Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Ο ταπεινωμένος νικητής

Στην τηλεοπτική σειρά "Numb3rs", ένας από τους δύο ήρωες, ο καθηγητής Τσάρλι Επς, είναι μαθηματικός και χρησιμοποιεί την επιστήμη και την τετράγωνη λογική του για να βοηθήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του, που είναι πράκτορας του FBI, στην ταυτοποίηση και στον εντοπισμό εγκληματιών.

Στο 8ο επεισόδιο της τέταρτης σεζόν (Tabu), o Τσάρλυ, για να βοηθήσει στην εξιχνίαση μιας υπόθεσης απαγωγής, χρησιμοποιεί το παράδειγμα της διελκυστίνδας και μάλιστα την ειδική περίπτωση κατά την οποία η μια ομάδα χάνει οικιοθελώς ταπεινώνοντας όμως πρώτα τον νικητή:


Τσάρλι: Είναι κλασική περίπτωση αποκλίσεων. Είναι μια διελκυστίνδα. Επίδειξη ωμής δύναμης ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες πλευρές, όπου η μία πλευρά μπορεί να τραβήξει την άλλη πλευρά από την κεντρική γραμμή. Όμως, μετά την έναρξη του συναγωνισμού, η μια ομάδα μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση την άλλη αφήνοντας το σκοινί. Αυτή η ομάδα ταπεινώνει τον αντίπαλο, αλλά χάνει.  

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Η αθανασία της ψυχής στον Πλάτωνα: 4. Η αντίρρηση του Σιμμία

[Φαίδων 85b-86b]

Ο Αριστοτέλης, Περί ψυχής 407b27, αναφέρει μια πολύ διαδεδομένη θεωρία, κατά την οποία η ψυχή είναι αρμονία του σώματος. Η θεωρία αυτή λέει το εξής: Η «ψυχή» δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η αρμονία, η σωστή αναλογία στη μείξη των στοιχείων που συγκροτούν το σώμα. Φαίνεται ότι η άποψη αυτή υποστηριζόταν σε πυθαγορικούς κύκλους, γιατί ο Πλάτων στον Φαίδωνα (88c κ.ε) βάζει έναν πυθαγόρειο (τον Σιμμία) να την διατυπώνει και έναν άλλο Πυθαγόρειο (τον Εχεκράτη) να την επιδοκιμάζει. […]

Η θεωρία ότι η ψυχή είναι μίγμα των στοιχείων που συγκροτούν το σώμα αποτελεί στον Φαίδωνα την αφετηρία της πρώτης αντίρρησης για τη δεύτερη απόδειξη της αθανασίας. Έχει γίνει δεκτό ότι η ψυχή είναι ασώματη, αόρατη και κάτι «θείο». Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την αρμονία: Η αρμονία είναι κάτι αόρατο, ασώματο και άρα, ως κάτι που είναι υπέρτερο από το αισθητό, «θείο». Το όργανο με το οποίο παράγεται η αρμονία είναι σωματικό και, ως σωματικό, φθαρτό. Μ’ αυτό δημιουργείται μια αναλογία προς τη σχέση ψυχής και σώματος: όπως σχετίζεται το όργανο με την αρμονία, έτσι σχετίζεται και το σώμα με την ψυχή. Μια αρμονία εξαρτάται από την υφή του οργάνου. Αν το όργανο βρίσκεται σε κακή κατάσταση, τότε και η αρμονία κάθε άλλο παρά έξοχη είναι· αντίθετα, ένα καλό όργανο παράγει μια καλή αρμονία. Αν εφαρμόσουμε αυτό στη σχέση σώματος-ψυχής, τότε προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ψυχή είναι η αρμονία που παράγεται από τα συστατικά στοιχεία του σώματος, πράγμα που σημαίνει πως ό,τι ονομάζουμε ψυχή είναι μόνο και μόνο η συμφωνία των συστατικών στοιχείων του σώματος μέσα στο μείγμα στο οποίο βρίσκονται. Όπως στο όργανο, του οποίου η καλή ή η κακή υφή έχει επιπτώσεις στην αρμονία, έτσι συμβαίνει και στο ανθρώπινο σώμα. Αν το σώμα βρίσκεται σε κακή κατάσταση, αν είναι άρρωστο, τούτο επηρεάζει τη λεγόμενη «ψυχική» κατάσταση· ισχύει και το αντίστροφο: Αν είμαστε υγιείς, αν δεν πονούμε,  ανάλογη είναι και η ψυχική μας κατάσταση. Αυτό μοιάζει να αποτελεί ένδειξη για το ότι η ψυχή δεν είναι η αρχή της ζωής και της διανοητικής δραστηριότητας. Η ψυχή μπορεί να είναι η ζωή του σώματος και η αρχή της διανοητικής δραστηριότητας μόνο εάν είναι κάτι αυθύπαρκτο. Αν, αντίθετα, η ψυχή εξαρτάται και παράγεται, όπως η αρμονία, από τα συστατικά στοιχεία του σώματος, τότε έρχεται σε δεύτερη θέση έναντι του σώματος, παρόμοια όπως η αρμονία είναι ως προς την ύπαρξη της μεταγενέστερη από το όργανο. Όπως η αρμονία καταστρέφεται, αν καταστραφεί το όργανο, έτσι πρέπει να καταστρέφεται και η ψυχή, ως συμφωνία στο μείγμα των στοιχείων του σώματος, αν διαλυθεί το σώμα. Κι ακόμη παραπέρα: Το όργανο αρκεί να υποστεί βλάβη μόνο κατά ένα μέρος, για να μη παραγάγει πλέον αρμονία. Το όργανο μπορεί συνεπώς να διαρκεί περισσότερο από την αρμονία. Ας μεταφέρουμε πάλι τα παραπάνω στη σχέση σώματος-ψυχής: Αν το σώμα ατονήσει ή ενταθεί υπερβολικά από αρρώστιες και άλλα κακά, τότε η συμφωνία των στοιχείων που το συγκροτούν διαταράσσεται ουσιαστικά. Μια συμφωνία ή αρμονία που διαταράσσεται ουσιαστικά δεν είναι πια εκείνο που ήταν πριν, δηλαδή συμφωνία ή αρμονία, αλλά δυσαρμονία, παραφωνία. Αν η ψυχή είναι αρμονία, τότε δεν επιζεί από μια τέτοια βλάβη. Όπως η αρμονία μπορεί να καταστραφεί προτού καταστραφεί το όργανο στο σύνολό του, έτσι και η ψυχή ως αρμονία μπορεί να καταστραφεί προτού διαλυθεί το σώμα. […] Το ότι η αρμονία θα συνεχίσει να υπάρχει μετά το θάνατο του σώματος αποτελεί πέρα για πέρα αντίφαση καθεαυτήν. Συνεπώς, είναι παράλογο να δεχθούμε ότι στην ψυχή υπάρχει αθανασία.

[…] Τι μπορεί να προβάλει ενάντια σ’ αυτό ο Πλάτων;

Η αντίρρηση αυτή επιχείρησε να αποδείξει ότι αυτό που ονομάζουμε ψυχή είναι κάτι που δεν είναι αυθύπαρκτο, αλλά εξαρτάται απολύτως από το σώμα και υφίσταται μόνο στο σώμα και με το σώμα. Όταν στον Φαίδωνα ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να αναιρέσει αυτή την αντίρρηση, πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι η ψυχή που εξαρτάται από το σώμα, αλλά αντίθετα το σώμα εξαρτάται από την ψυχή.

Και τώρα η αναίρεση της αντίρρησης. Σε διάφορα χωρία των πλατωνικών διαλόγων μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι οι συνομιλητές του Σωκράτη παγιδεύονται από εκείνον στην τέχνη της ερωταποκρίσεως και εκεί πολύ σύντομα η τέχνη τους εξαντλείται. Έτσι και εδώ. Αφού ο συνομιλητής του Σιμμίας, ο οποίος πρόβαλε την αντίρρηση ότι η ψυχή είναι αρμονία, προέρχεται από πυθαγορικούς κύκλους, δεν θα κάνει λάθος κανείς να υποθέσει ότι ο Πλάτων δίνει εδώ ένα μάθημα φιλοσοφίας στους σύγχρονούς του πυθαγορείους. Ο Σιμμίας, όπως λέει, Φαίδ. 92a, δεν μπορεί να διανοηθεί ότι θα εγκατέλειπε ποτέ την άποψη ότι η μάθηση είναι ανάμνηση. Επιδοκιμάζει επομένως σαφώς τη θεωρία της αναμνήσεως, η οποία προϋποθέτει την προΰπαρξη της ψυχής, και θεωρεί συμβιβάσιμη με τη θεωρία αυτή ότι η ψυχή είναι ένα είδος αρμονίας. Η θέση αυτή αποκλείει μια ασώματη ύπαρξη της ψυχής. Και εδώ ακριβώς ο Πλάτων αρχίζει με την αναίρεσή του.  

Αν «το να αποκτήσει κανείς γνώσεις» είναι ανάμνηση, τότε η ψυχή υπάρχει προτού εισέλθει στο σώμα. Υφίσταται πριν από τα σωματικά στοιχεία, από τη συμφωνία των οποίων σχηματίζεται. Μια αρμονία όμως δεν υφίσταται πριν από το όργανο, είναι, σ’ αντίθεση με την ψυχή, μη προϋπάρχουσα. Συνεπώς, η «ψυχή» δεν είναι το ίδιο όπως η αρμονία, αλλά κατά την ουσία της κάτι εντελώς διαφορετικό. Και ό,τι είναι εντελώς διαφορετικό από κάτι άλλο δεν μπορεί να τεθεί σε αναλογία με εκείνο. Αλλά αυτό είναι λιγότερο σημαντικό· αυτό που δείχνει ακόμη πιο πολύ ότι ψυχή και αρμονία είναι δύο διαφορετικά πράγματα είναι το ότι η ψυχή δεν είναι μια λειτουργία του σώματος. Μια αρμονία δεν μπορεί να ανεξαρτητοποιηθεί από το όργανο που την παράγει, είναι εξαρτημένη ως προς το είναι της και την υφή της από το όργανο. Δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί σε αντίθεση προς τα συστατικά στοιχεία από το συνδυασμό των οποίων σχηματίζεται. Με τα λόγια του Πλάτωνα (Φαίδ. 93a): «Η αρμονία δεν μπορεί να λάβει ηγετική θέση έναντι των συστατικών από τα οποία συντίθεται, αλλά πρέπει να τα ακολουθεί».

Τι φαίνεται όμως, αν επιχειρήσουμε να παρατηρήσουμε τη σχέση ψυχής προς το σώμα; Η «ψυχή» μπορεί να αρνηθεί τη συγκατάθεσή της στις σωματικές επιθυμίες. Έχει την ηγεμονία σε όλα εκείνα (Φαίδ. 94c) από τα οποία, σύμφωνα με την αντίρρηση, μοιάζει να προέρχεται. […] Ο άνθρωπος είναι εκείνο το ον με αισθήσεις που μπορεί να λέει «όχι». Εκείνο που επιθυμεί και ποθεί είναι το ίδιο με εκείνο με εκείνο που αντιτάσσεται; Λέμε μεν ότι επιθυμούμε και αντιτασσόμαστε στην επιθυμία μας, αλλά, προφανώς δεν κάνουμε και τα δυο ταυτόχρονα σε σχέση με το ίδιο πράγμα και από την ίδια άποψη. […] Γνωρίζουμε ωστόσο ότι μπορούμε να επιθυμούμε και να αντιτασσόμαστε στην επιθυμία μας. Πως είναι δυνατόν αυτό; Είναι δυνατόν μόνο όταν η επιθυμία και η εναντίωση στην επιθυμία δεν γίνονται ταυτόχρονα σε σχέση με το ίδιο πράγμα και από την ίδια άποψη. Όμως η επιθυμία και η εναντίωση σ’ αυτήν είναι ταυτόχρονες και στρέφονται προς το ίδιο αντικείμενο. Άρα, η άποψη δεν μπορεί να είναι η ίδια. Αυτό που επιθυμεί πρέπει να είναι άλλο από αυτό ου αντιτάσσεται. Αν επιθυμεί το σώμα, δεν μπορεί να είναι και πάλι το σώμα που αντιτάσσεται στην ίδια επιθυμία. Επομένως, αυτό που αντιτάσσεται πρέπει να είναι διαφορετικό από το σώμα, δεν μπορεί να είναι μια λειτουργία του σώματος: το σώμα επιθυμεί κάτι, η ψυχή μπορεί να αντιταχθεί σ’ αυτό, και μπορεί μάλιστα σ’ αυτή την περίπτωση να έχει επιτυχία. Αν όμως η ψυχή ήταν μόνο μια λειτουργία του σώματος, τότε αυτό δεν θα ήταν δυνατόν. Η αντίρρηση ότι η ψυχή είναι ένα είδος αρμονίας άρα είναι σε αντίφαση με αυτό που μας διδάσκει η αυτοπαρατήρηση.

Ένα τρίτο σημείο πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν σχετικά με την αντίρρηση ότι η ψυχή είναι αρμονία. Σε κάθε αρμονία υπάρχει ένα «περισσότερο» ή «λιγότερο»· η υφή του οργάνου και οι ικανότητες του παίχτη παίζουν από κοινού ρόλο. Αν ο ένας παράγοντας ή ο άλλος ή και οι δύο βρίσκονται σε κακή κατάσταση, τότε αυτό μεταβιβάζεται στην αρμονία που παράγεται. Τούτο ας το εφαρμόσουμε στο σώμα και στην ψυχή: Αν η ψυχή ήταν αρμονία, τότε θα έπρεπε μια ψυχή να είναι περισσότερο ψυχή από μια άλλη· γιατί θα έπρεπε βέβαια να υπάρχει ένα «περισσότερο» ή λιγότερο», μια οντική διαφορά μεταξύ ψυχής και ψυχής. Ας το δεχθούμε για λίγο ως ορθό: Στις ψυχές υπάρχει ένα «περισσότερο» ή «λιγότερο» μια ψυχή είναι περισσότερο ψυχή από την άλλη. Ποια θα ήταν η συνέπεια αυτού; Πρώτον, θα έπρεπε η ψυχή να είναι αρμονία ως αποτέλεσμα της ορθής μείξης των σωματικών στοιχείων. Δεύτερον, πως θα επιτυγχάνονταν το «περισσότερο» σε αρμονία; Θα έπρεπε να υπάρχει μια επιπρόσθετη αρμονία. Ποια μπορεί να είναι αυτή; Εδώ ο Πλάτων συμπεριλαμβάνει στους συλλογισμούς του την αρετήν. Αρετή είναι η ικανότητα ή αξιοσύνη ενός πράγματος· άριστος σημαίνει «ο καλύτερος», αρετή επομένως σημαίνει «το καλύτερο». Αρετή είναι η τελειότητα και η πραγμάτωση εκείνου με το οποίο είναι επιφορτισμένο κάθε επιμέρους πράγμα. Η αρετή του μαχαιριού, λ.χ., συνίσταται στο να κόβει καλά, η αρετή του σκύλου στο να επαγρυπνά. Και σε τι συνίσταται η αρετή της ψυχής; Γενικά μπορούμε να πούμε ότι συνίσταται στο να πραγματώνει η ψυχή εκείνο με το οποίο είναι επιφορτισμένη. Αυτό αρκεί προς το παρόν· γιατί το ερώτημα σε τι συνίσταται η αρετή της ψυχής από την άποψη του περιεχομένου δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Την πραγμάτωση εκείνου, με το οποίο είναι επιφορτισμένη η ψυχή, χωρίς τάξη και μέτρο δεν μπορούμε να διανοηθούμε. Η τάξη και το μέτρο στο ανθρώπινο σώμα του φέρνουν υγεία και δύναμη. Στην ψυχή η τάξη και το μέτρο ενεργούν το ίδιο όπως σε όλα τα άλλα, ώστε να έχει η ψυχή την ορθή συναρμογή. «Συναρμογή» λέγεται στα αρχαία ελληνικά αρμονία. Η τάξη και το μέτρο ενεργούν επομένως ώστε να γίνεται η ψυχή αυτό που πρέπει να είναι και να πραγματώνει εκείνο με το οποίο είναι επιφορτισμένη. Επομένως η αρετή επιτυγχάνεται με την τάξη και το μέτρο· και επειδή η αρετή δεν είναι τίποτε άλλο από την ορθή συναρμογή της ψυχής, η αρετή είναι το ίδιο με την αρμονία. Αν δεχθούμε ότι η ψυχή ως ψυχή, χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν την αρετήν της ή την κακία της, είναι αρμονία, τότε πρέπει να δεχθούμε μια διττή ψυχική αρμονία. Πρώτον, δηλαδή, η ψυχή θα ήταν αρμονία ως αποτέλεσμα της ορθής μείξης των σωματικών στοιχείων. Δεύτερον, η ψυχή που έχει αρετήν, που είναι επομένως αγαθή, θα είχε μια επιπρόσθετη αρμονία· η κακή ψυχή όμως, η ψυχή χωρίς αρετήν, δεν θα είχε αυτή την αρμονία.

Η παραδοχή του ότι η ψυχή είναι αρμονία θα είχε επομένως ως συνέπεια ότι μια αρμονία θα αποτελούσε τον φορέα μια άλλης αρμονίας. Στην αγαθή ψυχή στην οντική αρμονία θα προσετίθετο επομένως η αρμονία της αρετής, στην κακή ψυχή όμως δεν θα συνέβαινε αυτό. Άρα στην αγαθή ψυχή η οντική και η ηθική αρμονία θα συνυπήρχαν, ενώ στην κακή ψυχή θα υπήρχε μόνο η οντική αρμονία. Η ψυχή ως αρμονία λοιπόν θα επέτρεπε ένα «περισσότερο» ή «λιγότερο». Και αφού εξισώνουμε δοκιμαστικά ψυχή και αρμονία, το επακόλουθο θα ήταν ότι στην ψυχή, εφόσον είναι αρμονία, θα υπήρχε ένα «περισσότερο» ή «λιγότερο». Η ψυχή ενός αγαθού ανθρώπου δεν είναι σε μεγαλύτερο βαθμό ψυχή από την ψυχή ενός κακοποιού. Η παραδοχή μας ότι η ψυχή είναι αρμονία οδηγεί επομένως σε μιαν αντίφαση. Η αντίφαση αυτή αίρεται μόνο αν θα δεχόμασταν ότι η διαφορά ανάμεσα στην αγαθή και στην κακή ψυχή, που οδηγεί στην παραδοχή ενός «περισσότερου» ή «λιγότερου» ψυχικής αρμονίας, είναι μηδαμινή. Τότε όμως θα έπρεπε να δεχθούμε ότι όλες οι ψυχές είναι το ίδιο αγαθές. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Επομένως η ψυχή δεν μπορεί να είναι αρμονία. Με τα παραπάνω αναιρέθηκε η πρώτη αντίρρηση. Η αρμονία δεν μπορεί να ταυτιστεί με την ψυχή. Η αρμονία είναι μάλλον ένα αίτημα προς την ψυχή. Τούτο μόλις που γίνεται αντιληπτό στον Φαίδωνα, στην Πολιτεία (443d-e) όμως τεκμηριώνεται διεξοδικά: Η δικαιοσύνη επιφέρει την αρμονία των τριών μερών της ψυχής.

Karl Bormann, Πλάτων

(Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ. 152-161)


Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Τι είναι η «πραγματικότητα»;

Το Perception είναι μια παραδοσιακή αστυνομική σειρά διαλεύκανσης εγκλημάτων με το απαραίτητο μικρό twist ιδιοφυίας. Βασικός χαρακτήρας της σειράς είναι ο Doctor Daniel Pearce (Eric McCormack). Καθηγητής νευροεσπιστήμης που διαθέτει μερικές ιδιαίτερες ικανότητες (άριστη γνώση ανθρώπινης συμπεριφοράς, λειτουργίας ανθρώπινου εγκεφάλου, αναγνώριση μοτίβων, αναγνώριση υποσυνείδητων συναισθημάτων, αυτά τα απλά και καθημερινά...) που αξιοποιούνται από το FBI για την επίλυση διαφόρων ειδών εγκλημάτων. …

Πάσχει από σχιζοφρένεια και όπως γίνεται γρήγορα αντιληπτό η ικανότητα του να βρίσκεται σε αρμονία με το περιβάλλον του κρέμεται από μια κλωστή. … Η πρόσβαση στις ικανότητες του γίνεται μέσα από παραισθήσεις που έχει (από την Ιωάννα της Λωρραίνης μέχρι τον έφηβο εαυτό του...), και τις συνομιλίες του με αυτές. 

Η σειρά ξεκινά με τον καθηγητή στην αίθουσα διδασκαλίας να συζητά με τους φοιτητές του για το τι είναι η «πραγματικότητα»:

Καθηγητής: Τι είναι η «πραγματικότητα»;
Φοιτητής: Το παρατηρήσιμο σύμπαν;
Καθηγητής: Η απάντηση αυτή θα κολλούσε στον τομέα της Φυσικής… αλλά εδώ είναι η Νευροεπιστήμη. Ποιος έχει να δώσει μια απάντηση που να σχετίζεται με το μυαλό;
Φοιτήτρια: Η πραγματικότητα είναι αυτά που βλέπουμε και ακούμε, έναντι… των φαντασιώσεων, ή των ονείρων, ή και ίσως παραισθήσεων που έχουμε.    
Καθηγητής: Παραισθήσεις. […] Ακούστε τώρα κάτι που θα αλλάξει την συνείδησή σας. Η πραγματικότητα… είναι αποκύημα της φαντασίας σας. Ποιος δεν έχει ξυπνήσει λαχανιασμένος από ένα εφιάλτη… και σκέφτηκε «πάλι καλά που ήταν ένα μόνο όνειρο»;
Επειδή οι νευροχημικές παρορμήσεις που υπάρχουν όταν ονειρευόμαστε… ή φανταζόμαστε, ή όταν έχουμε παραισθήσεις, είναι ακριβώς οι ίδιες… μ’ εκείνες που υπάρχουν στο κρανίο μας όταν τα βιώνουμε πράγματι αυτά.

Εάν αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι συνήθως λάθος… πως μπορούμε να ξέρουμε τι είναι πραγματικό και τι όχι;


Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Στοιχεία πολιτικής

Πρέπει κυρίως να πούμε ότι τα πρώτα πού ξεχνιούνται είναι ακριβώς τα πρώτα στοιχεία, τα πιο στοιχειώδη πράγματα· εξάλλου, αυτά επαναλαμβάνοντάς τα άπειρες φορές γίνονται οι στύλοι της πολιτικής και οποιασδήποτε συλλογικής δράσης.

Πρώτο στοιχείο είναι πώς υπάρχουν βέβαια κυβερνήτες και κυβερνώμενοι, διευθύνοντες και διευθυνόμενοι. Ολόκληρη η πολιτική επιστήμη και τέχνη βασίζονται πάνω σ’ αυτό το πρωταρχικό γεγονός, το αναλλοίωτο (μέσα σε ορισμένες γενικές συνθήκες). [...] Όταν αυτό το γεγονός είναι δεδομένο, θα πρέπει να δούμε πώς μπορεί να διευθύνει κανείς κατά τον πιο αποτελεσματικό τρόπο (όταν είναι δεδομένοι ορισμένοι σκοποί) και πώς έτσι να προετοιμάζονται κατά τον καλύτερο τρόπο οι διευθύνοντες (και εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρώτο μέρος της πολιτικής επιστήμης και τέχνης), και πώς από την άλλη μεριά να γνωρίσει κανείς τις γραμμές της μικρότερης αντίστασης ή τις πιο ορθολογιστικές, για να εξασφαλίσει την υπακοή των διευθυνομένων και κυβερνωμένων. […]

Χρειάζεται ωστόσο να έχουμε ξεκάθαρο στο νου μας ότι η διαίρεση κυβερνητών και κυβερνωμένων, παρόλο που σε τελευταία ανάλυση ανάγεται σε μια διαίρεση κοινωνικών ομάδων, υπάρχει ωστόσο, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, επίσης και στο εσωτερικό της ίδιας ομάδας, παρόλο που είναι κοινωνικά ομοιογενής· με μιαν ορισμένη έννοια μπορούμε να πούμε πώς αυτή η διαίρεση είναι μια δημιουργία του καταμερισμού της εργασίας, είναι ένα γεγονός τεχνικό. Πάνω σ’ αυτή τη συνύπαρξη των αιτίων σπεκουλάρουν εκείνοι πού βλέπουν σ’ όλα τα πράγματα μόνον «τεχνική», ανάγκη «τεχνική», κτλ. για ν’ αποφύγουν το βασικό πρόβλημα.

Έχοντας σα δεδομένο ότι επίσης μέσα στην ίδια ομάδα υπάρχει η διαίρεση ανάμεσα σε κυβερνήτες και κυβερνωμένους, χρειάζεται να προσδιορίσουμε μερικές απαράβατες αρχές, και μάλιστα σ’ αυτό το επίπεδο είναι πού γίνονται τα σοβαρότερα «λάθη», πού εκδηλώνονται δηλαδή οι πιο εγκληματικές αδεξιότητες, αλλά και οι πιο δύσκολες να επανορθωθούν. Υπάρχει η γνώμη πώς όταν έχει τεθεί η αρχή της ίδιας ομάδας, η υπακοή πρέπει να είναι αυτόματη, πρέπει να έρχεται όχι μόνο δίχως την ανάγκη μιας απόδειξης της «αναγκαιότητας» και της λογικότητας αλλά και να μη συζητιέται (μερικοί σκέφτονται, κι αυτό πού είναι χειρότερο, ενεργούν σύμφωνα μ’ αυτή τη σκέψη, ότι η υπακοή «θα έρθει» χωρίς να την επιζητήσουν, χωρίς να υποδειχτεί ο δρόμος πού πρέπει να ακολουθήσει). Έτσι είναι δύσκολο να ξεριζωθεί από τούς διευθύνοντες […] η πεποίθηση ότι ένα πράγμα θα γίνει επειδή ο διευθύνων το θεωρεί σωστό και λογικό να γίνει: αν δεν γίνει, το «λάθος» ρίχνεται σ’ αυτούς πού «θα όφειλαν» κτλ. Έτσι είναι δύσκολο να ξεριζωθεί η εγκληματική συνήθεια να παραλείπουν να αποφεύγουν ανώφελες θυσίες. Κι όμως, ο κοινός νους δείχνει πώς το μεγαλύτερο μέρος των συλλογικών (πολιτικών) συμφορών γίνονται γιατί δεν επιζητήθηκε η αποφυγή της ανώφελης θυσίας ή δείχτηκε ότι δε λογαριάζουν τη θυσία του άλλου και παίζουν με το πετσί του. Καθένας έχει ακούσει διηγήσεις από αξιωματικούς του μετώπου πώς πραγματικά οι φαντάροι διακινδύνευαν τη ζωή τους στο βαθμό πού ήταν αναγκαίο, αλλά πώς αντίθετα επαναστατούσαν όταν έβλεπαν πώς τούς είχαν παραμελήσει. Παράδειγμα: ένας λόχος ήταν ικανός να μείνει νηστικός πολλές μέρες γιατί έβλεπε πώς τα τρόφιμα δεν έφταναν από ανώτερη βία αλλά εξεγείρονταν όταν έλειπε κι ένα μόνο γεύμα από αμέλεια και γραφειοκρατία κτλ.

Η αρχή αυτή επεκτείνεται σ’ όλες τις πράξεις πού απαιτούν θυσίες. Γι’ αυτό πάντα, ύστερα από κάθε συμφορά, πρέπει πριν απ’ όλα να αναζητηθεί η ευθύνη των καθοδηγητών, κι αυτό με τη στενή έννοια (παράδειγμα: ένα μέτωπο αποτελείται από περισσότερους τομείς και κάθε τομέας έχει τούς καθοδηγητές του: είναι δυνατό για μια ήττα να είναι πιο υπεύθυνοι οι καθοδηγητές ενός τομέα από ενός άλλου, αλλά πρόκειται για περισσότερο και λιγότερο, και όχι ποτέ για εξαίρεση κάποιου από την ευθύνη). […]

Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλη, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος

(Ηριδανός, 2005, σελ. 33-36)



Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Ο πειρασμός του πλαστογράφου

Η υπόθεση της ταινίας του Τζουζέπε Τορνατόρε, «Το τέλειο χτύπημα» τοποθετείται στον κόσμο των δημοπρασιών πανάκριβων έργων Τέχνης ο οποίος ενίοτε, όπως εδώ, συνάδει με εκείνον της απάτης. Όσο αυστηρός, υποχόνδριος και απροσπέλαστος δείχνει ο Βέρτζιλ (Τζέφρεϊ Ρας), ένας δημοπράτης - σταρ, ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό του, άλλο τόσο μπαγαπόντης είναι. Την ώρα ακριβώς των δημοπρασιών, σχεδιάζει κόλπα από τα οποία κερδίζει έργα πολύ μεγάλης αξίας σε πολύ χαμηλές τιμές.

Τα πράγματα θα αρχίσουν να αλλάζουν ριζικά στην ζωή του από την στιγμή που μια γυναίκα τον πλησιάζει προκειμένου να την βοηθήσει στην αξιολόγηση των αντικειμένων του σπιτιού της. Στο παρακάτω απόσπασμα ο Βέρτζιλ και η μυστηριώδης πελάτισσά του συζητούν για τον πειρασμό του πλαστογράφου:

Πελάτισσα: Ξέρεις κάτι; Σ’ ένα παλιό άρθρο σου που διάβασα στο διαδίκτυο … έλεγε: «Σε κάθε πλαστό κρύβεται πάντα κάτι το αυθεντικό». Τι εννοούσε;

Βέρτζιλ: Ότι αντιγράφοντας το έργο των άλλωνΟ πλαστογράφος δεν μπορεί να αντισταθεί στον … πειρασμό να βάλει κάτι δικό του. Συχνά είναι απλά μια λεπτομέρεια, χωρίς ενδιαφέρον, ένα απροσδόκητο χαρακτηριστικό … Έτσι καταλήγει ο ίδιος να προδίδεται αποκαλύπτοντας τη δική του ευαισθησία.


Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Για να μην βρεθείς μακριά από το στόχο σου

Ανάλογα με τη φύση τους, υπάρχουν άνθρωποι με γρήγορη αντίληψη και άλλοι που πρέπει να αποσυρθούν και να σκεφθούν τα πράγματα για κάποιον χρόνο. Αν το καλοεξετάσει κανείς, αν κάποιος σκέφτεται χωρίς εγωισμό και παραμένει πιστός στους τέσσερις όρκους των σαμουράι[1] των Nabeshima, θα προκύψει ανέλπιστη σοφία, άσχετα με τα ισχυρά και αδύναμα στοιχεία της φύσης του.

Οι άνθρωποι νομίζουν ότι μπορούν να ξεκαθαρίζουν περίπλοκα ζητήματα εάν σκεφθούν σε βάθος, αλλά χρησιμοποιούν παράλογες σκέψεις και δεν καταλήγουν σε καλό, γιατί σκέφτονται με επίκεντρο το προσωπικό συμφέρον.

Ο άνθρωπος που δεν είναι συνετός, είναι δύσκολο να αλλάξει τις συνήθειες του, εξαιτίας του εγωισμού του. Όμως, όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα ζήτημα, αν στην αρχή δεν το σκέφτεσαι, αν παραμείνεις με την καρδιά σου πιστός στους τέσσερις όρκους, αποκλείσεις το προσωπικό συμφέρον και κάνεις μια προσπάθεια, δεν θα βρεθείς μακριά από το στόχο σου.  


Επειδή κάνουμε τα περισσότερα πράγματα βασιζόμενοι μόνον στη δική μας κρίση γινόμαστε ιδιοτελείς, γυρνάμε την πλάτη μας στη λογική, και τα πράγματα δεν εξελίσσονται καλά. Αυτό, οι άλλοι το εκλαμβάνουν σαν άξιο περιφρόνησης, αδυναμία, αναποτελεσματικό και στενόμυαλο. Όταν κάποιος δεν είναι ικανός να επιδείξει πραγματική ευφυΐα, είναι καλό να συμβουλεύεται κάποιον με καλή κρίση. Ένας σύμβουλος θα πραγματώσει τον Δρόμο, όταν παίρνει μια απόφαση με ανιδιοτελή και ειλικρινή ευφυΐα, γιατί δεν εμπλέκεται προσωπικά. Αυτός ο τρόπος δράσης σίγουρα θα φανεί στους άλλους σαν γερά θεμελιωμένος. Είναι, για παράδειγμα, σαν ένα μεγάλο δέντρο με πολλές ρίζες. Η ευφυΐα ενός μόνον ανθρώπου είναι σαν ένα δέντρο που απλά είναι χωμένο στο έδαφος.

Yamamoto TsunetomoHAGAGUREΟ Δρόμος των Σαμουράι  

(Αλκίμαχον, 2002, σελ. 28-29)



[1] Οι τέσσερις όρκοι είναι:
Ø  Να είμαι χρήσιμος για τον αφέντη.
Ø  Να είμαι ευσεβής προς τους γονείς μου.
Ø  Να δείχνω μεγάλη συμπόνια, και να πράττω για το καλό της ανθρωπότητας.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Νίτσε: η δημοκρατία σαν κατάπτωση … και το καινούργιο καθήκον

Εμείς, που έχουμε διαφορετική πίστη -εμείς, για τους οποίους το δημοκρατικό κίνημα δεν είναι απλώς μια μορφή κατάπτωσης της πολιτικής οργάνωσης, αλλά και μια μορφή κατάπτωσης, δηλαδή μείωσης του ανθρώπου, η κατάσταση κατά την οποία έχει γίνει μέτριος και έχει χάσει την αξία του: προς τα πού πρέπει να στρέψουμε τις ελπίδες μας; -Προς καινούργιους φιλόσοφους, δεν υπάρχει άλλη επιλογή· προς πνεύματα αρκετά πρωτότυπα και ισχυρά για να δώσουν μια ώθηση για αντίθετες αξιολογήσεις και για επαναξιολόγηση, αναποδογύρισμα των "αιώνιων αξιών"· προς πρωτοπόρους, προς ανθρώπους του μέλλοντος, οι οποίοι συνδέουν στο παρόν τον κόμπο με τον εξαναγκασμό που σπρώχνει τη θέληση χιλιετιών σε καινούργιους δρόμους.

Το να διδάξεις στον άνθρωπο το μέλλον του ανθρώπου ως δική του θέληση, ως εξαρτώμενο από μια ανθρώπινη θέληση, και να προετοιμάσεις μεγάλα εγχειρήματα και συλλογικά πειράματα πειθαρχίας και καλλιέργειας, ώστε να πάρει τέλος αυτή η φρικτή κυριαρχία της α-νοησίας και της τύχης, που ονομάζεται μέχρι τώρα "ιστορία" -η α-νοησία της "πλειοψηφίας" είναι απλώς η τελευταία της μορφή: γι' αυτό το πράγμα θα χρειαστεί μια μέρα ένα καινούργιο είδος φιλοσόφων και διοικητών, απέναντι στους οποίους καθετί που υπήρχε μέχρι τώρα στη γη από κρυμμένα, γόνιμα και αγαθοεργά πνεύματα θα μοιάζει ωχρό και καχεκτικό. Η εικόνα τέτοιων ηγετών είναι αυτό που κυματίζει μπροστά στα μάτια μας -μπορώ να το πω αυτό δυνατά, ελεύθερα πνεύματα; Οι περιστάσεις που πρέπει εν μέρει να δημιουργήσουμε, εν μέρει να χρησιμοποιήσουμε, για να τους φέρουμε στη ζωή· οι πιθανοί δρόμοι και δοκιμές χάρη στις οποίες μια ψυχή θα μπορέσει να φτάσει σε τέτοιο ύψος και δύναμη που θα νιώσει ότι είναι υποχρεωμένη να αναλάβει τα καθήκοντα αυτά· μια επαναξιολόγηση των αξιών, κάτω από την καινούργια πίεση και σφυρί των οποίων θα χαλυβδωθεί μια συνείδηση, θα γίνει μπρούντζινη μια καρδιά, ώστε να μπορέσει να αντέξει το βάρος μιας τέτοιας ευθύνης· από την άλλη μεριά, η ανάγκη για τέτοιους αρχηγούς, ο φοβερός κίνδυνος να μην εμφανιστούν ή να αποτύχουν ή να εκφυλιστούν -αυτές είναι οι δικές μας μέριμνες και έγνοιες, το ξέρετε αυτό, ελεύθερα πνεύματα; Αυτές είναι οι βαριές, απόμακρες σκέψεις και σύννεφα που περνούν πάνω από τον ουρανό της δικής μας ζωής.

Λίγες είναι οι οδύνες που συγκρίνονται με την οδύνη να βλέπεις, να μαντεύεις, να αισθάνεσαι έναν εξαιρετικό άνθρωπο να ξεστρατίζει από τον δρόμο του και να εκφυλίζεται: όποιος όμως έχει το σπάνιο μάτι για τον συλλογικό κίνδυνο να εκφυλιστεί ο ίδιος ο "άνθρωπος", όποιος, σαν εμάς, έχει αναγνωρίσει σε τι φοβερό βαθμό έχει παίξει μέχρι τώρα το τυχαίο το παιχνίδι του με το μέλλον του ανθρώπου -ένα παιχνίδι στο οποίο δεν έπαιξε κανένα χέρι ούτε βέβαια "ο δάκτυλος του Θεού!"- όποιος έχει μαντέψει το μοιραίο που βρίσκεται κρυμμένο στην ηλίθια αγαθότητα και στην τυφλή εμπιστοσύνη των "μοντέρνων ιδεών", και ακόμη περισσότερο σε όλη την χριστιανική-ευρωπαϊκή ηθική: αυτός υποφέρει από ένα αίσθημα αγωνίας με το οποίο δεν μπορεί να συγκριθεί κανένα άλλο -διότι καταλαβαίνει με μια ματιά ό,τι μπορεί ακόμη να καλλιεργηθεί στον άνθρωπο σε περίπτωση μιας ευνοϊκής συσσώρευσης και έντασης δυνάμεων και καθηκόντων, ξέρει με όλη τη γνώση της συνείδησης του ότι οι μεγαλύτερες δυνατότητες του ανθρώπου δεν έχουν εξαντληθεί ακόμα και πόσο συχνά στο παρελθόν αντιμετώπισε ο τύπος άνθρωπος παράξενες αποφάσεις και καινούργιους δρόμους -ξέρει ακόμα καλύτερα, από τις πιο οδυνηρές του αναμνήσεις, πάνω σε τι αξιοθρήνητα πράγματα τσακίστηκε, διαλύθηκε, βούλιαξε και έγινε αξιολύπητο μέχρι τώρα ένα εξελισσόμενο ον ύψιστης βαθμίδας. Ο συλλογικός εκφυλισμός του ανθρώπου, έως κάτω σ' αυτό που οι σοσιαλιστές βλάκες και χοντροκέφαλοι βλέπουν σαν "τον άνθρωπο τους του μέλλοντος" -σαν το ιδανικό τους!- αυτός ο εκφυλισμός και η μείωση του ανθρώπου σε τέλειο αγελαίο ζώο (ή, όπως λένε, σε άνθρωπο της "ελεύθερης κοινωνίας"), αυτή η ζωοποίηση του ανθρώπου μέχρι το πυγμαίο ζώο των ίσων δικαιωμάτων και αξιώσεων είναι δυνατή, δεν χωράει αμφιβολία γι' αυτό!

Όποιος έχει σκεφτεί αυτή τη δυνατότητα ως το τέλος της γνωρίζει μια παραπάνω αηδία από τους άλλους ανθρώπους -και ίσως επίσης ένα καινούργιο καθήκον!...

Πέρα από το καλό και το κακό, § 203

Philippe Raynaud, Ο Νίτσε και η Πολιτική

(Εκδόσεις Νησίδες, 2004, σελ. 139-140)


Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Η αθανασία της ψυχής στον Πλάτωνα: 3. Η ομοιότητα της ψυχής με το αόρατο αμετάπτωτο

(Φαίδων 78b-84b)

Ό,τι έχει σχηματιστεί με σύνθεση (συντίθεσθαι) και ως εκ τούτου είναι σύνθετο μπορεί, επειδή συνετέθη, να διαλυθεί στα συστατικά του στοιχεία. […] Η δεύτερη απόδειξη για την αθανασία της ψυχής ξεκινά λοιπόν με μια φυσικοφιλοσοφική σκέψη, η οποία είχε ήδη διατυπωθεί από τον Εμπεδοκλή και από άλλους πριν από τον Πλάτωνα. Εμπεδοκλής, απ. 8: «Γέννηση δεν υπάρχει σε κανένα απ’ όλα τα θνητά πράγματα κι ούτε τέλος με το […] θάνατο, παρά μόνο ανάμειξη και χωρισμός των αναμιγμένων στοιχείων […].» Τα πρωταρχικά στοιχεία, που κατά τον Εμπεδοκλή μένουν αμετάβλητα σε κάθε ανάμειξη και διαχωρισμό, είναι τα τέσσερα στοιχεία: φωτιά, αέρας, νερό και γη, που πρώτος εκείνος έθεσε και κατόπιν έγιναν σχεδόν καθολικά αποδεκτά.

Αφού γένεση και φθορά δεν είναι τίποτε άλλο παρά σύνθεση και διαχωρισμός, εκείνο που είναι πάντοτε ίδιο, που δεν γεννιέται ούτε φθείρεται, είναι το ασύνθετο. Ό,τι δεν είναι σύνθετο δεν μπορεί να έχει γεννηθεί, γιατί γένεση δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το «να έχει συντεθεί κάτι από μέρη»· ούτε και μπορεί να φθείρεται, δηλαδή να διασπάται στα μέρη του. Καθετί που προσεγγίζουμε γνωστικά διά των αισθήσεων μπορεί να μεταβληθεί, είναι φθαρτό, γιατί είναι κάθε φορά κάτι σύνθετο. Αμετάβλητο, αντίθετα, είναι εκείνο που είναι πάντοτε ίδιο, που είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του, που ούτε γεννιέται ούτε φθείρεται. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι τα χαρακτηριστικά των ιδεών. […] 

Ο διαχωρισμός των περιοχών «σύνθετο-ασύνθετο, μεταβλητό-αμετάβλητο» ισοδυναμεί επομένως με τη διάκριση του αισθητηριακά αντιληπτού από εκείνο που μπορεί να συλληφθεί μόνο με τη νόηση, όχι όμως με τις αισθήσεις. Υπάρχουν δύο είδη των όντων (Φαίδ. 79a6). Το ένα είδος είναι το ορατόν, που μόνο καταχρηστικά είναι «ον». Το «ορατό» έχει εδώ την έννοια του «αντιληπτού δια των αισθήσεων». Το άλλο είδος είναι το αειδές, το αόρατο. Το ορατό είδος των «όντων» είναι μεταβλητό, φθαρτό και πολλαπλό, δε μένει ποτέ ίδιο με τον εαυτό του· το αόρατο είδος μένει πάντοτε ίδιο με τον εαυτό του, άρα δε μεταβάλλεται, είναι άφθαρτο και ενιαίο, δηλαδή ασύνθετο. Με ποιο από τα δύο είδη είναι ομοιότερον και συγγενέστερον το ανθρώπινο σώμα, με ποιο η ψυχή (Φαίδ. 79b4); […]

Η ψυχή δεν είναι όμοια με το αμετάβλητο ον – τούτο θέλει να υπογραμμίσει εδώ ο Πλάτων -, αλλά είναι ομοιότερη με αυτό παρά με εκείνο που μεταβάλλεται και αλλάζει. Η ψυχή δεν αποτελεί η ίδια ένα είδος, μια ουσία. Ούτε ανήκει στη σφαίρα του αισθητηριακά αντιληπτού, γιατί δεν μπορεί να συλληφθεί με τις αισθήσεις. Εφόσον όμως εισέρχεται στο σώμα και του δίνει ζωή, μεταβαίνει στην περιοχή του αισθητού, χωρίς η ίδια να γίνεται κάτι αισθητό. Το σώμα είναι μεν αισθητηριακά αντιληπτό, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν είναι όμοιο με το αισθητηριακά αντιληπτό, αλλά «ομοιότερο και συγγενέστερο», γιατί, εφόσον είναι έμψυχο, υπάρχει εντός του κάτι που ανήκει στο μη αισθητό. 

Το πρώτο αυτό συμπέρασμα, ότι δηλαδή η ψυχή είναι ομοιότερη με εκείνο που μένει πάντοτε ίδιο με τον εαυτό του, με εκείνο που μπορεί να συλληφθεί μόνο με τη σκέψη, ενώ το σώμα είναι ομοιότερο με το αισθητό και το μεταβλητό, υποστηρίζεται με δύο πρόσθετα επιχειρήματα. Το να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει να στρέφεται με τις γνωστικές του δυνάμεις προς το ον. Αυτό το επιτελεί η ψυχή με διπλό τρόπο. Μπορεί να χρησιμοποιήσει την όραση, την ακοή ή όποια άλλη αίσθηση για την παρατήρηση κάποιου πράγματος. Η ψυχή προσλαμβάνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα εκείνου προς το οποίο στρέφεται. Όταν λοιπόν η ψυχή προσπαθεί να γνωρίσει κάτι με την αρωγή των αισθήσεων, τότε κατευθύνει τη γνωστική της δύναμη προς το ασταθές και ταλαντευόμενο και γίνεται η ίδια ασταθής και ταλαντευόμενη. Δεν έχει κανένα σταθερό στήριγμα στα πράγματα προς τα οποία κατευθύνει τη γνώση της. Τα αντικείμενα μεταβάλλονται, η κατάσταση είναι κάθε φορά διαφορετική. Εκείνος που στρέφει την προσοχή του στα μεταβλητά πράγματα που πιστεύει ότι πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του τη μεταβαλλόμενη κάθε φορά κατάσταση δεν θα πρέπει να απορήσει αν οι σκέψεις του κλυδωνίζονται σαν ένα καράβι μέσα στη θύελλα. Όταν όμως η ψυχή από μόνη της, χωρίς να δέχεται τη βοήθεια των αισθήσεων, παρατηρεί αυτό που πάντοτε είναι το ίδιο με τον εαυτό του, το αμετάβλητο, τότε μένει προσκολλημένη σ’ αυτό ακριβώς το αμετάβλητο· γίνεται η ίδια αμετάβλητη, τουλάχιστον για όσο χρόνο είναι στραμμένη προς το αμετάβλητο. Από αυτό συνάγεται ότι η ψυχή είναι ομοιότερη με αυτό που πάντοτε είναι το ίδιο με τον εαυτό του παρά με το μεταβαλλόμενο. Όταν δηλαδή κατά τη γνώση αποσυρθεί στον εαυτό της και δεν χρησιμοποιήσει ως βοήθεια τα σωματικά αισθητήρια όργανα, τότε φθάνει στη γνώση αυτού που μένει πάντοτε ίδιο με τον εαυτό του και προσλαμβάνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά εκείνου. Αν όμως στηριχθεί στα αισθητήρια όργανα, τότε η ψυχή σύρεται στο σωματοειδές και διαμορφώνεται από την ουσία εκείνου, δηλαδή από αστάθεια και σύγχυση.

Παραπέρα: Αυτό που μένει πάντοτε ίδιο με τον εαυτό του, το αδιάλυτο και απλό, είναι το θείο. Επειδή οι ιδέες μένουν πάντοτε ίδιες με τον εαυτό τους και είναι αδιάλυτες και απλές, το κατηγόρημα «θείες» ταιριάζει σ’ αυτές. Η ψυχή, όπως είδαμε, είναι ομοιότατον με αυτό που μένει πάντοτε ίδιο με τον εαυτό του, με το «θείο», εφόσον κατά τη γνώση στραφεί προς εκείνο (Φαιδ. 80b)· το σώμα, αντίθετα, είναι ομοιότατον με αυτό που δεν μένει ποτέ ίδιο με τον εαυτό του. Αυτό που δεν μένει ποτέ ίδιο με τον εαυτό του είναι το φθαρτό και θνητό. Αν η ψυχή δεσμευτεί από το σωματικό, τότε σύρεται πάντοτε στο σωματικό.

Ομοίωση προς το θείο ή ομοίωση προς το εφήμερο είναι οι δύο δυνατότητες για τις οποίες πρέπει αποφασίσει η ψυχή. Η ομοίωση προς το θείο είναι δυνατή μόνο μέσω της γνώσης, εφόσον η ψυχή στην καθαρή σκέψη στραφεί προς το ουσιαστικό είναι και ταυτόχρονα αποστραφεί, όσο είναι δυνατόν, από το σώμα. Η ψυχή είναι ομοιότερη με το αμετάβλητο και αιώνιο παρά με το μεταβλητό και εφήμερο, στο οποίο βέβαια επίσης ανήκει, καθ’ όσον δίνει ζωή στο σώμα

Τι συνάγεται απ’ όλα αυτά σχετικά με το ερώτημα για την αθανασία της ψυχής; Στο σώμα απομένει, μετά το θάνατο, να διαλυθεί σχετικά γρήγορα στα συστατικά του στοιχεία. Αλλά αν η ψυχή στη διάρκεια της ζωής επικεντρωνόταν κατά την επιδίωξη της γνώσης στον εαυτό της, όσο της ήταν δυνατόν, και αν περιόριζε στο αναπόφευκτο ελάχιστο όριο τη σχέση με το σώμα, αν επομένως ομοιωνόταν με το αμετάβλητο και θείο, τότε μετά το θάνατο, μετά το χωρισμό από το σώμα, φθάνει σ’ εκείνο με ο οποίο είναι κατ’ ουσίαν συγγενής και εκεί βρίσκει την ευδαιμονίαν (Φαίδ. 81a6). Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα αν η ψυχή είναι δέσμια του σωματικού. Τα πάθη που πηγάζουν από το σώμα μαγεύουν την ψυχή και δεν την αφήνουν να φθάσει στη γνώση του παντοτινού όντος, αλλά την τραβούν κάτω προς το σωματικό. Μια ψυχή που δεν έχει βρει τον εαυτό της, αλλά έχει παραδοθεί στο ξένο προς αυτήν στοιχείο, δεν μπορεί μετά το χωρισμό από το σώμα να φθάσει σ’ εκείνο που μένει πάντοτε ίδιο και θείο, αλλά σύρεται ξανά στο σωματικό. Πιθανώς θα διαλέξει τότε κι ένα σώμα που θα ανταποκρίνεται στη δική της αντίληψη για τη ζωή. Θα εισέλθει τότε σ’ ένα γαϊδούρι, για παράδειγμα (Φαιδ. 81e6), ή σε άλλο σώμα ζώου. Εφόσον ο άνθρωπος προσπάθησε να ζήσει μια έντιμη ζωή χωρίς γνώση και νου, η ψυχή του θα εισέλθει είτε σε ζώα που αγαπούν την τάξη (μέλισσες) είτε και πάλι σ’ ένα ανθρώπινο σώμα. Σε συναναστροφή όμως με το θείο θα φθάσει μόνο η ψυχή εκείνη που επιδιώκει τη γνώση του παντοτινού όντος

Η μέχρι τώρα ανάλυση ρίχνει λίγο φως στην πλατωνική θεωρία της μετεμψύχωσης. Εκείνος που αγαπά τη σοφία, εκείνος συνεπώς που επιδιώκει τη γνώση του παντοτινού όντος και σύμφωνα προς αυτό εγκαταλείπει το σωματικό, μετά το θάνατο απαλλάσσεται από τη μετεμψύχωση (Φαίδ. 81a). Η ψυχή του μετά το χωρισμό από το σώμα, μένει στην περιοχή του θείου. Όλες οι άλλες ψυχές όμως δεν βρίσκουν ησυχία· όσο ήταν ενωμένες με το σώμα δεν έβρισκαν στήριγμα στη γνώση του αμετάβλητου, γι’ αυτό δεν βρίσκουν ούτε και όταν χωρισθούν από αυτό. Επειδή μ’ αυτόν τον τρόπο είναι περισσότερο εξαρτημένες από το σωματικό παρά από το νοητό, σύρονται και πάλι σε σώματα, και μάλιστα σε σώματα ζώων ή και σε σώματα ανθρώπων, ανάλογα με τη δράση τους στην προηγούμενη ζωή. Βέβαια, μια τέτοια ψυχή δεν εισέρχεται αμέσως μετά το θάνατο, αμέσως μόλις χωρισθεί από το σώμα, σ’ ένα άλλο σώμα, αλλά για κάποιο διάστημα περιπλανιέται μόνη της με τον εαυτό της. Εδώ ο Πλάτων συνδέει τη θεωρία του με παραστάσεις της μυθολογίας και της λαϊκής πίστης. Αν έχουν έτσι τα πράγματα, ώστε μόνο η ψυχή που επιδιώκει την καθαρή γνώση να φθάνει στο συγγενές με αυτή, στο θείο, τότε προκύπτουν συγκεκριμένα αιτήματα ηθικής υφής για το φιλόσοφο. Φιλοσοφία είναι η επιδίωξη της καθαρής γνώσης. Επειδή είναι ακριβώς αυτό, είναι συγχρόνως αποστροφή από τα πάθη, απομάκρυνση από καθετί που θολώνει την καθαρή σκέψη και προσδένει την ψυχή στο σώμα. Αν μια ψυχή ζει σύμφωνα με τα αιτήματα αυτά, δεν χρειάζεται να φοβάται μήπως διαλυθεί ή μήπως συρθεί ξανά στο σωματικό.

Συνοψίζουμε την απόδειξη αυτή: Διαλυτό στα μέρη του και άρα φθαρτό είναι το σύνθετο· το ασύνθετο δεν μπορεί να αποσυντεθεί σε μέρη. Σύνθετος είναι ο μεταβλητός κόσμος της αισθητηριακής εμπειρίας· το ασύνθετο είναι εκείνο που είναι πάντοτε όμοιο με τον εαυτό του. Αυτό το τελευταίο είναι προσιτό μόνο στη σκέψη. Το ανθρώπινο σώμα είναι συγγενέστερο με το μεταβλητό, η ψυχή αντίθετα με το αμετάβλητο. Αν η ψυχή, στην καθαρή γνώση, στρέφεται προς το αμετάβλητο, τότε βρίσκεται στη δική ουσία. Αν όμως στρέφεται προς το σωματικό, τότε ξέρει ότι δεν μπορεί να βρει κανένα στήριγμα. ... Η ψυχή όμως εκείνη που είναι δέσμια του σωματικού σύρεται συνέχεια στο σωματικό. Για διάλυση ή καταστροφή της ψυχής δεν μπορεί άρα ούτε λόγος να γίνεται.

Έχει λοιπόν αποδειχθεί τώρα η αθανασία της ψυχής; Ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να μιλήσει (Φαίδ. 84c): «Ό,τι ειπώθηκε δίνει πράγματι ακόμη αφορμή για κάποιους ενδοιασμούς και αντιρρήσεις, εάν θελήσει κανείς να διεξέλθει πλήρως το ζήτημα»· και ο συνομιλητής του Σιμμίας λέει (Φαίδ. 85c): «Εγώ, Σωκράτη, για τέτοια ζητήματα σκέφτομαι όπως και εσύ: Το να αποκτήσει κανείς πλήρη βεβαιότητα γι’ αυτά στην παρούσα ζωή ή είναι αδύνατο ή πάρα πολύ δύσκολο»· από την άλλη πλευρά δεν θα πρέπει να παύει κανείς να αναζητεί την καλύτερη και τη λιγότερο αμφισβητήσιμη ανθρώπινη απόδειξη, εκτός και αν μπορούσε κανείς να πορευθεί στη ζωή του πάνω στο στέρεο όχημα ενός θείου λόγου (Φαίδ. 85d). Αυτό σημαίνει ότι η πλήρης γνώση είναι απρόσιτη στον άνθρωπο· μόνο ένας υπεράνθρωπος λόγος θα μπορούσε να προσφέρει διαύγεια. Ο Πλάτων έχει σαφή επίγνωση των ορίων στα οποία υπόκειται η ανθρώπινη γνώση. Από τη συνειδητοποίηση αυτή πηγάζει η συνεχής του αναζήτηση, το να μην αρκείται σε μια απόδειξη. Τι έχει αποδειχθεί ως τώρα; Έχει αποδειχθεί ότι η ψυχή είναι κάτι ασώματο, αόρατο και «θείο», κι ακόμη ότι είναι προϋπάρχουσα και ότι υπάρχει μετά. Πιθανώς είναι αθάνατη, αλλά όμως μόνο πιθανώς. Δεν αποκλείεται να εισέρχεται σε πολλά σώματα, αλλά τελικά να πεθαίνει. Στη φάση αυτή της συζήτησης ο Πλάτων επιτρέπει δύο αντιρρήσεις. Οι αντιρρήσεις θα δείξουν ότι η επιχειρηματολογία δεν έχει επιτύχει ακόμη το βαθμό βεβαιότητας που πρέπει να αποκτήσει.  

Karl Bormann, Πλάτων 

(Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ. 145 -152)




Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Διδάγματα πριν από 25 αιώνες

Του Κώστα Χριστίδη

Οι σύγχρονοι Έλληνες πολιτικολογούμε ακατάπαυστα και, κυρίως, ασχολούμαστε με την μικροπολιτική, την παραπολιτική και τα πολιτικά κουτσομπολιά, τα υποπροϊόντα δηλαδή της πολιτικής. Και όμως, έχουμε απόλυτη ανάγκη της πολιτικής με την έννοια ενός συνεκτικού συνόλου απόψεων σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο θα έπρεπε να ασκείται η εξουσία σε μια σύγχρονη κοινωνία, με ποιους περιορισμούς, για ποιους σκοπούς και με ποια μέσα για την πραγμάτωση των σκοπών.

Προς την κατεύθυνση αυτή πολλά έχουν να μας διδάξουν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι […]

Η πολυνομία και η γραφειοκρατία είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες. Ο Αριστοτέλης δέχεται ότι κατά καιρούς χρειάζονται αλλαγές στους ισχύοντες νόμους, που πρέπει ωστόσο να μεγάλη προσοχή και φειδώ διότι «η βελτίωση που προέρχεται από την αλλαγή των νόμων είναι μικρή», «είναι επιζήμιο να συνηθίζει κανείς τους πολίτες να καταργούν εύκολα τους νόμους» και «η εύκολη και αβασάνιστη μεταβολή των ισχυόντων νόμων συντελεί στο να εξασθενεί η δύναμη του νόμου γενικά» (Πολιτικά, 1269 a 15-20). Τις αρχές αυτές παραγνωρίζουν πλήρως οι σύγχρονοι Έλληνες νομοθέτες, οι οποίοι εκδίδουν κατά χιλιάδες νόμους, προεδρικά διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, ιδιαίτερα στον τομέα της φορολογίας, ώστε και αν κάποιος επιθυμεί να συμμορφωθεί, να μην μπορεί να το πράξει μέσα σε έναν απέραντο κυκεώνα.

Δεν παραλείπει ο Αριστοτέλης να τονίσει ότι μια καλώς λειτουργούσα («ευ κεκραμένη») πολιτεία πρέπει να φυλάσσεται από την παρανομία και μάλιστα «από τη μικρή παρανομία, διότι η μικρή παρανομία υπεισέρχεται λαθραία και καταστρέφει τα πολιτεύματα, όπως ακριβώς η μικρή δαπάνη, όταν γίνεται πολλές φορές, καταστρέφει τις περιουσίες» (Πολιτικά, 1370 b 32-34). […] Στον αντίποδα βρίσκεται ο τρόπος αντιμετώπισης από τις σημερινές ελληνικές αρχές […]

Αλλά και υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων έχει ταχθεί εμμέσως ο Αριστοτέλης, γράφοντας ότι «εκείνο το οποίο ανήκει από κοινού σε πάρα πολλούς ανθρώπους έχει ελάχιστη επιμέλεια από μέρους τους. Πράγματι, οι άνθρωποι φροντίζουν προπάντων για τα δικά τους […] (Πολιτικά, 1261 b 34-36). Σύμφωνος και ο Ξενοφών, που παρατηρεί ότι «αυτοί που ξέρουν να διαχειρίζονται τις ιδιωτικές υποθέσεις, επιτυγχάνουν και στις δημόσιες, […] (Απομνημονεύματα, Γ, IV, 6-12).

Ο Πλάτων δίδασκε πως «όταν ο νόμος προστάζει και επιβάλλει ότι ο καθένας που συναλλάσσεται εκούσια και αυτόβουλα, το κάμει με αποκλειστικά με δική του ευθύνη, τότε τα άτομα και οι μονάδες θα διενεργούσαν την οικονομική τους δραστηριότητα με λιγότερη αναίδεια και περισσότερη υπευθυνότητα και θα αντιμετωπίζαμε λιγότερες αθλιότητες μέσα στην πόλη» (Πολιτεία, Η 556 b). […]

Σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά, ο Αριστοτέλης τονίζει ότι κάποιος που θέλει «να συμβουλεύει περί δημοσίων πόρων θα έπρεπε να γνωρίζει ποιες και πόσες είναι οι πρόσοδοι της πολιτείας, ώστε αν κάποια λείπει, να προστεθεί και αν είναι μικρότερη του δέοντος να αυξηθεί. Επίσης θα έπρεπε να γνωρίζει και όλες τις δαπάνες της πολιτείας, ώστε αν υπάρχει κάποια περιττή να καταργηθεί ή κάποια μεγαλύτερη του δέοντος να μειωθεί. Διότι δεν γίνεται κανείς πλουσιότερος μόνο όταν αυξάνει τις υπάρχουσες προσόδους, αλλά και όταν μειώνει τις δαπάνες» (Ρητορική Τέχνη, 1359 b 23-30). […] 

Δημοσιεύτηκε στην ΕΣΤΙΑ (05/06/15).