Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Οι τρεις στυλοβάτες της εθνικοσοσιαλιστικής μαζικής προπαγάνδας

[…] Όλοι ήξεραν ότι η κατάσταση στην Γερμανία ήταν ανυπόφορη. Όλοι ήθελαν την αλλαγή, ουδείς όμως ήξερε τι έπρεπε να αλλάξει. Μόνο οι εθνικοσοσιαλιστές διέθεταν ένα πρόγραμμα που μπορούσε να κατανοήσει ο καθένας και, συγκεκριμένα, την πάση θυσία και με οποιοδήποτε μέσο αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Οι αντιδραστικοί και ιμπεριαλιστικοί σκοποί του Χίτλερ εκφράζονταν ρητά στο έργο του Ο Αγών μου, ωστόσο, με κάθε νέες εκλογές κέρδιζε την υποστήριξη ακόμα περισσότερων εκατομμυρίων ανθρώπων. […]

Τα πλέον οξυδερκή (μέλη του κομμουνιστικού κόμματος) ένιωθαν ότι ως επί το πλείστον οι υποκειμενικά ξεσηκωμένες μάζες ακολουθούσαν τον Χίτλερ επειδή ήθελαν μεν μια εξέγερση, αλλά συγχρόνως φοβόντουσαν την αληθινή επανάσταση. Ο Χίτλερ τις απάλλασσε από την ευθύνη για την ίδια τους την μοίρα, ευθύνη που το γερμανικό επαναστατικό κίνημα τις είχε φορτώσει. Ο Χίτλερ «μπορεί και θέλει να κάνει τα πάντα για μας», έλεγαν. Μπορούσε να κάνει τα πάντα κι έκανε απίθανα πράγματα, επειδή τον στήριζε ο φόβος των μαζών απέναντι στην επανάσταση, ενώ συγχρόνως πρόσφερε μια απατηλή ικανοποίηση στους επαναστατικούς, αντικαπιταλιστικούς και σοσιαλιστικούς πόθους των μαζών. […]

Ουδείς «εργατικός ηγέτης» που γνώριζα είχε μελετήσει σοβαρά το έργο του Χίτλερ Ο Αγών μου, καθώς επίσης και άλλα κείμενα που αναφέρονταν στις μάζες. Ουδείς είχε αναρωτηθεί πώς ήταν δυνατόν αυτή η υπεραντιδραστική κωμωδία, την οποία έπαιζε μια χούφτα ληστών, να κατακτήσει και να δηλητηριάσει τις τίμιες καρδιές εκατομμυρίων Γερμανών. Η φυλετική θεωρία, έλεγαν, ήταν μια «μπούρδα», μια καθαρή «ιμπεριαλιστική παπαρδέλα» και κατά βάση «τίποτα νέο». Η επίθεση κατά των Εβραίων δεν ήταν παρά μια «παμπάλαια τακτική περισπασμού από την ταξική πάλη». Ο σοσιαλισμός υπερηφανευόταν κάποτε ότι ήταν το πρώτο κοινωνικό κίνημα που λειτουργούσε επί σοβαρών επιστημονικών βάσεων. Ωστόσο φαινόταν ότι ουδείς έθετε στον εαυτό του το απλούστατο ερώτημα γιατί εκατομμύρια άνθρωποι αφέθηκαν να επηρεαστούν τόσο πολύ από μπούρδες και παπαρδέλες -και μάλιστα κυριεύονταν από οργή αν κάποιος έθετε τέτοια ερωτήματα. Για να νικήσεις έναν αντίπαλο, πρέπει προηγουμένως να εξετάσεις ενδελεχώς τις μεθόδους και τα κίνητρά του. Το να αναγνωρίζω την πραγματικότητα, δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι συμφωνώ μαζί της. Ωστόσο θεωρείτο παράλογο να παίρνει κανείς στα σοβαρά την μαζική ψυχολογική εμπειρία του Χίτλερ. Κάποια μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας θεωρούσαν προσωπική προσβολή αν κάποιος τους έλεγε ότι η επιτυχία του Χίτλερ μπορούσε να εξηγηθεί μόνο από την ύπαρξη κάποιων βασικών, άγνωστων διεργασιών που έπρεπε να λειτουργούν μέσα στις μάζες. Πριν το 1933, ουδείς σκεπτόταν να αντιμετωπίσει σοβαρά το ζήτημα του φασισμού, ακόμη και οι πλέον στοιχειώδεις απορίες απορρίπτονταν, κι έτσι δεν μπορούσε να δοθεί καμία απάντηση στα ερωτήματα. […]

Ο φασισμός μιλούσε απερίφραστα για πόλεμο, ακόμη κι αν ωραιοποιούσε το έγκλημα με όμορφες λέξεις, όπως «καθήκον», «θυσία» και «υπακοή», αλλά εκατομμύρια άνθρωποι θεωρούσαν νόημα της ζωής τους το καθήκον, την θυσία και την υπακοή. Επιπλέον, διαχώριζε τους ανθρώπους σε «φυσικούς ηγέτες» και σε «γεννημένους για να καθοδηγούνται», κι όμως εκατομμύρια άνθρωποι ενέταξαν τον εαυτό τους στην κατηγορία των υπανθρώπων [Untermenschen]. Ο φασισμός υποσχόταν στους καπιταλιστές ότι θα διασφάλιζε τον έλεγχό τους στην βιομηχανία και συγχρόνως στους εργάτες την συμμετοχή τους στον έλεγχο αυτόν -και τον πίστεψαν και οι δύο. Είχε εξαγγείλει την καθολική στρατιωτική κινητοποίηση του λαού, και αυτός την επιδοκίμαζε. Εν ολίγοις, κάθε πολιτική ενέργεια του φασισμού θα έπρεπε να είχε προκαλέσει μια εξέγερση, κι όμως έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα.

[…] Ο εχθρός της ελευθερίας χτυπούσε κατά βούληση, ενώ οι θιασώτες της ελευθερίας διαμαρτύρονταν στην αστυνομία για τα χτυπήματα αυτά. Όμως έργο του εχθρού ήταν να χτυπάει, ενώ κάθε διαμαρτυρία ήταν ανοησία. […] Η δύναμη του Χίτλερ οφειλόταν στην απογοήτευση του λαού από τον «επιστημονικό σοσιαλισμό» και από την ουσιαστική ανυπαρξία αφ’ ενός της κοινοβουλευτικής-δημοκρατικής και αφ’ ετέρου της ρεφορμιστικής-σοσιαλιστικής ιδεολογίας. […]

Ο μέσος άνθρωπος υπέφερε από μια αντίφαση: ήθελε την αλλαγή του κόσμου, αλλά επιβεβλημένη ξαφνικά εκ των άνω, ως διά μαγείας, όπως ακριβώς του είχαν επιβληθεί η εκμετάλλευση και η καταπίεση. Οι μάζες, πλην ελάχιστων ενημερωμένων εργατών, δεν μπορούσαν να διανοηθούν μια διαφορετική αλλαγή στην ζωή τους από εκείνη που είχαν βιώσει στο παρελθόν, δηλαδή διά της βίας. […]

Επομένως ο Χίτλερ ήταν αδύνατον να αποτύχει διότι επέλυε αυτήν την αντίφαση, αντικαθιστώντας την νεφελώδη, απρόσιτη ελευθερία καθορισμού της κοινωνικής ζωής με την πανάρχαια, εύπεπτη αυταπάτη της εθνικής ελευθερίας. Δεν ζητούσε καμιά υπευθυνότητα -αντιθέτως υποσχόταν ότι τα πάντα θα έρχονταν εκ των άνω και ότι ο ίδιος θα άλλαζε το σύστημα μόνος του. Και ο ξεσηκωμός έγινε με υποκινητή, σχεδόν αποκλειστικά, έναν άνθρωπο άξεστο όπως ο Χίτλερ. Όσο μεγαλύτερο ήταν το εύρος του προβλήματος, τόσο πιο εύκολα εκμεταλλεύσιμη ήταν η παθητικότητα των μαζών.

Ωστόσο, αυτό που κέρδισε τις μάζες δεν ήταν το οικονομικό πρόγραμμα του Χίτλερ. Εκείνο που του χάρισε την νίκη στην καθημερινή προπαγάνδα του ήταν η ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης του Γερμανού μέσω της έντονης ρατσιστικής προπαγάνδας, ο πόλεμος που κήρυξε κατά του «διεθνούς εβραϊσμού» και η σθεναρή επίκληση της εξουσιαστικής οικογένειας. […] ο καθένας από τους 3 αυτούς στυλοβάτες της εθνικοσοσιαλιστικής μαζικής προπαγάνδας διέθετε τον δικό του αποκλειστικό μηχανισμό. […]

Μέσω της ομοιότητάς της με την λέξη rassig, δηλαδή καθαρόαιμος, ρωμαλέος, όμορφος, χαρισματικός, η έννοια της «φυλής» [Rasse] επηρέαζε την ασυνείδητη, συγκινησιακή ζωή των ανθρώπων. Η έννοια αυτή αντιστάθμιζε θαυμάσια την άθλια σεξουαλική, αλλά και γενικότερη εικόνα που είχαν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους και η οποία απέρρεε από την παγκόσμια κρίση. Εφ’ όσον όλοι ανεξαιρέτως κατατρύχονταν από τον λίγο-πολύ συνειδητό, υποχονδριακό φόβο της σύφιλης, και εφ’ όσον σύφιλη σήμαινε δηλητηρίαση του αίματος, η επαγγελία για προστασία της «καθαρότητας του αίματος» άγγιζε μια μύχια χορδή. Στο βιβλίο Ο Αγών μου, η περιγραφή της σύφιλης από τον Χίτλερ είναι απολύτως αποκαλυπτική. Η έννοια του υπανθρώπου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον «υπόκοσμο» και αυτός, με την σειρά του, με τον «προλετάριο», τον «λούμπεν χωριάτη» και τον «εγκληματία». Όμως το ασυνείδητο ταυτίζει κάθε «έγκλημα» με το σεξουαλικό έγκλημα. Υπό αυτήν την έννοια της λέξης κανείς δεν θέλει να είναι υπάνθρωπος, προλετάριος, λούμπεν χωριάτης, εγκληματίας, σεξουαλικός εγκληματίας ή νέγρος, ή, ομοίως, ακόμη και «φραντσέζος». Ο φόβος της σύφιλης είναι βαθύτατα ριζωμένος στην φαντασία της μάζας, ακόμα και των προλετάριων. Ιδού γιατί διόλου δεν αρέσει στον μέσο εργάτη να τον αποκαλούν προλετάριο. Αυτή η λέξη, παρ’ όλες τις καλοπροαίρετες ερμηνείες και εξηγήσεις, εξακολουθεί να σημαίνει «εξαχρειωμένος», δηλαδή «συφιλιδικός». Αν δε προσθέσουμε και την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, η οποία, μέσω της αυταπάτης, επιτρέπει το ξεπέρασμα της πραγματικής αθλιότητας, τότε ολοκληρώνεται ο κύκλος των αναγκαίων συγκινησιακών αντιδράσεων. Ο Χίτλερ ήταν εκείνος που αποκάλυψε την κοινωνική επίδραση της φαντασίωσης.

Το φυλετικό ζήτημα συνδέεται λογικά με το «εβραϊκό ζήτημα». Οι Εβραίοι θεωρούνταν γενικώς -και ειδικότερα υπό την πίεση της αμείλικτης προπαγάνδας ενός ανθρώπου διεστραμμένου, όπως ο Στράϊχερ- «χασάπηδες», δηλαδή άνθρωποι με μεγάλα μαχαίρια που το Πάσχα σφάζουν παιδιά Χριστιανών και Γερμανών. Λόγω της πρακτικής της περιτομής, ο φόβος για τους Εβραίους ενδυναμώνεται από τον πανταχού παρόντα, πανάρχαιο φόβο του ευνουχισμού. Όμως, τέτοιου είδους πράγματα θα μπορούσε να κάνει μόνο κάποιος που επιθυμεί να ιδιοποιηθεί κάθε απόλαυση (και ιδίως την σεξουαλική απόλαυση). Έτσι, αφού ευνούχισαν τους άνδρες, οι Εβραίοι πάνε τώρα να κλέψουν από τους Αρίους και τις γυναίκες τους. Οι Εβραίοι πάντα παίρνουν κάτι. Επιπλέον, εφ’ όσον είχαν την ατυχία να είναι έμποροι, λόγω των προγενέστερων διώξεών τους, είναι κλέφτες του χρήματος. Δεν χρειάζεται παρά ένα μόνο βήμα για να γίνουν το πρότυπο του «καπιταλιστή». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μέσω της πολύ έντεχνης χρησιμοποίησης του σεξουαλικού φόβου απέναντι στον «χασάπη», οι Εβραίοι επωμίζονται όλο το τεράστιο συγκινησιακό φορτίο μίσους για τους τοκογλύφους, δηλαδή τους «καπιταλιστές». Έτσι οι Εβραίοι καθίστανται αντικείμενο τόσο του σοσιαλιστικού μίσους για τους καπιταλιστές όσο και του βαθύτατου σεξουαλικού άγχους. […]

Το ζήτημα της οικογένειας είναι κάπως διαφορετικό. […] Η καταπιεστική ιδεολογία των συγγενικών δεσμών, η οποία καθιερώθηκε από την φασιστική οικογενειακή πολιτική, δεν ήταν αφ’ εαυτής μια καινοτομία, αλλά απλώς η κορύφωση πανάρχαιων παραγόντων, οι οποίοι ενισχύθηκαν στον ύψιστο βαθμό. Η πατριαρχική οικογένεια αναπαράγει το πατριαρχικό κράτος. Ιδού γιατί ένα απολυταρχικό κράτος ή μια ολοκληρωτική δικτατορία πρέπει να επιβεβαιώνουν την οικογενειακή ιδεολογία και να την στηρίζουν αταλάντευτα, διότι αυτός είναι ο σημαντικότερος ιμάντας μεταβίβασης μεταξύ απαιτήσεων της δικτατορίας και πηγών διαμόρφωσης της δομής. Αυτό συμβαίνει όταν έχουμε μια δικτατορία, η οποία, πέραν της τρομοκρατίας που χρησιμοποιεί, υποστηρίζεται από ισχυρές συγκινησιακές δυνάμεις που υπάρχουν μέσα στους ανθρώπους. Η αστική σεξο-οικονομία, και προ αυτής η πατριαρχική σεξο-οικονομία, μετέτρεψε τις φυσικές σεξουαλικές παρορμήσεις σε αλλόκοτα, διαστρεβλωμένα, δευτερογενή κίνητρα, που ήταν κοινωνικώς απαράδεκτα. Η σεξουαλικότητα κατέστη μια παρουσία φρικτή, το πραγματικό περιεχόμενο του κοινωνικού χάους. Η κοινωνική επανάσταση επιδιώκει να ανακατακτήσει την σεξουαλική ελευθερία εντός του πλαισίου μιάς γενικότερης αναδιοργάνωσης της ύπαρξης· όμως, την αληθινή φύση αυτής της ελευθερίας δεν μπορούν να την φανταστούν ούτε οι υπέρμαχοι της επανάστασης ούτε οι ίδιοι οι άνθρωποι, διότι την φοβούνται παράλογα και υπερβολικά. Ως αποτέλεσμα, η φασιστική «προστασία της οικογένειας και του κράτους» από το «μπολσεβίκικο πολιτισμικό χάος» θίγει μια ευαίσθητη χορδή των μαζών, και κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε μ’ έναν σμπάρο δύο τρυγόνια. Πρώτον, η επαναστατική σκέψη καταστρέφεται και, δεύτερον, κερδίζει μαζική υποστήριξη η ίδια η φασιστική τυραννία. «Η μόλυνση της συγκινησιακής ζωής» δεν αποτελεί φαντασίωση, αλλά μια πραγματικότητα. Μέχρι σήμερα καμία οργάνωση δεν μπόρεσε να της αντισταθεί. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες για την αχαλίνωτη πορνογραφία, την διαστροφή και την σεξουαλική εκπόρνευση. Ουδείς είχε προσπαθήσει να αποκαλύψει την «σεξουαλική πανούκλα», όπως και ουδείς είχε συλλάβει ως θετική λύση στο πρόβλημα την διάκριση μεταξύ φυσικής και παθολογικής σεξουαλικότητας. […] Έτσι, η διαφυγή από την σεξουαλική «μπολσεβίκικη πανούκλα» ήταν συνδεδεμένη με έναν σεξουαλικής χροιάς ενθουσιασμό για τον Χίτλερ, τις στολές, τις παρελάσεις και την απελευθέρωση των κοριτσιών και των γυναικών της Γερμανίας από το έκφυλο εβραϊκό γουρούνι. Ιδού ποιά ήταν η πηγή της μεγαλύτερης δύναμης του εθνικοσοσιαλισμού. Οι γενικές αυτές αντιδράσεις προετοιμάζονταν από την οικογένεια. […]

Ο φασισμός δημιούργησε μια ισχυρή βάση μέσω της εξουσιαστικής οικογενειακής ιδεολογίας, ενθαρρύνοντας συγχρόνως τους νέους στις διεκδικήσεις τους απέναντι στην παλιά γενιά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απομάκρυνε πολλούς από αυτούς τους νέους από το σπίτι τους, συλλογικοποιώντας την ζωή τους, άρα και την σεξουαλικότητά τους. […]

Πριν από τον Χίτλερ, οι άνθρωποι γενικώς ανέχονταν απλώς την τυραννία. Στην εποχή του, όμως, προχώρησαν ένα ακόμη βήμα στον δρόμο του παραλογισμού υποστηρίζοντας ενεργά την τυραννία, στρεφόμενοι εναντίον των ίδιων των ζωτικών τους συμφερόντων. Για πρώτη φορά στην ιστορία αποκαλύφθηκε η άγνωστη έως τότε σημασία του ανορθολογισμού στην κοινωνική διαδικασία. […]

Βίλχελμ Ράιχ, Ο μαύρος και ο κόκκινος φασισμός


[ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, 2012, σελ. 36-50]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου