Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Η ιδιοποίηση του Νίτσε από τους ναζί

Rudolf Ε. Kuenzli

Αναμφίβολα, η ναζιστικοποίηση του Νίτσε αντιπροσωπεύει την πιο χονδροειδή και μεγάλη κακομεταχείριση των συγγραμμάτων του. Η ταύτιση του Νίτσε με το ναζιστικό κίνημα ήταν τόσο ισχυρή, που ακόμη και σήμερα άνθρωποι που δεν έχουν διαβάσει Νίτσε έχουν την τάση να πιστεύουν πως ήταν ο πρόδρομος, αν όχι ο κύριος φιλόσοφος ή δημιουργός του ναζιστικού κινήματος. Επιπλέον, οι περισσότερες ερμηνείες του Νίτσε των τελευταίων πενήντα ετών γράφτηκαν ρητά ή υπόρρητα σε σχέση μ' αυτή την ευρέως διαδεδομένη προκατάληψη. Ο Μάρτιν Χάιντεγγερ θεωρούσε τον εκτεταμένο σχολιασμό του στον Νίτσε προσωπική του φιλονικία με τον ναζιστικό εθνικοσοσιαλισμό. Οι ερμηνείες του Ζωρζ Μπατάιγ και του Καρλ Γιάσπερς γράφτηκαν εναντίον της ναζιστικής ιδιοποίησης· ήταν προσπάθειες ανασκευής μιας θεματικής ανάγνωσης του Νίτσε. Μετά τον πόλεμο, η διαδικασία αποναζιστικοποίησης του έργου του Νίτσε συνεχίστηκε, ιδίως από το κριτικό εγχείρημα του Βάλτερ Κάουφμαν.

Οι ναζί δεν ήταν όμως οι μόνοι υπεύθυνοι για τη ναζιστικοποίηση του Νίτσε. Η αμερικάνικη και αγγλική προπαγάνδα κατά τη διάρκεια του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου συνέβαλε πολύ στη διαδικασία αυτή, καταγγέλλοντας τον Νίτσε σαν υπερναζί. Τίτλοι εφημερίδων, όπως "Η μανία του Χίτλερ για πόλεμο πρέπει να καταλογιστεί σε έναν παράφρονα φιλόσοφο: τον βασικό ευνοούμενο συγγραφέα του αρχηγού των ναζί, τον Νίτσε", και άρθρα με παρόμοιους τίτλους ήταν συνηθισμένα σε αμερικάνικα και αγγλικά δημοσιεύματα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι μαρξιστές ήταν η τρίτη μείζων ομάδα που συνέβαλε στη ναζιστικοποίηση του Νίτσε. Απέναντι στη ναζιστική ιδιοποίηση των συγγραμμάτων του, η λυσσασμένη εναντίωση των μαρξιστών στον φασισμό τους έσπρωξε να επιτεθούν και στον Νίτσε. Ο Γκέοργκ Λούκατς, στο δοκίμιό του που φέρει τον τίτλο "Ο Νίτσε ως πρόδρομος της φασιστικής αισθητικής", και στο μεταγενέστερο έργο του Η καταστροφή του λογικού, κάνει το παν για να αποδείξει ότι ο Νίτσε ήταν περισσότερο ναζί απ' όσο τον έκαναν οι ναζί ερμηνευτές του: "Η γειτνίαση της σκέψης του Νίτσε με τον χιτλερισμό δεν μπορεί να καταργηθεί με επίκληση των λαθεμένων ερμηνειών και παραποιήσεων στις οποίες προέβησαν οι Μπόυμλερ και Ρόζενμπεργκ. Η γειτνίαση αυτή είναι αντικειμενικά πολύ μεγαλύτερη απ' όσο νόμιζαν εκείνοι". Και διαπιστώνει: "Ο φασισμός ορθά θεωρεί τον Νίτσε έναν από τους ευγενέστερους προγόνους του".

Η συμμαχική πολεμική προπαγάνδα και η μαρξιστική πολεμική συνέβαλαν ασφαλώς στην ταύτιση του Νίτσε με το φασιστικό κίνημα. Οι επιθέσεις τους όμως εναντίον του Νίτσε βασίζονταν κυρίως στην ενέργεια των ναζί να στρατολογήσουν επίσημα τον Νίτσε στην υπόθεσή τους. Επειδή η κακομεταχείριση του Νίτσε από τους ναζί είχε τόσο τεράστιο αντίκτυπο στη γενική στάση απέναντι στον Νίτσε κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, φαίνεται χρήσιμο να εξετάσουμε τη φύση και το μηχανισμό της ιδιοποίησης του Νίτσε από τους ναζί.

Adolf  Hitler and Elizabeth Förster Nietzsche
Γιατί ένιωσαν οι ναζί την ανάγκη να ιδιοποιηθούν έναν τόσο προβληματικό στοχαστή σαν τον Νίτσε, του οποίου τα έργα πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να χυθούν στο ναζιστικό καλούπι; Η στρατολόγηση του Νίτσε έγινε ασφαλώς για να παράσχει φιλοσοφική δικαιολόγηση και νομιμότητα στο ναζιστικό κίνημα. Ο Νίτσε ήταν ένα διεθνώς αναγνωρισμένο μεγάλο πνεύμα. Η ιδιοποίηση των ιδεών του υπέρ της ναζιστικής υπόθεσης ήταν κάτι που θα καθιστούσε ευυπόληπτη την κοσμοθεωρία των ναζί. Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ο βασικός ναζιστής ιδεολόγος που είχε αναλάβει την εκπαίδευση όλων των ναζιστικών πνευμάτων, περιέγραψε τους στυλοβάτες του κινήματος με τον εξής τρόπο: "Όταν ο ναζιστικός εθνικοσοσιαλισμός μετρά τα έργα εκείνων των προσωπικοτήτων τα οποία μπορεί να συνεχίσει αμέσως και με σθένος, οφείλει να αναφέρει τους φαινομενικά ανταγωνιστές Νίτσε και Βάγκνερ, τον μεγάλο προάγγελο Πωλ ντε Λαγκάρντ, και τον προφήτη Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν". Πλάι στους σκοτεινούς εκείνη την εποχή φυλετιστές θεωρητικούς Λαγκάρντ και Τσάμπερλαιν, ο Νίτσε ήταν όντως ο μόνος φιλόσοφος με διεθνή αναγνώριση. Το εγχείρημα των ναζί να μεταμορφώσουν τον Νίτσε σε δικό τους φιλόσοφο δέχτηκε την τελική σφραγίδα έγκρισης και ενθάρρυνσης από την αδελφή του Νίτσε Ελίζαμπετ, η οποία είχε τον πλήρη έλεγχο των χειρογράφων του Νίτσε και πρόβαλλε τον εαυτό της ως αυθεντικό ερμηνευτή των συγγραμμάτων του αδελφού της. Κάλεσε τον Χίτλερ πολλές φορές στο Αρχείο Νίτσε στη Βαϊμάρη και σε μία τέτοια επίσκεψη του χάρισε το περιπατητικό μπαστούνι του Νίτσε, δώρο αναμφίβολα πολύ συμβολικό. Μια από τις πιο γνωστές φωτογραφίες που πάρθηκε κατά τις επίσημες επισκέψεις του Χίτλερ στον τάφο του Νίτσε δείχνει τον Χίτλερ σε προφίλ να κοιτά με σεβασμό μια προτομή του Νίτσε. Περιέργως όμως, ο φωτογράφος δείχνει μόνο το μισό κεφάλι του Νίτσε. Ο φωτογράφος μπορεί να προσπάθησε να δείξει ότι οι ναζί ενδιαφέρονταν μόνο για ένα μέρος των ιδεών του Νίτσε.

Hitler next to a bust of  Nietzsche, 1934
Προβάλλοντας τον Νίτσε ως τον ιδεολόγο του φασιστικού κινήματος, η Ελίζαμπετ έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα στον Μουσολίνι: "Στον ευγενέστερο μαθητή του Ζαρατούστρα που ονειρεύτηκε ποτέ ο Νίτσε, στον εμπνευσμένο αφυπνιστή των αριστοκρατικών αξιών όπως τις εννοούσε ο Νίτσε, με τις θερμότερες ευχές και τον βαθύτατο σεβασμό και θαυμασμό του Αρχείου Νίτσε". Μεγαλώνοντας το ενδιαφέρον του Χίτλερ και του Μουσολίνι για τον Νίτσε, η Ελίζαμπετ έλπιζε να αποκτήσει η ίδια μεγαλύτερη βαρύτητα και φήμη.

Πράγματι, με τη βοήθεια και τη σφραγίδα της φρουρού του Νίτσε, οι ναζί έκαναν τον Νίτσε έναν από τους πλέον δημοφιλείς και πολυδιαβασμένους φιλοσόφους. Δημοσίευσαν φτηνούς σχολιασμούς, συλλογές και ανθολογίες των ρήσεων του Νίτσε, και τις ενέταξαν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οι ειδικές στρατηγικές τους στην ιδιοποίηση του Νίτσε μπορούν να φανούν καλύτερα αν εξετάσουμε κάποιες απ' αυτές τις επίσημες ναζιστικές ερμηνείες.

Ο Άλφρεντ Μπόυμλερ ήταν η αδιαμφισβήτητη ναζιστική αυθεντία στον Νίτσε. Το 1933, τη χρονιά που ο Χίτλερ πήρε την εξουσία, ο Μπόυμλερ εκλήθη στο Βερολίνο ως καθηγητής φιλοσοφίας. Διορίστηκε επίσης διευθυντής έρευνας στο Υπουργείο Παιδείας που διεύθυνε ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Ο Μπόυμλερ, εκτός από το ότι εξέδωσε τα έργα του Νίτσε στη γνωστή στον κόσμο και φτηνή έκδοση Ρέκλαμ, έγραψε και ένα σημαίνον βιβλίο με τον τίτλο Ο Νίτσε ως φιλόσοφος και πολιτικός, που κυκλοφόρησε το 1931. Ο τίτλος δείχνει μια ριζική στροφή από τις ερμηνείες που ήταν της μόδας στις αρχές του 20ου αιώνα και που έδιναν έμφαση στον συγγραφέα και ποιητή Νίτσε, τον απελευθερωτή των ενστίκτων και των ενορμήσεων. Η μελέτη του Μπόυμλερ χωρίζεται σε τρία μέρη: η φιλοσοφία του Νίτσε, η πολιτική του Νίτσε και ένας επίλογος. Τα τρία αυτά μέρη αποτελούν τα ακόλουθα ερμηνευτικά βήματα: εξήγηση, μετάθεση και εφαρμογή. Στο πρώτο μέρος, ο Μπόυμλερ ξεχωρίζει τα δημοσιευμένα έργα του Νίτσε, τα οποία θεωρεί ποικιλία μασκών, ασήμαντο υπόβαθρο, από το αδημοσίευτο έργο του Νίτσε, το οποίο περιέχει το μεταφυσικό σύστημα ηρωικού ρεαλισμού του Νίτσε, δηλαδή το ηρακλείτειο γίγνεσθαι ως συνεχή αγώνα, πάλη, κατάκτηση. Στην προσπάθειά του να γερμανοποιήσει τον Νίτσε, ο Μπόυμλερ τον εξεικονίζει σαν μοναχικό Έλληνα-Γερμανό πολεμιστή που ξανακατακτά τον κόσμο μέσω των αγώνων του εναντίον των ψευδών αξιών και πίστεων της εποχής του, προκειμένου να καταστήσει και πάλι εφικτό το μεγαλείο. Η έμφαση του Μπόυμλερ στη ζωή και τον κόσμο ως αγώνα (σ. 68) απηχεί ασφαλώς τον τίτλο του έργου του Χίτλερ Ο αγών μου. Το δεύτερο μέρος για τον Νίτσε ως πολιτικό μεταθέτει την προσωπική, διανοητική πάλη του Νίτσε με την εποχή του στο επίπεδο του Volk: ο αγών του Νίτσε ισοδυναμεί με τον αγώνα του γερμανικού Volk με τα εκχριστιανισμένα, εκρωμαϊσμένα έθνη. Ο βασικός σκοπός του Μπόυμλερ είναι να ταυτίσει τις απόψεις του Νίτσε με τη γερμανική άποψη, προκειμένου να κάνει τον Νίτσε φιλόσοφο της βόρειας φυλής. Επειδή όμως ο Νίτσε σπάνια αναφέρεται στον Ζίγκφριντ και στη φυλή του, ο Μπόυμλερ είναι αναγκασμένος να παραθέσει χωρία από ναζιστικούς σχολιασμούς διαφόρων βόρειων σαγκών (η σάγκα είναι μεσαιωνικό πεζό έπος) και να προσθέσει: "Τα λόγια αυτά θα μπορούσε να τα είχε πει ο Νίτσε", ή, "αυτό ακούγεται σαν να βγαίνει από τη Γενεαλογία της ηθικής". Οι πολυάριθμες και παθιασμένες επιθέσεις του Νίτσε εναντίον των Γερμανών εξηγούνται από τον Μπόυμλερ σαν επιθέσεις εναντίον των ρωμαϊκών, χριστιανικών, δηλαδή μη γερμανικών στοιχείων του γερμανικού χαρακτήρα, διότι έσχατος σκοπός του Νίτσε ήταν "να επιστρέψει στο γερμανικό βάθος του γερμανικού είναι" (σ. 88). Πίσω από τις επιθέσεις του Νίτσε στον χριστιανισμό δεν βρίσκεται το λατινικό ελεύθερο πνεύμα αλλά ο Ζίγκφριντ. Επειδή, σύμφωνα με τον Μπόυμλερ, ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία είναι επίσης χριστιανικές επινοήσεις (η ισότητα των ανθρώπινων όντων ενώπιον του Θεού), είναι επίσης απολύτως μη γερμανικοί. Αντεπεξέρχεται τις επιθέσεις του Νίτσε εναντίον του γερμανικού Βάγκνερ ισχυριζόμενος ότι στον αγώνα του για μεγαλείο ο Νίτσε ήταν υποχρεωμένος να καταγγείλει, από φθόνο, τον Βάγκνερ.

Ο επίλογος του Μπόυμλερ στη μελέτη του μας δίνει την εφαρμογή της σκέψης του Νίτσε στο παρόν ιστορικό κίνημα. Ενώ οι συγκαιρινοί του Νίτσε δεν άκουσαν το κάλεσμά του, οι ναζί, σύμφωνα με τον Μπόυμλερ, τον ακολουθούν εφαρμόζοντας το σχέδιό του στην πράξη. Ενώ ο Νίτσε αγωνιζόταν ως άτομο και μόνο με τη διάνοια του, οι ναζί θα πολεμήσουν συλλογικά, ως φυλή, ως Volk. Η τελευταία παράγραφος του βιβλίου του για τον Νίτσε δεν αφήνει αμφιβολία για την εφαρμογή του Μπόυμλερ:

"Σε κοσμοϊστορικό επίπεδο, η Γερμανία μπορεί να υπάρχει μόνο με τη μορφή του μεγαλείου. Έχει μόνο μία επιλογή: είτε να είναι η αντιρωμαϊκή δύναμη της Ευρώπης είτε τίποτε [...] Μόνον η βόρεια (nordic) Γερμανία, η Γερμανία του Χέλντερλιν και του Νίτσε, μπορεί να είναι ο δημιουργός μιας Ευρώπης που θα είναι κάτι παραπάνω από ρωμαϊκή επαρχία. Ο Νίτσε δεν ανήκει στην εποχή του Μπίσμαρκ, ανήκει στην εποχή του Μεγάλου Πολέμου. Η Γερμανία του μέλλοντος δεν θα είναι συνέχιση της δημιουργίας του Μπίσμαρκ· θα δημιουργηθεί από το πνεύμα του Νίτσε και από το πνεύμα του Μεγάλου Πολέμου."
Αυτό είναι το συμπέρασμα της πιο ευυπόληπτης επίσημης ναζιστικής ερμηνείας του Νίτσε. Τα βέλη της σκέψης του Νίτσε μεταμορφώνονται σε γερμανικές βόμβες και σφαίρες που χρησιμοποιούνται για να κατακτηθούν τα μη γερμανικά έθνη. Η χρησιμοποίηση του Νίτσε από τον Μπόυμλερ είναι ακόμη πιο χοντροκομμένη στην τελική φράση του μεταγενέστερου δοκιμίου του για τον "Νίτσε και τον ναζιστικό σοσιαλισμό". Περιγράφει το κίνημα της ναζιστικής νεολαίας ως ενσάρκωση της μελλοντικής ζωντάνιας για την οποία μιλούσε ο Νίτσε:

"Και όταν χαιρετάμε αυτή τη [ναζιστική] νεολαία φωνάζοντας 'Χάιλ Χίτλερ!', με τούτο το κάλεσμα χαιρετάμε την ίδια στιγμή και τον Φρίντριχ Νίτσε."
Δίχως έλεος ο Μπόυμλερ μειώνει τη σημασία κάθε αντίφασης στο κείμενο του Νίτσε και κάθε προβλήματος της δικής του ερμηνείας. Μολονότι διαπιστώνει ότι "τίποτε δεν φαίνεται πιο δύσκολο από το να βρεθεί μια μετάβαση μέσα στο έργο του Νίτσε από το άτομο στη συλλογικότητα", δηλαδή μια θεωρία του Volk, της φυλής, ο Μπόυμλερ είναι ικανός φυσικά να κατασκευάσει αυτός τον κρίκο. Αφού παραθέσει τα λόγια του Νίτσε για τον Ηράκλειτο ("Πάντα θα είναι σωστή η άποψη του Ηράκλειτου ότι το είναι είναι κενό πλάσμα της φαντασίας. Ο φαινόμενος κόσμος είναι ο μόνος που υπάρχει, ..."), ο Μπόυμλερ προσθέτει: "Ο Νίτσε βάζει τα ψεύδη των αισθήσεων και του γίγνεσθαι απέναντι στην αλήθεια του λογικού και του είναι. Η προσκόλλησή του στη θέση αυτή στην παρουσίαση της βασικής του ιδέας έβλαψε πάρα πολύ τη μεγάλη του σύλληψη. Αυτό οδήγησε τον Νίτσε να μιλά συνεχώς για 'ψεύδη', όταν εννοούσε την αλήθεια. Αυτό είναι η αιτία που μπορεί να τον θεωρήσει κανείς σκεπτικιστή, σχετικιστή, φιλόσοφο του 'σαν να'. Όποιος θέλει να κατανοήσει τη φιλοσοφία του, πρέπει να ξέρει πώς να αποσπαστεί από την πολεμική μορφή που έχουν πολλές από τις βασικές του έννοιες. Μέσω των αισθήσεών μας έχουμε πρόσβαση στον κόσμο καθ' εαυτόν."

Ο Μπόυμλερ θεωρεί το συνεχές παιχνίδι του Νίτσε μεταξύ αλήθειας και ψεύδους απλώς ατυχή απροσεξία, η οποία μπορεί να διορθωθεί αν τον διαβάσουμε με τον "σωστό" τρόπο. Η συνεχής όμως υπονόμευση, εκ μέρους του Νίτσε, των ίδιων των αληθειών του και η παρουσίασή τους ως ψευδών είναι ασφαλώς η κεντρική κίνηση που παρατηρείται στα συγγράμματά του. Αν είχε δεχτεί ο Μπόυμλερ τη συνεχή επιμονή του Νίτσε στην αναγκαία ψευδότητα όλων των αληθειών, ο Νίτσε δεν θα είχε καμιά χρηστική αξία για τους ναζί.

Έξι χρόνια μετά την εμφάνιση του έργου του Μπόυμλερ Ο Νίτσε ως φιλόσοφος και πολιτικός, ο Χάινριχ Χέρτλε έγραψε ένα εκλαϊκευμένο εγχειρίδιο, που έφερε τον τίτλο Ο Νίτσε και ο ναζιστικός σοσιαλισμός. Ο τίτλος υποδεικνύει ότι η μελέτη αυτή εστιάζεται στη σχέση των ιδεών του Νίτσε με τη ναζιστική ιδεολογία. Αν και ο Χέρτλε οφείλει πολλά στον Μπόυμλερ, είναι πολύ απροκάλυπτος και άμεσος στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τον Νίτσε, όταν γράφει στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου ότι αυτό είναι "μια προσπάθεια να γίνουν οι ιδέες του Νίτσε γόνιμες για την ανάπτυξη της ναζιστικής σοσιαλιστικής κοσμοθεώρησης. Δεν κατατάσσω τον εαυτό μου στους εσωτερικιστές νιτσεϊστές· θέλω απλώς να παρουσιάσω τον Νίτσε ως μεγάλο συμμαχό μας στον τωρινό πνευματικό πόλεμο". Ενώπιον των κινδύνων του πολυσύνθετου έργου του Νίτσε, οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν μια πληθώρα ερμηνειών, ο Χέρτλε θεωρεί αναγκαίο να απαριθμήσει με σαφήνεια τα "γόνιμα" σημεία των κειμένων του Νίτσε που συμφωνούν με την επίσημη ναζιστική τοποθέτηση. Σ' αυτά κατατάσσει την κριτική της Δεύτερης Αυτοκρατορίας από τον Νίτσε, τις επιθέσεις του στη δημοκρατία και τον μαρξισμό, την εξύμνηση του πολέμου και την εκτροφή μιας υπερφυλής. Στα μειονεκτήματα του Νίτσε περιλαμβάνει τη συνηγορία του υπέρ μιας ανάμειξης των φυλών, τον ατομικισμό και ελιτισμό του, την ψευδή του ελπίδα για μια ενωμένη Ευρώπη και την κριτική του για το κράτος. Ο Χέρτλε θεωρεί όμως αυτές τις διαφορές ήσσονος σημασίας και τις αποδίδει στο διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον του 19ου αιώνα στο οποίο ζούσε ο Νίτσε. Το συμπέρασμά του είναι ότι "οι φιλοσοφικές ιδέες του Νίτσε είναι το υλικό για μια επικείμενη ναζιστική φιλοσοφία", ότι ο Νίτσε θα αναγνωριστεί ως ο σπουδαιότερος πρόδρομος του ναζιστικού κινήματος, διότι προσφέρει τις ιδέες που εφαρμόζει στην πράξη ο Χίτλερ: "Το μέλλον αυτό θα είναι και μέλλον του Νίτσε".

Φαίνεται κάπως περίεργο το ότι ο κυριότερος ναζί ιδεολόγος, ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, δεν συζητά ποτέ τα έργα και τις ιδέες του Νίτσε, αν και αναφέρει επανειλημμένα το όνομα του Νίτσε στα πολυάριθμα βιβλία του. Η μόνη εξαίρεση είναι η ομιλία του στο Αρχείο της Βαϊμάρης το 1944, στην επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Νίτσε.

Αντίθετα από τον Μπόυμλερ ή τον Χέρτλε, ο Ρόζενμπεργκ δεν βασανίζεται από τους δισταγμούς του ναζιστή ειδικού στον Νίτσε. Διαλέγει ελεύθερα τα παραθέματά του από τον Νίτσε, με κριτήριο να εξυπηρετούν όσο το δυνατόν περισσότερο το δικό του μήνυμα. Επομένως, δεν είναι υποχρεωμένος να εξηγήσει τις μη ναζιστικές πλευρές των συγγραμμάτων του Νίτσε. Η ομιλία του Ρόζενμπεργκ είναι πάρα πολύ χρωματισμένη από την εμπειρία τεσσάρων χρόνων πολέμου. Δίνει έμφαση στον στρατιώτη Νίτσε με την πρωσική του σοβαρότητα, που ήξερε πως το μεγαλείο μπορεί να εδραιωθεί και πάλι μόνο μέσα από μεγάλο πόνο. Κάνει ευθύ παραλληλισμό ανάμεσα στη μοίρα του Νίτσε και τη μοίρα της Γερμανίας του 1944. Όπως και ο Νίτσε, οι ναζί ήθελαν να προσφέρουν ένα μεγάλο δώρο στα έθνη του κόσμου. Τα έθνη αυτά όμως, αντί να δεχτούν το δώρο, βρίσκονται τώρα σε πόλεμο με τον ναζιστικό Volk. Οι εχθροί του Νίτσε, που προκάλεσαν την απομόνωσή του, είναι τώρα οι εχθροί των ναζί: οι μαρξιστές, ο εβραϊκός τύπος και οι κερδοσκόποι. Είναι φανερό ότι στην ομιλία του ο Ρόζενμπεργκ δεν ασχολείται με τον Νίτσε αλλά με την κατάσταση στη Γερμανία. Χρησιμοποιεί τον Νίτσε σαν "πνευματικό αδελφό", τονίζοντας τα βάσανα και τους αγώνες του εναντίον του αιώνα του προκειμένου να παρακινήσει τον γερμανικό λαό να συνεχίσει την πολεμική προσπάθεια.

Ο λιγότερο περίπλοκος και περισσότερο αποτελεσματικός μηχανισμός της ναζιστικοποίησης του Νίτσε ήταν η δημοσίευση πολυάριθμων μικρών ανθολογιών που περιείχαν τις ουσιώδεις "ναζιστικές" ρήσεις του Νίτσε. Οι συλλογές αυτές δημοσιεύονταν με το όνομα του Νίτσε, δίχως αναφορά εκδότη, προκειμένου να κάνουν τον κόσμο να πιστέψει ότι ήταν γραμμένες από τον ίδιο τον Νίτσε. Μια απ' αυτές, με τον τίτλο Ιουδαϊσμός/Χριστιανισμός/Γερμανισμός, περιέχει, χωρισμένα σε θέματα, αποσπάσματα παρμένα κατά κύριο λόγο από τις αδημοσίευτες και παραπεταμένες σημειώσεις του Νίτσε. Τα ίδια πέντε ή έξι αποσπάσματα εναντίον των Εβραίων, οι ίδιες αναφορές στους Βίκινγκς και στο ξανθό κτήνος, οι ίδιες σημειώσεις εναντίον του χριστιανισμού, αποσπώνται από τα συμφραζόμενά τους και επαναλαμβάνονται σε όλες αυτές τις συλλογές. Μια ανάγνωση αυτών των προσεκτικά επιλεγμένων αποσπασμάτων, σε συνδυασμό με την πίστη ότι οι συλλογές αυτές ήταν γραμμένες από τον ίδιο τον Νίτσε, μπορούσε να πείσει τον οποιονδήποτε ότι ο Νίτσε προασπιζόταν θέσεις του ναζιστικού εθνικοσοσιαλισμού. Αυτή η περιστολή των κειμένων του Νίτσε σε τριάντα ή σαράντα σύντομα αποσπάσματα στις ανθολογίες αυτές απέχει μόνον ένα βήμα από τη ναζιστική κακομεταχείριση των σλόγκαν του Νίτσε: της θέλησης για δύναμη, του ξανθού κτήνους κτλ.

Ο Μπόυμλερ, ο Χέρτλε και οι εκδότες των συλλογών των ρήσεων του Νίτσε μπορούσαν απλώς να πλασάρουν τον Νίτσε σαν προφήτη του ναζιστικού εθνικοσοσιαλισμού μέσω μιας πολύ περιορισμένης και επιμελούς επιλογής κάποιων αποσπασμάτων από το έργο του. Ήταν αναγκασμένοι να αποσιωπήσουν αποσπάσματα στα οποία ο Νίτσε εκφράζει τον θαυμασμό του για τους Εβραίους, διότι έπρεπε να τον παρουσιάσουν ως φερέφωνο της άριας φυλής. Ήταν αναγκασμένοι να λογοκρίνουν τις πολυάριθμες επιθέσεις του Νίτσε στον γερμανισμό και τον θαυμασμό του για το λατινικό πνεύμα και τη λατινική κουλτούρα, διότι έπρεπε να τον παρουσιάσουν ως τον κατ' εξοχήν Γερμανό φιλόσοφο. Αντικατέστησαν τα παπούτσια του χορού του Νίτσε με πρωσικές στρατιωτικές μπότες. Ήταν υποχρεωμένοι να μεταμορφώσουν το σατιρικό πνεύμα και το χιούμορ του σε τευτονική βαρύτητα. Καθώς επέβαλαν με το ζόρι μια συνοχή νοήματος στα έργα του Νίτσε, ήταν αναγκασμένοι να παραβλέψουν τη διαδικασία της αντίφασης και των ανατροπών, που αποτελεί ακριβώς τη βασική στρατηγική του Νίτσε μέσω της οποίας επισημαίνει ότι καμιά από τις ρήσεις του δεν έχει σχέση με την αλήθεια.

Και ο Λούκατς, από τη μεριά του, παραδέχεται ότι αναγκάστηκε να αγνοήσει τις αντιφάσεις του Νίτσε για να ναζιστικοποιήσει κι αυτός τον Νίτσε: "Δημιούργησε ένα μεθοδολογικό μοντέλο για την έμμεση υπεράσπιση του καπιταλισμού για όλη την ιμπεριαλιστική περίοδο. Έδειξε το δρόμο για να αναπτυχθεί ένας γοητευτικός, πολύχρωμος, συμβολικός κόσμος του ιμπεριαλιστικού μύθου μέσα από μια άκρως αγνωστικιστική επιστημολογία, μέσα από μια θεωρία του έσχατου μηδενισμού. Στην παρουσίασή μας εσκεμμένα δεν δώσαμε προσοχή στις κατάφωρες αντιφάσεις των μυθικών δομών του. Αν είχαμε εξετάσει τις αντιφάσεις αυτές από λογικο-φιλοσοφική άποψη, θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με ένα φοβερό χάος θορυβωδέστατων και αλληλοαποκλειόμενων ισχυρισμών. Μολαταύτα, δεν πιστεύουμε ότι μια τέτοια εξέταση αναιρεί την [...] άποψή μας ότι ο Νίτσε έχει ένα σύστημα χαρακτηριζόμενο από συνοχή/συνέπεια".

Είχα σκοπό να τελειώσω το κείμενό μου τονίζοντας αυτό που αποσιωπούν ο Λούκατς και οι ναζί: ότι τα κείμενα του Νίτσε, ως αντιφατικοί, αυθαίρετοι ισχυρισμοί, δεν αποτελούν συνεκτικό/συνεπές σύστημα. Ύστερα, σχεδίαζα να επισημάνω τους κινδύνους του αφοριστικού στιλ του Νίτσε, που προσφέρεται ευκολότερα από κάθε συνεχές κείμενο για κάθε είδους ιδιοποίηση. Και, φυσικά, σκόπευα να δώσω τις γενικές γραμμές μιας μη θεματικής ανάγνωσης των κειμένων που δημοσίευσε ο Νίτσε, η οποία θα εστιαζόταν στη συνεχή διαδικασία ανατροπής στα συγγράμματα του Νίτσε. Αντί γι' αυτά όμως, θα τελειώσω με μια απορία. Η βαρύτατη κακομεταχείριση των έργων του Νίτσε από τους ναζιστές ερμηνευτές μου φαίνεται τόσο κραυγαλέα, τόσο διαφανής, ανεύθυνη, χονδροειδής, που δεν μπορώ να καταλάβω την από μακρού υφιστάμενη και ευρέως διαδεδομένη αμηχανία απέναντι στον Νίτσε λόγω της ναζιστικής ιδιοποίησης. Αν και γνωρίζω ότι η εξίσου χονδροειδής προπαγάνδα των συμμάχων συνέβαλε στο να κάνει τον Νίτσε τον κατ' εξοχήν φασίστα φιλόσοφο, δεν μπορώ να καταλάβω την ανάγκη για μια τριακονταετή διαδικασία αποναζιστικοποίησης υπό το φως της βαρύτατης ναζιστικοποίησης του Νίτσε. Ασφαλώς, τα έργα του Νίτσε μου προκαλούν αμηχανία. Αυτή όμως δεν οφείλεται στην αδέξια κακομεταχείριση του Νίτσε από τους ναζί. Μπορώ να καταλάβω τη διατήρηση του χαρακτηρισμού του Νίτσε ως ναζί μόνον αν ερμηνεύσω αυτή την επίκληση του ονόματός του ως αμυντικό μηχανισμό μας, ως στρατηγική μας, για το ότι δεν ασχοληθήκαμε με τον Νίτσε. Φυσικά, έχουμε κι έναν άλλο χαρακτηρισμό που φαίνεται να μας δικαιολογεί για το ότι δεν ασχοληθήκαμε σοβαρά με το έργο του: Νίτσε ο τρελός. 


(Εκδόσεις Νησίδες, 2004, σελ. 59-68)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου