Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Η ψυχανάλυση


Η ψυχανάλυση είναι μέθοδος θεραπευτικής αντιμετώπισης των ψυχικών διαταραχών. Η μέθοδος αυτή διαμορφώθηκε βάσει της ψυχαναλυτικής θεωρίας, η οποία δίνει έμφαση στις ασυνείδητες ψυχοδιανοητικές διαδικασίες και ορισμένες φορές περιγράφεται ως «ψυχολογία του βάθους».

Αφετηρία του ψυχαναλυτικού κινήματος υπήρξαν οι κλινικές παρατηρήσεις του Ζ. Φρόυντ, ο οποίος και δημιούργησε τον όρο. Τη δεκαετία του 1890, ο Φρόυντ, σε συνεργασία με τον Γιόζεφ Μπρόουερ, μελέτησε περιπτώσεις νευρωσικών ασθενών υπό την επήρεια της ύπνωσης. Ο Φρόυντ και ο Μπρόουερ παρατήρησαν ότι όπου, υπό την υποβολή της ύπνωσης, ο ασθενής συνειδητοποιούσε την πηγή των ιδεών και των ορμών του, η κατάσταση του βελτιωνόταν.

Παρατηρώντας ότι οι περισσότεροι ασθενείς μιλούσαν ελεύθερα χωρίς να βρίσκονται υπό την επήρεια της ύπνωσης, ο Φρόυντ ανέπτυξε την τεχνική του ελεύθερου συνειρμού των ιδεών. Ενθάρρυνε τον ασθενή να λέει ότι του ερχόταν στον νου, άσχετα με την υποτιθέμενη συνάφεια η ευπρέπεια αυτών που έλεγε. Διαπιστώνοντας ότι οι ασθενείς σε ορισμένες περιπτώσεις δυσκολεύονταν να κάνουν ελεύθερους συνειρμούς, ο Φρόυντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορισμένες οδυνηρές εμπειρίες ήταν απωθημένες ή παρεμποδίζονταν από το να έλθουν σε συνειδητή επίγνωση. Ο Φρόυντ, κατά την πρώτη περίοδο των ερευνών του, παρατήρησε ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις των ασθενών που παρακολουθούσε, τα γεγονότα που συνήθως απωθούντο αφορούσαν δυσάρεστες σεξουαλικές εμπειρίες. Έτσι υπέθεσε ότι το άγχος ήταν συνέπεια της απωθημένης ψυχικής ενέργειας των γενετήσιων ορμών (λίμπιντο). Η απωθημένη ενέργεια έβρισκε έκφραση σε διάφορα συμπτώματα, τα οποία λειτουργούσαν ως ψυχοδιανοητικοί αμυντικοί μηχανισμοί.

Ο Φρόυντ και οι οπαδοί του διεύρυναν αργότερα την έννοια του άγχους και συμπεριέλαβαν σε αυτήν τα συναισθήματα του φόβου, της ενοχής και της ντροπής, τα οποία απορρέουν από φαντασιώσεις επιθετικότητας και εχθρότητας και από τον φόβο της μοναξιάς που προκαλεί ο χωρισμός από ένα πρόσωπο από το οποίο εξαρτάται ο ασθενής.

Η τεχνική του ελεύθερου συνειρμού υπήρξε το εργαλείο με το οποίο μελέτησε ο Φρόυντ το νόημα των ονείρων, των παραδρομών της γλώσσας και της μνήμης και άλλων λαθών και σφαλμάτων της καθημερινής ζωής. Από τις έρευνες αυτές οδηγήθηκε σε μια νέα σύλληψη για τη δομή της προσωπικότητας, τη θεωρία για το Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ. Το Εκείνο είναι το ασυνείδητο απόθεμα ορμών και παρορμήσεων γενετικής προέλευσης που σχετίζονται με τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της ζωής. Το Εγώ, κατά τον Φρόυντ, λειτουργεί στο συνειδητό και προσυνειδητό επίπεδο. Είναι το τμήμα της προσωπικότητας που σχετίζεται με τα έργα της πραγματικότητας: την αντίληψη, τη γνωστική λειτουργία και τις εκτελεστικές πράξεις. Στο Υπερεγώ βρίσκονται τα ιδανικά και οι αξίες που προέρχονται από το περιβάλλον του ατόμου, και τα ήθη και τα έθιμα της οικογένειας του και της κοινωνίας. Το Υπερεγώ λειτουργεί ως λογοκριτής των λειτουργιών του Εγώ.

Στο πλαίσιο της διάρθρωσης αυτής, οι συγκρούσεις ανάμεσα στις τρεις δομές της προσωπικότητας απωθούνται και οδηγούν στην εκδήλωση άγχους με την ανάπτυξη αμυντικών μηχανισμών, τους οποίους μαθαίνει μέσω οικογενειακών και πολιτισμικών επιδράσεων. Οι μηχανισμοί αυτοί γίνονται παθολογικοί όταν αναστέλλουν την αναζήτηση των ικανοποιήσεων της ζωής στην κοινωνία. Η ύπαρξη αυτών των σχηματισμών προσαρμογής ή αμυντικών μηχανισμών είναι ποσοτικά, αλλά όχι ποιοτικά, διαφορετική στις καταστάσεις ψύχωσης και νεύρωσης.

Ο Φρόυντ υποστήριζε ότι η συναισθηματική πρόσδεση του ασθενούς με τον ψυχαναλυτή αποτελούσε μεταβίβαση της σχέσης του ασθενούς με τους γονείς του ή με άλλες σημαντικές γενικές μορφές. Ότι τα ισχυρά αυτά συναισθήματα, τα οποία προβάλλονταν ασυνείδητα στον ψυχαναλυτή, επηρέαζαν την ικανότητα του ασθενούς να κάνει ελεύθερους συνειρμούς. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανάλυση της μεταβίβασης και η αντίσταση του ασθενούς στην ανάλυση τους αποτελούσαν τα κλειδιά της ψυχαναλυτικής θεραπείας.

Διάφορα ζητήματα αλλά κυρίως, ο βασικός ρόλος που απέδιδε ο Φρόυντ στις ενστικτώδεις βιολογικές διαδικασίες, προκάλεσαν τα πρώτα σχίσματα στο ψυχαναλυτικό κίνημα και οδήγησαν τους πρώην συνεργάτες του Καρλ Γιούνγκ, Ότο Ρανγκ και Άλφρεντ Άντλερ να διατυπώσουν δικές τους θεωρίες. Οι διενέξεις που εκδηλώθηκαν αργότερα αφορούσαν λεπτομέρειες της φροϋδικής θεωρίας και δεν οδήγησαν σε πλήρεις αποκλίσεις από το αρχικό φροϋδικό σύστημα. Σημαντικοί θεωρητικοί υπήρξαν, μεταξύ άλλων, ο Έρικ Έρικσον, η Κάρεν Χορν, ο Έριχ Φρομ και Χάρυ Στικ Σάλιβαν. Παλαιότερα η ψυχαναλυτική πρακτική ήταν αποκλειστικό μονοπώλιο των ψυχιάτρων, αργότερα, όμως, έγινε δεκτό ότι ψυχαναλυτές μπορούσαν να γίνουν και μη γιατροί. Στις μεταγενέστερες εξελίξεις συγκαταλέγονται και η εργασία στην τεχνική και τη θεωρία της ψυχανάλυσης των παιδιών. Η τριμερής διάρθρωση της προσωπικότητας σε Εκείνο, Εγώ και Υπερεγώ με την πάροδο του χρόνου έγινε πιο σύνθετη, ενώ δόθηκε όλο και μεγαλύτερη προσοχή στα προβλήματα του άγχους και στη γυναικεία σεξουαλικότητα. Επίσης αναπτύχθηκαν εξωκλινικές εφαρμογές της ψυχανάλυσης σε τομείς κοινωνικών επιστημών, όπως η ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία, καθώς και στη λογοτεχνία και τις τέχνες.

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ - LAROUSSE - BRITANNICA
 
(ΠΑΠΥΡΟΣ, 2007, Τόμος 52, σελ. 741-742)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου