Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Αριστοτέλης: Αληθινή ευτυχία


«Ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη». […] αυτή η φράση […] προέρχεται από το βιβλίο του Αριστοτέλη Ηθικά Νικομάχεια, που πήρε αυτό το όνομα επειδή το αφιέρωσε στο γιο του Νικόμαχο. Ήθελε να πει ότι όπως ακριβώς πρέπει να έρθουν πολλά χελιδόνια για να αποδειχτεί ότι έχει φτάσει η άνοιξη, και όχι απλώς να υπάρχει μια και μοναδική ζεστή μέρα, έτσι και μερικές στιγμές ηδονής δεν καταλήγουν στην αληθινή ευτυχία. Η ευτυχία για τον Αριστοτέλη δεν ήταν ζήτημα μιας σύντομης χαράς. Παραδόξως, πίστευε πως τα παιδιά δεν μπορούν να είναι ευτυχισμένα. Αυτό μοιάζει παράλογο. Αν τα παιδιά δεν μπορούν να είναι ευτυχισμένα, τότε ποιος μπορεί; Αυτό φανερώνει όμως πόσο η αντίληψή του για την ευτυχία διέφερε από τη δική μας. Τα παιδιά έχουν απλώς ξεκινήσει να ζουν, συνεπώς δεν έχουν μια πλήρη ζωή.

Ο Αριστοτέλης ήταν μαθητής του Πλάτωνα και ο Πλάτωνας υπήρξε μαθητής του Σωκράτη. Έτσι αυτοί οι τρεις σπουδαίοι στοχαστές σχηματίζουν μια αλυσίδα: Σωκράτης – Πλάτων – Αριστοτέλης. Αυτό συμβαίνει συχνά. Οι μεγαλοφυΐες δεν εμφανίζονται από το πουθενά […] είχαν ένα δάσκαλο. Όμως οι ιδέες αυτών των τριών διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο καθένας είχε μια πρωτότυπη προσέγγιση. Με απλά λόγια ο Σωκράτης ήταν ο μεγάλος ομιλητής, ο Πλάτων ο υπέρτατος συγγραφέας και ο Αριστοτέλης ενδιαφερόταν για τα πάντα. Ο Σωκράτης και ο Πλάτων θεωρούσαν ότι ο κόσμος που βλέπουμε είναι μια θαμπή αντανάκλαση της αληθινής πραγματικότητας, την οποία θα μπορούσε να προσεγγίσει μόνο ο αφηρημένος φιλοσοφικός στοχασμός. Ο Αριστοτέλης απεναντίας γοητευόταν από τις λεπτομέρειες όλων αυτών που τον περιέβαλλαν. […] Όμως ο Αριστοτέλης δεν ήταν μόνο φιλόσοφος: τον γοήτευαν επίσης η ζωολογία, η αστρονομία, η ιστορία, η πολιτική και το θέατρο. […]

Τον Αριστοτέλη απασχολούσε διαρκώς το ερώτημα «Πως πρέπει να ζούμε;» […] Η απλή εκδοχή της απάντησης του είναι η εξής: αναζητάτε την ευτυχία

Τι σημαίνει όμως η φράση «αναζητάτε την ευτυχία»; Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι στους οποίους θα λέγαμε να αναζητήσουν την ευτυχία θα σκέπτονταν τρόπους διασκέδασης. […] Παρ’ ότι αυτά μπορούν, για τον Αριστοτέλη, να αποτελέσουν συστατικά στοιχεία μιας καλής ζωής, ασφαλώς και δεν πίστευε πως ο καλύτερος τρόπος να ζει κανείς είναι να βγαίνει έξω και να αναζητά την ηδονή με αυτούς τους τρόπους. Αυτό από μόνο του δε θα αποτελούσε καλή ζωή, κατά την άποψή του. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε τη λέξη «ευδαιμονία». Αυτή συχνά μεταφράζεται ως «ευδοκίμηση» ή «επιτυχία» παρά ως ευτυχία. Είναι κάτι παραπάνω από το είδος των ηδονικών αισθήσεων […] Είναι κάτι πιο αντικειμενικό. Αυτό δύσκολα το κατανοούμε, καθώς έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε πως ευτυχία είναι το πώς νιώθουμε και τίποτα παραπάνω.

Σκεφτείτε ένα λουλούδι. Αν το ποτίζετε, το έχετε σε μέρος με φως, ίσως το τρέφετε και λίγο, τότε θα μεγαλώσει και θα ανθίσει. Αν το παραμελήσετε […] τότε θα μαραθεί και θα ξεραθεί, ή στην καλύτερη περίπτωση θα είναι ένα άσχημο λουλούδι. Οι άνθρωποι μπορούν να ευδοκιμούν όπως τα φυτά, αν και εμείς, σε αντίθεση με τα φυτά, κάνουμε επιλογές: αποφασίζουμε τι θέλουμε να κάνουμε και να είμαστε.

Ο Αριστοτέλης ήταν πεπεισμένος ότι υπάρχει ανθρώπινη φύση, ότι οι άνθρωποι, όπως το έθετε, έχουν μια λειτουργία. Υπάρχει ένας τρόπος ζωής που μας ταιριάζει καλύτερα. Αυτό που μας διαφοροποιεί από άλλα ζώα είναι ότι μπορούμε να σκεφτόμαστε και να σταθμίσουμε τι οφείλουμε να κάνουμε. Από αυτό συμπέρανε πως ο καλύτερος τρόπος ζωής για έναν άνθρωπο προκύπτει από τη χρήση των ορθολογικών του δυνάμεων.

Παραδόξως, ο Αριστοτέλης πίστευε ότι τα πράγματα που δε γνωρίζουμε – ακόμα και τα γεγονότα μετά το θάνατό μας – μπορούν να συμβάλουν στην ευδαιμονία μας. Αυτό μοιάζει παράλογο. Αν υποθέσουμε πως δεν υπάρχει μεταθανάτια ζωή, πως γίνεται κάτι που συμβαίνει, ενώ δεν ζείτε πια, να επηρεάζει την ευτυχία σας; Φανταστείτε ότι είστε γονείς και η ευτυχία σας έγκειται εν μέρει στις ελπίδες για το μέλλον του παιδιού σας. Αν το παιδί σας αρρωστήσει βαριά μετά το θάνατό σας, τότε η ευδαιμονία σας θα έχει επηρεαστεί από αυτό. Κατά την άποψη του Αριστοτέλη, η ζωή σας θα έχει επιδεινωθεί, ακόμα κι αν δεν γνωρίζεται πραγματικά την ασθένεια του παιδιού σας και δε ζείτε πια. Αυτό αναδεικνύει την ιδέα του ότι η ευτυχία δεν είναι απλώς ζήτημα του πως νιώθετε. Ευτυχία, με αυτή την έννοια, είναι τα συνολικά επιτεύγματα στη ζωή σας, τα οποία μπορεί να επηρεαστούν από όσα συμβαίνουν σε άλλους για τους οποίους νοιάζεστε. Γεγονότα πέραν του ελέγχου και της επίγνωσης σας επηρεάζουν την ευτυχία. Η ενδεχόμενη ευτυχία σας βασίζεται εν μέρει στην τύχη.

Το βασικό ερώτημα είναι το εξής: «Τι μπορούμε να κάνουμε για να αυξήσουμε την πιθανότητα της ευδαιμονίας;» Η απάντηση του Αριστοτέλη ήταν: «Αναπτύξτε τον κατάλληλο χαρακτήρα». Πρέπει να νιώθετε τα σωστά συναισθήματα τη σωστή στιγμή και αυτό θα σας οδηγεί στο να συμπεριφέρεστε καλά. Αυτό θα οφείλετε εν μέρει στην ανατροφή σας αφού ο καλύτερος τρόπος να αναπτύξετε καλές συνήθειες είναι να τις εφαρμόζετε από μικρή ηλικία. Οπότε η τύχη υπεισέρχεται και σε αυτά. Τα καλά πρότυπα συμπεριφοράς αποτελούν αρετές, ενώ τα άσχημα πρότυπα συμπεριφοράς αποτελούν κακίες.

Σκεφτείτε την αρετή της γενναιότητας στον πόλεμο. Ένας στρατιώτης μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του για να σώσει μερικούς πολίτες από έναν επιτιθέμενο στρατό. Ένα παράτολμο άτομο δεν ενδιαφέρεται για την ασφάλειά του. Μπορεί να ορμήσει σε μια επικίνδυνη κατάσταση, ακόμα και όταν δεν θα χρειάζεται, αλλά αυτό δεν αποτελεί αληθινή γενναιότητα, αλλά απρόσεκτη διακινδύνευση. Στο άλλο άκρο έχουμε έναν δειλό στρατιώτη που δεν μπορεί να ξεπεράσει τον φόβο του ώστε να δράσει δεόντως, και θα παραλύσει από τον τρόμο ακριβώς τη στιγμή που τον χρειάζονται περισσότερο. Ένα θαρραλέο ή γενναίο άτομο σε αυτή την κατάσταση εξακολουθεί να νιώθει φόβο, αλλά μπορεί να τον κατευνάσει και να αναλάβει δράση.

Ο Αριστοτέλης πίστευε πως κάθε αρετή βρίσκεται μεταξύ δύο παρόμοιων άκρων. Εδώ, η γενναιότητα βρίσκεται μεταξύ παρατολμίας και δειλίας. Αυτό είναι γνωστό ως το αριστοτελικό δόγμα του «μέσου», του χρυσού κανόνα. […]

Όλα αυτά μοιάζουν ωσάν ο Αριστοτέλης να ενδιαφερόταν μόνο για την ατομική ανάπτυξη. Όμως αυτό δεν ισχύει. Οι άνθρωποι είναι πολιτικά ζώα, όπως πίστευε. Πρέπει να μπορούμε να ζούμε με άλλους ανθρώπους και χρειαζόμαστε ένα σύστημα δικαιοσύνης για να αντιμετωπίσουμε τη σκοτεινότερη πλευρά της φύσης μας. Η ευδαιμονία επιτυγχάνεται μόνο σε σχέση με τη ζωή σε μια κοινωνία. Ζούμε μαζί και πρέπει να βρίσκουμε την ευτυχία μας αλληλεπιδρώντας θετικά με όσους μας περιβάλλουν σε ένα καλά οργανωμένο πολίτευμα.

Το μεγαλείο του Αριστοτέλη είχε ωστόσο και μια ατυχή παρενέργεια. Ήταν τόσο ευφυής και η έρευνά του τόσο ενδελεχής, ώστε πολλοί αναγνώστες του έργου του θεωρούν ότι είχε δίκιο σε όλα. […] Εκατοντάδες χρόνια μετά το θάνατό του Αριστοτέλη, οι περισσότεροι λόγιοι αποδέχονταν τις απόψεις του για τον κόσμο ως αναμφίβολα αληθείς. […]

Τι πίστευε πως θα συμβεί αν ρίξετε ένα κομμάτι ξύλου και ένα κομμάτι μετάλλου του ίδιου μεγέθους από ψηλά; Ποιο θα φθάσει πρώτο στο έδαφος; Ο Αριστοτέλης πίστευε πως το βαρύτερο κομμάτι, το μεταλλικό, θα έπεφτε ταχύτερα. Στην πράξη δεν συμβαίνει αυτό. Πέφτουν με την ίδια ταχύτητα. Επειδή όμως το δήλωνε  ο Αριστοτέλης, σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα σχεδόν όλοι πίστευαν ότι πρέπει να είναι αληθές. Κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να το αποδείξει. Τον 16ο αιώνα ο Γαλιλαίος Γαλιλέι υποτίθεται πως έριξε μια ξύλινη μπάλα και μια μπάλα κανονιού από τον κεκλιμένο πύργο της Πίζας για να το δοκιμάσει. Και οι δύο μπάλες έφτασαν στο έδαφος συγχρόνως. Επομένως ο Αριστοτέλης είχε άδικο.


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ, 2012, σελ. 11-15)

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Πώς να παίρνεις αυτό που θέλεις


Σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που ο Dr House δεν συμπεριφέρεται ως κόπανος, δείχνει πως μπορεί να παίρνει αυτό που θέλει και με τον «σωστό» τρόπο.

Από το ένατο επεισόδιο (Deception) της δεύτερης σεζόν των Ιατρικών Υποθέσεων:

House: Χρειάζομαι όλες αυτές τις εξετάσεις σε αυτό το δείγμα.

Μικροβιολόγος: Χρειάζομαι περισσότερο αίμα.

House: Η ασθενής δεν έχει άλλο.

Μικροβιολόγος: Τότε δεν μπορώ να το κάνω

House: Μπορείς να το δοκιμάσεις.

Μικροβιολόγος: Μπορώ να προσπαθήσω να μοιάσω στη Σάλμα Χάγιεκ. Αλλά δεν πρόκειται να τα καταφέρω.

House: Μπορεί να μην έχεις τον κώλο της Σάλμα, αλλά και αυτή δεν έχει τα μάτια σου.

Μικροβιολόγος: Ναι, καλά … Πόσο σύντομα το θές;







Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Ο ελληνοκεντρισμός


Η μείζων αυταπάτη της νεοελληνικής αυτοσυνείδησης είναι εκείνο το οποίο η ίδια (με ελάχιστη μετριοφροσύνη) ονομάζει ελληνοκεντρισμό. Οι δύο λέξεις που συνθέτουν τον όρο είναι ελληνικές. Τι σημαίνει, όμως, ο όρος αυτός; Ελληνοκεντρική είναι η σύλληψη που θέλει την Ελλάδα να αποτελεί ένα κέντρο. Κέντρο τίνος πράγματος; Κανείς δεν απαντά ξεκάθαρα στο ερώτημα, ωστόσο η αναπαράσταση του κέντρου αυτού συνεπάγεται τον κόσμο σαν να είναι η περιφέρειά του. Βεβαίως, η ελληνοκεντρική αντίληψη καθόλου δεν αποσαφηνίζει το άρρητο περιεχόμενο του ονόματος που δίνει στον εαυτό της, επειδή, όπως έχουμε πει, δεν σκέπτεται το πεπρωμένο της έτσι ώστε να το εκφράσει μέσω της γλώσσας. Κατασκευάζει για τον εαυτό της διαταραγμένες και διαταράσσουσες αναπαραστάσεις και προσφέρει ένα χείμαρρο από λόγια ή σωπαίνει.

Εντούτοις, ο ελληνοκεντρισμός είναι η μοναδική «ιδέα» την οποία μπόρεσε να προβάλλει η Ελλάδα. Και η ιδέα αυτή πήρε γύρω στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του δικού μας (20ου) το μεγαλειώδες όνομα της Μεγάλης Ιδέας. Δηλαδή, ότι η (νεωτερική) Ελλάδα θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον τόσο μεγάλη και σημαντική όσο υπήρξαν και οι άλλες δύο.

Η «μεγάλη ιδέα» δεν οδήγησε στη «μεγάλη Ελλάδα» επειδή δεν ήταν ούτε μεγάλη ούτε ιδέα. Ήταν οπωσδήποτε μια αρκετά ενορμητική αναπαράσταση, ένα όνειρο που στόχευε στο μεγαλείο· εκείνο που της έλλειπε ήταν η σκέψη την οποία ενέχει κάθε ιδέα, η ισχυρή αλήθεια μιας ιδέας που καθιστά το μεγαλείο της πραγματικό. Δεν παρουσίαζε ένα καινούριο άνοιγμα στον κόσμο, δεν αποκάλυπτε το νόημά της. Δεν υποστηριζόταν από εκείνη τη φλογερή πίστη που κάνει τις αυτοκρατορίες να γεννιούνται - και να χάνονται.

Η σύλληψη της μεγάλης Ιδέας – μεγάλης Ελλάδας το πολύ πολύ να στηριζόταν πάνω σε διάφορες συλλογιστικές εθνολογικής, δημογραφικής, οικονομικής, πολιτικής, ψυχολογικής τάξεως. Ο κατακερματισμός αυτός των συλλογιστικών έδειχνε ήδη ότι έλειπε το ενιαίο του λόγου που γονιμοποιεί το γίγνεσθαι. Οι κρίσεις στις οποίες προέβαιναν οι Νεοέλληνες για τον εαυτό τους και για τους άλλους κατέληγαν σε λάθος, επειδή η παγκόσμια ιστορία (παγκόσμιο δικαστήριο) είχε ήδη εκφρασθεί.

Η αποτυχία, όταν είναι πραγματική, αναφέρεται σε μια γνήσια ιδέα. Αντιθέτως, η μη επιτυχία ουδέποτε κατορθώνει να ανασκευάσει μιαν αναπαράσταση. Και συνεχιζόταν η συζήτηση περί ελληνοκεντρισμού με τους πιο διαφορετικούς τόνους και μες στην πληρέστερη ασάφεια. Μη διαθέτοντας πραγματικά οικουμενική ιδιαιτερότητα, πως θα γινόταν η Ελλάδα κέντρο; Προσφέροντας στους άλλους το θέαμα του παρελθόντος της; Η προσφορά είναι σαφώς ανεπαρκής. Καθιστάμενη προνομιακό τουριστικό κέντρο για ανθρώπους που προσπαθούν να συλλάβουν τον κόσμο επισκεπτόμενοι τα διάφορα γραφικά και ενδιαφέροντα μέρη του;

Η Ελλάδα δεν ονειρεύτηκε να γίνει τέτοιου είδους κέντρο. Το όνειρο των Ελλήνων να ανασυστήσουν τη λάμψη των Δελφών με την οργάνωση λαμπρών δελφικών εορτών και «κάνοντας» αυτό τον άλλοτε ισχυρό και ιερό τόπο ομφαλό του κόσμου, συνεχίστηκε για κάποιο διάστημα […] Ωστόσο, η απάντηση είχε ήδη δοθεί: το μαντείο δεν δίνει πια απαντήσεις. Τα ίδια τα ερείπια γίνονταν πράγμα αισθητικό· ποτέ, όμως, μια αναπαράσταση που κλείνεται στο εσωτερικό της αισθητικής δεν μπορεί να εμφανιστεί ως έχουσα οικουμενική αξία.

Οι άλλες εκδηλώσει του ελληνοκεντρισμού επιχείρησαν να βασισθούν στον «Έλληνα άνθρωπο» ή στον «ελληνικό μύθο». Το μόνο που έκαναν όμως ήταν να αναπαριστάνουν συγκεχυμένα αυτό τον άνθρωπο και αυτόν το μύθο που δεν παριστάνονταν. Μήπως η Ελλάδα, θέλοντας να γίνει νεωτερική Ελλάδα, τρίτο στάδιο μια μακράς πορείας, λησμονούσε ότι ο μύθος, όταν είναι αληθινός, δεν είναι παρά η άλλη όψη του νομίσματος λόγος; Και με ποιον τρόπο μια μοίρα που θα ήθελε να είναι διαλάμπουσα, και μάλιστα δαιμονιακή, θα μπορούσε να αποχωρίσει το ήθος από το δαίμονα;

Καθεμιά από τις όψεις του ελληνοκεντρισμού βυθιζόταν σε μια σκιά, σκιά χωρίς όψη, σ’ ένα φως. Ο ελληνοκεντρισμός δεν πραγματώθηκε ούτε πολιτικά ούτε πολιτισμικά ούτε αισθητικά. Διότι μια σκέψη δεν μπορεί να σκεφθεί παρά μόνο αυτό που είναι (δηλαδή αυτό που γίνεται) κι όχι αυτό που με τη φαντασία της εύχεται να δει να γεννιέται. Μήπως οι Νεοέλληνες λησμόνησαν ότι το γίγνεσθαι είναι θεμελιωμένο στην ενότητα του είναι και του μη είναι; Μήπως ήλπιζαν ότι παγίωναν τη δική τους θέση, ερχόμενοι σε καθαρή ή απλή αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο (που ζούσε με τη δύναμη της δικής του κίνησης); Στην πραγματικότητα άλλο δεν έκαναν παρά να εξασφαλίζουν τη δική τους αταραξία, οπότε δεν έφθαναν στην υπερβολή μιας αστραπιαίας αναταραχής.

Μπορεί η νεωτερική Ελλάδα να μη συνιστούσε έθνος νεωτερικό (δυτικού) τύπου. Τη θέση αυτή υποστήριξε, ευφυέστατα μάλιστα, όχι ένας Έλληνας αλλά ένας Γερμανός: ο Σπέγκλερ. Η «νεωτερική» Ελλάδα θα αποτελούσε, σύμφωνα με την άποψη αυτή, μέρος του «μαγικού κόσμου» που διαδέχθηκε τον ελληνορωμαϊκό κόσμο και προηγήθηκε του δυτικού και νεωτερικού κόσμου. Θα ήταν έθνος μαγικό, το ίδιο όπως οι Βυζαντινοί και οι Εβραίοι: ένα έθνος χωρίς οροθετημένο έδαφος, αλλά που θα είχε τη δική του ψυχή, μια ψυχή ούτε απολλώνια ούτε φαουστική παρά μόνο μαγική· το τελειότερο σύμβολο της θα ήταν η κρύπτη. Και τι κρύβει η κρύπτη αυτή; […]

Βεβαίως η Ελλάδα δεν παρέχει το πρότυπο ενός νεωτερικού έθνους, εντούτοις ζει στο κέντρο του νεωτερικού κόσμου. Μήπως κάνει μόνον ωσάν να ήταν νεωτερική; Ή μήπως ζει μιαν ύπαρξη παρόμοια μ’ εκείνη των φελάχων ή των «πρωτόγονων», οι οποίοι επίσης ζουν συγχρόνως και στο περιθώριο και στο κέντρο του υπερπολιτισμένου κόσμου; Αυτό θα μπορούσαν να το διαβεβαιώσουν όσοι της επιτίθενται, αλλά διαβεβαιώνοντας το θα έλεγαν την αλήθεια ή θα έκαναν λάθος;

Μαγική ή όχι, η Ελλάδα δεν είναι πια ένα σύνολο το οποίο ζει αποκλειστικά από το μαγικό και ανατολικό χριστιανισμό. […] Και το οποίο ζει με τι; Αποκλειστικά και μόνον από τα σωματίδια του φωτός που της έρχονται από τις χώρες του δύοντος ηλίου; Για να μπορέσουν τα σωματίδια αυτά να τη φωτίσουν, πρέπει η ίδια να κατευθυνθεί προς εκείνα· και η σύγχρονη Ελλάδα αναζητώντας, έστω και πολύ συγκεχυμένα, τη δική της ουσία, συναντά τη νεωτερική Δύση. Αυτή η συνάντηση φωτίζει άραγε αρκετά το νεοελληνικό πρόβλημα;
 

(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ, 2010, σελ.21-29)

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Νίτσε και όνειρο


Η παρανόηση των ονείρων

Σε εποχές ακατέργαστων, αρχέγονων κουλτουρών, ο άνθρωπος πίστευε ότι μπορούσε να ανακαλύψει στα όνειρα έναν δεύτερο πραγματικό κόσμο: αυτή είναι η καταγωγή κάθε μεταφυσικής. Χωρίς τα όνειρα ο άνθρωπος δεν θα ᾿βρισκε κανένα κίνητρο για να χωρίσει τον κόσμο στα δύο. Ο χωρισμός σε ψυχή και σώμα συνδέεται επίσης με τις αρχαιότερες απόψεις για τα όνειρα, όπως είναι η παραδοχή της ύπαρξης ενός ενσώματου ομοιώματος της ψυχής. Η παραδοχή αυτή δεν είναι παρά η ρίζα κάθε πίστης στα φαντάσματα και πιθανόν στους θεούς. «Ο νεκρός εξακολουθεί να ζει, επειδή εμφανίζεται στα όνειρα των ζωντανών». Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληγαν οι άνθρωποι παλιότερα, για πολλές χιλιετηρίδες.      

Όνειρο και κουλτούρα

Η εγκεφαλική λειτουργία που βλάπτεται περισσότερο από τον ύπνο είναι η μνήμη: όχι ότι σταματάει εντελώς, αλλά οδηγείται πίσω σε μια κατάσταση ατέλειας, όμοια μ’ εκείνη που υπήρχε στον καθένα, όταν ήταν ξυπνητός και σ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, κατά την αρχέγονη περίοδο της ανθρωπότητας. Αυθαίρετη και συγκεχυμένη καθώς είναι, μπερδεύει συνεχώς τα πράγματα στηριζόμενη στους πιο φευγαλέες ομοιότητες· με την ίδια όμως αυθαιρεσία και σύγχυση δημιούργησαν οι λαοί τις μυθολογίες τους, και ακόμη και σήμερα ταξιδιώτες παρατηρούν πόσο κλίνει προς τη λήθη ο άγριος, πως αρχίζει το πνεύμα του, μετά από μια σύντομη ένταση της μνήμης, να τρεκλίζει πέρα δώθε, και παράγει ψέματα και λόγια δίχως νόημα επειδή απλώς έχει ατονία. […]

Η τέλεια καθαρότητα όλων των ονειρικών παραστάσεων, που προϋποθέτει μιαν απόλυτη πίστη στην πραγματικότητά τους, μας θυμίζει άλλη μια φορά την κατάσταση της παλαιότερης ανθρωπότητας, όπου οι ψευδαισθήσεις ήταν εξαιρετικά συχνές, και μερικές στιγμές καταλάμβαναν ολόκληρες κοινότητες, ολόκληρα έθνη την ίδια στιγμή. Έτσι λοιπόν, στον ύπνο και στα όνειρα ξανακάνουμε άλλη μια φορά, απ’ την αρχή ως το τέλος, τη σχολική δουλειά της παλαιότερης ανθρωπότητας.      

Η λογική των ονείρων

Όταν κοιμόμαστε, το νευρικό μας σύστημα διεγείρεται συνεχώς από διάφορες εσωτερικές αιτίες: όλα σχεδόν τα όργανα εκκρίνουν και είναι ενεργά· το αίμα κάνει την ορμητική περιφορά του· η θέση του κοιμωμένου πιέζει ορισμένα μέλη· τα σκεπάσματα του επηρεάζουν την αίσθηση με διάφορους τρόπους· το στομάχι χωνεύει και έτσι ενοχλεί άλλα όργανα με τις κινήσεις του· τα έντερα συστρέφονται· η θέση του κεφαλιού προκαλεί ασυνήθιστες στάσεις των μυώνων· τα πόδια, δίχως παπούτσια, με τα πέλματα τους να μην πατούν στο έδαφος, προκαλούν ένα ασυνήθιστο αίσθημα, όπως και η διαφορετική ενδυμασία όλου του σώματος – όλα αυτά, μετά την αλλαγή και την ποικιλία που έχει υπάρξει στο διάστημα της μέρας, διεγείρουν με τον ασυνήθιστο χαρακτήρα τους όλο το σύστημα, συμπεριλαμβανομένης και της λειτουργίας του εγκεφάλου. Κι έτσι υπάρχουν εκατό αιτίες για να εκπλήσσεται το πνεύμα και για να αναζητά λόγους γι’ αυτήν τη διέγερση.

Το όνειρο όμως είναι εκείνο που αναζητά και αναπαριστά τις αιτίες γι’ αυτά τα υποκινούμενα συναισθήματα, δηλαδή τις υποτιθέμενες αιτίες[…]

Πως γίνεται όμως να πλανάται τόσο πολύ το πνεύμα του ονειρευόμενου, στο βαθμό που όταν είναι ξυπνητό τείνει να είναι τόσο νηφάλιο, προσεκτικό και σκεπτικιστικό απέναντι στις υποθέσεις; Πως φτάνει να σκεφτεί ότι η πρώτη καλή υπόθεση για την εξήγηση ενός συναισθήματος είναι αρκετή για να το κάνει να πιστέψει στην αλήθεια της; (Γιατί όταν ονειρευόμαστε πιστεύουμε στο όνειρο σα να ήταν πραγματικότητα· δηλαδή θεωρούμε την υπόθεσή μας πλήρως αποδεδειγμένη).

Φρονώ ότι ο άνθρωπος βγάζει συμπεράσματα στο όνειρό του με τον τρόπο που έβγαζε άλλοτε συμπεράσματα η ανθρωπότητα σε κατάσταση εγρήγορσης, για πολλές χιλιάδες χρόνια: η πρώτη αιτία που ερχόταν στο πνεύμα για να εξηγήσει κάτι που χρειαζόταν εξήγηση ήταν αρκετή και ίσχυε ως αλήθεια. Αυτή η παμπάλαια πλευρά της ανθρώπινης ιδιότητας επιβιώνει σε μας στα όνειρά μας, επειδή είναι η βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε το ανώτερο λογικό και εξακολουθεί να αναπτύσσεται σε κάθε άνθρωπο: το όνειρό μας ξαναγυρίζει σε απομακρυσμένα στάδια της ανθρώπινης κουλτούρας και μας παρέχει ένα μέσο για να τα καταλάβουμε καλύτερα. Η ονειρική σκέψη μας είναι σήμερα τόσο εύκολη επειδή κατά τη διάρκεια τεράστιων περιόδων ανάπτυξης της ανθρωπότητας ήμασταν τόσο καλά εκπαιδευμένοι σ’ αυτήν ακριβώς τη μορφή της φανταστικής και φτηνής εξήγησης από την πρώτη τυχούσα ιδέα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το όνειρο είναι ανάκτηση δυνάμεων για έναν εγκέφαλο, ο οποίος έχει κατά τη διάρκεια της ημέρας να ικανοποιήσει τις αυστηρότερες απαιτήσεις που θέτει η ανώτερη κουλτούρα στη σκέψη. […]

Απ’ αυτές τις διαδικασίες μπορούμε να συμπεράνουμε πόσο αργά αναπτύχθηκε η πιο οξεία, λογική σκέψη, η αυστηρή διάκριση αιτίας και αποτελέσματος· ακόμη και τώρα οι λειτουργίες του λογικού και της διάνοιάς ξαναγυρίζουν ασυναίσθητα σ’ αυτές τις πρωτόγονες μορφές συναγωγής συμπεράσματος, και ζούμε το μισό πάνω κάτω της ζωής μας μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση. Κι ο ποιητής επίσης, ο καλλιτέχνης, αποδίδει τις διαθέσεις και τις καταστάσεις του σε αιτίες που δεν είναι καθόλου οι αληθινές· στο βαθμό αυτό μας θυμίζει ένα παλιότερο στάδιο της ανθρώπινης ιδιότητας και μπορεί να μας βοηθήσει να το κατανοήσουμε.

Φρειδερίκος Νίτσε, Ανθρώπινο πολύ ανθρώπινο, 1

(ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, σελ. 31-32, 37-41)

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Τα στάδια της ανησυχίας


Ο Τζέικ δείχνει την ανυπομονησία του όταν η σύζυγός του καθυστερεί στο ραντεβού με τον θεραπευτή τους Πωλ Γουέστον. Έτσι ο Πωλ βρίσκει την ευκαιρία να του αναλύσει τα διάφορα στάδια της ανησυχίας. 

Από το τέταρτο επεισόδιο (Jake and Amy - Week One) της τηλεοπτικής σειράς In Treatment:

Πωλ: Ίσως να περνά τα διάφορα στάδια της ανησυχίας.

Τζέικ: Τι;

Πωλ: Είναι σαν, όταν κανονίζεις να συναντηθείς με κάποιον μια συγκεκριμένη ώρα  και μέρος, φτάνεις και δεν εκεί και μέσα σου σκέπτεσαιΊσως να έκανα λάθος”.

Μετά, περνάς στο στάδιο που θυμώνεις και αναρωτιέσαι που στο καλό είναι, θα έπρεπε να είναι εδώ.

Και μετά φτάνεις στο στάδιο της ανησυχίας που σκέπτεσαι αν του έχει συμβεί τίποτα.

[…]

Τζέικ: Πάω λίγο έξω, ίσως να δω κάτι.

Πωλ: Τζέικ γιατί ανησυχείς τόσο;

Τζέικ: Εννοείς σε πια πράξη της ανησυχίας είμαι;

Πωλ: Ενδιαφέρον που είπες “πράξη της ανησυχίας”.

Τζέικ: Γιατί είναι πράξη, όχι στάδιο. Το είπε αυτή η υπερφίαλη αδερφάρα.

Πωλ: Γνωρίζεις το έργο του Ρολάν Μπαρτ;

Τζέικ: Εκπληξούλα.


Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Η Γαλλική Επανάσταση


Την Επανάσταση την επέσπευσαν οι ίδιοι οι αριστοκράτες, με την αντίστασή τους σε κάθε μεταρρύθμιση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η Γαλλία βρισκόταν αντιμέτωπη με τη πτώχευση, αλλά η πτώση των πραγματικών μισθών, η αύξηση του πληθωρισμού και των φεουδαρχικών βαρών καθώς και οι κακές σοδειές κατάστησαν αδύνατη κάθε περαιτέρω απομύζηση του λαού. Οι υπουργοί Οικονομικών του βασιλιά, […], γνώριζαν ότι ήταν πια αναγκαίο να φορολογήσουν τα εισοδήματα των αριστοκρατών και να καταργήσουν κάποιες από τις φορολογικές εξαιρέσεις των προνομιούχων. […] Οι ευγενείς της Γαλλίας όμως δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούσουν για τέτοια μέτρα […] Καθώς μάλιστα όλοι οι Γάλλοι επίσκοποι ήταν ευγενείς, εδραίωσαν ακόμη περισσότερο την άρνηση της εκκλησίας να φορολογηθεί. […] Παρ’ όλα αυτά, οι ευγενείς ζήτησαν σύγκληση των Γενικών Τάξεων. Υπέθεταν ότι θα μπορούσαν εύκολα να κυριαρχήσουν.

Λίγοι αντιλαμβάνονταν πόσο γρήγορα είχαν εξαπλωθεί στη διάρκεια του δεκάτου ογδόου αιώνα οι φιλελεύθερες και μεταρρυθμιστικές ιδέες. Οι δραματικές αυξήσεις στο αποικιακό και εγχώριο εμπόριο και η επέκταση των κρατικών δραστηριοτήτων, έφεραν στο προσκήνιο νέους και πολιτικά συνειδητοποιημένους ανθρώπους: δικηγόρους, κατώτερους δικαστικούς, δημόσιους υπαλλήλους, μεγαλέμπορους και μικρέμπορους, γαιοκτήμονες χωρίς τίτλους ευγενείας και άλλες τάξεις επαγγελματιών […] Πολλοί αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση από τους προνομιούχους. Με τη σειρά τους και οι νέοι αυτοί άνθρωποι δεν είχαν λόγους να σέβονται μια παρακμιακή τάξη ευγενών και μια εκκλησία διαβόητη για την απληστία και την ανευλάβεια της. Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι της Τρίτης Τάξης προέρχονταν από ακριβώς τις ομάδες. Όταν η αριστοκρατία και ο ανώτερος κλήρος, προσπάθησαν να επιβάλουν το αρχαίο δικαίωμα τους να έχουν διπλάσιο αριθμό αντιπροσώπων από την Τρίτη Τάξη, η Τρίτη Τάξη αντιστάθηκε. Οι αντιπρόσωποί της τον Ιούνιο του 1879 αυτοανακηρύχθηκαν Εθνοσυνέλευση, και επομένως αποκλειστικοί διερμηνευτές της θέλησης ολόκληρου του Έθνους.

Οι ιδέες των νέων ηγετών εκφράστηκαν χαρακτηριστικά στο πολυδιαβασμένο φυλλάδιο Τι είναι η Τρίτη Τάξη; του αββά Σιεγιές. Ο ίδιος ο Σεγιές εκλεγμένος αντιπρόσωπος της Τρίτης Τάξης, καθοδήγησε τη μάχη κατά των ευγενών και των κληρικών· κατηύθυνε μεγάλο μέρος της νομοθεσίας της Συνέλευσης, και στη συνέχεια υπήρξε μέλος της επαναστατικής κυβέρνησης όλη τη δεκαετία του 1790 και μάλιστα οργάνωσε παρασκηνιακά το πραξικόπημα του Ναπολέοντα το 1799.

Απλοποιώντας τις ιδέες των φιλελεύθερων φιλοσόφων, ο Σεγιές υποστήριζε ότι η Τρίτη Τάξη περιελάμβανε όλες τις πραγματικά παραγωγικές τάξεις του έθνους· στην πραγματικότητα, αυτή ήταν το έθνος. Τι άλλο ήταν οι ευγενείς αν όχι ακριβοπληρωμένα παράσιτα […]; Σαν αληθινοί ξένοι, χρησιμοποιούσαν τα υψηλά αξιώματα τους για να κρατήσουν τα ιδιωτικά τους προνόμια, λοιδορούσαν την έντιμη εργασία […] Το έθνος, επέμενε ο Σεγιές, ήταν μια κοινωνία ίσων, βασισμένο στην κοινή συγκατάθεση· […] Δεν μπορούσαν να υπάρχουν ιεραρχικές τάξεις, τάγματα ευγενών, αριστοκρατίες ή συντεχνίες. Όλες οι επιμέρους εξουσίες έπρεπε να παραχωρηθούν στην Εθνική Συνέλευση, η οποία με τη σειρά της έπρεπε να δώσει στο έθνος σύνταγμα και εκλεγμένη κυβέρνηση που θα εκπροσωπούσε το δημόσιο συμφέρον· μια κυβέρνηση που να αντιμετωπίζει τους πάντες με βάση το νόμο. Ωστόσο, πρέπει να προσέξουμε ότι ο Σεγιές δε μιλούσε καθόλου για τις μάζες που δεν είχαν ιδιοκτησία. […] Μόλις εξαλειφθεί το σύστημα των κληρονομικών προνομίων, τότε η αστική τάξη πραγμάτων θα εξασφάλιζε πλούτο και αξιώματα σε όσους διέθεταν εργατικότητα, ευφυΐα και ικανότητα.

Η πανίσχυρη επίθεση της Γαλλικής Επανάστασης ενάντια στα κληρονομικά και τα ταξικά προνόμια, από το 1789 ως το 1792 ανάγκασε την παλαιά τάξη πραγμάτων να περάσει στην άμυνα. Οι τίτλοι ευγενείας καταργήθηκαν. Τα δημόσια αξιώματα ανοίχτηκαν στους ταλαντούχους. Όλοι θα έπρεπε να φορολογούνται εξίσου. Καθιερώθηκε η ισότητα ενώπιον του νόμου. […] Οι αριστοκράτες εκκαθαρίστηκαν από το στρατό, και το σώμα των αξιωματικών άρχισε να επανδρώνεται από όλες τις τάξεις. […] Το 1791 η Πολιτική Σύνταξη του Κλήρου εθνικοποίησε τις περιουσίες της εκκλησίας, πρόβλεψε την εκλογή των ιερέων και των επισκόπων – που θα γίνονταν στο εξής μισθωτοί δημόσιοι υπάλληλοι – και καθιέρωσε επίσημα τη θρησκευτική ανεκτικότητα. Ο κλήρος υποχρεώθηκε να δώσει όρκο πίστης στην Πολιτική Σύνταξη.

Η Γαλλία χωρίστηκε τότε στα δύο. Ο πάπας καταδίκασε την Επανάσταση. Ο βασιλιάς προσχώρησε στην αντεπανάσταση, προσπάθησε να δραπετεύσει από τη χώρα και στο τέλος καρατομήθηκε. Η Γαλλία πλέον θα διοικούνταν από μια νομοθετική συνέλευση εκλεγμένη από τους ενήλικες άνδρες που κατείχαν σημαντική περιουσία. Κατόπιν όμως η Επανάσταση στράφηκε ακόμη πιο αριστερά και οι αριστοκράτες (οι λεγόμενοι εμιγκρέδες) κατέφυγαν στο εξωτερικό.

Τους ευρωπαίους συντηρητικούς άρχισε τώρα να τους απασχολεί το θέμα της άμυνάς τους. Τώρα πια είχαν μα δώσουν μάχη όχι με κάποιον ηγεμόνα, αλλά με τον επαναστατικό αστικό φιλελευθερισμό, και ο νέος αυτός εχθρός υποσχόταν, με κάθε βήμα που γινόταν προς τον οικονομικό εκσυγχρονισμό της Ευρώπης, να προβάλλει ακόμη δυνατότερος.


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΥΡΑΘΕΝ, 2009, σελ. 19-22)





Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Επικοινωνία και Διαφάνεια


Είτε πρόκειται για τον καταναλωτή είτε για την κοινωνία είτε για την επικοινωνία, η διαφάνεια είναι στην ημερήσια διάταξη. Στην πολιτική, τη δεκαετία του ’80 μιλούσαν για glasnost και σήμερα μιλούν για «ειλικρίνεια».

Η διαφάνεια εμφανίζεται σαν το μέσο καταπολέμησης της διαπλοκής, των σκανδάλων, των διαφθορών … επιβλήθηκε μέσα στην επιχείρηση μαζί με την corporate governance, τους ξεκάθαρους λογαριασμούς και την αποκάλυψη των αμοιβών των ιθυνόντων.

Η διαφάνεια είναι μια ωραία λέξη και η ηχώ της μοιάζει εξαρχής θετική. Θυμίζει τη διαύγεια των σχέσεων και την εντιμότητα. Προκαλεί τέτοια ομοφωνία που αναρωτιόμαστε εάν είναι δυνατόν να αμφιβάλουμε για την διαφάνεια χωρίς να θεωρηθούμε αμέσως ύποπτοι: πως μπορεί να είναι κάποιος κατά της διαφάνειας;

Η διαφάνεια ανήκει στην οικογένεια του φωτός και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναζήτηση της αλήθειας. Ξεκαθαρίζει χωρίς ατέλειες και χωρίς παράσιτα … Έχει αφομοιωθεί με την αναζήτηση του θείου και όλους τους θρησκευτικούς συμβολισμούς.

Ωστόσο, η διαφάνεια μπορεί να θέσει ορισμένα ερωτήματα.

Όλοι οι πολιτισμοί πήραν προφυλάξεις ώστε να μην πουν φωναχτά αυτά που σκέφτονταν. Όλοι οι πολιτισμοί φρόντισαν να επιβάλουν ένα επαγγελματικό απόρρητο, αυτό του γιατρού, του δικαστή ή του ιερέα. Διότι είναι σημαντικό να διαφυλαχτούν ορισμένες προϋποθέσεις όπως παραδείγματος χάριν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες παίρνουμε το λόγο, η κατάλληλη στιγμή, η νομιμότητα του πομπού, οι ευαισθησίες των παραληπτών και η φύση του μηνύματος.

Να πεις τα πάντα και να τα πεις φωναχτά αποτελεί πολιτισμένη εξέλιξη ή σημάδι οπισθοδρόμησης και βαρβαρότητας;

Ήδη από την παιδική ηλικία, συστήνουμε σε ένα παιδί να μην διακηρύσσει: «Α, κοίτα, αυτόν τον κύριο, δεν είναι ωραίος, μυρίζει άσχημα…».

Είναι σωστό να τα λέμε όλα;          

Μια στρατηγική μπορεί να είναι διαφανής; Πώς ένας επικεφαλής μιας επιχείρησης θα πήγαινε να βροντοφωνάξει τις προθέσεις του και τη στρατηγική του στους αντιπάλους του; Πώς ένας στρατάρχης θα πήγαινε να αποκαλύψει στον εχθρό τη στρατηγική επίθεσης;

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης πρέπει να τα λένε όλα σε όλους; Να διεισδύουν στην ιδιωτική ζωή του άλλου χωρίς να έχουν το δικαίωμα, χωρίς να αναρωτηθούν για τις συνέπειες μιας τέτοιας πράξης;

Πρέπει άραγε να αποφεύγουμε τη διαφάνεια όταν τίθεται σε κίνδυνο η αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής που έχει ανάγκη από χρόνο, ηρεμία και διακριτικότητα για να πετύχει;

Επίσης, η διαφάνεια συνιστά ένα είδος μυθολογίας: είναι αναγκαία σε μερικούς τομείς, αλλά η συστηματική ενημέρωση δεν αποτελεί πάντα εγγύηση αξίας, ειλικρίνειας και αποτελεσματικότητας. Η διαφάνεια των ριάλιτι σόου που εκθέτει τα πάντα σε κοινή θέα είναι άραγε σωστότερη, πιο ενδιαφέρουσα, πιο εποικοδομητική ή πιο ηθική από την υποβολή, από μια συμβολική σκηνοθεσία ενός θέματος, από το ανείπωτο ή από ένα σχήμα λιτότητας;

Εάν πρέπει να διαφυλάξουμε την διάκριση μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού, μεταξύ του ρητού και άρρητου, το κάνουμε προκειμένου να διαφυλάξουμε ένα προσωπικό χώρο, έναν ιερό χώρο που δεν πρέπει να αποκαλύπτεται.

Διότι, εν κατακλείδι, μήπως το να είναι κάποιος διάφανος σημαίνει ότι είναι άδειος, κενός, χωρίς βάρος, χωρίς εσωτερικότητα, χωρίς περιεχόμενο;


(ΤΟ ΒΗΜΑγνώση, 2007, σελ. 37-39)

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Ένα διαφορετικό πράγμα … σε μια διαφορετική χώρα


Στη σκηνή που ακολουθεί ο Καρλ Γιουνγκ και  η Σαμπίνα Σπιλράιν συζητούν τη διαφορά συζυγικού και εξωσυζυγικού sex.  Από την ταινία μια “Μια Επικίνδυνη Μέθοδος”:

Καρλ Γιουνγκ: Αν σου πω κάτι, μου υπόσχεσαι ότι δεν θα το πάρεις στραβά; 

Σαμπίνα Σπιλράιν: Τι;

Καρλ Γιουνγκ: Δεν νομίζεις ότι θα έπρεπε να σταματήσει αυτό;

Σαμπίνα Σπιλράιν:

Καρλ Γιουνγκ: Όχι; … Είμαι παντρεμένος. Προφανώς απατώ τη γυναίκα μου … Είναι σωστό να συνεχίσουμε αυτή την εξαπάτηση;

Σαμπίνα Σπιλράιν: Θες να σταματήσεις;

Καρλ Γιουνγκ: Φυσικά και δε θέλω.

Σαμπίνα Σπιλράιν: Όταν κάνεις έρωτα με τη γυναίκα σου … Πως είναι; Περίγραψέ το μου.

Καρλ Γιουνγκ: Όταν ζεις κάτω από την ίδια στέγη με κάποιον γίνεται συνήθεια. Ξέρεις είναι πάντα πολύ τρυφερά.

Σαμπίνα Σπιλράιν: Και αυτό είναι διαφορετικό. Ένα διαφορετικό πράγμα … σε μια διαφορετική χώρα. Μαζί μου θέλω να είσαι σκληρός. Θέλω να με τιμωρήσεις.



Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Η Τύχη


Η τύχη, σαν λέξη και σαν έννοια, έστω και με άλλα συνώνυμα, βρίσκεται σχεδόν καθημερινά στα χείλια μας. Μικρός κι αδύναμος ο άνθρωπος, μπροστά στο τρομερό σύμπαν, έχει ακόμη την ανάγκη να πιστεύει σε κάποιες ακαθόριστες δυνάμεις που τον προστατεύουν, τον συμπονούν και τον βοηθούν ή κάποτε θα τον βοηθήσουν. Μικρός κι αδύναμος […] έφτιαξε δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες θεούς που με τις άγνωστες βουλές τους καθόριζαν το είναι και το μη είναι, το σήμερα και το αύριο. […]

Στους ανθρωπόμορφους θεούς, που έπλασε στην πορεία της ανάπτυξης του, δεν μπορούσε να μην συμπεριλάβει αυτή την έννοια του γενικά ανεξήγητου. […] Κι έτσι βρέθηκε μια ακόμη θεά, η θεά Τύχη.

Ο Ησίοδος τη θέλει θυγατέρα του Ωκεανού και της Τηθύος και ο Πίνδαρος κόρη του Δία, μια από τις Μοίρες και μητέρα των Ωρών. Και εκεί, στο οιωνοσκόπιο του Τειρεσία, κοντά στο ιερό της Τύχης που βρισκόταν στις Θήβες, ο Θηβαίος Καλλιστόνικος είχε φτιάξει ένα της άγαλμα με το μικρό Πλούτο στην αγκαλιά για να δείξει πως η Τύχη έφερνε πάντα τύχη.

Πέρασαν κάποιες χιλιάδες χρόνια από τότε. Ο άνθρωπος σήμερα, παντοδύναμος στη ζωή του, αλλά ανήμπορος μπροστά στο πεπερασμένο του θανάτου, μ’ όση γνώση κι αν απόκτησε κι όσα φαινόμενα κι αν ερμήνευσε, καθυπόταξε και ένταξε σ’ αυτά που υπάγονται στη σχέση αιτίου – αποτελέσματος, εξακολουθεί να πιστεύει και στην τύχη, που τώρα όμως τη φαντάζεται ο καθένας όπως θέλει. Τη στιγμή που γυρίζει ο τροχός της ρουλέτας άλλος λέει από μέσα του μια προσευχή για το επτά, άλλος επικαλείται τη βοήθεια της Παναγίας για να έρθει το είκοσι τρία, και , ακόμη μια κυρία «πιάνει χρυσό», δηλαδή αγγίζει τη βέρα της για να έρθει το τρία, ή άλλη κάνει πλεξούδα τα τρία της δάκτυλα για να έρθει το μηδέν. […]

Η θεωρία της τύχης έχει ήδη περάσει στο καινούριο λεξιλόγιό μας, στη νέα «προηγμένη» και «ανεπτυγμένη» κοινωνία μας. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στα τυχερά και στα «άλλα» φαινόμενα είναι σαφής και ξεκαθαρισμένος. Υπάρχει τύχη, υπάρχουν δηλαδή ακαθόριστα ακόμη και ανεξήγητα φαινόμενα, που είναι τέτοια αφού δεν υπακούουν σε κανένα νόμο. Και υπάρχει τύχη, αφού υπάρχουν τα «τυχερά παιγνίδια» επισημοποιημένα και παραδεκτά σαν τέτοια, από την επιστήμη και το κράτος.

Υπάρχει ακόμη η μαθηματική επιστήμη που στηρίζει μια θεωρία που καλείται Θεωρία των Πιθανοτήτων, που δέχεται πως «από ένα πλήθος Κ ομοίων και ισοπίθανων γεγονότων, η εμφάνιση ενός απ’ αυτά είναι ανεξάρτητη από τις εμφανίσει που προηγήθηκαν». Μ’ άλλα λόγια, άμα ρίξουμε ένα ζάρι δεν ξέρουμε τι θα βγει, γιατί αυτό που θα προκύψει δεν εξαρτάται από τους αριθμούς που είχαν εμφανιστεί στις προηγούμενες δοκιμές. […]

Είναι έτσι; Η μήπως η φύση μας κρύβει σχέσεις που δεν υποψιαζόμαστε; […]

Τα λαχεία και οι «λήγοντες»

Στον κόσμο που αγοράζει λαχεία είναι πολύ διαδεδομένη η συνήθεια να παίζει τα τελευταία ψηφία των αριθμών, δηλαδή τους «λήγοντες», όπως συνηθίζεται να λέγονται αυτά τα ψηφία. Και τούτο γιατί σε κάθε κλήρωση, όσοι έχουν αγοράσει λαχείο που ο αριθμός λήγει στο ίδιο ψηφίο με το τελευταίο ψηφίο του πρώτου αριθμού που κληρώθηκε κερδίζουν κάποιο μικρό ποσό. Πολλοί λοιπόν αγοραστές λαχείων, αν και ελπίζουν βέβαια στην εύνοια της τύχης για ένα καλό κέρδος με τον πρώτο αριθμό που θα κληρωθεί, ή έστω με τους πρώτους, επειδή επιδιώκουν τουλάχιστον να μη χάσουν το ποσό που δίνουν για να αγοράσουν το λαχείο, ψάχνουν αριθμούς που να «λήγουν» σε ψηφία που είναι πιο πιθανά να κληρωθούν.

Έτσι, αν στις τέσσερις π.χ. προηγούμενες κληρώσεις οι πρώτοι αριθμοί που κληρώθηκαν είχαν «λήγοντες» τους 2,5,7 και 1, για την επόμενη κλήρωση ο κόσμος ψάχνει να αγοράσει λαχεία που να λήγουν σε οποιοδήποτε άλλο αριθμό εκτός από αυτούς. […] Αυτό το ξέρουν οι λαχειοπώλες που τους ακούμε να φωνάζουν «έχω το τρία, το τέσσερα και το μηδέν»! […]

Όμως όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, είναι αλήθεια πως στην επόμενη κλήρωση «είναι πιο πιθανό να βγει κάποιος αριθμός που να λήγει και πάλι σε ένα από τα 2,5,7 και 1, παρά σε ένα από τα 3,4,6,8,9 και 0, που δεν είχαν βγει στις τέσσερις προηγούμενες κληρώσεις. […] Η Θεωρία των Πιθανοτήτων μας λέει ότι η πιθανότητα να έχουμε «λήγοντα» στην Πέμπτη κλήρωση έναν από τους αριθμούς 3,4,6,8,9 και 0 είναι μόνο 0,3, ενώ η πιθανότητα να έχουμε έναν απ’ τους αριθμούς 2,5,7 και 1 είναι 0,7. […].

Αν τώρα πάρουμε πέντε κληρώσεις με διαφορετικούς λήγοντες και θέλουμε να προβλέψουμε την έκτη, ίδιος τύπος θα μας δώσει πιθανότητα 0,85 να ξαναβγεί ένας από τους ίδιους «λήγοντες» των προηγούμενων κληρώσεων και μόνο 0,15 να βγει ένας καινούργιος. […].


Είναι απόλυτα σύμφωνα με το κοινό αίσθημα πως τα δέκα εκατομμύρια των κατοίκων της χώρας μας πρέπει να έχουν γενέθλια κατανεμημένα στις 365 μέρες του χρόνου […] κάθε μέρα του χρόνου πρέπει να γεννήθηκαν περίπου 27.000 Έλληνες. Ο κόσμος φαντάζεται λοιπόν, και πολύ σωστά, μια ισοκατανομή των γεννήσεων […] Από τη σημείωση αυτή βγαίνει το φαινομενικά λογικό συμπέρασμα πως σε μια δεδομένη ομάδα ανθρώπων – μικρότερη από 365 βέβαια- οι ημερομηνίες γεννήσεων θα είναι διαφορετικές και κατανεμημένες σε όλη τη διάρκεια του έτους.

Αν τώρα μπούμε σε μια τάξη που έχει 23 μόνο μαθητές και ρωτήσουμε τις μέρες των γενεθλίων τους, ίσως να βρούμε αυτό που περιμένουμε. Ίσως δηλαδή διαπιστώσουμε πως και οι είκοσι τρεις μαθητές έχουν διαφορετικές ημερομηνίες γέννησης. Αν όμως μπούμε στην διπλανή τάξη που έχει πάλι 23 μαθητές και κάνουμε την ίδια ερώτηση, με έκπληξη θα διαπιστώσουμε πως τουλάχιστον δύο μαθητές έχουν την ίδια ημερομηνία γέννησης. Αν επαναλάβουμε το ίδιο ερώτημα σε όλες τις τάξεις ενός σχολείου που αποτελούνται από 23 μαθητές, θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο η έκπληξή μας, γιατί θα βλέπαμε πως σε κάθε ζευγάρι τάξεων η μια έχει τουλάχιστον δύο μαθητές που γεννήθηκαν την ίδια μέρα. […]

Πραγματικά, αν τρέξουμε πάλι στη θεωρία των πιθανοτήτων και προσπαθήσουμε να λύσουμε το πρόβλημα αυτό, βρίσκοντας την πιθανότητα δύο μαθητών να έχουν την ίδια ημερομηνία γέννησης μέσα σε μια τάξη μόλις 23 μαθητών, θα δούμε με έκπληξη πως είναι 0,50. […]

Αν, με τον ίδιο τύπο, ζητήσουμε την πιθανότητα να έχουν δύο μαθητές την ίδια μέρα γενέθλια σε μια τάξη 30 παιδιών, θα δούμε πως αυτή η πιθανότητα […] είναι 0,89, ενώ σε μια ομάδα των 50 ατόμων είναι 0,97, που σημαίνει ότι, αφού ο αριθμός αυτός είναι πολύ κοντά στη μονάδα, η πιθανότητα αυτή είναι σχεδόν βεβαιότητα, […].

Χρήστος Μαρκόπουλος, Η κυριαρχία των πρώτων

(ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, 1991, σελ. 25-27, 97-101)


Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Οι Αμερικανοί Ταλιμπάν



Η αμερικανική τηλεοπτική σειρά  The Newsroom παρακολουθεί τον τηλεοπτικό αστέρα των ειδήσεων του φανταστικού τηλεοπτικού σταθμού Atlantis Cable News (ACN), Will McAvoy.

Στο δέκατο επεισόδιο της πρώτης σεζόν ο Will συνοψίζει τις θέσεις του Tea Party, και αποκαλεί τα μέλη του Αμερικανούς Ταλιμπάν:

Ιδεολογική καθαρότητα.
Ο συμβιβασμός ως ένδειξη αδυναμίας.
Προσκόλληση στην κυριολεκτική ερμηνεία των Ιερών Κειμένων.
Άρνηση της επιστήμης.
Αδιαφορία απέναντι στα γεγονότα.
Δογματισμός στις απόψεις.
Καχυποψία απέναντι στη πρόοδο.
Δαιμονοποίηση της εκπαίδευσης.
Ανάγκη ελέγχου του γυναικείου σώματος.
Έντονη ξενοφοβία.
Φυλετισμός.
Μη ανοχή στη διαφορετικότητα.
Και παθολογικό μίσος για την κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Μπορούν ν’ αυτοαποκαλούνται Tea Party. Μπορούν ν’ αυτοαποκαλούνται συντηρητικοί. Μπορούν ν’ αποκαλούνται ακόμα και Ρεπουμπλικανοί, αν και δεν θα έπρεπε.

Εμείς όμως πρέπει να τους αποκαλούμε αυτό που είναι: Αμερικανούς Ταλιμπάν.


Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Τέχνη και μίμηση στον Πλάτωνα


Είναι γνωστό ότι ο Πλάτων αποκλείει την τέχνη από το παιδευτικό σύστημα της Πολιτείας, καταδικάζοντας την, επειδή ως μίμηση, και μάλιστα τρίτου βαθμού, δεν μπορεί να προσεγγίσει την αλήθεια των ιδεών. […]

Το ρήμα «μιμήσθαι» και το ουσιαστικό «μίμησις» αποκτούν τη σημασία που τους αποδίδουμε ακόμη και σήμερα και χρωματίζονται αρνητικά για πρώτη φορά στον Πλάτωνα. Στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας, ο φιλόσοφος, έχοντας ως στόχο κυρίως τον ποιητή, τον εξισώνει με τον ζωγράφο, παραθέτοντας το γνωστό παράδειγμα της κλίνης. Ο θεός δημιούργησε την αρχέτυπη μορφή («είδος») της κλίνης, ο κλινοποιός την αντιγράφει στο έπιπλο και ο ζωγράφος αντιγράφει αυτό το «φάντασμα» ή «είδωλον» της αρχικής ιδέας. Το ζωγραφικό έργο είναι λοιπόν κατώτερο από το έργο του τεχνίτη, γιατί απέχει τρεις βαθμούς από την αλήθεια της πρωτόπλαστης ιδέας («τρίτον τι από της αληθείας»).  

Σκοπός του Πλάτωνα δεν ήταν ωστόσο να καταδικάσει τις εικαστικές τέχνες, αλλά να ενισχύσει τα επιχειρήματα του εναντίον των φιλολογικών ειδών, και κυρίως της δραματικής και επικής ποίησης. Από τις μιμητικές τέχνες θα αντλήσει και πάλι παραδείγματα για να περιγράψει και να επικρίνει την τακτική του σοφιστή στον ομώνυμο διάλογο.

Στους Νόμους (656d,e) βρίσκουμε […] στη φανερή προτίμηση που εκδηλώνει ο συγγραφέας προς τη πειθαρχημένη τέχνη των Αιγυπτίων. Εκείνη ορίζεται από αμετακίνητους νόμους και παραμένει απαράλλακτη επί αιώνες, σε αντίθεση με την ελληνική που απεικονίζει ευμετάβλητα φαινόμενα.

Στον Σοφιστή (235d-236c) εξάλλου ο Πλάτων προτείνει μια ποιοτική διάκριση ανάμεσα στην «εικαστική» μίμηση, πειστική αναπαραγωγή της φύσης, και στη «φανταστική» μίμηση, όπου ο καλλιτέχνης, αποβλέποντας στην οπτική εντύπωση, στο «φαίνεσθαι» του έργου, αναπροσαρμόζει τις αναλογίες του προτύπου και προβαίνει σε οπτικές διορθώσεις. Ο δημιουργός παραμερίζει «τας ούσας συμμετρίας» για να δώσει στα έργα του αυτές που του φαίνονται ορθές [«τα δοξούσης είναι καλά» (236a)]. Αυτό ισχύει κυρίως για τα έργα μεγάλων διαστάσεων, διευκρινίζει ο Πλάτων, ενήμερος προφανώς για τις οπτικές διορθώσεις που, κατά την παράδοση, είχε ήδη εισαγάγει ο Φειδίας στην πλαστική και επεξηγεί ότι αν οι καλλιτέχνες απέδιδαν «την των καλών αληθή συμμετρίαν», τα άνω μέρη θα φαίνονταν στο θεατή μικρότερα απ’ το κανονικό και τα κάτω μεγαλύτερα.

Ανάλογη διάκριση γίνεται πιο πέρα στον ίδιο διάλογο (267) ανάμεσα στη «δοξομιμητική», «την μετά δόξης μίμησιν» (τη μίμηση που αντιγράφει τα φαινόμενα στηριζόμενη στην ανεξέλεκτη γνώμη) και στην «μετ’ επιστήμης» μίμηση που βασίζεται στη γνώση. Οι διακρίσεις αυτές μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πως ο φιλόσοφος ξεχώριζε την τυφλή μίμηση από την αναπαράσταση που υπακούει σε κανόνες. Πάντως καμιά μορφή μίμησης δεν βρίσκει έλεος στην επιείκειά του.

Η τόσο υποτιμητική για τις εικαστικές τέχνες άποψη της Πολιτείας αντισταθμίζεται από το ξακουστό και προσφιλές στους θεωρητικούς της σύγχρονης τέχνης χωρίο του Φίληβου (51b). Στον ύμνο του Σωκράτη για την ομορφιά και την υπεροχή των μαθηματικών σχημάτων και των αμιγών χρωμάτων, που μας χαρίζουν γνήσια πνευματική ηδονή, αναγνωρίζεται ο μακρινός ευαγγελισμός της ανεικονικής τέχνης. […]

Σύμφωνα με το λόγο που απευθύνει Σωκράτης στο ζωγράφο Παρράσιο, κατά τη μαρτυρία του Ξενοφώντα, οι καλλιτέχνες, επειδή δεν είναι εύκολο να βρουν έναν άνθρωπο αψεγάδιαστο σε όλα, πετυχαίνουν τη μορφική τελειότητα των σωμάτων, συναθροίζοντας τα ωραιότερα χαρακτηριστικά από πολλούς («επειφή ου ράδιον ενι ανθρώπου περιτυχείν άμεμπτα πάντα έχοντα, εκ πολλών συνάγοντες τα εξ εκάστου κάλλιστα, ούτως όλα τα σώματα καλά ποιείτε φαίνεσθαι», Ξενοφών, Απομνημονεύματα, ΙΙΙ.10,1) Το έργο δεν παύει να είναι η «απεικασία των ορομένων», αλλά προτείνει μια τελειότητα που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να βρεθεί στη φύση.

Και ο ίδιος ο Πλάτων, λησμονώντας προσωρινά την αυστηρή κρίση του για τις τέχνες, παραλληλίζει την ιδανική του Πολιτεία με το πρότυπο της ομορφιάς που μπορεί να πλάσει ένας καλός ζωγράφος με τη μέθοδο της επιλογής. Η πολιτεία που οραματίστηκε δεν είχε το παράλληλό της, όπως ο «κάλλιστος άνθρωπος» του «αγαθού» ζωγράφου δεν μπορεί να αποδειχτεί ότι υπάρχει στην πραγματικότητα. (Πολιτεία, 472d και 500e)


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2004, σελ. 98-100)