Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Ατομική ψυχολογία του Adler

Ο Alfred Adler (1870-1935), ψυχίατρος από τη Βιέννη, υπήρξε μαθητής του Freud. Συνεργάστηκε αρχικά με το δάσκαλό του (γύρω στα 1902), πολύ γρήγορα όμως (το 1911) διαφοροποίησε τη θέση του και δημιούργησε δική του ψυχαναλυτική θεωρία. Ο Adler τονίζει ιδιαίτερα τη σπουδαιότητα του συνόλου της ατομικής ζωής - του εξελικτικού ιστορικού και της παρούσας κατάστασης - όπως τα βιώνει το ίδιο το άτομο. Γι’ αυτό, την ψυχολογία του την ονομάζει «Ατομική ψυχολογία».

Ο  Adler δέχεται, όπως και ο Freud, την ύπαρξη ενός δυναμικού ασυνειδήτου. Ως βασικό κίνητρο δραστηριότητας όμως δεν θεωρεί τη γενετήσια ορμή, αλλά την ορμή για την υπερνίκηση ατελειών και μειονεκτημάτων, την ορμή για επικράτηση, για κυριαρχία και για κοινωνική αναγνώριση. Τα άτομα, που δεν κατορθώνουν να ικανοποιήσουν την ορμή για επικράτηση, αναπτύσσουν το συναίσθημα της μειονεξίας. Το άτομο με συναίσθημα μειονεξίας νιώθει ότι είναι κατώτερο από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Το συναίσθημα αυτό μπορεί να δημιουργηθεί όταν το άτομο έχει ελαττωματικά σωματικά χαρακτηριστικά (όπως π.χ. δυσμορφία, σωματική αναπηρία, σεξουαλική ανεπάρκεια) ή εξαιτίας του οικογενειακού περιβάλλοντος (ταπεινή οικογενειακή καταγωγή, εξώγαμο τέκνο, διαζευγμένοι γονείς).

Πολλά άτομα κατορθώνουν να ξεπεράσουν τις παντός είδους «μειονεκτικές» καταστάσεις, επιζητώντας να διακριθούν σε έναν άλλον τομέα, αντισταθμίζοντας έτσι τη μειονεκτική τους θέση. Στη λειτουργία της αντιστάθμισης οφείλονται, κατά τον Adler, τα μεγάλα επιτεύγματα ελαττωματικών ατόμων. Έτσι π.χ. ο Δημοσθένης της αρχαιότητας κατόρθωσε να ξεπεράσει τον τραυλισμό του και να γίνει μεγάλος ρήτορας- ο κουτσός Αγησίλαος αναδείχθηκε μεγάλος στρατηγός- ο κουφός Beethoven έγραψε την περίφημη ένατη συμφωνία κ.ά. Όσα όμως άτομα δεν κατορθώσουν να ξεπεράσουν την ανεπάρκειά τους με τρόπο θετικό, αναπτύσσουν νευρωσικά συμπτώματα - φανταστικές ασθένειες, για να δικαιολογήσουν την αδυναμία τους. Το παραμελημένο παιδί της οικογένειας π.χ. παρουσιάζει πονοκεφάλους, ζαλάδες και εμετούς, για να προσελκύσει το ενδιαφέρον των γονέων. Κλασικό είναι το παράδειγμα του Ηρόστρατου που έκαψε το ναό της Εφέσου, ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας, για να μείνει το όνομά του στην ιστορία (ηροστράτειος δόξα).

Ο Adler υποστηρίζει ότι σι νευρώσεις οφείλονται στο συναίσθημα μειονεξίας που δημιουργείται από τη σύγκρουση ανάμεσα στην ορμή για επικράτηση και στην αδυναμία του ατόμου να ικανοποιήσει την ορμή αυτή με θετικό τρόπο. Η διάγνωση και η θεραπεία των νευρώσεων, κατά τον Adler, βασίζεται στη μελέτη του ατομικού-εξελικτικού ιστορικού του ασθενούς. Η εμπεριστατωμένη μελέτη του ιστορικού του ασθενούς και της οικογένειας του είναι το μέσο για να διαπιστωθεί ποιο πρότυπο ζωής, ποιο στυλ ζωής, έχει υιοθετήσει ο ασθενής και σε ποιον τομέα προσπάθησε να διακριθεί. Έτσι, εντοπίζεται τι είναι εκείνο που του δημιουργεί το συναίσθημα μειονεξίας. Εν συνεχεία, επισημαίνεται στον ασθενή η εσφαλμένη τακτική που ακολουθεί στη ζωή, με το να υποτιμά τις πραγματικές του δυνατότητες, και του υποδεικνύονται τα θετικά του στοιχεία και οι τομείς, στους οποίους μπορεί να προσφέρει και να επιτύχει.

Βασικό στοιχείο για τη θεραπεία των νευρώσεων είναι η τόνωση του αυτοσυναισθήματος του ασθενούς, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με την ενθάρρυνση να αναλάβει έργα που μπορεί να ολοκληρώνει με επιτυχία. Το παιδί π.χ., που κλέβει το μολύβι της δασκάλας του, προβαίνει στην ανεπιθύμητη αυτή πράξη για να συλληφθεί και έτσι να γίνει το επίκεντρο της προσοχής και να βγει από την απομόνωση και την αφάνεια, στην οποία νομίζει ότι το έχει καταδικάσει η τάξη. Η δασκάλα πρέπει να συλλάβει το ιδιαίτερο «μήνυμα» μιας τέτοιας πράξης του παιδιού και, αντί να το τιμωρήσει και να το αποδοκιμάσει, να τού δώσει ευκαιρίες, με την ανάθεση διαφόρων πρωτοβουλιών, να «φανεί» μέσα στην τάξη.

Ο Adler τονίζει τη σπουδαιότητα της οικογένειας για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού. Μέσα στην οικογένεια το άτομο δημιουργεί το ιδιαίτερο στυλ ζωής, το χαρακτήρα, που θα διατηρήσει στην κατοπινή του ζωή. Ήδη στο 4ο ή 5ο έτος της ηλικίας το μοντέλο ζωής του παιδιού έχει βασικά διαμορφωθεί. Έτσι π.χ. το παραχαϊδεμένο παιδί θέλει πάντα να γίνεται το χατήρι του∙ ο πρωτότοκος ακολουθεί συντηρητική γραμμή, γιατί έτσι θα διατηρήσει τα κεκτημένα∙ ο δευτερότοκος γίνεται επαναστάτης και αρνητής, για να υπερκεράσει τον ισχυρότερο του μεγαλύτερο αδελφό κ.ο.κ.

Ο Adler δημιούργησε μια ολοκληρωμένη ψυχαναλυτική θεωρία, η οποία εισάγει στο χώρο της ψυχολογίας της προσωπικότητας και της κλινικής ψυχολογίας νέες θεωρήσεις. Αναμφισβήτητα, η ορμή για αναγνώριση και επικράτηση διέπει, άλλοτε σε μικρό και άλλοτε σε μεγάλο βαθμό, την ανθρώπινη συμπεριφορά. Πολλές ενέργειές μας ερμηνεύονται με βάση την ορμή αυτή. Η άποψη όμως του Adler, ότι τα μεγάλα επιτεύγματα οφείλονται στην προσπάθεια του ατόμου για αντιστάθμιση του συναισθήματος μειονεξίας, εμπεριέχει το στοιχείο της υπερβολής. Τα ελαττωματικά άτομα δεν έχουν πάντοτε συναίσθημα μειονεξίας. Σημαντική και γενικής αποδοχής επίσης είναι η άποψή του ότι το οικογενειακό περιβάλλον ασκεί τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ατόμου. Ο θεραπευτής πρέπει να ανατρέξει στο οικογενειακό και ατομικό ιστορικό, για να αποκτήσει μια σαφέστερη και πληρέστερη αντίληψη για το άτομο και να εντοπίσει την αιτία που δημιουργεί τη νεύρωση.

Ο Adler, αντίθετα από το δάσκαλό του, τον Freud, δεν περιορίζεται μόνο στην ανεύρεσή της αιτίας που δημιουργεί τη νεύρωση και τη συνειδητοποίησή της, αλλά προχωρεί και σε ενεργητική αντιμετώπιση της ασθένειας. Με τη μέθοδό του αποβλέπει στην ενίσχυση του αυτοσυναισθήματος του ασθενούς. Η μέθοδος αυτή είναι πιο εύκολη στην εφαρμογή της και απαιτεί λιγότερο χρόνο από ό,τι η ορθόδοξη ψυχανάλυση του Freud.

Ένα μειονέκτημα της θεωρίας του Adler είναι ότι στα κίνητρα των πράξεων του ανθρώπου περιέλαβε μόνο το συναίσθημα μειονεξίας και δεν αναφέρεται καθόλου στο συναίσθημα ανωτερότητας και κενοδοξίας, το οποίο εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα και έχει σοβαρότερες επιπτώσεις τόσο για το άτομο όσο και για το κοινωνικό σύνολο (όλες οι θρησκείες καυτηριάζουν την τάση αυτή του ανθρώπου).

Ιωάν. Ν. Παρασκευόπουλος, Κλινική Ψυχολογία

(Ιδιωτική έκδοση, 1988, σ. 54-57)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου