[...] στη Γερμανία κατά τις δεκαετίες του
1760 και του 1770 [...] έδρασαν δύο άνθρωποι, οι οποίοι, κατά
την προσωπική μου άποψη, στάθηκαν οι
πραγματικοί πατέρες του ρομαντισμού. [...] Ο πρώτος είναι ο Herder, […]
Τρεις είναι οι ιδέες του Herder στις
οποίες θα ήθελα να εστιάσω την προσοχή μου. Οι ιδέες αυτές
συνέβαλαν κατά έναν ιδιαίτερα καθοριστικό τρόπο στη διαμόρφωση του ρομαντικού
κινήματος […] Πρώτη είναι η ιδέα του
εξπρεσιονισμού, όπως την ονομάζω· δεύτερη είναι η ιδέα του ανήκειν, τι σημαίνει δηλαδή να ανήκεις σε μιαν ομάδα·
τρίτη είναι η ιδέα ότι τα ιδεώδη, τα πραγματικά ιδεώδη, είναι πολλές φορές
ασυμβίβαστα μεταξύ τους - αδύνατον να συμφιλιωθούν το ένα με το άλλο.
Από
επαναστατική σκοπιά, καθεμιά από τις τρεις αυτές ιδέες στάθηκε κρίσιμη για την
εποχή της. Αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω σε αυτές, δεδομένου ότι κατά κανόνα
δεν τους αποδίδεται η προσήκουσα σημασία, ακόμη και στα βασικότερα έργα ιστορίας
της σκέψης.
Η πρώτη ιδέα, η ιδέα του εξπρεσιονισμού,
είναι η εξής. Ο Herder πίστευε ότι μία
από τις βασικότερες λειτουργίες των ανθρώπων ήταν να εκφράζονται, να μιλούν. Ως
εκ τούτου οτιδήποτε έκανε ένας άνθρωπος, εξέφραζε πλήρως τη φύση του. Σε
περίπτωση που δεν εξέφραζε πλήρως τη φύση του, τούτο συνέβαινε είτε επειδή ο
άνθρωπος αυτός είχε αυτοακρωτηριαστεί είτε επειδή είχε αυτοπεριοριστεί είτε,
τέλος, επειδή είχε αναχαιτίσει κατά κάποιον τρόπο τις δυνάμεις που κινούνταν
μέσα του. Αυτό ήταν κάτι που ο Herder είχε μάθει από τον Hamann, τον δάσκαλό
του. Ο Herder ήταν πράγματι πιστός μαθητής αυτής της ιδιόρρυθμης φυσιογνωμίας
που πήρε το όνομα «der Magus in Norden» ή «ο Μάγος του Βορρά»: «Μάγος» με την
έννοια των «τριών Μάγων».
Σύμφωνα με τις
προτάσεις της αισθητικής του δέκατου όγδοου αιώνα […] η αξία ενός
έργου τέχνης συνίστατο στο γεγονός ότι ήταν αυτό που ήταν. Έτσι, η αξία
ενός πίνακα ήταν αυτό καθ' εαυτό το γεγονός ότι ήταν ωραίος. Το τι ακριβώς τον
έκανε ωραίο ήταν ένα ζήτημα για το οποίο θα μπορούσαν να διατυπωθούν πολλές και
διαφορετικές γνώμες: […]. Ο καλλιτέχνης βρισκόταν εν πολλοίς στη θέση ενός
προμηθευτή που έλεγε: Η ιδιωτική μου ζωή δεν είναι υπόθεση αυτού που αγοράζει
το έργο τέχνης· ζητήσατε ένα ασημένιο κύπελλο, οπότε, ορίστε, σας το παρέχω.
Δεν είναι δική σας υπόθεση αν εγώ είμαι καλός σύζυγος ή καλός ψηφοφόρος, αν
είμαι καλός άνθρωπος ή αν πιστεύω στον Θεό. Ζητήσατε ένα τραπέζι· ιδού, λοιπόν,
το τραπέζι σας: εφόσον είναι ένα σταθερό, γερό τραπέζι, όπως ακριβώς αυτό που
χρειάζεστε, τι παράπονο μπορείτε να έχετε; Ζητήσατε έναν πίνακα, ένα πορτραίτο·
αν το πορτραίτο είναι καλό, δεχτείτε το. Είμαι ο Mozart ή ο Haydn και ευελπιστώ
να δημιουργήσω μιαν ωραία μουσική σύνθεση· μια σύνθεση, δηλαδή, η οποία θα
αναγνωριστεί γενικώς ως ωραία, για την οποία θα εισπράξω την ανάλογη αμοιβή και
η οποία ίσως κάνει αθάνατο το όνομά μου ως καλλιτέχνη. Αυτή είναι η άποψη που
επικρατούσε κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα και είναι επίσης η άποψη που υιοθέτησαν
πάρα πολλοί άνθρωποι -πιθανότατα, οι περισσότεροι- έκτοτε.
Δεν ταυτίζεται όμως με την
άποψη των Γερμανών που εξετάζουμε εδώ - δεν έχει καμία σχέση με την άποψη
του Hamann, κι ούτε λόγος για την αντίστοιχη του Herder. Γι' αυτούς, το έργο τέχνης
είναι η έκφραση ενός ανθρώπου· είναι πάντοτε μια φωνή που μιλά. Το έργο
τέχνης είναι η φωνή ενός ανθρώπου που επικοινωνεί με κάποιους άλλους.
Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ένα ασημένιο κύπελλο, μια μουσική σύνθεση,
ένα ποίημα ή, ακόμη ακόμη, έναν νομικό κώδικα - για ό,τι κι αν πρόκειται, τέλος
πάντων, η ουσία είναι ότι κάθε αντικείμενο δημιουργημένο από ανθρώπινα χέρια
εκφράζει, τρόπον τινά, τη στάση που κρατά απέναντι στη ζωή, είτε συνειδητά είτε
ασυνείδητα, ο δημιουργός του. Όταν
προσεγγίζουμε ένα έργο τέχνης, ερχόμαστε σε κάποιου είδους επαφή με τον άνθρωπο
που το έφτιαξε, και το έργο μάς μιλά: αυτή είναι η ουσία της όλης θεωρίας. Κατά συνέπεια η αντίληψη ότι ένας
καλλιτέχνης πρέπει να λέει: «Ως
καλλιτέχνης κάνω το άλφα, μα ως ψηφοφόρος ή ως σύζυγος κάνω το βήτα», η
αντίληψη ότι μπορώ να κόψω τον εαυτό μου σε διάφορα τμήματα και να πω ότι με το
ένα χέρι κάνω κάτι το οποίο δεν έχει καμία σχέση με αυτό που κάνει το άλλο μου
χέρι, ότι οι προσωπικές μου πεποιθήσεις δεν έχουν καμία σχέση με τα λόγια που
βάζω στο στόμα των ηρώων της τραγωδίας μου, ότι είμαι απλώς ένας προμηθευτής,
ότι μόνο το έργο τέχνης πρέπει να κρίνει κανείς και όχι τον δημιουργό, ότι η
βιογραφία, η ψυχολογία, οι προθέσεις, η όλη ουσία του καλλιτέχνη, είναι τελείως
άσχετες με το έργο τέχνης - η αντίληψη αυτή απορρίφθηκε με ιδιαίτερα σφοδρό τρόπο από τον Herder και αυτούς που τον
ακολουθούσαν. […]
Αυτή είναι η θεωρία
της τέχνης ως έκφρασης, η θεωρία της τέχνης ως επικοινωνίας. Ορμώμενος απ'
αυτήν, ο Herder διευρύνει στη
συνέχεια τη θέση του κατά τον πλέον ποιητικό και ευφάνταστο τρόπο. Λέει πως υπάρχουν πράγματα φτιαγμένα από
άτομα και πράγματα φτιαγμένα από ομάδες. Πράγματα που η δημιουργία τους ήταν συνειδητή και πράγματα που η
δημιουργία τους ήταν ασυνείδητη. Αν
διερωτηθείτε ποιος δημιούργησε τα δημώδη τραγούδια, ποιος δημιούργησε τους
δημώδεις χορούς, ποιος δημιούργησε τους γερμανικούς νόμους, ποιος δημιούργησε
τη γερμανική ηθική, ποιος δημιούργησε τους θεσμούς που επηρεάζουν τη ζωή μας,
δεν πρόκειται να βρείτε απάντηση. Η απάντηση είναι τυλιγμένη στην αχλύ της
απρόσωπης αρχαιότητας. Όπως όμως κι αν έχει το πράγμα, όλα αυτά είναι πράγματι
δημιουργήματα κάποιων ανθρώπων. Ο κόσμος
δεν έχει παρά τη μορφή που του έδωσαν οι άνθρωποι· ο κόσμος μας, ο
γερμανικός μας κόσμος, είναι φτιαγμένος από κάποιους Γερμανούς· για τούτο
άλλωστε έχει για εμάς τη συγκεκριμένη οσμή, τη συγκεκριμένη αίσθηση, τη
συγκεκριμένη όψη, τον συγκεκριμένο ήχο. Με αυτό ως σημείο αφετηρίας, ο Herder ανέπτυξε την ιδέα ότι κάθε άνθρωπος
επιθυμεί να ανήκει σε μιαν ομάδα ή ότι ανήκει αυτόχρημα σε μιαν ομάδα και ότι,
αν τον αποσπάσει κάποιος απ' αυτή την ομάδα, θα νιώσει ξένος και κάθε άλλο παρά
οικεία. Η όλη ιδέα του να νιώθεις οικεία ή, πάλι, του να είσαι αποκομμένος
από τις φυσικές ρίζες σου, η όλη ιδέα
ότι έχεις κάποιες ρίζες, ότι ανήκεις σε μιαν ομάδα, μια σέκτα ή ένα κίνημα,
αποτελεί σε μεγάλο βαθμό επινόηση του Herder. […]
Η βασική πεποίθηση του Herder ήταν αδρομερώς η εξής. Για να
εκφραστεί ο άνθρωπος, χρησιμοποιεί λέξεις. Οι λέξεις δεν είναι δικά του
επινοήματα, αλλά του έχουν κληροδοτηθεί, θα λέγαμε, διαμέσου ενός ρεύματος
παραδοσιακών εικόνων. Το ρεύμα αυτό τροφοδότησαν στο παρελθόν κάποιοι άλλοι
άνθρωποι, προσπαθώντας κι αυτοί να εκφραστούν. Ο άνθρωπος έχει περισσότερα
κοινά σημεία -σημεία μη απτά- με ανθρώπους τους οποίους η φύση τοποθέτησε σε
κάποια σχετική εγγύτητα προς αυτόν, παρά με ανθρώπους που βρίσκονται μακριά
του. Ο Herder δεν θέτει σε εφαρμογή ούτε
το κριτήριο του αίματος ούτε το κριτήριο της φυλής. Μιλά περί έθνους.
Ωστόσο η γερμανική λέξη Nation δεν είχε, κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα, τις
συνδηλώσεις που είχε ο όρος έθνος κατά τον δέκατο ένατο. Μιλά για τη γλώσσα ως
δεσμό, μα και για το έδαφος ως δεσμό. Η
θέση του, σε γενικές γραμμές, είναι η ακόλουθη: Τα στοιχεία που έχουν κοινά οι
άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια ομάδα είναι πιο καθοριστικά για τον ιδιαίτερο
χαρακτήρα της ύπαρξής τους απ' ό,τι αυτά που έχουν κοινά με κάποιους άλλους
ανθρώπους, από άλλα μέρη. Τουτέστιν, ο τρόπος λ.χ. με τον οποίο ένας
Γερμανός σηκώνεται πάνω ή κάθεται κάτω, ο τρόπος με τον οποίο χορεύει, ο τρόπος
με’ τον οποίο νομοθετεί, ο γραφικός του χαρακτήρας, η ποίησή του, η μουσική
του, ο τρόπος με τον οποίο χτενίζει τα μαλλιά του και ο τρόπος με τον οποίο
φιλοσοφεί - όλα αυτά έχουν μια κοινή, μη απτή ιδιαίτερη ποιότητα. Όλα
διακρίνονται από μια πρότυπη ιδιότητα βάσει της οποίας αναγνωρίζονται ως
γερμανικά τόσο από τον συγκεκριμένο άνθρωπο όσο και από τους άλλους, υπό την
έννοια ότι διαφέρουν από τις αντίστοιχες πράξεις ή πρακτικές των Κινέζων. […]
Εξυπακούεται, βεβαίως, ότι υπάρχει κάτι κοινό στους τρόπους με τους οποίους οι
άνθρωποι αντιδρούν σε ανάλογα φυσικά ερεθίσματα. Εν τούτοις υπάρχει μια ιδιαίτερη ποιότητα που
χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες ομάδες - ίσως όχι τις εθνότητες· ίσως οι ομάδες
αυτές να είναι μικρότερες. Ο Herder επ’
ουδενί ήταν εθνικιστής υπό την έννοια ότι πίστευε πως υπήρχε ένα βαθύ, μη απτό,
πρωτεύον χαρακτηριστικό, που σχετιζόταν με το αίμα ή με τη φυλή - αυτό που
πίστευε ήταν ότι οι ανθρώπινες ομάδες αναπτύσσονταν, τρόπον τινά, όπως τα φυτά
ή τα ζώα· ότι οι οργανικές, βοτανολογικές ή κάθε άλλου είδους βιολογικές
μεταφορές ήταν πολύ πιο κατάλληλες για να περιγράψουν αυτή την ανάπτυξη απ’
ό,τι οι χημικές και οι μαθηματικές μεταφορές των Γάλλων εκλαϊκευτών της
επιστήμης που έδρασαν κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα.
Από τα
προηγούμενα απορρέουν, σαφέστατα, κάποια ρομαντικά συμπεράσματα· συμπεράσματα, ήτοι, που επηρέασαν τον αντιορθολογισμό,
έτσι τουλάχιστον όπως αυτός γινόταν αντιληπτός κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα. Από
τα συμπεράσματα αυτά το σημαντικότερο
για το πλαίσιο της ανάλυσής μας είναι
το εξής: αν όντως αληθεύουν τα όσα
είπαμε, τούτο αναντίρρητα σημαίνει ότι το έργο δεν μπορεί να περιγραφεί
ανεξάρτητα από τις προθέσεις του δημιουργού του. Η αξία ενός έργου τέχνης πρέπει να αναλύεται υπό το πρίσμα της
συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων στην οποία το έργο απευθύνεται, του κινήτρου του
ατόμου το οποίο «μιλά», του αντίκτυπου που το έργο θα έχει στα άτομα που
«ακούν» αυτόν που «μιλά», καθώς και του δεσμού που το έργο αυτομάτως δημιουργεί
μεταξύ «ομιλητή» και «ακροατών». Είναι
μια μορφή επικοινωνίας και, ως τέτοια, δεν έχει απρόσωπη ή αιώνια αξία. Αν
θέλετε να κατανοήσετε το έργο τέχνης που έχει δημιουργήσει ένας αρχαίος
Έλληνας, είναι ανώφελο να αρχίσετε να θέτετε διάφορα διαχρονικά κριτήρια, που
θα καθορίζουν επακριβώς την έννοια του ωραίου για όλα τα έργα τέχνης, και στη
συνέχεια να αναλογιστείτε κατά πόσον το υπό εξέταση αρχαιοελληνικό έργο τέχνης
είναι ή δεν είναι ωραίο σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά. Αν δεν κατανοήσετε τι ήταν
οι αρχαίοι Έλληνες, τι ήθελαν, πώς ζούσαν, αν δεν εισχωρήσετε (όπως λέει ο
Herder, απηχώντας τον Vico κατά τον πλέον παράδοξο τρόπο), μέσω μιας εξαιρετικά
απαιτητικής διαδικασίας και με τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια από πλευράς
φαντασίας, στα συναισθήματα αυτών των άκρως παράξενων λαών που είναι, όχι μόνο
σε χρονικό, αλλά και σε χωρικό επίπεδο, ιδιαίτερα απόμακροι, αν δεν
προσπαθήσετε με τη φαντασία σας να αναπλάσετε το είδος της ζωής που ζούσαν
αυτοί οι άνθρωποι, να κατανοήσετε τι είδους νόμους είχαν, ποιες ήταν οι ηθικές
αρχές τους, πώς ήταν οι δρόμοι τους, ποιες ήταν οι κάθε λογής αξίες στις οποίες
πίστευαν, αν δεν προσπαθήσετε, με άλλα λόγια, να ζήσετε εσείς οι ίδιοι τη ζωή
τους -όλα αυτά μοιάζουν κοινότοπα σήμερα, αλλά στις δεκαετίες του 1760 και του
1770, οπότε και πρωτοδιατυπώθηκαν, μόνο κοινότοπα δεν ήταν-, αν, λοιπόν, δεν
προσπαθήσετε να κάνετε όλα αυτά τα πράγματα, οι πιθανότητες που έχετε να
κατανοήσετε στ' αλήθεια την τέχνη τους, να κατανοήσετε στ’ αλήθεια τα κείμενά
τους, να μάθετε πραγματικά τι εννοούσε ο Πλάτων και ποιος ήταν ο Σωκράτης,
είναι ελάχιστες. Για τον Herder, ο Σωκράτης δεν είναι ο σοφός τον οποίο
προέβαλλε ως αιώνιο πρότυπο ο γαλλικός Διαφωτισμός, ο αρχετυπικός δηλαδή
ορθολογιστής σοφός - ούτε όμως είναι και ο ειρωνικός τιμητής διαφόρων
μεγάλαυχων φωστήρων, όπως πίστευε ο Hamann. Ο Σωκράτης ήταν ένας Αθηναίος του
πέμπτου αιώνα που έζησε στην Αθήνα του πέμπτου αιώνα - ούτε του τέταρτου, ούτε
του δεύτερου· ούτε στη Γερμανία, ούτε στη Γαλλία: πουθενά αλλού, παρά στην αρχαία
Ελλάδα, και ποτέ άλλοτε, παρά στη συγκεκριμένη εποχή. Για να κατανοήσετε την
αρχαιοελληνική φιλοσοφία, πρέπει να μπορείτε να κατανοήσετε την αρχαιοελληνική
τέχνη· για να κατανοήσετε την αρχαιοελληνική τέχνη, πρέπει να μπορείτε να
κατανοήσετε την αρχαιοελληνική ιστορία και την αρχαιοελληνική γεωγραφία, να
δείτε τα φυτά που έβλεπαν οι αρχαίοι Έλληνες, να κατανοήσετε τον τόπο στον
οποίο ζούσαν, και ούτω καθ' εξής.
Κάνει, έτσι, την
εμφάνισή της η όλη
ιδέα της ιστοριοκρατίας, της εξελιξικρατίας, αυτή τούτη η ιδέα ότι μπορείς να κατανοήσεις τους
άλλους μόνον υπό το πρίσμα του περιβάλλοντός τους, ενός περιβάλλοντος
ανόμοιου προς το δικό σου. Στην ίδια βάση στηρίχτηκε και η ιδέα του ανήκειν.
Την ιδέα αυτή ανέπτυξε πρώτος ο Herder, στον οποίο, γι' αυτόν τον λόγο, η όλη ιδέα του κοσμοπολίτη, του ανθρώπου που αισθάνεται ocxeta είτε
βρίσκεται στο Παρίσι είτε στην Κοπεγχάγη είτε στην Ισ-λανδία είτε στην Ινδία, φαίνεται πέρα για πέρα απωθητική. Οι άνθρωποι ανήκουν εκεί όπου κατοικούν
έχουν κάποιες ρίζες και δεν μπορούν να δημιουργήσουν έργα παρά μόνον επί τη
βάσει των συμβόλων με τα οποία ανατράφηκαν - ανατράφηκαν δε σε μία κλειστή,
για να την πω έτσι, κοινωνία η οποία τους μιλούσε και τους μιλά με έναν τρόπο
κατανοητό αποκλειστικά και μόνο σε αυτούς. Οποιοσδήποτε δεν είχε την καλή τύχη
να ζήσει κάτι τέτοιο, οποιοσδήποτε ανατράφηκε χωρίς ρίζες, ζώντας σε ένα
ερημονήσι, μόνος, εξόριστος, émigré, βρίσκεται σε θέση μειονεκτική και,
αναπόφευκτα, οι δημιουργικές του δυνάμεις με τον καιρό εξασθενούν. Η θεωρία
αυτή δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει κατανοητή, πολλώ δε μάλλον
αποδεκτή, από τους ορθολογιστές, ουνιβερσαλιστές, αντικειμενιστές και
κοσμοπολίτες στοχαστές του γαλλικού δέκατου όγδοου αιώνα.
Απότοκο ωστόσο αυτής της θεωρίας είναι ένα πολύ πιο
αξιοσημείωτο συμπέρασμα, το οποίο δεν επεσήμανε ίσως ο ίδιος ο Herder: αν η αξία ενός πολιτισμού έγκειται στο τι
ακριβώς αυτός επιδιώκει -όπως λέει, κάθε
πολιτισμός έχει το δικό του κέντρο βάρους-, οφείλει κανείς να προσδιορίσει
αυτό το κέντρο βάρους, το Schwerpunkt, προκειμένου να μπορέσει να κατανοήσει
τους ανθρώπους που στηρίζουν τον συγκεκριμένο πολιτισμό· δεν ωφελεί να κρίνει κανείς από τη σκοπιά μιας άλλης χώρας ή ενός άλλου
πολιτισμού. Αν χρειαστεί να το κάνετε αυτό, τότε θα καταλάβετε ότι οι
διάφορες εποχές είχαν και διάφορα ιδεώδη και ότι καθένα απ' αυτά τα ιδεώδη ήταν
με τον τρόπο του έγκυρο για τη συγκεκριμένη εποχή και τον συγκεκριμένο τόπο,
και είναι γι' αυτόν τον λόγο που αποτελεί για εμάς σήμερα αντικείμενο θαυμασμού
και εκτίμησης. […]
Ας υποθέσουμε όμως ότι ο
Herder έχει δίκιο. Ας υποθέσουμε ότι το ιδεώδες το οποίο επιδίωκαν οι αρχαίοι
Έλληνες κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν κατ' ανάγκην εντελώς διαφορετικό από το
αντίστοιχο των Βαβυλωνίων. Ας υποθέσουμε ότι η αιγυπτιακή αντίληψη της ζωής, ακριβώς
επειδή οι άνθρωποι που διατηρούσαν αυτή την αντίληψη ζούσαν στην Αίγυπτο (η
οποία είχε διαφορετική γεωγραφία, διαφορετικό κλίμα κ.λπ.) και επειδή οι
Αιγύπτιοι κατάγονταν από ανθρώπους με ιδεολογία εντελώς διαφορετική απ' αυτή
των αρχαίων Ελλήνων ~ ας υποθέσουμε, εν πάση περιπτώσει, ότι αυτό που επιδίωκαν
οι Αιγύπτιοι στη ζωή μπορεί μεν να ήταν διαφορετικό απ' αυτό που επιδίωκαν οι
αρχαίοι Έλληνες, αλλά ήταν εξίσου έγκυρο και εξίσου γόνιμο. Θα έλεγα μάλιστα
πως ο Herder συγκαταλέγεται στους
ελάχιστους εκείνους στοχαστές ανά τον κόσμο, οι οποίοι λατρεύουν τα πράγματα
ακριβώς διότι είναι αυτά που είναι και δεν τα καταδικάζουν επειδή δεν είναι
διαφορετικά. Για τον Herder, τα πάντα είναι αξιοθαύμαστα. Θαυμάζει τη
Βαβυλώνα, μα και την Ασσυρία· την Ινδία, μα και την Αίγυπτο. Έχει καλή γνώμη
για τους αρχαίους Έλληνες, για τον Μεσαίωνα, για τον δέκατο όγδοο αιώνα - έχει καλή γνώμη σχεδόν για οτιδήποτε άλλο
εκτός από το άμεσο περιβάλλον του δικού του χώρου και του δικού του χρόνου.
Αν απεχθάνεται κάτι ο Herder, είναι ο
αφανισμός ενός πολιτισμού από τον άλλον. Δεν έχει σε καμία εκτίμηση τον
Ιούλιο Καίσαρα, γιατί ο Ιούλιος Καίσαρας διέλυσε πολυάριθμους ασιατικούς
πολιτισμούς, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα, εμείς, σήμερα, να μη γνωρίζουμε ποιες
ήταν οι κυριότερες επιδιώξεις των κατοίκων λ.χ. της Καππαδοκίας. Θεωρεί αρνητικές τις Σταυροφορίες,
γιατί οι Σταυροφορίες έφεραν την καταστροφή τόσο στον βυζαντινό όσο και στον
αραβικό πολιτισμό, οι οποίοι είχαν κάθε δικαίωμα να εκφράζονται κατά τον
πληρέστερο και τον πλουσιότερο τρόπο, χωρίς την ολέθρια παρουσία του στίφους
των ιμπεριαλιστών ιπποτών. Απεχθανόταν
τη βία, τον καταναγκασμό, την απορρόφηση ενός πολιτισμού από τον άλλον, και
τούτο διότι ήθελε το καθετί να είναι αυτό που είναι στον μεγαλύτερο δυνατό
βαθμό. Ο Herder ήταν ο θεμελιωτής, ο
πατέρας, όχι του εθνικισμού, όπως ισχυρίζονται μερικοί, καίτοι κάποιες
ιδέες του είναι αναμφίβολα εθνικιστικές, αλλά ενός στοιχείου -δεν είμαι σίγουρος τι όνομα πρέπει να του δώσω- που προσεγγίζει μάλλον τον λαϊκισμό. Με
άλλα λόγια (για να δούμε την πιο κωμική πλευρά του πράγματος), είναι ο πατέρας όλων εκείνων των
ιδιόρρυθμων αρχαιοδιφών που θέλουν τους αυτόχθονες όσο πιο αυτόχθονες γίνεται,
που αγαπούν τα πάσης φύσεως λαϊκά χειροτεχνήματα, που απεχθάνονται την
τυποποίηση - όλων εκείνων των ανθρώπων που αγαπούν την παλαιική γραφικότητα και
θέλουν να προστατεύσουν τις εξοχότερες μορφές του παλαιού τοπικισμού από τη
φρικτή επιβολή της οποιασδήποτε μητροπολιτικής ομοιομορφίας. Ο Herder είναι ο πατέρας, ο πρόγονος, όλων
εκείνων των ταξιδευτών, όλων εκείνων των ερασιτεχνών, που γυρίζουν τον κόσμο
φέρνοντας στο φως κάθε λογής λησμονημένες μορφές ζωής, απολαμβάνοντας καθετί
παράξενο, ασυνήθιστο, ιθαγενές, ανέγγιχτο. Υπ' αυτή την έννοια, τροφοδότησε
όντως σε σημαντικό βαθμό τα ρεύματα του ανθρώπινου αισθηματισμού. Εν πάση
περιπτώσει, αυτή είναι η ιδιοσυγκρασία του Herder και αυτός είναι ο λόγος που
-εφόσον θέλει το καθετί να είναι αυτό που μπορεί να είναι στον μεγαλύτερο
δυνατό βαθμό, ήτοι να αναπτύσσεται κατά τον πλουσιότερο και πληρέστερο τρόπο- η ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει ένα μόνον
ιδεώδες για τους πάντες, και παντού, του είναι εντελώς αδιανόητη. […]
Ποια είναι η ιδεώδης μορφή
ζωής; Δεν μπορούμε να είμαστε και Έλληνες και Φοίνικες και άνθρωποι του
Μεσαίωνα· και από την Ανατολή και από τη Δύση· και από τον Βορρά και από τον
Νότο. Δεν μπορούμε να πραγματώσουμε μονομιάς τα υψηλότερα ιδεώδη όλων των
αιώνων και όλων των τόπων. Κι εφόσον αυτό δεν γίνεται, η όλη ιδέα της τέλειας
ζωής καταρρέει - η ιδέα ότι υπάρχει ένα ιδεώδες το οποίο όλοι οι άνθρωποι έχουν
το χρέος να αγωνιστούν για να το πραγματώσουν, ότι υπάρχουν απαντήσεις στα
ερωτήματα αυτού του είδους, όπως ακριβώς στη χημεία, στη φυσική ή στα
μαθηματικά υπάρχουν ερωτήματα στα οποία, θεωρητικά τουλάχιστον, μπορούν να
δοθούν οριστικές απαντήσεις ή, αν όχι οριστικές απαντήσεις, πάντως κάποιες
απαντήσεις που να προσεγγίζουν την οριστικότητα, που να είναι πιο οριστικές από
οποιαδήποτε άλλη απάντηση έχουμε εξασφαλίσει μέχρι τώρα, με την ελπίδα ή,
τουλάχιστον, την πιθανότητα ότι όσο περισσότερο προχωρούμε προς αυτή την
κατεύθυνση τόσο πιο κοντά ερχόμαστε στην οριστική λύση. Αν αυτό αληθεύει για τη
φυσική, τη χημεία και τα μαθηματικά, και αν, όπως πιστευόταν κατά τον δέκατο
όγδοο αιώνα, αληθεύει επίσης για την ηθική, την πολιτική και την αισθητική· αν
είναι πράγματι δυνατόν να θέσει κανείς ορισμένα κριτήρια τα οποία να του λεν τι
είναι αυτό που κάνει ένα έργο τέχνης τέλειο, τι κάνει τη ζωή τέλεια, τι κάνει
έναν χαρακτήρα τέλειο, τι κάνει ένα πολίτευμα τέλειο· αν είναι πράγματι δυνατόν
να δοθούν οι συγκεκριμένες απαντήσεις, τότε θα μπορούσαμε να πούμε πως, για να
τις αποκτήσει κανείς, πρέπει να θεωρήσει δεδομένο ότι όλες οι άλλες απαντήσεις,
παρά το όποιο ενδιαφέρον τους, παρά την όποια γοητεία τους, είναι ψευδείς. Παρ'
όλα αυτά: αν ο Herder έχει δίκιο· αν οι αρχαίοι Έλληνες ορθώς ακολούθησαν τον
αρχαιοελληνικό δρόμο και οι Ινδοί τον ινδικό· αν το αρχαιοελληνικό ιδεώδες και
το ινδικό ιδεώδες είναι εντελώς ασυμβίβαστα μεταξύ τους, όπως, όχι μόνον
ομολόγησε, αλλά τόνισε και με κάποια χαρά ο Herder αν η ποικιλότητα ή η διαφορά
δεν είναι απλώς ένα ακόμη δεδομένο του κόσμου μας, μα ένα δεδομένο υπέροχο,
όπως έλεγε ο Herder, υπερασπιζόμενος την ποικιλότητα των εκφάνσεων της
φαντασίας του δημιουργού, το μεγαλείο των δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπου,
τις άπειρες δυνατότητες που έχει ακόμη μπροστά της η ανθρωπότητα, τον μη
εκπληρώσιμο χαρακτήρα των ανθρώπινων φιλοδοξιών και την εν γένει συγκίνηση της
ζωής σε έναν κόσμο στον οποίο τίποτα δεν μπορεί ποτέ να εξαντληθεί εντελώς - αν
έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η ιδέα ότι
μπορεί να δοθεί οριστική απάντηση στο ερώτημα «Πώς πρέπει να ζούμε;» καθίσταται
απολύτως κενή νοήματος. Και δεν μπορεί να έχει κανένα νόημα, καμία ουσία,
διότι κατά πάσαν πιθανότητα όλες αυτές οι απαντήσεις είναι ασυμβίβαστες μεταξύ
τους.
Εξ ου και το τελικό συμπέρασμα του Herder, ότι κάθε ανθρώπινη ομάδα πρέπει να αγωνίζεται
για ό,τι κυλά μες στο αίμα της και είναι κομμάτι της παράδοσής της. Κάθε
άνθρωπος ανήκει σε μία συγκεκριμένη ομάδα· καθήκον του ως ανθρώπου είναι να
λέει την αλήθεια όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος· κι η αλήθεια όπως την
αντιλαμβάνεται ο ίδιος είναι εξίσου έγκυρη με την αλήθεια όπως την
αντιλαμβάνονται οι άλλοι. Απ' αυτή την τεράστια χρωματική ποικιλία, μπορεί να
δημιουργηθεί ένα πανέμορφο μωσαϊκό, όμως κανείς δεν μπορεί να δει ολόκληρο αυτό
το μωσαϊκό, κανείς δεν μπορεί να δει τα πάντα, μόνον ο Θεός μπορεί να δει
ολόκληρο το σύμπαν. Οι άνθρωποι, για τον λόγο ότι ανήκουν εκεί όπου ανήκουν και
ζουν εκεί όπου ζουν, δεν μπορούν να το δουν. Κάθε εποχή έχει το δικό της
εσωτερικό ιδεώδες και, ως εκ τούτου, κάθε μορφής νοσταλγική αποζήτηση του
παρελθόντος -«Γιατί να μην είμαστε σαν τους αρχαίους Έλληνες; Γιατί να μην
είμαστε σαν τους Ρωμαίους;», όπως ενδεχομένως αναρωτιόνταν οι Γάλλοι πολιτικοί
φιλόσοφοι, οι Γάλλοι ζωγράφοι ή οι Γάλλοι γλύπτες κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα-,
η όλη ιδέα της αναβίωσης, η όλη ιδέα της επιστροφής στον Μεσαίωνα, στις
ρωμαϊκές αρετές, στην αρχαία Σπάρτη και στην αρχαία Αθήνα ή, πάλι, κάθε μορφής
κοσμοπολιτισμός -«Γιατί να μην μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα παγκόσμιο κράτος
στο οποίο όλοι θα ταιριάζουν αρμονικά και, σαν ιδεώδεις πλίνθοι, θα σχηματίζουν
ένα οικοδόμημα που θα κρατήσει για πάντα, γιατί η δημιουργία του θα στηρίζεται
σε μιαν άφθαρτη φόρμουλα που θα αποτελεί την αλήθεια, μιαν αλήθεια την οποία θα
έχουμε εξασφαλίσει ακολουθώντας κάποιες αλάθητες μεθόδους;»- όλα αυτά πρέπει να
εκλαμβάνονται ως ανόητα, ανούσια και λανθασμένα. Υποκινώντας την εμφάνιση αυτής
της αντίληψης, ο Herder άνοιξε μια τρομαχτική πληγή στο σώμα του ευρωπαϊκού
ορθολογισμού: μια πληγή που δεν επρόκειτο να κλείσει ποτέ.
Υπ’ αυτή την έννοια, ο Herder είναι σαφέστατα ένας από τους
πατέρες του ρομαντικού κινήματος. Είναι, για να το πω διαφορετικά, ένας από
τους πατέρες του κινήματος, στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του οποίου
περιλαμβάνονται η άρνηση της ενότητας, η
άρνηση της αρμονίας, η άρνηση της αντίληψης ότι όλα τα ιδεώδη είναι συμβιβάσιμα
μεταξύ τους, τόσο στη σφαίρα της δράσης όσο και στη σφαίρα της σκέψης. […]
Όσον αφορά, τώρα, το τι συμπέρασμα θα βγάλουν γι' αυτήν οι άνθρωποι έπειτα από
διακόσια, πεντακόσια ή και δυο χιλιάδες χρόνια, δεν έχει για τον Herder καμία
σημασία, δεν τον ενδιαφέρει καν, αδυνατεί να καταλάβει γιατί θα έπρεπε να τον
ενδιαφέρει. Πρόκειται για μιαν εντελώς νέα, άκρως επαναστατική και ανατρεπτική
θεώρηση στο πλαίσιο αυτού που επί δύο χιλιάδες χρόνια στάθηκε η ακλόνητη
philosophia perennis της Δύσης, σύμφωνα με την οποία όλα τα ερωτήματα έχουν
αληθείς απαντήσεις, όλες οι αληθείς απαντήσεις είναι κατ' αρχήν ανακαλύψιμιες
και όλες οι απαντήσεις μπορούν κατ' αρχήν να συμβιβαστούν μεταξύ τους ή να
συνδυαστούν σε ένα αρμονικό όλον - σε κάποιου είδους παζλ. Αν ισχύουν τα όσα
υποστήριζε ο Herder, τότε η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, και είναι γι' αυτόν τον
λόγο που οι άνθρωποι άρχισαν τότε να φιλονικούν και να αντιδικούν - τόσο στην
πράξη όσο και στη θεωρία· τόσο κατά τη διάρκεια των εθνικών επαναστατικών
πολέμων όσο και κατά τη διάρκεια των σφοδρών συγκρούσεων δόγματος και
πρακτικής· τόσο στις τέχνες όσο και στον κόσμο της σκέψης. Και τούτο ήταν κάτι
που κράτησε εκατόν εβδομήντα ολόκληρα χρόνια.
Isaiah Berlin, Οι ρίζες του ρομαντισμού
[Εκδόσεις SCRIPTA, 1999, σελ.
104-118]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου