, την ικανοποίηση, την
αρμονία, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία -δεν αρνιόταν κανένα απ'
αυτά-, η ύπαρξη διαφορετικών κάθε φορά
περιστάσεων είχε ως αποτέλεσμα και τη χρήση διαφορετικών μέσων για την επίτευξη
αυτών των αναγκαίων σκοπών. Η συγκεκριμένη παρατήρηση είναι ιδιαίτερα
βάσιμη και λογική, και θα μπορούσαμε να πούμε πως σε γενικές γραμμές δεν
αντέβαινε σε κανένα από τα θεμέλια του Διαφωτισμού.
Ο Montesquieu εν τούτοις προέβη σε μια παρατήρηση
που ενόχλησε πράγματι πάρα πολλούς ανθρώπους. Υποστήριξε κάποια στιγμή πως, όταν ο Montezuma είπε στον Cortés ότι η
χριστιανική θρησκεία ήταν μεν πολύ καλή για την Ισπανία αλλά η αζτεκική
θρησκεία ήταν μάλλον καλύτερη για τον λαό του, τα λεγόμενά του δεν ήταν διόλου
παράλογα. Αυτό, όπως ήταν φυσικό, ενόχλησε και τις δύο πλευρές. Ενόχλησε τη
Ρωμαϊκή Εκκλησία, αλλά ενόχλησε και την αριστερά. Ενόχλησε τη Ρωμαϊκή Εκκλησία
για ευνόητους λόγους. Ενόχλησε επίσης τους υπέρμαχους της αριστεράς διότι κι
αυτοί γνώριζαν ότι, εφόσον τα όσα έλεγε η Καθολική Εκκλησία ήταν ψευδή, τα
ακριβώς αντίθετα ήταν αληθή· εφόσον τα όσα έλεγε η αζτεκική θρησκεία ήταν
ψευδή, τα ακριβώς αντίθετα ήταν αληθή. Κατά συνέπεια η ιδέα ότι οι προτάσεις
που μπορεί να μη μοιάζουν αληθείς σε εμάς, μπορεί εν τούτοις να είναι
κατάλληλες για κάποιον άλλο πολιτισμό, και ότι οφείλει κανείς να αποτιμά μια
θρησκευτική αλήθεια όχι επί τη βάσει ενός αντικειμενικού κριτηρίου αλλά με τη
βοήθεια ενός πιο ελαστικού και πραγματιστικού μέσου, ήτοι ρωτώντας αν έκανε
ευτυχισμένους τους ανθρώπους που την ασπάζονταν, αν άρμοζε με τον τρόπο ζωής
τους, αν τους βοήθησε να αναπτύξουν κάποια ιδεώδη και αν ταίριαζε με τη γενική
διάρθρωση της ζωής και της εμπειρίας τους - η ιδέα αυτή, και για τις δύο πλευρές, και για τη Ρωμαϊκή Εκκλησία και
για τους άθεους υλιστές, συνιστούσε ένα είδος προδοσίας. Εν τούτοις αυτό
ήταν το είδος της κριτικής που άσκησε ο
Montesquieu και το οποίο, όπως συνηθίζω να λέω, μετέβαλε κατά τι το όλο
σκηνικό. Αν μη τι άλλο, μετέβαλε την
πρόταση ότι υπάρχουν αιώνιες αλήθειες, αιώνιοι θεσμοί, αιώνιες αξίες, που
ταιριάζουν στους πάντες και παντού. Έπρεπε να δείχνεις ελαστικότητα. Να λες:
Όχι ακριβώς αιώνιες και μάλλον όχι παντού· για τους περισσότερους
ανθρώπους, ίσως, στα περισσότερα μέρη, και αφού, βεβαίως, ληφθούν υπόψη ο
συγκεκριμένος χρόνος και το συγκεκριμένο μέρος. Ακόμη όμως κι αν το έκανες
αυτό, δεν σήμαινε απαραιτήτως πως δεν διατηρούσες τα θεωρητικά θεμέλια του
Διαφωτισμού.
Υπεύθυνος για ένα κάπως βαθύτερο ρήγμα
ήταν ο Hume. Ο Carl Becker, στο πολύ έξυπνο, ενδιαφέρον ευχάριστο και
αξιοσημείωτο βιβλίο του. The Heavenly City of the Eighteenth-Century
Philosophers [H ουράνια πολιτεία των φιλοσόφων του δέκατου όγδοου αιώνα], ισχυρίζεται
ότι ο Hume ανέτρεψε εκ θεμελίων τη θεωρία
του Διαφωτισμού αποδεικνύοντας ότι οι αναγκαιότητες στις οποίες πίστευαν οι
συγκεκριμένοι φιλόσοφοι, το δίκτυο των αυστηρών λογικών σχέσεων πάνω στο οποίο
εδραζόταν το σύμπαν και το οποίο ο Λόγος μπορούσε να συλλάβει και να ζήσει με
αυτό,, στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν καν και ότι αυτό, επομένως, που
έκανε ο Hume ήταν να υπονομεύσει τη γενική ιδέα περί ενός ομοιογενούς συνόλου ή
ενός αρμονικού συστήματος αναγκαίων διασυνδέσεων.
[…]
Η κυριότερη προσφορά του Hume στο
πλαίσιο της επίθεσής του στον Διαφωτισμό -εννοείται δε πως ο ίδιος επ’ ουδενί θεωρούσε πως
πραγματοποίησε μια τέτοια επίθεση- συνίστατο
στην αμφισβήτηση δύο προτάσεων. Εν πρώτοις, αναρωτήθηκε σοβαρά αν η αιτιώδης σχέση είναι κάτι το οποίο
αντιλαμβανόμαστε άμεσα ή αν γνωρίζουμε πράγματι πως υπάρχει. Υποστήριζε ότι τα πράγματα όχι μόνο δεν
καθίστανται αναγκαία από κάποια άλλα πράγματα, αλλά ακολουθούν φυσιολογικά τον
δρόμο τους, χωρίς δηλαδή να καθίστανται αναγκαία. Αντί να λέμε ότι το αίτιο
πρέπει να έχει και ένα αιτιατό, ότι το τάδε γεγονός πρέπει να προκαλέσει το
δείνα γεγονός ή ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί παρά να εκπορεύεται από εκείνη
την κατάσταση, το μόνο που πρέπει να λέμε είναι: Αυτή η κατάσταση ακολουθεί συνήθως
εκείνη την κατάσταση· αυτό το πράγμα συναντάται κατά κανόνα πριν από
ή ύστερα από ή ταυτόχρονα με εκείνο το πράγμα - κάτι το οποίο, από πρακτική
άποψη, δεν έχει και μεγάλη διαφορά.
Η δεύτερη πρόταση που αμφισβήτησε ο
Hume έχει
ακόμη μεγαλύτερη σημασία για εμάς. Όταν αναρωτήθηκε για ποιον λόγο γνώριζε πως
υφίσταται όντως ο εξωτερικός κόσμος, διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να συναγάγει
αυτό το συμπέρασμα λογικά: δεν υπήρχε τρόπος να αποδείξει πως τα τραπέζια
ήταν υπαρκτά. Δεν υπήρχε τρόπος να αποδείξει ότι, σε μια δεδομένη στιγμή,
έτρωγε ένα αυγό ή έπινε ένα ποτήρι νερό. Μπορώ να αποδείξω πράγματα στη
γεωμετρία. Μπορώ να αποδείξω πράγματα στην αριθμητική. Μπορώ να αποδείξω
πράγματα στη λογική. Μπορώ, φαντάζομαι, να αποδείξω πράγματα στην εραλδική, στο
σκάκι ή σε κάποιες άλλες επιστήμες που απορρέουν από τεχνητούς κανόνες, συμβατικά
καθιερωμένους. Αλλά δεν μπορώ να αποδείξω με μαθηματική βεβαιότητα πως κάτι
υπάρχει. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι, αν αγνοήσω κάτι, θα το μετανοήσω.
Αν υποθέσω πως δεν υπάρχει τραπέζι εμπρός μου και περπατήσω κατά πάνω του, θα
προκαλέσω μάλλον δυσφορία στον εαυτό μου. Να το αποδείξω, όμως, όπως αποδεικνύω
τις μαθηματικές προτάσεις, να το αποδείξω όπως αποδεικνύω κάτι στη λογική, όπου
το αντίθετο ενός πράγματος δεν είναι απλώς ψευδές, αλλά δεν έχει και νόημα -
αυτό, όχι, δεν μπορώ να το κάνω. Πρέπει,
λοιπόν να αποδεχτώ τον κόσμο ως ζήτημα πίστης, φυσικής πίστης - με κλειστά τα
μάτια. Η φυσική πίστη δεν έχει τίποτα να κάνει με την παραγωγική βεβαιότητα.
Και, ως γνωστόν, η παραγωγή δεν ισχύει επ' ουδενί για τα πραγματικά δεδομένα.
Χωρίς
να υπεισέλθουμε στα τεράστια επακόλουθα που είχαν τα προαναφερθέντα στην εν γένει ιστορία της λογικής και της
φιλοσοφίας, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως αποδυνάμωσαν
τη γενική εκείνη θέση, σύμφωνα με την οποία το σύμπαν είναι ένα ορθολογικό
όλον, κάθε μέρος του οποίου είναι κατ' ανάγκην αυτό που είναι -διότι καθίσταται
αναγκαίο από τα άλλα μέρη- και το όλον γίνεται ωραίο και ορθολογικό χάρη στο
γεγονός ότι κανένα από τα μέρη του δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό απ'
αυτό που είναι. […]
Isaiah Berlin, Οι
ρίζες του ρομαντισμού
[Εκδόσεις Scripta, 1999, σελ. 67 – 73]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου