Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Ο Σωκράτης εν συντομία

«Α μη οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι».
(Όσα δεν ξέρω ούτε νομίζω ότι τα ξέρω.)

Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 21d

Ο Σωκράτης (469-399 π.Χ), όπως πολλοί μεγάλοι δάσκαλοι, δεν άφησε τίποτα γραπτό. Ο τρόπος και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του μας είναι γνωστά μόνο όπως καταγράφηκαν από οπαδούς του, κυρίως από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, όταν ο ίδιος είχε πια πεθάνει.[1]

Ξεκίνησε να γίνει καλλιτέχνης λιθοξόος, σαν τον πατέρα του, αλλά γρήγορα εγκατάλειψε κάθε επαγγελματική απασχόληση. Αν και φτωχός, προτίμησε να τριγυρίζει στην αγορά και στα γυμναστήρια, όπου γρήγορα έγινε γνωστός για τη συζητητική του δεινότητα και για τα παράδοξα θέματα που διάλεγε να πραγματευτεί: την ευσέβεια, τη γενναιότητα, τη δικαιοσύνη και άλλα παρόμοια. Η συζήτηση μαζί του δεν ήταν εύκολη, καθώς είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να ξεσκεπάζει τις πλάνες και τους παραλογισμούς των συνομιλητών του· ήταν όμως τόσο θελκτική και ενδιαφέρουσα, ώστε μερικοί νέοι να τον ακολουθούν, όχι ως μαθητές (γιατί ο Σωκράτης ποτέ δεν ίδρυσε σχολή, ούτε ζήτησε δίδακτρα) αλλά ως ακροατές, οπαδοί και εταίροι.

Όποτε στρατεύτηκε ο Σωκράτης πολέμησε με αξιοσημείωτο θάρρος, και η προσήλωσή του στη δημοκρατική νομιμότητα επαληθεύτηκε τρεις τουλάχιστο φορές: πρώτη φορά, όταν δικάζονταν οι στρατηγοί της ναυμαχίας στις Αργινούσες και μόνος αυτός επέμεινε να τηρηθεί η σωστή διαδικασία· δεύτερη, όταν οι τριάντα τύραννοι τον έστειλαν να συλλάβει έναν πολιτικό τους αντίπαλο και αρνήθηκε να υπακούσει· τρίτη φορά, όταν καταδικασμένος σε θάνατο προτίμησε να εκτελεστεί παρά να δραπετεύσει.

Η δίκη και η καταδίκη του εξηγούνται, ιστορικά, αν σκεφτούμε ότι μετά το 404 π.Χ. οι Αθηναίοι, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την ήττα τους, ήταν πρόθυμοι να αποδώσουν την ευθύνη σε κάποιον ή σε κάποιους, δίκαια ή άδικα. Η καταγγελία έγινε από φανατικούς της συντήρησης που πίστευαν ότι αιτία της αθηναϊκής κακοδαιμονίας ήταν η εγκατάλειψη σταθερών και δοκιμασμένων αξιών, όπως η ευσέβεια απέναντι στους θεούς και ο σεβασμός των νέων προς τους μεγαλύτερους τους. ''Ο Σωκράτης", υποστήριξαν, "δεν πιστεύει στους θεούς που πιστεύει η πόλη, αλλά εισάγει άλλα, καινούργια δαιμόνια, και ακόμα αδικεί, γιατί διαφθείρει τους νέους" (Ξενοφών, Απομνημονεύματα 1.1). Στην καταδικαστική τους απόφαση οι δικαστές επηρεάστηκαν από το γεγονός ότι ο Αλκιβιάδης και ο Κριτίας, πολιτικοί που πραγματικά είχαν βλάψει την Αθήνα, ήταν για ένα διάστημα οπαδοί του Σωκράτη, αλλά και από την προκλητικά υπερήφανη, ασυμβίβαστη στάση του φιλοσόφου στο δικαστήριο.

Ο Σωκράτης είχε πολλά κοινά και πολλές διαφορές με τους σοφιστές. Κοινά ήταν τα ενδιαφέροντα για τον άνθρωπο· όμως στόχος της σοφιστικής διδασκαλίας ήταν η κοινωνική και πολιτική επιτυχία, που οι σοφιστές υποστήριζαν ότι μπορούσαν να την εξασφαλίσουν, ενώ στόχος της σωκρατικής διδασκαλίας ήταν η αρετή, που ο Σωκράτης υποστήριζε ότι δε μπορούσε να την εξασφαλίσει. Κοινή ήταν η συζητητική μέθοδος, ο διάλογος όμως ο διάλογος του Σωκράτη δεν ήταν ούτε επιδεικτικός, για να εντυπωσιάσει τους ακροατές, ούτε εριστικός, για να κατατροπώσει κάποιον αντίπαλο. Ο σωκρατικός διάλογος ήταν ελεγκτικός: σκοπό του είχε να απαλλάξει τον συνομιλητή από τις σφαλερές πεποιθήσεις του και να του δημιουργήσει απορία. Από κει και πέρα ο Σωκράτης υποστήριζε ότι κατείχε από τη μητέρα του, που ήτανε μαία, τη μαιευτική τέχνη, και μπορούσε με τις κατάλληλες ερωτήσεις να οδηγήσει τον καθένα προς την αλήθεια.

Ο ίδιος ο Σωκράτης ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως ήταν κάτοχος της αλήθειας. Η φιλοσοφία του, στο μέτρο που μπορούμε να τη μαντέψουμε, περιοριζόταν σε μερικά παράδοξα, όπως το «ν οδα τι ουδν οδα» και το «Οδες κν κακός» (κανείς δεν είναι θεληματικά κακός). Γενικά, ο Σωκράτης έδινε μεγάλο βάρος στην απορία και στην ορθολογική αναζήτηση της αληθινής αρετής, χωρίς ποτέ να ισχυριστεί ούτε ότι τη βρήκε ούτε ότι μπορεί να τη διδάξει


Φάνης Ι. Κακριδής, Αρχαία ελληνική γραμματολογία

Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2005, σελ. 102-104



[1] Λιγότερο διαφωτιστική είναι η μαρτυρία του Αριστοφάνη, καθώς στις κωμωδίες του ο Σωκράτης παρουσιάζεται να διδάσκει και να συμπεριφέρεται σαν σοφιστής, από κείνους που πάσχιζαν με τη ρητορική και συλλογιστική τους δεινότητα τόν ηττω λόγον κρείττω ποιεϊν, “να παρουσιάσουν τον πιο αδύναμο (άδικο) λόγο ως ισχυρότερο (δίκαιο).”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου