«Ἀγνοεῖς ὅτι τοῦ λόγου μέτρον ἐστὶν οὐχ ὁ λέγων, ἀλλ' ὁ ἀκούων;» Πλάτων (Στοβαίου ανθολόγιον, XXXVI. 22)
Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018
Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018
Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018
Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018
Αρχαία Σπάρτη
Οι Σπαρτιάτες είχαν εντελώς ξεχωριστή θέση στην […] Ελλάδα. Είχαν αναδειχτεί με τους δύο μεσσηνιακούς
πολέμους, ο πρώτος απ’ τους οποίους τερματίσθηκε στο δεύτερο μισό του
όγδοου αιώνα με την κατάληψη του οχυρού της Ιθώμης.
Οι Μεσσήνιοι έγιναν είλωτες: υποτελείς δεμένοι με τη γη, που είχαν το δικαίωμα να
καλλιεργούν μόνοι τους το έδαφός τους, αλλά έπρεπε να πληρώνουν στον ιδιοκτήτη
της γης ένα σταθερό φόρο και να τον ακολουθούν στον πόλεμο ως υπηρέτες. Ήταν ιδιοκτησία του κράτους και μόνο το
κράτος είχε το δικαίωμα να τους πουλάει ή να τους απελευθερώνει. Όταν στα μέσα
του έβδομου αιώνα προσπάθησαν ν' αποσείσουν τον ζυγό, συμμαχώντας με τους
Αργείους και τους Αρκάδες, οι Σπαρτιάτες μόνον έπειτα από μακρόχρονο και
αιματηρό αγώνα κατάφεραν να ξαναγίνουν κύριοι της κατάστασης.
Ολόκληρη η πολιτειακή δομή των Σπαρτιατών καθοριζόταν από
τον μόνιμο μεσσηνιακό κίνδυνο.
Μερικές χιλιάδες κατακτητές εξουσίαζαν μια πολλαπλάσια πλειονότητα
υποδουλωμένων και εκμεταλλευμένων αυτόχθονων κατοίκων αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε
να διατηρηθεί παρά μονάχα με την αρραγή ενότητα, τη συνεχή πολεμική ετοιμότητα
και την πλήρη απομόνωση από το εξωτερικό. Για
την επιτήρηση των ειλώτων χρησίμευε, ανάμεσα στ’ άλλα, η περιβόητη κρυπτεία, ένα είδος χωροφυλακής που εκτελούσε τους
υπόπτους χωρίς καμιά διαδικασία.
Ανάμεσα στους Σπαρτιάτες υπήρχε (τουλάχιστο θεωρητικά) πλήρης
ισότητα στην ιδιοκτησία: γι’ αυτό και αυτοαποκαλούνταν «όμοιοι». Επειδή τόσο οι Αγιάδες όσο και οι Ευρυποντίδες
είχαν πανάρχαια δικαιώματα στο θρόνο, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να δώσουν τη
βασιλική αρχή και στα δύο γένη: αυτή
η ανταγωνιστική διπλοβασιλεία, ένας πολύ πρωτότυπος θεσμός που το πολύ-πολύ
να έχει κάποια αναλογία με τη ρωμαϊκή υπατεία, είχε σκοπό να εμποδίσει την εγκαθίδρυση μονοκρατορίας.
Εκτός όμως απ' τους δυο βασιλιάδες υπήρχαν πέντε έφοροι, που εκλέγονταν κάθε χρόνο και που είχαν την
πραγματική εξουσία στο κράτος: δεν σηκώνονταν μπροστά στους βασιλιάδες και
μ' ένα νεύμα τους ο καθένας όφειλε «να σπεύσει κοντά τους». Ο Ξενοφών, ο Πλάτων
και ο Αριστοτέλης σύγκριναν την εξουσία των εφόρων με τυραννίδα. Οι έφοροι είχαν απόλυτη ελευθερία δράσης
στους βασικούς τομείς αρμοδιότητάς τους -εξωτερικές υποθέσεις, ασφάλεια,
αστυνομία αλλοδαπών, διαπαιδαγώγηση των νέων, οικονομικά- αλλά ήταν
υποχρεωμένοι να δίνουν λογαριασμό στους διαδόχους τους. Από τον αρχηγό της
πεντανδρίας έπαιρνε τ' όνομά της η χρονιά. Στο
πλάι τους οι βασιλιάδες δεν ήταν παρά καχύποπτα επιτηρούμενοι πρόεδροι του
κράτους, με δικαίωμα τιμητικής θέσης, διπλής μερίδας και δημόσιου πένθους
όταν πέθαιναν. Είναι ενδεικτικό ότι οι βασιλιάδες ήταν υποχρεωμένοι να ορκίζονται
κάθε μήνα πίστη στο σύνταγμα.
Ο Πλούταρχος
αποκάλεσε τη λακεδαιμόνια κοινότητα «λογικόν καί πολιτικόν σμήνος», δηλαδή ένα μελίσσι με λογικό και πολιτικό αισθητήριο, και ο Αριστοτέλης έλεγε: «Το σύνταγμα της Σπάρτης
θα ήταν τέλειο, αν το κράτος ήταν στρατόπεδο». Μόλις τα παιδιά γίνονταν
εφτά χρόνων, τα έπαιρναν απ' τη μητέρα τους, τα κατένειμαν σε «αγέλες» και τα
ανάθεταν στην κρατική επίβλεψη, που ήταν μια σχεδόν αποκλειστική και πολύ
αυστηρή προετοιμασία για τη στρατιωτική θητεία. Ακόμα και οι ενήλικοι άνδρες
ζούσαν σε συσκηνίες με κοινά συσσίτια, στα οποία ο καθένας έπρεπε να συνεισφέρει
ένα ορισμένο μέρος: αν δεν μπορούσε πια να εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση,
αποκλειόταν από την κατηγορία των πολιτών που είχαν πλήρη δικαιώματα. Ακόμα και
τα κορίτσια εκπαιδεύονταν σωματικά με
τον ίδιο περίπου τρόπο όπως τα αγόρια, γι' αυτό και οι Λακεδαιμόνισσες
θεωρούνταν οι ωραιότερες και υγιέστερες Ελληνίδες. Επίσης, επειδή η
φροντίδα για το νοικοκυριό βρισκόταν σχεδόν εξολοκλήρου στα χέρια τους, η θέση τους στην κοινωνία ήταν πιο ελεύθερη
και ευυπόληπτη από αλλού. Απ' την άλλη μεριά όμως είναι ευνόητο ότι, κάτω
απ' αυτές τις συνθήκες, η συζυγική ζωή
δεν είχε καθόλου προσωπικό και απόκρυφο χαρακτήρα: η ανταλλαγή γυναικών δεν
ήταν σπάνια, συχνά οι φτωχοί αδελφοί μοιράζονταν μια γυναίκα, ο σύζυγος
μπορούσε (και μάλιστα ήταν υποχρεωμένος, σε περίπτωση μόνιμης ατεκνίας) να βρει
αντικαταστάτη για τη γυναίκα του.
Ο Ξενοφών λέει ότι
στην πολεμική τέχνη υπάρχει ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους υπόλοιπους
Έλληνες η σχέση του επαγγελματία τεχνίτη με τον ερασιτέχνη. Η σωματική αγωγή των Σπαρτιατών ήταν περισσότερο
γυμναστική και πολεμική άσκηση παρά αθλητισμός, γι' αυτό και σπάνια νικούσαν
στην Ολυμπία, ενώ η μουσική και η ποίησή τους είχαν κατά κύριο λόγο τη μορφή
εμβατηρίων, πολεμικών τραγουδιών και πατριωτικών χορών. Ακόμα και την παιδεραστία την έβαζαν στην υπηρεσία της στρατοκρατίας.
Ο Πλάτων λέει: «Αν ήταν δυνατό ν’ αποτελείται ένα ολόκληρο κράτος ή ένα ολόκληρο
στρατόπεδο από εραστές και ερωμένους, θα ήταν αδιανόητη μια καλύτερη κοινότητα,
γιατί από αμοιβαία αιδώ θ’ απόφευγαν κάθε κακή πράξη και θα βρίσκονταν συνεχώς
σε ευγενή άμιλλα, ενώ στη μάχη θα νικούσαν κάθε αντίπαλο, ακόμα κι αν
υστερούσαν αριθμητικά. Γιατί ένας εραστής προτιμά να τον δει ολόκληρος ο κόσμος
να στρέφει τα νώτα στον εχθρό παρά ο αγαπημένος του. Κανένας δεν είναι τόσο
τιποτένιος ώστε ο έρωτας να μην τον εμψυχώνει.» Και πράγματι, πριν απ’ τη μάχη οι Σπαρτιάτες θυσίαζαν
στον Έρωτα.
Το εμπόριο και οι
συναλλαγές ήταν στα χέρια των περίοικων, δηλαδή
εκείνων που ζούσαν στα όρια της πολιτείας και δεν συμμετείχαν στη διακυβέρνησή
της. Υπήρχαν μόνο σιδερένια νομίσματα χωρίς
αξία και χωρίς πέραση σ' άλλες πόλεις. Τα
ταξίδια στο εξωτερικό απαγορεύονταν. Η κλοπή θεωρούνταν όνειδος μόνον αν ο
κλέφτης πιανόταν επ' αυτοφώρω.
Πολλά άλλα
πράγματα που αναφέρονται για τη Σπάρτη και που ακόμα και σήμερα τα μαθαίνει το
κάθε σχολαριόπαιδο έχουν την πηγή τους στην τάση πολλών όψιμων Ελλήνων
ηθογράφων να υπερβάλλουν και, ως ένα βαθμό, στην αγάπη των Σπαρτιατών για την
επίδειξη. Λόγου χάρη ο «τρίβων» τους, ένας
χιτώνας που τον έτριβαν επίτηδες για να φαίνεται λιτότερος και που αργότερα
χρησίμευε και στους φιλόσοφους για να κάνουν εντύπωση με τη λετσαρία τους,
φοριόταν μόνο για φιγούρα. Τους άρεσε να βάφουν τα ρούχα τους με πορφύρα εξίσου
όσο και στους άλλους Έλληνες, αλλά δήλωναν με καμάρι ότι το έκαναν μόνο και
μόνο για να μη φαίνεται το αίμα πάνω τους· ωστόσο ο Λυκούργος απαγόρεψε αυτή
την απρεπή πολυτέλεια, κι από τότε οι Σπαρτιάτες φορούσαν κατακόκκινα ρούχα.
Για τον περιώνυμο «μέλανα ζωμό» ένας Συβαρίτης είπε τάχα πως
από τότε που τον δοκίμασε ξέρει γιατί οι Σπαρτιάτες βαδίζουν με τόση
ευχαρίστηση στον θάνατο∙ αλλά αυτό δεν είναι παρά καλαμπούρι: στην πραγματικότητα ο μέλας ζωμός ήταν ένα
πολύ θρεπτικό και νόστιμο φαγητό, ένα είδος πατσά από αλλαντικά, χοιρινό κρέας,
ξύδι και μπαχαρικά, που όσοι ξένοι κατάφεραν να μάθουν τη συνταγή του το
εκτιμούσαν ως λιχουδιά και πραγματικά αργότερα εξαγόταν, όπως η μασσαλιώτικη
μπουγιαμπέσα. Στα συμπόσια που ακολουθούσαν τις θυσίες υπήρχαν θαυμάσια
γλυκίσματα, δυνατά κρασιά, εξαίσια φέτα και σιτευτά μοσχάρια∙ βέβαια, το συνηθισμένο
μενού των συσσιτίων ήταν πολύ πιο απλό και η
μέθη τιμωρούνταν, αλλά είναι σίγουρο ότι το κυνήγι δεν ήταν σπάνιο στο τραπέζι.
Είναι γνωστό ότι
στους Σπαρτιάτες άρεσε επίσης να μιλάνε με μια τυποποιημένη λιτότητα, που ως ένα βαθμό προερχόταν απ' το γεγονός ότι τους έλειπε
η φαντασία, αλλά μερικές φορές ήταν πολύ
πετυχημένη. Σ' έναν εχθρό που τους απείλησε: «Αν κυριέψω την πόλη σας, θα
την ισοπεδώσω», απάντησαν: «Αν». Στους Σάμιους απεσταλμένους, που έβγαλαν
ατέλειωτους λόγους, είπαν: «Δεν καταλάβαμε το τέλος, γιατί ξεχάσαμε την αρχή.» Μερικές άλλες απ’ αυτές τις λακωvικές
ρήσεις, που στην αρχαιότητα κυκλοφορούσαν σε μεγάλο αριθμό, έδιναν στη βραχυλογία μια χροιά
ευφυολογήματος, που όμως όχι σπάνια είναι τόσο ξερό ώστε να φαίνεται
άνοστο. Αλλά εκεί που οι Σπαρτιάτες ήταν
ολότελα ανυπόφοροι ήταν η χαρακτηριστική ηθικοληψία τους∙ και είναι οι μόνοι Έλληνες που τα κατάφεραν να είναι
κακόγουστοι.
Κάτι που δεν συμφωνεί με την παραδοσιακή σχολική εικόνα των
Σπαρτιατών είναι η φιλοχρηματία τους,
που ήταν παροιμιώδης σ’ ολόκληρη την
αρχαιότητα. Ένας Πελοποννήσιος είναι αυτός που βάζει τον Αλκαίο να λέει την
περίφημη ρήση: «χρήματα χρήματ’ άνήρ», δηλαδή «μόνο τα λεφτά κάνουν τον
άνθρωπο.» Αλλά κι ο Ευριπίδης στηλιτεύει την ευτελή κερδομανία τους, που
επικρίθηκε προειδοποιητικά ακόμα κι απ' το μαντείο των Δελφών. Η κατοχή χρυσού
και αργύρου ήταν βέβαια απαγορευμένη, αυτή η απαγόρευση όμως μπορούσε εύκολα να
παρακαμφθεί: με τη λαθραία εξαγωγή χρημάτων στο εξωτερικό, με εικονικές
εκχωρήσεις σε περίοικους, με την απόκτηση οικοπέδων και κοπαδιών. Ακόμα, είχε
κανείς το δικαίωμα να έχει όσους δούλους ήθελε, που ήταν το κύριο περιουσιακό στοιχείο
του αρχαίου Έλληνα. Η συνεισφορά στα συσσίτια ήταν κατανεμημένη ομοιόμορφα,
επομένως άδικα, γιατί δεν έπαιρνε υπόψη τη μεγαλύτερη επιβάρυνση των πολύτεκνων
νοικοκυριών, που εκτός απ' αυτό διασπώνταν με το μοίρασμα της κληρονομιάς σε
όλο και μικρότερες παραγωγικές μονάδες. Έτσι, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν
ότι απ' τη μια μεριά, με την πτώχευση και την απώλεια των πολιτικών
δικαιωμάτων, δημιουργήθηκε ένα κουρελοπρολεταριάτο (ή μάλλον μια
κουρελοαριστοκρατία) κι απ' την άλλη μεριά μια πλουτοκρατία. Τον έκτο αιώνα υπήρχαν ήδη Σπαρτιάτες περιβόητοι
για την αμύθητη περιουσία τους.
Αν σ' αυτά τα ζητήματα οι Σπαρτιάτες ήταν χειρότεροι απ’ την
τυποποιημένη εικόνα τους, σε μερικά άλλα ήταν καλύτεροι. Έτσι, το ότι επιδίωκαν
πάντα να υποτάξουν ολόκληρη την Ελλάδα είναι μια κακόβουλη εκδοχή που διέδωσε ο
προαιώνιος εχθρός τους, η Αθήνα. Στην πραγματικότητα ασκούσαν πάντα μια καθαρά πελοποννησιακή πολιτική και αποστρέφονταν
κάθε επέκταση· πέρα απ' τον Ισθμό, αν όχι γι' άλλο λόγο τουλάχιστον επειδή
φοβόντουσαν μήπως μολυνθούν με «επαναστατικές» ιδέες. Η μόνη αποικία που ίδρυσε ποτέ η Σπάρτη ήταν ο Τάρας, που όμως, ως πρωτεύουσα της μεγαλοελληνικής βιομηχανίας, επιστήμης και
ευζωίας, δεν είχε τίποτα το σπαρτιατικό.
Στην Ελλάδα οι
Σπαρτιάτες ήθελαν να έχουν μόνο την ηθική ηγεμονία. Μετά την υποταγή της Μεσσηνίας ένιωθαν κορεσμένοι εδαφικά,
όπως η Πρωσία του Φρειδερίκου μετά την απόκτηση της Σιλεσίας και η Γερμανία του
Μπίσμαρκ μετά την ειρήνη του Νίκολσμπουργκ και της Φραγκφούρτης. Είναι γενικά παράξενο ότι τα λεγόμενα
«στρατοκρατικά» κράτη δεν είναι σχεδόν ποτέ επιθετικά.
Επίσης, δεν είναι σωστό ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν οι πιο
άμουσοι απ’ όλους τους Έλληνες. Ας μη ξεχνάμε ότι ήταν κι αυτοί Έλληνες. Έτσι,
είναι ενδεικτικό ότι χάρη στις ελεγείες του Τυρταίου κέρδισαν τον δεύτερο
μεσσηνιακό πόλεμο: αυτός ο ποιητής, του οποίου τα φλογερά τραγούδια
τραγουδιόντουσαν για αιώνες σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, ήταν στην πραγματικότητα ο
στρατηγός τους. Γενικά οι Σπαρτιάτες
ήταν πολύ μουσόφιλοι, ενώ ακόμα και ο ελληνικός ναός είναι δικό τους
δημιούργημα. Όπως η εξίσου πολυχλεύαστη Πρωσία γέννησε έναν ιδιόρρυθμο και,
στα στενά του όρια, εύρωστο πολιτισμό, που σημαδεύεται απ’ τα ονόματα του Καντ και
του Κλάιστ, έτσι και το δωρικό πνεύμα
κατέκτησε ανάλογες κορυφές στην
αρχιτεκτονική και τη μουσική.
Η δεύτερη μεγάλη
αποικία των Δωριέων ήταν η Κρήτη. Ο Όμηρος, εξυμνώντας αυτό το πυκνοκατοικημένο νησί για την
ομορφιά και την ευφορία του, το αποκαλεί
εκατόμπολιν. Οι κατακτητές δεν τεμάχισαν το έδαφος σε κλήρους, όπως είχαν
κάνει στη Λακωνία, παρά έκαναν το μεγαλύτερο μέρος του κοινοτική γη. Τα συσσίτια
οργανώνονταν από το κράτος, κι όχι μόνον αυτά παρά και τα γεύματα των γυναικών,
των παιδιών και των δούλων στα διάφορα νοικοκυριά. Αλλά κι αυτός επίσης ο κολεκτιβισμός, που ξεπερνούσε κατά πολύ
τα όρια του σπαρτιατικού, δεν είχε διάρκεια. Έγιναν κατατμήσεις και
καταπατήσεις, πολλοί Κρήτες
μετανάστευσαν ως μισθοφόροι ήταν περίφημοι και περιβόητοι σ’ ολόκληρο τον
μεσογειακό κόσμο για τα πολεμικά τους κατορθώματα και, όπως αναφέρει ο Πολύβιος,
για την ακατάσχετη κερδομανία τους.
Egon Friedell, Πολιτιστική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας
[Εκδόσεις Πορεία, 1994, σελ. 109-114]
Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018
Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018
Αλβανοί, Αρβανίτες
Οι Αλβανοί […] έχουν παίξει μεγάλο ρόλο στην νεοελληνική
ιστορία διότι Αλβανοί και Έλληνες είναι σε ανάμειξη μετακινήσεων εδώ και αιώνες.
Όπως γνωρίζουμε μέχρι σήμερα πρόσφατα το πράμα αλλάζει, η νότια Αλβανία, αυτό που λέμε Βόρεια Ήπειρος εμείς,
διαθέτει χιλιάδες Ελλήνων κατοίκων Χριστιανών Ορθοδόξων ελληνοφώνων κατοίκων,
ενώ αντιστοίχως Αλβανοί είχαν μετακινηθεί προς το νότο και έτσι μέσα στους
αιώνες έχει δημιουργηθεί στον ελληνικό χώρο, τον ευρύτερο ελληνικό χώρο, ένας πληθυσμός που πολύ απλά οι Έλληνες
ονομάζουν Αρβανίτες.
Κινείσαι από την Αθήνα προς τη Θήβα και
περνάς από μία περιοχή που λέγονται Αρβανιτοχώρια. Έξω απ’ τη Θήβα καταμετρώνται
περίπου 30 χωριά που είναι Αρβανιτοχώρια. Στα περίχωρα της Λειβαδιάς είναι
περίπου 7 χωριά που τα ονομάζουμε Αρβανιτοχώρια. Στα περίχωρα της Ελευσίνας
υπάρχουν αρκετά χωριά που ονομάζονται Αρβανιτοχώρια. Στην Κορινθία υπάρχουν
πολλά χωριά που ονομάζονται Αρβανιτοχώρια το ίδιο και στη Αχαΐα και λιγότερο σε
άλλες περιοχές της Πελοποννήσου. Στη νότια Εύβοια υπάρχουν χωριά που είναι
Αρβανιτοχώρια στη βόρεια Άνδρο και πάλι λέγοντας. Εδώ με την έννοια Αρβανίτες, με αυτό τον όρο Αρβανίτες, εννοούμε
ένα-αναφερόμαστε σε ένα φαινόμενο της
νεότερης ιστορίας της Ελλάδας και όχι μόνο. Καθώς γύρω στο 14ο αιώνα έχουμε
μεγάλη κάθοδο Αλβανών. […]
Οι Αλβανοί είναι ορεσίβιος λαός, κατοικεί στη ζώνη εκεί βόρεια από την Ήπειρο,
τα βουνά της Αλβανίας είναι ψηλά και δύσκολα. Εκεί κατοικούν αλβανικές ομάδες που είναι οργανωμένες σε φυλές, στα βόρεια
είναι οι Γκέγκηδες, νοτιότερα προς το κέντρο της σημερινής Αλβανίας χοντρικά
αναπτύχθηκαν οι Τόσκηδες και ακόμη νοτιότερα οι Λιάπηδες.
Η αλβανική γλώσσα δεν είναι ακριβώς
ενιαία, αυτές οι ομάδες μιλούν
διαλέκτους εδώ και βαθύτατο χρόνο όχι τώρα και είναι ορεινοί πληθυσμοί, πολεμούν μεταξύ τους η μία φυλή την
άλλη και είναι οργανωμένοι και σε
ευρύτερα σόγια που στην αλβανική γλώσσα αυτό το ευρύ σόι λέγεται farë εξ ου και
η- όρος που χρησιμοποιούμε στα ελληνικά φάρα. Είναι αλβανική λέξη η λέξη
φάρα. Η μία φάρα
μπορούσε να συμμαχεί με την άλλη εναντίον μιας άλλης, πολλές φάρες μαζί
εναντίον πολλών άλλων, η μία φυλή ενάντια στην άλλη. Αυτό έκανε τους Αλβανούς
να είναι σκληροτράχηλοι πολεμιστές, θεωρούνται
οι πιο σκληροτράχηλοι πολεμιστές των Βαλκανίων μαζί με τους κατοίκους του
Μαυροβουνίου, ιστορικά και έχουν παίξει ρόλο στους στρατούς όχι μόνο πολλών
χωρών της βαλκανικής και τον οθωμανικό στρατό. Στην ελληνική
πραγματικότητα αρκετοί απ’ τους ήρωές
μας ήταν Αρβανίτες, δηλαδή είχαν μακρά καταγωγή από τις αλβανικές περιοχές.
[…] Οι Αλβανοί όποτε φεύγουν για κάποιο λόγο από την πατρίδα τους κατά
ομάδες ή κατά μόνας, δύο δρόμους κατά
κύριο λόγο παίρνουν: ο ένας είναι ο
δρόμος της Ιταλίας, αυτό συνέβη και στον 20ο αιώνα που τα ζήσαμε μετά το
1989 […] και προς την Ελλάδα. Και
έτσι στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα
έχουμε μία μεγάλη καινούρια ροή Αλβανών προς τα νότια, προς τις ελληνικές
περιοχές.
Τα Αρβανιτοχώρια μας όμως βρίσκονται εκεί από αιώνες και
δημιουργήθηκαν κυρίως από κάθοδο Αλβανών του 14ου αιώνα εκεί γύρω στα 1300 και
μετά. Ο 14ος αιώνας ήταν αιώνας μεγάλων δημογραφικών ανακατατάξεων στη
Βαλκανική λόγω των πολεμικών συγκρούσεων, των εμφυλίων πολέμων, των-της
ανάπτυξης Σέρβων Βουλγάρων, συγκρούσεων Βυζαντινών μεταξύ τους και με αυτούς
και φυσικά της επέλασης των Οθωμανών. Έτσι Αλβανοί μετακινούνται μαζικά στο 14ο
αιώνα προς το νότο.
Αυτός είναι ένας ωραίος χάρτης που προέρχεται από το-την «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» του Απόστολου Βακαλόπουλου και επιγράφεται «Διείσδυσις Αλβανικών φύλων». |
Τα αλβανικά φύλα διείσδυσαν προς το νότο, δηλαδή τις περιοχές μας, ο δείκτης δείχνει προς ποιες
περιοχές εγκαταστάθηκαν το 14ο
αιώνα. Άλλο κύμα το 15ο.
Και
επόμενο μεγάλο κύμα είναι στον 20ο αιώνα, τον αιώνα που πολλοί από μας
ζήσαμε. […]
Γιατί μετακινήθηκαν Αλβανοί προς το
νότο το 14ο αιώνα; Οι περισσότεροι εξ αυτών μετακινήθηκαν κατά
ομάδες γιατί το έχουν οι Αλβανοί όταν
φεύγουν, φεύγουν κατά ομάδες, κατά φάρα φεύγουν. Αλλά ακριβώς επειδή θεωρούνται ικανότατοι πολεμιστές,
Βενετοί οι οποίοι κατείχαν κάστρα και έλεγχαν κάστρα, διάφοροι Φράγκοι ηγεμόνες
εδώ της νότιας βαλκανικής, Βυζαντινοί ηγεμόνες που κατέχουν περιοχές και
κάστρα, Σέρβοι ηγεμόνες που κατέχουν περιοχές και κάστρα, στην-εδώ στην νότια
βαλκανική καλούν στο 14ο καλούν φάρες Αλβανών να’ ρθουν να εγκατασταθούν κοντά
σε κάστρα με τις οικογένειές τους, τους παρέχουν γη κοντά στα κάστρα όχι μέσα
στα κάστρα με την υποχρέωση να καλλιεργούν τη γη αλλά όταν θα υπάρξει κίνδυνος
για την υπεράσπιση των κάστρων να μπουν στα κάστρα και να ενισχύσουν την άμυνα
των κάστρων. Και τούτο διότι η βαλκανική είχε στο 14ο αιώνα φτωχή δημογραφική
εικόνα λόγω των αναστατώσεων που έχουμε πει επανειλημμένως, επομένως οι Αλβανοί ήρθαν να ενισχύσουν την άμυνα
των κάστρων και υπήρξαν σε πολλές περιπτώσεις καλεσμένοι Σέρβων κυρίως Βενετών
και Βυζαντινών τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στη Στερεά Ελλάδα, όσο και στη
δυτική Στερεά Ελλάδα.
Οι Αρβανίτες μας δεν είναι παρά μακρινοί Αλβανοί οι οποίοι
κατέβηκαν στο νότο 600 χρόνια πριν από τώρα και αναμείχθηκαν με τους ντόπιους
Έλληνες. Όταν μετακινήθηκαν οι Αλβανοί στο 14ο
στο 15ο 16ο αιώνα η θρησκεία τους ήταν
Χριστιανική Ορθόδοξη (η μεγάλη μεταστροφή των Αλβανών στην-στο Ισλάμ έγινε
το 18ο αιώνα). […]
Εγκαταστάθηκαν στη δυτική Στερεά, σε μεγάλη ζώνη στην περιοχή κοντά στην Άρτα, προς το
Μεσολόγγι, στην περιοχή της Ναυπάκτου, γύρω απ’ τη Λειβαδιά, γύρω απ’ τη Θήβα,
στη νότια Εύβοια, στη βόρεια Άνδρο, στη Τζια, στην Κύθνο, στην νότια-στην
περιοχή της Αττικής. Στην Αττική η
εγκατάσταση Αλβανών, αλβανικών φαρών ήταν πολύ μεγάλης κλίμακας, στην
Κορινθία, σε περιοχές της Αχαΐας σε μεγάλη κλίμακα και μετά στη υπόλοιπη Πελοπόννησο λιγότεροι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι
περισσότεροι Αρβανίτες μας εγκαταστάθηκαν Κορινθία, Αχαΐα, Αττική και νότια
Εύβοια.
Η διάχυση των Αλβανών και η μετατροπή τους σε Αρβανίτες,
δηλαδή πια εξελληνισμένους Αλβανούς φαίνεται και από τα χαρακτηριστικά τους
επώνυμα που
σήμερα πολλά από αυτά θεωρούνται χαρακτηριστικά και των Ελλήνων. Οι Αλβανοί
και οι Αρβανίτες μας έχουν συνήθως δισύλλαβα επώνυμα, παροξύτονα. Π. χ. Βρετός,
αυτό είναι οξύτονο αλλά είναι χαρακτηριστικό όνομα, Γκέκας, Γκίκας, Γκίνης, Γκιόκας,
Γκιόνης, Γκολέμης, Γκούρας, γκουρ στα αλβανικά είναι η πέτρα, Γκούρας δηλαδή θα
πει ο κ. Πέτρας, Ζέζας, Ζέρβας, ο Ναπολέων Ζέρβας ήταν Αρβανίτης στην καταγωγή,
Κάκλας, Κακλαμάνης, Καλέντζης, Καπαρέλης, περιοχές της Αττικής λέγονται
Καπαρέλι γιατί εγκαταστάθηκαν φάρες, Κατσιφάρας, Κιοσές, στα αλβανικά θα πει
φαλακρός, Κλέπας, κασιδιάρης θα πει, Κόκας, το κεφάλι, Κόκλας, Κόλιας, από τα
πιο χαρακτηριστικά αρβανίτικα επώνυμα, Κοροβέσης (Κοροδέσης;), Κοτζιάς, Κούμης,
Κουμής, Κούρτης, Κριεκούκης, υπάρχει τοπωνύμιο στην Αττική Κριεκούκι γιατί
εγκαταστάθηκε η φάρα των Κριοκουκαίων, Λάλας, Λαλεγιάννης, Λάλος, Λέκκας, που
θα πει Αλέξανδρος, Λεμπέσης, αυτός που αφήνει την πίστη του την μπέσα του,
Λέπουρας, Λιάκος, Λιάκουρας, Λιάπης, Λιόσας, Λιούμης, θα πει ποτάμι στα
αλβανικά, Λούκος, Λούης, Λύκουρας, Λυκουρέζος, τα επώνυμα σε –έζος είναι
συνήθως αλβανικά όπως και τα τοπωνύμια σε –έζα δηλαδή και σε –ιζα, Βάρκιζα,
Σάριζα κ.λ.π. Μάζης, Μαλακάσας, Μάλης, θα πει βουνό, Μάνεσης, που θα πει
αργοπορία, Μαρκεζίνης, Μάτεσης, Μέξης, Μερκούρης, Μίχας, Μουζάκης, Μπάλας, Μπάρτζης,
Μπέζος, Μπέζας, Μπέρτζος, Μπέζγος, Μπίθαρης, Μπίθας, Μπίθης, Μπιθικώτσης, ο
μεγάλος μας τραγουδιστής ο Μπιθικώτσης ήταν Αρβανίτης απ’ την περιοχή της
Θήβας, Μπίχτας, Μπλέτσας, για να πω μερικά χαρακτηριστικά, Μπούκουρας που θα
πει όμορφος, Μπόχτης, Νέγκας, Ντάτσης, Ντόκος, Πέπης, Πέπας, Πέτας, Πρίφτης,
που θα πει ιερέας, Σκλέπας. Σκόκος, σκόκος θα πει κλώσα στα αλβανικά, Σούτας,
Σπάθαρος, θα πει θα σπαθί, Σπάθας, τα Σπάτα, σπατ στα αλβανικά είναι το
τσεκούρι, στην περιοχή των Σπάτων εγκαταστάθηκε εκεί στο 14ο 15ο αιώνα η φάρα
των Σπάτα, Τάτσης, Τόλιας, Τόκας, Τόσκας, Τούντας, κλασικό επώνυμο Τούντας,
Χέλμης, Χούντας κλπ. [σημείωση από το βίντεο: Μπογιάτι, από την φάρα των Μπούα]
Επομένως και μόνο αυτά τα επώνυμα και
μόνο αυτός ο χάρτης δείχνει την έκταση της εγκατάστασης Αλβανών προς το νότο.
Οι μαυρισμένες θέσεις του χάρτη που μας δίνει εδώ ο Βακαλόπουλος δε σημαίνει
ότι κατοικούν μόνο Αλβανοί. Σε κάποιες περιοχές ήταν συμπαγείς οι πληθυσμοί,
αλλά είναι ανάμεικτοι και με ελληνικούς πληθυσμούς ντόπιους, αλλά είναι
οπωσδήποτε περιοχές ισχυρής αρβανιτο παρ- αλβανικής παρουσίας. […] οι Οθωμανοί
απέγραφαν περιοχές. Στην Κορινθία το
1461, όταν κατακτήθηκε δηλαδή η Πελοπόννησος από τους Οθωμανούς μετά την
πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, ο Οθωμανός απογραφέας κατέγραψε ποιοι ήταν οι
Αλβανοί κάτοικοι, […] σε σύνολο 9.881
εστιών δηλαδή νοικοκυριών οι 3.353 ήτανε Αλβανοί κάτοικοι που είχαν
εγκατασταθεί εκεί.
Οι Αλβανοί, οι Αρβανίτες μας δηλαδή μέσα στην πάροδο των
χρόνων συνυπήρξαν με τους Έλληνες, δεν είχαν πρόβλημα διότι ήταν Χριστιανοί
Ορθόδοξοι και οι δύο πλευρές. Μόνο σε δύο σημεία της ελληνικής χερσονήσου
ιστορικά αναπτύχθηκαν Μουσουλμάνοι Αλβανοί. Μία τέτοια περιοχή είναι στην περιοχή του Λάλα, στην περιοχή του
Πύργου στην Ηλεία. Όπως και η περιοχή των Μπαρδουνίων βορειότερα από
την Καλαμάτα στη Μεσσηνία. Αλλιώς, γενικά οι Αρβανίτες μας είναι παρέμειναν
χωρίς κανένα πρόβλημα Χριστιανοί Ορθόδοξοι και έτσι δεν είχαν κανένα πρόβλημα
συνύπαρξης με τους Έλληνες κατοίκους με τους οποίους εξάλλου κα αναμείχθηκαν σε
μεγάλη κλίμακα με γάμους και ενώθηκαν μεταξύ τους.
Οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν κυρίως και κατοίκησαν σε
ημιορεινά, όχι σε ψηλά ορεινά. Σε πεδιάδες και
σε ημιορεινά, και όπως είπαμε κοντά σε μεγάλα κάστρα, γιατί στην
Κορινθία έχουμε πολλούς Αρβανίτες; Διότι εκλήθησαν να ενισχύσουν την άμυνα του
Ακροκορίνθου. Στο Ναύπλιο εκλήθησαν να ενισχύσουν την άμυνα του κάστρου του
Ναυπλίου, στην Θήβα για να ενισχύσουν την άμυνα της Θήβας, στη Χαλκίδα στη
νότια Εύβοια για να ενισχύσουν το μεγάλο κάστρο της Χαλκίδας που στο Μεσαίωνα
ονομαζόταν Νεγρεπόντε και πάει λέγοντας. Από
την Εύβοια και από την Άνδρο μετακινήθηκαν
[…] και στα νησιά του Αργοσαρωνικού,
Ύδρα, Σπέτσες, Πόρο, Αγκίστρι και λιγότερο στην Αίγινα, σε βαθμό που τα
νησιά του Αργοσαρωνικού έγιναν χαρακτηριστικά Αρβανιτονήσια στην περίοδο της
Τουρκοκρατίας και μέχρι πρόσφατα.
[…] Απομνημονεύματα των αγωνιστών του ΄21 που δείχνουν ως αυτονόητη την
συνύπαρξη Αρβανιτών, οι Αρβανίτες θεωρούνται ότι είναι Έλληνες και ας μιλούν Αλβανικά, κάποιοι απ’
αυτούς και λίγα Ελληνικά. Ο Νικόλαος Κασομούλης μας έχει αφήσει ένα πολύτιμο
δίτομο έργο απομνημονευμάτων για την επανάσταση του 1821, σ’ αυτό σε κάποια
στιγμή αναφέρεται στον Νότη Μπότσαρη, ο οποίος Νότης Μπότσαρης στο πολιορκημένο
Μεσολόγγι απευθύνεται στο σημαιοφόρο του και του λέει, και αυτά που του λέει
είναι γραμμένα στα απομνημονεύματα του Κασομούλη με ελληνικό αλφάβητο "μέρi νί ντρύ έδένι μαντήλι, έδέ
σίκογιάστε τάσιός βίνιά πρέκουβέντα τούρκητε ογιό". Δηλαδή του λέει
"πάρε ένα μαντήλι κι ένα ξύλο και βαλ΄το μαντήλι πάνω στο ξύλο έβγα έξω να
δεις αν έρχεται κανένας Τούρκος για συνομιλία ή όχι". Ο Λάμπρος
Κουτσονίκας που πάλι μας έδωσε απομνημονεύματα, μας εξηγεί ότι πριν την μάχη
του Φαλήρου, την μεγάλη μάχη του Φαλήρου, ο Δεριγνύ κάλεσε στο πλοίο του τον
Καραϊσκάκη και τον Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης από την μια πλευρά και ο Αλβανικής καταγωγής πασάς ο Κιουταχής, στο πλοίο του για να συνομιλήσουν, και
γράφει ο Κουτσονίκας "ήρχισαν συνδιάλλεξιν μεταξύ των εις την
Αλβανικήν" η κοινή τους γλώσσα δηλαδή ήταν τα Αλβανικά.
Οι Σουλιώτες ήταν Αρβανίτες, εξ΄αυτού μιλούσαν
Αλβανικά. Γνώριζαν και Ελληνικά αλλά μιλούσαν Αλβανικά. Ο Κωνσταντίνος Μεταξάς
πάλι στα απομνημονεύματά του από την Επανάστασή του 1821 αναφέρεται στον Μάρκο
Μπότσαρη, επίσης φυσικά μιλάει Αλβανικά γιατί είναι Αβανίτης Σουλιώτης, ο
οποίος καλεί τους Σουλιώτες αρχηγούς και στρατιώτες και γράφει ο Μεταξάς.
"Τοις ελάλησεν εις την γλώσσαν των, Αλβανιστί, οι δε λόγοι του ήσαν
πλήρεις ενθουσιασμού και πατριωτισμού". Στα απομνημονεύματα του Σπηλιάδη,
ο Νίκος Σπηλιάδης αναφέρεται σε μία μάχη που γίνεται και που μετέχει ο
Ανδρούτσος, σ΄αυτή τη μάχη οι Έλληνες ηττώνται, και ο Ανδρούτσος υποχωρεί και
γράφει. "Και φεύγων μεμονομένως περιπίπτει εις τους Αλβανούς" γιατί
στους Αλβανούς; Γιατί τα Οθωμανικά στρατεύματα χρησιμοποιούσαν Τουρκαλβανούς,
δηλαδή Μουσουλμάνους Αλβανούς. Και στην Ελληνική επανάσταση ένα μεγάλο κομμάτι
των Οθωμανικών στρατευμάτων ήταν Μουσουλμάνοι Αλβανοί. Ο Οδυσσέας λοιπόν
Ανδρούτσος καθώς υποχωρεί πέφτει στο στρατόπεδο του εχθρού που είναι
Τουρκαλβανοί, Αλβανοί όμως. "Ομιλών δε ως εκείνοι Αλβανιστί, τους απατά
και νομίζεται ειδικός των, και εν τοσούτων εύρεν ευκαιρία και έγινεν άφαντος
και εσώθη".
[…] Η κοινότητα της Ύδρας στα μέσα του 18ου αιώνα θέλησε να δημιουργήσει
ένα σχολείο για να μάθουν τα παιδιά της γράμματα. Η Αλβανική γλώσσα ήταν
προφορική γλώσσα, η Αλβανική γλώσσα δεν γράφονταν για χιλιάδες χρόνια, ήταν
μόνο προφορική, έγινε γραπτή σχεδόν στο 1900. […] Έτσι όταν αποφάσισε η
κοινότητα Ύδρας να δημιουργήσει σχολείο, Ελληνικό σχολείο επρόκειτο να
δημιουργήσει, δεν υπήρχε περίπτωση να δημιουργηθεί Αλβανικό σχολείο, δεν υπήρχε
κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό κάλεσαν Έλληνα
δάσκαλο να διδάξει τα παιδιά της. Και γνωρίζουμε από τα αρχεία της Ύδρας
ότι ο Έλληνας δάσκαλος παραιτήθηκε ή επεχείρησε
να παραιτηθεί μετά από λίγους μήνες, διότι εξηγεί στην επιστολή του προς την
κοινότητα της Ύδρας, ότι εσείς με πληρώνετε για να σας μάθω στα παιδιά σας
γράμματα, ελληνικά γράμματα θα τους μάθω, αλλά εγώ δεν γνωρίζω Αλβανικά, τα παιδιά δεν γνωρίζουν Ελληνικά, και δεν
κάνω τη δουλειά μου και σας εξαπατώ κατά κάποιο τρόπο. Το ίδιο συνέβη και
στον Πόρο, στο 2ο μισό του 18ου αιώνα, όταν ο Πόρος πάλι κάλεσε Έλληνα δάσκαλο
να μάθει στα παιδιά γράμματα, Ελληνικά γράμματα βέβαια, και ο Επιφάνιος
Δημητριάδης που ήταν αυτός ο κληθείς δάσκαλος, την απελπισία του την έγραψε σε
ποίημα, έτσι Ομηρικού τύπου, και εξηγεί πώς για να μάθει γράμματα στα παιδιά
του Πόρου, έπρεπε ο ίδιος να μάθει αλβανικά για να μπορεί να τους μαθαίνει
ελληνικά μέσω των αλβανικών, και λέει: «Κακ ες Πόρον μ’ ειμαρμένη, η τύχη,
ώρσεν με διδάξοντα την ελληνίδα, η τύχη τα΄φερε έτσι ώστε να με ορίσει να
διδάξω την ελληνίδα, την ελληνίδα γλώσσα, Και ην ιδείν εργον τε πράγμα ξένον,
και ήταν να το βλέπει κανείς παράξενο πράγμα, Γλώτταν μεν διδάσκοντα την
ελληνίδα, διδάσκοντα εγώ, να διδάσκω εγώ την ελληνική γλώσσα, Φωνήν δε
μανθάνοντα την αλβανίδα, εγώ δε ο ίδιος να μαθαίνω αλβανικά, Ουκ είχον άλλως,
δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, αλβανίζοντας όλως παίδας διδάξαι, εφόσον έπρεπε να
διδάξω παιδιά τα οποία μιλούσαν μόνο αλβανικά, μη εγών αλβανίσας, αν δεν
μάθαινα εγώ αλβανικά».
[…] Είναι χαρακτηριστικό ότι οι
Αρβανίτες μας του Αργοσαρωνικού, οι Υδραίοι, οι Σπετσιώτες, οι Ποριώτες, εξαιρετικοί
ναυτικοί στον 18ο αιώνα με πλοία σπουδαία τα οποία δρούσαν σε όλη την Μεσόγειο,
ονόμαζαν τα πλοία τους με αρχαία ελληνικά ονόματα, Περικλής, Αγαθοκλής,
Ιδομενεύς, δείγμα του ότι είχαν ενωθεί με την ελληνική σύλληψη των πραγμάτων,
αισθάνθηκαν Έλληνες, πολέμησαν ως Έλληνες […]
Ένα χαριτωμένο κείμενο
από την ελληνική παράδοση, από την
συλλογή του Πολίτη που εξηγεί γιατί οι Γύφτοι και οι Αρβανίτες δεν έχουν γράμματα.
[…] Όταν εμέραζε ο Θεός τα γράμματα, επήγαν όλες αι φυλές να γυρέψουν γράμματα,
όξω απ’ τη γύφτικη τη φυλή που δεν επήγε καθόλου και γι αυτό ούτε έχουν ούτε θα
έχουν ποτέ γράμματα οι Γύφτοι, γιατί ο Θεός τους καταράστηκε και τα’ ριξε μέσα
στη θάλασσα όταν οι Γύφτοι έφτιαξαν τα περόνια που σταυρώθηκε ο Χριστός. Αυτή
είναι η εισαγωγή. Οι Γύφτοι δεν θα μάθουν ποτέ γράμματα. Γιατί; γιατί
σταυρώθηκε ο Χριστός από αυτούς. Μάλιστα. Κοντά σ’όλες τις φυλές που πήραν
γράμματα ήταν και η Αρβανίτικη η φυλή, μα γιατί οι Αρβανίτες δεν έχουν
γράμματα; Θα σας το πω. Όταν εμέραζε ο Θεός γράμματα δεν είχε βγει το χαρτί
ακόμα, ο καημένος ο Θεός δεν το ήξερε το χαρτί, κι εκείνοι που πήγαν να πάρουν
τα γράμματα, τα έπαιρναν σε φύλλα από κουμπρολάχανο και έφευγαν. Οι άλλοι όλοι
τα επήγαν καλά στα σπίτια τους τα λαχανόφυλα όπου είχαν τα γράμματα, αλλά ο
καημένος ο Αρβανίτης δεν το επήγε το λαχανόφυλο γιατί στο δρόμο εδίψασε και
σκύβοντας να πιεί νερό σε μια πηγή άφησε το φύλλο καταγής και μια αγελάδα που
έβοσκε εκεί κοντά το μυρίστηκε και όσο να σηκώσει ο Αρβανίτης ο κεφάλι του απ
τη βρύση το φύλλο με τα γράμματα ήταν στην κοιλιά της αγελάδας. Έσκουζε ο
καημένος ο Αρβανίτης για το κακό που έπαθε και με τα δάκρυα στα μάτια γύρισε
πίσω στο παλάτι του Θεού ζητώντας άλλα γράμματα. Αλλά ο Θεός δεν είχε άλλα
γράμματα, παρά μόνο τα γύφτικα, που άμα τα είδε ο Αρβανίτης είπε στο Θεό που
ήθελε να του τα δώσει. Δεν τα παίρνω Θεέ μου αυτά τα γράμματα χρυσά να τα
κάνεις. Και ο Θεός απαντάει, στο ίδιο κλίμα, κι εγώ ήθελα να σου δώσω καλύτερα
αλλά δεν έχω άλλα. Αφού είναι έτσι είπε ο Αρβανίτης, ας μείνω και χωρίς
γράμματα. Και πώς θα ζήσει η φυλή σου χωρίς γράμματα; του είπε ο Θεός. Με
δανεικά απάντησε ο Αρβανίτης, κι έφυγε. Από τότε οι Αρβανίτες ζουν με τα δικά
μας γράμματα. Δηλαδή με την ελληνική αλφάβητο.
Έτσι λοιπόν εξηγείται αυτή η πολύ
μεγάλης κλίμακος συνύπαρξη Αλβανών και Ελλήνων. Είναι μια συνύπαρξη γόνιμη,
αιώνων και πολύ από τους σπουδαίους Έλληνες μας είναι Αρβανίτες, όπως και στην
Αλβανία, στην ιστορία της Αλβανίας, σπουδαίοι τους, σπουδαία μέλη της ιστορίας
τους είναι ελληνικής καταγωγής. Οι δύο αυτές φυλετικές ομάδες της Βαλκανικής
έχουν παράδοση επαφών, λογικό είναι, είμαστε γείτονες και οι μετακινήσεις φέραν
τον ένα κοντά στον άλλον.
Μαρία Ευθυμίου, Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού, 11ος – 18ος αιώνας
mathesis.cup.gr (σ. 145-150, 162)
Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018
Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018
Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018
Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018
Οι Βλάχοι
Η λέξη Βλάχος θέλει μία συζήτηση, διότι
στη νέα ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούμε
τη λέξη Βλάχος καταρχήν μειωτικά. Όταν θες να πεις κάποιον ότι δεν έχει
τρόπους, ότι είναι αγενής, ότι είναι ωμός, ότι είναι βάρβαρος κάπως ορεσίβιος
τον λες Βλάχο, Μπουρτζόβλαχο, Καράβλαχο [...]
Οι Βλάχοι, όμως, είναι μια εθνοτική ομάδα που μιλάει μια,
ξεχωριστή γλώσσα, τη βλάχικη γλώσσα. Η
βλάχικη γλώσσα είναι λατινογενής, είναι
συγγενής με τις άλλες λατινογενείς γλώσσες, όπως είναι η γαλλική γλώσσα, η
ιταλική γλώσσα, η ρουμανική γλώσσα. […]
Οι Βλάχοι μέχρι σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα, στην Βουλγαρία,
στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία,
στην Αλβανία, στην Κροατία, […]
Όμως, εδώ και αιώνες η μεγαλύτερη συγκέντρωση Βλάχων της Βαλκανικής
παρατηρείται στην περιοχή της Πίνδου, στον ορεινό κορμό μεταξύ Θεσσαλίας
και Ηπείρου. […]
Όταν το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε
το 1830, φυσικά, αυτή η περιοχή δεν ανήκε στο ελληνικό κράτος. Αλλά αργότερα το
ελληνικό κράτος επεκτάθηκε και στην δεκαετία του 1880 ενσωματώθηκε η Θεσσαλία …
και αργότερα και η Ήπειρος και η Μακεδονία. Έτσι, αυτός ο μεγάλος αριθμός Βλάχων εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στα ελληνικά
σύνορα και υπάρχουν Έλληνες βλάχικης καταγωγής που το λένε ότι είναι Βλάχοι,
είναι γνωστό ότι είναι Βλάχοι. Παραδείγματος χάριν, πριν από 20-30 χρόνια πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας.
Ο άνθρωπος αυτός κατάγεται από δύο θρυλικές οικογένειες, μία που αναπτύχθηκε
τέλος πάντων με επιγαμίες, η οικογένεια του Μετσόβου των Τοσίτσα και των Αβέρωφ
[…] Η οικογένεια Αβέρωφ, η οικογένεια
Σίνα, η οικογένεια Τοσίτσα, η οικογένεια Στουρνάρα είναι βλάχικες οικογένειες,
δηλαδή η καταγωγή τους ήταν από αυτά ορεινά της Πίνδου ή από τη Μοσχόπολη της
Μακεδονίας -διότι υπήρχανε σε αρκετά σημεία βλάχικοι πυρήνες- και αλλού, και
γνωρίζουμε ότι είναι Βλάχοι. […]
Βυζαντινά κείμενα του 10ου αιώνα του 11ου αιώνα –όχι συχνά- αναφέρουν
τη λέξη Βλάχος. Κάτι συνέβη και λέει: «ο Βλάχος αυτός έγινε…». Άρα υπάρχουν
Βλάχοι και υπάρχουν βυζαντινά κείμενα που ομιλούν για Βλάχους οδίτες, έχουν τη
λέξη Βλάχοι οδίται, δηλαδή από τη λέξη οδός που ταιριάζει στου Βλάχους διότι οι Βλάχοι και στην περίοδο του Βυζαντίου,
ως φαίνεται, και στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις περιοχές εδώ
της Βαλκανικής, κατοικούν κατά κανόνα στα ορεινά, σε ορεινές περιοχές, ψηλά
στην Πίνδο, ψηλά στο Βέρμιο. […] στην περιοχή της Ελασσόνας στη Θεσσαλία, στο
Περτούλι, στο Μέτσοβο, στο Συρράκο, τους Καλαρρύτες, στο Βόιο, στο Γράμμο, στην
Αβδέλα, στο Περιβόλι, στη Σαμαρίνα –είναι ξακουστό βλάχικο χωρίο-, σε λίγα από
τα Ζαγοροχώρια, το Ζαγόρι, στη Μοσχόπολη –που σήμερα βρίσκεται στα σύνορα της
Αλβανίας-, στον Αυλώνα, στο Δυρράχιο, στον Νυμφαίο, στην περιοχή εκεί στα
ορεινά του Ολύμπου και των Πιερίων, στο Λιβάδιο Κοκκινοπηλός, στο Βέρμιο, στο
Σέλι έχουμε πυρήνες βλάχικων εγκαταστάσεων. Οι Βλάχοι, λοιπόν, ήταν διάχυτοι
κυρίως από τη Λαμία και πάνω, δηλαδή από τη Στερεά Ελλάδα και βορειότερα, αν
και υπάρχουν και κατασπασμένες παρουσίες Βλάχων στην Πελοπόννησο –μέσα στην
Τουρκοκρατία- και σε σημεία της Στερεάς Ελλάδος, ο κύριος όγκος τους είναι στις περιοχές της Μακεδονίας, της ορεινής
Μακεδονίας και της ορεινής Θεσσαλίας.
Οι Βλάχοι είναι κατά κύριο λόγο κτηνοτρόφοι, είναι βιοτέχνες
κτηνοτροφικών προϊόντων, δηλαδή υφαίνουν
πολύ ωραία και δυνατά μάλλινα υφάσματα, ράβουν μάλλινες κάπες, παράγουν φυσικά
τυρί, τυροκομικά, και είναι οδίται
με την έννοια ότι σαν κτηνοτρόφοι από τα βουνά, από τα χειμαδιά στα πεδινά και
αντιστρόφως και επίσης διότι είναι ξακουστοί μεταφορείς. Οι Βλάχοι, οι βλάχικοι πληθυσμοί, γνώρισαν τα μονοπάτια των βουνών,
τους δρόμους των πεδιάδων. Ιστορικά, σε όλη την Τουρκοκρατία έχουμε σαφείς
ενδείξεις γι’ αυτό και ορθώς φαίνεται και από το Βυζάντιο και ήταν καραγωγείς, φόρτωναν δηλαδή τα
μουλάρια με προϊόντα που κάποιος θα ήθελε να μεταφέρει, Βλάχος θα ήταν ο οδίτης,
ο καραγωγέας, ο αγωγιάτης ο οποίος θα ήξερε τους δρόμους, μπορούσε να
αντιμετωπίσει ληστές, να φέρει εις πέρας την αποστολή του και να μεταφέρει
προϊόντα κάπου για το οποίο και είχε μισθωθεί. Επομένως, οι Βλάχοι έχουν αυτήν
την πολλαπλή τους διάσταση.
Οι Βλάχοι
μιλούσαν μεν αυτή τη γλώσσα και εξακολουθούν να την μιλούν. […] Αν
κανείς επισκεφθεί το Μέτσοβο και βρεθεί σήμερα σε ένα καφενείο που βρίσκονται
γέροντες και πίνουν τον καφέ τους και στήσει, έτσι, αυτί θα ακούσει να μιλούν
μεταξύ τους βλάχικα- και ακόμη στα
ορεινά ακόμη υπάρχει βλαχοφωνία. Βέβαια
γνωρίζουν και την ελληνική γλώσσα. Οι άντρες Βλάχοι, συνήθως γνώριζαν και
την ελληνική γλώσσα. Οι γυναίκες όχι.
Έχει ενδιαφέρον ότι ο Τοσίτσας, ο Μιχαήλ Τοσίτσας, Βλάχος, κληροδότησε στην
πατρίδα του, το Μέτσοβο, ένα σημαντικό ποσό στον 19ο αιώνα στο οποίο αναφέρεται
ότι δίδει αυτό το ποσό «προς διάδοσιν του ελληνισμού και εκρίζωσιν της
επικρατούσης τοπικής διαλέκτου, της βλαχικής καλουμένης». […] Οι
Βλάχοι, σε διάφορες περιοχές κυρίως της Πίνδου κ.λ.π. κατά κύριο λόγο ήταν
Γρεκοβλάχοι, όπως λέγεται, δηλαδή ελληνόφωνοι Βλάχοι. Το λέω διότι, μιλούσαν
και την ελληνική γλώσσα, διότι υπάρχουν και οι Αρβανιτόβλαχοι, ομάδες δηλαδή
Βλάχων οι οποίοι χρησιμοποιούσαν και την αλβανική γλώσσα και βρίσκονταν
κατεσπαρμένοι σε διάφορα σημεία της δυτικής Μακεδονίας και προς την περιοχή της
σημερινής Αλβανίας και κάποιοι και στην περιοχή της Στερεάς –λιγότεροι. Οι
Βλάχοι, λοιπόν, έχουνε αυτές τις δράσεις. Η
γλώσσα τους ήταν προφορική, έγινε γραπτή, άρχισε να γίνεται γραπτή στον 18ο
αιώνα Γράφουν οι Βλάχοι την γλώσσα τους τα τελευταία 200 χρόνια, στην
ουσία, και βέβαια τη γράφουν με
λατινικούς χαρακτήρες, αφού είναι λατινογενής. … μας έχουν σωθεί ελάχιστα κείμενά τους που είναι γραμμένα με
ελληνικούς χαρακτήρες. Ένα τέτοιο μικροκείμενο στη βλάχικη γλώσσα μάς έχει
διασωθεί γραμμένο πάνω σε μία κανάτα από την περιοχή των Καλαρρυτών, πάνω στα
Τζουμέρκα:
«Καιλερύτου
αμέου, μπιά γίνου κα πι ατέου. Μούλτου σε νού μπιάε, σε νού τε βεμάη. Τρά σε
νου τζη φάκε ρέου, τρα σε νου τε μπετου έου. Υναι ουάρε σε μπηάη, σύ ακάσε τζη
σε βάι».
«Καλαρρύτινέ
μου, πιες κρασί σαν δικό σου. Πολύ μη πιείς, μη ξεχειλίσεις, να μη σου κάνει
κακό, να μη σε μεθύσω εγώ. Μια φορά να πιείς και σπίτι να κατευθυνθείς».
Ακόμη ένα κείμενο στη βλάχικη γλώσσα
βρίσκεται σε μία εκκλησία στη ζώνη των βλαχοχωριών που ξεκινάει δυτικά των
Μετεώρων. Εκεί υπάρχει ένα χωριό που λέγεται Κλεινοβός. Το Κλεινοβό αυτό, πάνω
από το υπέρθυρο μιας εκκλησίας του 1789, υπάρχει σε τρεις εκδοχές η ίδια φράση,
γραμμένη και στις τρεις εκδοχές με ελληνικό αλφάβητο, η μία γλώσσα είναι η
ελληνική του Ευαγγελίου, η άλλη είναι δημοτική ελληνική γλώσσα και η τρίτη
είναι βλάχικη γλώσσα:
«Φόβω
πρόβαινε την πύλην της εισόδου. Τρόμω λάμβανε των θείων μυστηρίων. Ίνα μη
καταφλεχθλής πυρί τω αιωνίω».
«Σκιάζου
κ’ έμπαινε μέσα στην εκκλησίας. Τρέμε κ’ έπαιρνε την θείαν κοινωνία. Κόλασσες
και φωτιαίς αν θέλης ν’ αποφύγης».
«Ίντρα
μπασιαρέκα κου μούλτα πάβριε. Τριαμπούρα λουνταλού ι Μαρία κομνικατούρα.
Φώκολου ακσι ση κολασία τρα σκάκη».
Οι βλάχικοι, λοιπόν, αυτοί πληθυσμοί,
οι οποίοι κάποτε φαίνεται ότι ήταν πολλοί περισσότεροι διότι στα κείμενα τα βυζαντινά του 12ου και του
13ου αιώνα, η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η Μακεδονία, η δυτική Μακεδονία
αποκαλούνται Μεγάλη Βλαχία. Ενώ σε άλλο βυζαντινό κείμενο του 11ου αιώνα η
περιοχή του Αίμου, δηλαδή της οροσειράς του Αίμου στη Βουλγαρία ονομάζεται
Βλάχων παροικία. Ο Βούλγαρος Τσάρος στο 1200 περίπου προσαγορεύει τον εαυτό του
«Imperator totius Bulgarie et Blachie», δηλαδή αυτοκράτωρ όλης της Βουλγαρίας
και των Βλάχων. Αυτό σημαίνει ότι οι Βλάχοι κάποτε ήταν περισσότεροι σε
διάφορες ζώνες, όμως σταδιακά έμειναν εκεί στα ορεινά της Μακεδονίας και της
Θεσσαλίας.
Τους έχουμε μέσα στον κορμό μας, είναι θερμοί Έλληνες πολλοί εξ αυτών, […]
έχτισαν –όπως λένε οι ίδιοι- την νέα Ελλάδα, διότι πλούσιοι Βλάχοι της διασποράς που είχαν κάνει περιουσία στη
Βιέννη, στη Ρουμανία, στην Αίγυπτο κλπ. όταν δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος,
παρότι αυτοί βρίσκονταν αλλού, πολύ μακριά από τα ελληνικά σύνορα –σας θυμίζω
ότι το ελληνικό κράτος ήταν κάτω από την/κοντά στη γραμμή της Λαμίας- οι ίδιοι
ζούσαν στη Βιέννη ή αλλού, έστειλαν
τεράστια ποσά στη νέα Ελλάδα και δημιουργήθηκαν κτίρια τα οποία είναι μέχρι
σήμερα εμβληματικά στην πρωτεύουσα, δηλαδή στην Αθήνα. Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, λέγεται
Μετσόβιο διότι γι’ αυτό έδωσαν χρήματα ο Στουρνάρης, ο Αβέρωφ, αυτές οι μεγάλες
οικογένειες. Το αστεροσκοπείο των
Αθηνών είναι δωρεά Βλάχων. Φυλακές, νοσοκομεία, σχολεία, –ο Τοσίτσας ήταν
Βλάχος- η Ακαδημία Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Αθηνών εν πολλοίς
χτίστηκαν από χρήματα Βλάχων.
Οι Βλάχοι, λοιπόν, είναι παρόντες στη σημερινή Ελλάδα, είναι
Έλληνες, αισθάνονται Έλληνες όμως
μιλούν –πολλοί από αυτούς- όταν πάνε στο χωριό τους με τη γιαγιά και τον παππού
μία άλλη γλώσσα, βλάχικα. Γνωρίζουν παραλλήλως και την ελληνική και ζουν και
δρουν σαν Έλληνες. Το ίδιο, προφανώς,
γίνεται και με τους Βλάχους της Βουλγαρίας, της Σερβίας που έτσι όπως
εξελίχθηκαν τα πράγματα και δημιουργήθηκαν τα εθνικά κράτη.
Μαρία Ευθυμίου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού,
11ος – 18ος αιώνας
mathesis.cup.gr
(σ. 145-150)
Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018
Πότε οι λέξεις οφείλουν να είναι λίγο σκληρές
«Οι λέξεις οφείλουν να είναι λίγο σκληρές, γιατί είναι η επίθεση των σκέψεων προς την έλλειψη σκέψης».
Τζον Μέιναρντ Κέινς, 1933
Πηγή:
Ρόμπερτ Σκιντέλσκι,
Το παιχνίδι τέλους του Brexit
Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018
Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018
Ο Νίτσε και οι ναζί: η völkisch αντίδραση στη νιτσεϊκή σκέψη
[…] Αν οι μαρξιστές
καταδίκασαν τον Νίτσε για την εναντίωσή του στον σοσιαλισμό και τη δημοκρατία,
οι συντηρητικοί απέδωσαν την ευθύνη της ναζιστικής πλημμύρας στην καταστροφή
των χριστιανικών αξιών στην οποία προέβη. Ορισμένοι ιστορικοί της Δύσης,
γράφοντας στο κλίμα των παθών που υπήρχε ανάμεσα στους δύο πολέμους,
κατηγόρησαν τον Νίτσε ότι υποκίνησε τη γερμανική επιθετικότητα μέσω των εννοιών
του τού υπερανθρώπου και της θέλησης
για δύναμη. Αν και αυτό το πορτρέτο του Νίτσε ως πρωτοναζί αναθεωρήθηκε πλήρως
από τότε, […] εξακολουθεί να προκαλεί συζητήσεις και συχνά παρεξηγήσεις, ακόμη
και στην επιστημονική γραμματεία.
Οι μελετητές
διακρίνουν γενικά τρεις χωριστές φάσεις στην καριέρα του Νίτσε, αν και ο
βαθμός της συνέχειας και η σχετική σπουδαιότητα της καθεμιάς εξακολουθούν να
παραμένουν θέματα προς συζήτηση. Ο
νεαρός Νίτσε, παρά την ίδια του την αξίωση για "σκέψεις εκτός
εποχής" (εναλλακτικός τίτλος για τους Παράκαιρους
στοχασμούς του), αντιπροσώπευε τη
συντηρητική, αρχόμενη völkisch
αντίδραση στη φιλελεύθερη δεκαετία της ηγεσίας του Μπίσμαρκ (1871-1879). […]
Πιο εύγλωττα από τους συγκαιρινούς του,
ο νεαρός Νίτσε απαίτησε μια ενοποιημένη εθνική κουλτούρα που θα αποκαθιστούσε
τις πνευματικές αξίες και τα θεμέλια για την ανάδυση της μεγαλοφυΐας. Στο
πρώτο μείζον έργο του, Η γέννηση της
τραγωδίας (1872), έκανε παραλληλισμούς ανάμεσα στην ελληνική εποχή και τη
συγκαιρινή του γερμανική κοινωνία, οι οποίες έδειχναν συμπτώματα μιας κουλτούρας
διεφθαρμένης από εξωτερικές επιρροές. Η εθνική
αναγέννηση ήταν ισοδύναμη με μια απόρριψη των ξένων, ειδικά των γαλλικών,
επιρροών και με μια επιστροφή στην αυθεντική παράδοση του γερμανικού ιδεαλισμού.
Η ρήξη του Νίτσε με
τον Βάγκνερ στο τέλος της δεκαετίας του 1870 συνέβη κατά τη μεσαία φάση της
ανάπτυξής του και σήμαινε πολύ περισσότερα από τη σύγκρουση δύο ισχυρών
προσωπικοτήτων. […] Τα έργα του της
μεσαίας περιόδου, αρχίζοντας από το Ανθρώπινο,
υπερβολικά ανθρώπινο (αφιερωμένο στον Βολταίρο), αποκαλύπτουν τον "διαφωτισμό" του Νίτσε που τόσο
θαυμάζουν οι μεταπολεμικοί Αμερικανοί μελετητές[1].
Αν και ο Νίτσε συνέχιζε να απορρίπτει
την πολιτική και την οικονομία ως επιδερμικές ενασχολήσεις και τον σκοπό της
υλικής άνεσης ως ανάξιο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σ' αυτή τη μεσαία του
περίοδο μπορούν να βρεθούν οι πιο ευμενείς παρατηρήσεις του για τον
φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό. Πολύ
πιο σημαντική όμως απ' αυτή τη φανερά στοιχειώδη πολιτική συνείδηση είναι η
ολοσχερής κριτική στην οποία έκανε τώρα τη γερμανική ιδεολογία της νιότης του.
Με τη διορατικότητα που ίσως μόνον κάποιος που έχει διαποτιστεί από την
απολιτική διανοητική παράδοση της Γερμανίας μπορεί να έχει, ο Νίτσε εξέτασε
λεπτομερώς την ιδεαλιστική νοοτροπία. Με
οξείς αφορισμούς, που έδειχναν ένα νέο υφολογικό ξεκίνημα εξίσου φανερό με
το νέο διανοητικό του ξεκίνημα, ο Νίτσε
επιτέθηκε με δριμύτητα στην κινητοποίηση που βρισκόταν κάτω από τα ιδεαλιστικά
αξιώματα της άρνησης του εαυτού και της καταπίεσης του εαυτού, μια κινητοποίηση
που απλώς υπηρετούσε και μεγάλωνε τον εαυτό της. Φανέρωσε έναν τύπο
πνεύματος που έκλινε μάλλον προς το ενάρετο παρά προς τη φιλαλήθεια, μάλλον
προς την αυτοεξαπάτηση, την αυτοϊκανοποίηση και την αυτοεπιβεβαίωση παρά προς
την αυτεπίγνωση, την αυτοκριτική και το αυτοξεπέρασμα. Παρόλο που για τον Νίτσε
αυτό που διακυβευόταν δεν ήταν η δημοκρατία ή η δικαιοσύνη αλλά η διανοητική
ακεραιότητα, καταφέρθηκε εναντίον του
αγοραίου υλισμού με τον οποίο κάλυπταν τα υλικά συμφέροντά τους τα εύπορα
στρώματα του νέου Ράιχ.
Η ύστερη φάση του
Νίτσε μπορεί να θεωρηθεί αμάλγαμα της πρώιμης και της μέσης περιόδου του.
Από την πρώιμη φάση του κράτησε την αναγεννητική ορμή· το είδος της αναγέννησης που οραματιζόταν όμως τώρα λίγα κοινά στοιχεία
είχε με τον εθνικισμό και τον μοραλισμό που υποστήριζε ο Βάγκνερ και άλλοι
völkisch ευαγγελιστές. Σ' αυτά που επρόκειτο να θεωρηθούν τα σπουδαιότερα
έργα του, ειδικά στο Πέρα απ' το καλό και
το κακό (1886) και στη Γενεαλογία της
ηθικής (1887), ο Νίτσε αναζήτησε
αδίστακτα τις ρίζες του ιδεαλιστικού πνεύματος στη δυτική ηθική και θρησκευτική
παράδοση. Στην πηγή της ισχυρίστηκε ότι ανακάλυψε μια μηδενιστική κλίση για
αυτοκαταστροφή, την οποία θα έπρεπε να υπερνικήσει το ανθρώπινο ον του
μέλλοντος. Μια επαναξιολόγηση των αξιών,
προφητικά κηρυγμένη στο Έτσι μίλησε ο
Ζαρατούστρα, θα πραγματοποιούσε το παλιό φαουστικό όνειρο, το τόσο
σημαντικό στη γερμανική διανοητική παράδοση, της δημιουργίας ενός ανώτερου
τύπου ανθρώπου, δηλαδή προσώπων περισσότερο ικανών για να διοχετεύσουν τις
οδύνες της ζωής στη δημιουργικότητα από τους δειλούς κομφορμιστές της συνήθους
αγέλης[2].
Πώς αντέδρασαν στον
αποστάτη Νίτσε οι völkisch συγγραφείς,
των οποίων ο δεσμός με τον βαγκνερικό ιδεαλισμό, τον εθνικισμό και τον αντισημιτισμό
ήταν, πάνω απ' όλα, άμεσος και καθαρός[3];
Όπως θα μπορούσε να περιμένει κανείς, με
μεγάλη αμφιθυμία. Όλοι τους θαύμαζαν τη σφοδρή κριτική του νεαρού Νίτσε
στον μισητό αιώνα της προόδου. Στα
πρώιμα έργα του μπορούσαν να βρουν τα θέματα που αποτελούσαν την παρακαταθήκη
της völkisch προπαγάνδας: τον
μοναδικό χαρακτήρα και αποστολή του γερμανικού λαού, την περιφρόνηση των ξένων
επιρροών, τον εξορκισμό του σωκρατικού ορθολογισμού, την καταγγελία μιας
εκφυλισμένης κοινωνίας υποτελούς στις κοσμικές και υλιστικές αξίες, την ανάγκη
να διαμορφωθούν οι μάζες σε Volk, την αποτυχία του μπισμαρκικού κράτους να
αναχαιτίσει την ισοπεδωτική πλημμύρα των ακαλλιέργητων ή να προαγάγει μια
ενιαία εθνική κουλτούρα. […]
Ο Βάγκνερ και ο Νίτσε δεν μπορούσαν πια να είναι
συναγωνιστές μετά τη ρήξη του Νίτσε με τον βαγκνερισμό μετά το 1876. Τώρα το κατηγορητήριο
του Νίτσε εναντίον της διαφθοράς της εποχής περιλάμβανε και τα ιδεώδη που θα
έπρεπε να είχαν φέρει τη σωτηρία. Είναι πολύ παράξενο το ότι οι völkisch συγγραφείς αποδοκίμασαν την
ορθολογιστική φάση του Νίτσε. Μέλη του Κύκλου του Βάγκνερ ανήγαγαν την απαρχή
της ψυχικής του αρρώστιας στην εποχή της αποσκίρτησής του από τον Βάγκνερ και
απλώς απέρριψαν τα ύστερα έργα του ως προϊόντα ενός διαταραγμένου μυαλού. Ακόμη
και συγγραφείς όμως που είχαν δεσμούς με το Μπαυρόυτ απωθούσαν με βδελυγμία τον
σκεπτικισμό, τον "διανοητικισμό", τον "αρνητισμό", τον
"σχετικισμό", τον "υπερκριτικισμό" της μέσης φάσης του.
"Ο τρόπος ομιλίας του γίνεται φιλοκατήγορος, ιησουίτικος,
δημοσιογραφίστικος", έγραφε ο Μέλερ βαν ντεν Μπρουκ (1876-1925),
συγγραφέας του Τρίτου Ράιχ (1923), που είχε επαινέσει τον πρώιμο Νίτσε.
"Μου φαίνεται πως συχνά κηρύσσει μια στροφή μακριά από τα παλιά ιδεώδη
απλώς για χάρη του κηρύγματος". Ο Όσβαλντ Σπένγκλερ (1880-1936), που το
έργο του Η παρακμή της Δύσης (1918)
παρείχε την πιο περιεκτική διατύπωση της συντηρητικής πολιτιστικής απόγνωσης,
απέδιδε τον "ρηχό ιδεαλισμό" του Ανθρώπινου,
υπερβολικά ανθρώπινου στην επιρροή μιας εποχής που εξηγούσε την ψυχή σαν
"μια χημική διαδικασία πρωτεϊνών". Ο Σπένγκλερ αρνήθηκε επίσης να
δεχτεί την ύστερη αντιπαράθεση μεταξύ ηθικής των κυρίων και χριστιανισμού την
οποία έκανε ο Νίτσε.
Για τους περισσότερους völkisch
συγγραφείς, η απέχθεια για τον μεταβαγκνερικό Νίτσε εκτεινόταν όντως ως την
τρίτη και ώριμη φάση του. Οι θεωρίες του
υπερανθρώπου και της θέλησης για δύναμη, τόσο κακολογημένες από δυτικούς
συγγραφείς κατά τον Πρώτο και τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, άσκησαν περιέργως μικρή έλξη σε völkisch συγγραφείς πριν από το 1933.
[…]
Αντιμέτωποι με την
ξεκάθαρη καταδίκη του γερμανικού εθνικισμού και αντισημιτισμού εκ μέρους του
Νίτσε, ορισμένοι völkisch συγγραφείς παραδέχτηκαν ειλικρινά την ασυμβατότητα
της οπτικής του Νίτσε με την völkisch κοσμοθεώρηση. Ήδη από το 1895, ο
κοινωνικός δαρβινιστής Αλεξάντερ Τίλε (1885-1912), γενικός γραμματέας του
Κεντρικού Συλλόγου Γερμανών Βιομηχάνων από το 1901, κατηγόρησε τον Νίτσε ότι
δεν είχε ξεπεράσει ακόμη τις ανθρωπιστικές ιδέες και ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει
πως κάθε πρόσωπο ανήκει πριν απ' όλα στο λαό του. Ο εξέχων δημοσιογράφος
Λούντβιχ Σέμαν (1852-1938), ιδρυτής της Εταιρείας Γκομπινό το 1894 και συγγραφέας
μιας πολύτομης ιστορίας της φυλετικής σκέψης, προειδοποιούσε ότι η υποστήριξη
εκ μέρους του Νίτσε μιας μικτής ευρωπαϊκής φυλής θα είχε φρικτό αποτέλεσμα στο
πνεύμα μιας δημοκρατικής εποχής.
Επειδή οι πιο έντονες
εκφράσεις αντιγερμανισμού του Νίτσε περιέχονται στα έργα του τελευταίου
παραγωγικού έτους του (1888), Το
λυκόφως των ειδώλων, Η περίπτωση
Βάγκνερ, και το αυτοβιογραφικό Ecce
homo (όπου ο Νίτσε κατηγορούσε τους Γερμανούς ότι είχαν διαπράξει όλα τα
μεγάλα πολιτιστικά εγκλήματα των τελευταίων τεσσάρων αιώνων), κατέστη δυνατό, όπως έκανε ο völkisch ιστορικός της λογοτεχνίας
Γιόζεφ Νάντλερ (1884-1963), να αποδοθούν
τα έργα αυτά στην τρέλα. Από την άλλη μεριά, ο Μπόυμλερ, αγωνιώντας να διασώσει τον Νίτσε προς όφελος του ναζισμού,
αψήφησε τον αντιγερμανισμό του θεωρώντας τον απλή απογοήτευση του Νίτσε επειδή
δεν έβρισκε απήχηση σε μια πατρίδα όπου είχε καταφέρει να επικρατήσει το
κτητικό πνεύμα. Η ειρωνεία είναι ότι, όσο κι αν αποκήρυσσε το παρελθόν του
ο Νίτσε, η αναίρεση αυτή μπορούσε πάντα να ερμηνεύεται ως ο τρόπος του να
σοκάρει τους συμπατριώτες του. […]
Πριν από το 1933, οι völkisch
συγγραφείς αρνιούνταν γενικώς να εγκρίνουν τη φιλοσοφία του Νίτσε, όσο κι αν τη
συνέδεαν με τις προκαταλήψεις τους. Μια μάλλον ασήμαντη εξαίρεση ήταν ο Φραντς
Χάιζερ (γενν. 1871), ένας ανεξάρτητος ριζοσπάστης δεξιός, ο οποίος πρότεινε μια
ιεραρχική θεωρία τόσο ακραία που περιείχε την επανεισαγωγή της δουλείας. Η συνηγορία του Νίτσε υπέρ της δουλείας
στην αρχαία Ελλάδα στη Γέννηση της
τραγωδίας και η ρήση του ότι η ιεραρχία είναι προϋπόθεση κάθε ανώτερης
κουλτούρας χρησίμεψαν ως αφετηρίες
του. Ο Χάιζερ διέγνωσε ότι η νεοτερική αρρώστια ήταν η "προοδευτική
δημοκρατίτιδα". "Η φωνή του λαού είναι η φωνή του κοπαδιού",
έγραφε. Μόνον ένας Καίσαρας μπορούσε να αποτρέψει την κυριαρχία του όχλου. Τόσο
βαθιά ήταν η δυσπιστία του προς τις μάζες, ώστε υπερασπιζόταν την κατάργηση της
υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας (αρκεί, βέβαια, να την καταργούσαν και οι
εχθροί της Γερμανίας). Μολαταύτα, ισχυριζόταν πως ήταν χριστιανός, που απλώς
ήθελε να ξεπεράσει την ανθρωπότητα.
Ενώ ο εκλαϊκευμένος νιτσεϊσμός του Χάιζερ δεν άσκησε
ιδιαίτερη επιρροή, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο για τις εξίσου σοβαρές
διαστρεβλώσεις του Μπόυμλερ. Για τον
Μπόυμλερ, τα δημοσιευμένα έργα του Νίτσε δεν χρησίμευαν παρά για κάτι λίγο
παραπάνω από μια υπολογισμένη προσποίηση- το αληθινό νόημά του έπρεπε να
αναζητηθεί στις αδημοσίευτες σημειώσεις του, που εκδόθηκαν μετά τον θάνατο
του από την αδελφή του Ελίζαμπετ με τίτλο Η
θέληση για δύναμη. Σύμφωνα με τον
Μπόυμλερ, η έμφαση του Νίτσε στη θέληση φανέρωνε τον αληθινό του βόρειο
(nordic) γερμανισμό, όσο κι αν τον είχε αρνηθεί (ο ορισμός του Νίτσε για το
γερμανικό ήταν "υπακοή και μακριά πόδια"). Ο Νίτσε επέκρινε τους Γερμανούς μόνο και μόνο για να τους παρακινήσει
να ενεργοποιηθούν δεν εννοούσε αυτά που έλεγε. Παρόμοια, πολέμησε τον
κρατισμό μόνον επειδή στη Γερμανία το κράτος παρέμενε ρωμαϊκός και όχι
γερμανικός θεσμός. Ακόμη και η αγάπη του
για τον Μπιζέ ήταν προσποίηση, με σκοπό να εξοργίσει τον Βάγκνερ, του
οποίου πνευματικός κληρονόμος ήθελε όντως να γίνει. Με πιρουέτες σαν αυτές ο
Μπόυμλερ μπόρεσε να χαιρετήσει τον Νίτσε όχι μόνο σαν τον κριτικό της
φιλελεύθερης εποχής αλλά και σαν τον κήρυκα της völkisch αναγέννησης.
Η ερμηνεία αυτή βρήκε
κάμποσους μιμητές μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ως επακόλουθο των
προσπαθειών των ναζί να αναγάγουν το γενεαλογικό τους δέντρο πίσω στους
κορυφαίους πολιτιστικούς ήρωές τους, ενσωματώθηκε και ο Νίτσε στη ναζιστική
υπόθεση. Η κατασκευή ενός
ναζιστικοποιημένου Νίτσε είχε πίσω της το κύρος του Αρχείου Νίτσε στη Βαϊμάρη.
Ιδρυμένο από την αδελφή και εκτελεστή της
διαθήκης του Ελίζαμπετ Φέρστερ-Νίτσε (1849-1935), που προ πολλού διέκειτο
ευνοϊκά προς τη völkisch υπόθεση, το
Αρχείο Νίτσε είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να προαγάγει τη λατρεία του αδελφού της
ως εθνικού ήρωα. Η "αριστοκρατική αρχή" στο έργο του Νίτσε εύκολα
μπορούσε να τεθεί στην υπηρεσία μιας αντιδημοκρατικής υπόθεσης. Ο ίδιος ο
Χίτλερ επισκέφτηκε το Αρχείο, κατά την ενενηκοστή επέτειο της γέννησης του
Νίτσε τον Οκτώβριο του 1934 και ξαναπήγε για την κηδεία της Φέρστερ-Νίτσε τον
Νοέμβριο του 1935.
Ο διάδοχός της
Ρίχαρντ Όλερ συνέχισε την εκστρατεία για να καθιερώσει τον Νίτσε ως προφήτη και
προστάτη άγιο του Τρίτου Ράιχ με ένα βιβλίο που φανερά παρέθετε το έργο του
Χίτλερ Ο αγών μου ως έσχατη αυθεντία
για όλα τα ζητήματα. Με επιλεκτική
παράθεση χωρίων του Νίτσε, ο τελευταίος παρουσιάστηκε όχι σαν να είχε
συμφωνήσει με τον Χίτλερ (πράγμα που θα ήταν αδύνατο να αποδειχτεί), αλλά σαν να μην είχε διαφωνήσει. Οι
απόψεις του για τη θρησκεία και τη φυλή φυσικά αγνοήθηκαν. Αυτό που έμεινε ήταν
ένας νερωμένος Νίτσε που οι ριζοσπαστικές εντολές του -η επαναξιολόγηση όλων
των αξιών- αναβλήθηκαν για την εποχή του υπερανθρώπου, κάποτε στο μέλλον.
Το ότι οι ναζί δεν
μπορούσαν μολαταύτα να απαλλαγούν από υποψίες απέναντι στον Νίτσε είναι σαφές
από το βιβλίο του Χάινριχ Χέρτλε Ο Νίτσε
και ο εθνικοσοσιαλισμός. Ο Χέρτλε επέμενε ότι σκοπός του δεν ήταν να
κάνει τους ναζί νιτσεϊκούς, αλλά να εντοπίσει εκείνα τα στοιχεία του Νίτσε που
θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από το ναζιστικό καθεστώς. Όπως και σε ορισμένα
παλιότερα έργα της völkisch
γραμματείας, ο Νίτσε έγινε ιδεαλιστής παρά τη θέληση του. Η φαουστική διάθεση
του αγώνα για αυτοβελτίωση και ανώτερες αξίες εύκολα μπορούσε να
μετασχηματιστεί σε αγωνιστικό στρατιωτικό ήθος.
Αυτό που είναι πιο
αξιοσημείωτο αναδρομικά είναι η συνεχιζόμενη αντίσταση προς τη νιτσεϊκή σκέψη
καθ' όλη τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου εκ μέρους εκείνων των
διανοουμένων που δεν ήθελαν να μπλεχτούν σε εσκεμμένη παραχάραξη. Όταν τα έργα του Νίτσε υποβάλλονταν σε
σοβαρή ανάλυση, η völkisch ετυμηγορία
ήταν κατά βάση αρνητική. Η ισχυρότερη ίσως διατύπωση αυτού του είδους
υπάρχει σε ένα βιβλίο του βαγκνερικού Κουρτ φον Βεστερνχάγκεν το 1936. […]
Το ότι βιβλία τόσο επικριτικά όσο αυτό μπορούσαν να
δημοσιεύονται στη ναζιστική Γερμανία δείχνει την αμφιθυμία της völkisch αντίδρασης προς αυτό τον
αινιγματικό φιλόσοφο. Ούτε ήταν αυτό μεμονωμένο παράδειγμα. Η μακρά διαδοχή των πολεμικών εναντίον του
Νίτσε από θρησκευτική σκοπιά δεν τελειώνει στα χρόνια των ναζί. Για κάθε
δημοσίευμα που εκθείαζε τα έργα του υπήρχε και μια προειδοποίηση για τα ολέθρια
αποτελέσματά τους. Ακόμη και η ιδιοφυής απολογητική του Μπόυμλερ υπέρ του Νίτσε
ως κρυφού εθνικιστή απορριπτόταν συχνά. […]
Για τους
περισσότερους völkisch ιδεολόγους ο
αμοραλισμός του Νίτσε ήταν αξιόμεμπτος και επικίνδυνος. Εκθείαζαν τον νεότερο
Νίτσε που πολέμησε τις φιλελεύθερες τάσεις της εποχής του, και θαύμαζαν τον
ζήλο με τον οποίο ο γηραιότερος Νίτσε προσπάθησε να βρει ένα εναλλακτικό ήθος.
Μολαταύτα, οι περισσότεροι völkisch
συγγραφείς διαισθάνθηκαν ορθά ότι ο Νίτσε σιχαινόταν τους σκοπούς τους, και
παρέμειναν πεισμένοι ότι μόνο ένας ηθικός επανεξοπλισμός, αν όχι μια πνευματική
αναγέννηση, μπορούσε να φέρει την εθνική αναγέννηση. Μια εξαιρετικά ηθικολογική
διάθεση υποβάσταζε την völkisch
κοσμοθεώρηση. Κοίταζαν την ιδεαλιστική
κληρονομιά για να εμπνευστούν και απέρριπταν την κριτική του Νίτσε.
Αθωώνει αυτό τις ιδέες
του Νίτσε από την κατηγορία της συνενοχής τους στον ναζιστικό κατακλυσμό; Υπό
κάθε άμεση έννοια, ναι. Κανένας από τους κορυφαίους ναζί δεν ήταν νιτσεϊστής,
ούτε μπορούσαν να χυθούν στο ναζιστικό καλούπι οι ιδέες του Νίτσε, εκτός κι αν
διαστρεβλώνονταν. Πράγματι, στο φαρμάκι και στη σφοδρότητα η επίθεση του Νίτσε
στον μοραλισμό και τον εθνικισμό παραμένει αξεπέραστη. Πώς μπόρεσαν όμως τότε
να αντιμετωπιστούν τόσο ευνοϊκά τα έργα του Νίτσε;
[…] Αν και επέκρινε
την ιδεαλιστική "αυταπάτη" και την εθνική κενοδοξία, ο Νίτσε
μοιραζόταν την ιδεαλιστική περιφρόνηση για απλές πολιτικές ελευθερίες και
επίσης απέρριπτε μια ζωή άνεσης και υλικής ευτυχίας ως θεμελιωμένη σε αθέμιτους
ανθρώπινους σκοπούς. Κι αυτός ωθούνταν από την ισχυρή τάση να
ξαναζωντανέψει την κουλτούρα και να διευρύνει τις πνευματικές, ηθικές και
φυσικές ικανότητες της ανθρωπότητας.
Για στοχαστές της
γερμανικής παράδοσης, ελπίδα για ανθρώπινη βελτίωση μπορούσε να υπάρξει μόνο
στην ηθική σφαίρα. Πιστή στην ιδεαλιστική κληρονομιά, η φόρμουλα του Νίτσε για την ανθρώπινη σωτηρία ήταν όχι να αλλάξουν
οι υλικές συνθήκες μέσω μεταρρύθμισης ή επανάστασης, όπως θα έλεγαν οι προοδευτικοί,
αλλά να αλλάξουν τα ανθρώπινα ιδανικά.
Οι εντολές του δεν αποβλέπουν στη δημιουργία μιας δίκαιης κοινωνίας, αλλά στην
ανάπτυξη ενός ανώτερου τύπου ανθρώπινου όντος. Από τη völkisch σκοπιά, ο
Νίτσε έγειρε τουλάχιστον τα ορθά ερωτήματα, έστω κι αν απέτυχε να φτάσει
στις σωστές απαντήσεις. Πάνω απ' όλα, απέστρεψε την προσοχή των αναγνωστών του
από ζητήματα ταξικής σύγκρουσης και οικονομικής μεταρρύθμισης. Γι' αυτόν, όπως
και για τους ιδεαλιστές που επέκρινε, η πολιτική ήταν ευτελής δραστηριότητα.
Η έλλειψη πολιτικής συνείδησης εκ μέρους του μας βοηθά να
εξηγήσουμε γιατί μπόρεσε να γίνει ανεκτή στο Τρίτο Ράιχ μια ανοιχτή διαμάχη
γύρω από την αξία του έργου του. Τα έργα του, όπως και τα έργα του Βάγκνερ,
αντανακλούσαν τη μη δημοκρατική κατεύθυνση της γερμανικής κοινωνίας των ημερών
του. Αν και μπορεί να συνέλαβε τα "αγελαία ζώα" του ως μέλη
καταπιεστικών "σιωπηλών" ή "ηθικών" πλειονοτήτων, όχι
ομάδων που υφίσταντο αποκλεισμό ή εκμετάλλευση, και αν και μπορεί να
εναντιώθηκε στη δημοκρατία τουλάχιστον εν μέρει λόγω των ανησυχιών του για την
καταστροφική μορφή που προοριζόταν να πάρει στη Γερμανία η κινητοποίηση των
μαζών, η προσέγγισή του ήταν πολύ απολιτική για να καταστήσει σαφείς αυτές τις
ουσιώδεις διακρίσεις.
Η φιλοσοφία του
μπορούσε εύκολα να πέσει θύμα εκμετάλλευσης για πολιτικούς σκοπούς, επειδή της
έλειπε κάθε έρεισμα στην κοινωνική πραγματικότητα. Η αποτυχία του να κάνει
οποιαδήποτε κοινωνική ανάλυση άφησε να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης και
κακομεταχείρισης (κατά μεγάλη ειρωνεία εκ μέρους και υπέρ της πιο μισητής
υπόθεσης) έννοιες όπως "αγελαία ζώα", "ξανθά κτήνη",
"υπεράνθρωποι", "θέληση για δύναμη". Ο δεσμός του με τους ναζί βρίσκεται στην αντιυλιστική και αντικοινωνική
του κλίση. […]
Ως εκπρόσωπος και
ιδεολογικό "θύμα" της αντιδημοκρατικής παράδοσης της Γερμανίας,
συνέβαλε άθελά του στον τελικό θρίαμβο του ναζισμού. Καθώς δεν πατούσε στην κοινωνική πραγματικότητα, τα γοητευτικά σλόγκαν
του μπορούσαν πολύ εύκολα να υπηρετήσουν ακριβώς την υπόθεση που καταδίκαζαν.
Συλλογικό: Ο Νίτσε και
η Πολιτική
(Εκδόσεις Νησίδες, 2004, σελ.
69-83)
[1] Τα έργα της μέσης περιόδου του Νίτσε είναι: Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο
(1878-1880)· Χαραυγή (1881)· και Η χαρούμενη επιστήμη (1881). Οι
κυριότεροι Αμερικανοί θαυμαστές του είναι ο Kaufmann και ο J. J . Hollingdale,
Nietzsche: The Man and His Philosophy (Μπατόν
Ρουζ, 1965).
[2] Τα έργα της ύστερης περιόδου του Νίτσε είναι: Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (1883-1885)· Πέρα από το καλό και το κακό (1886)· Γενεαλογία της ηθικής (1887)· Η περίπτωση Βάγκνερ (1888)· Το λυκόφως των ειδώλων ( 1889)· και τρία
έργα, γραμμένα όλα το 1888 αλλά δημοσιευμένα μετά την κατάρρευσή του το 1889: Ο Αντίχριστος (1895)· Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (1895)· και Ecce Homo (1908). Μια συλλογή από τα
σημειώσεις του δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του με τίτλο Η θέληση για δύναμη (1901).
[3] Η ετικέτα völkisch
χρησιμοποιείται εδώ ευρέως έτσι ώστε να περιλαμβάνει συγγραφείς που ήταν
στρατευμένοι στην εθνική αναγέννηση και σε "μια συντηρητική
επανάσταση" στη Γερμανία. […]