Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Το πλατωνικό δόγμα της μετεμψύχωσης


Ο Πλάτων στα γραπτά του δεν μιλάει μόνο για αθανασία της ψυχής· μιλάει και για ένα συμπλήρωμα της αθανασίας της ψυχής, που μας δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα. Μιλάει για το περίφημο «δόγμα της μετεμψύχωσης ή μετενσάρκωσης» –ίσως ο δεύτερος όρος είναι πιο ακριβής–, για την πεποίθηση δηλαδή ότι όχι απλώς η ψυχή μας δεν πεθαίνει μετά τον θάνατο, αλλά ξαναγυρίζει σε ένα άλλο σώμα και ζει και μία άλλη και μία άλλη και μία άλλη ζωή, μία θεώρηση που φαίνεται να την έχει πάρει απ’ τους Πυθαγορείους· μαρτυρείται μ’ αρκετή ασφάλεια για τον ίδιο τον Πυθαγόρα και για τους οπαδούς του.

Είναι πιο πολύπλοκο το θέμα, διότι το να δεχτείς τη διαφορά ψυχής και σώματος, τη ριζική διαφορά, και την αθανασία της ψυχής, είναι ένα πρώτο βήμα· η μετενσάρκωση μοιάζει να ’ναι ένα δεύτερο και πιο τολμηρό βήμα και λιγότερο πιστευτό από έναν ορθολογικό κριτή. Για παράδειγμα, οι χριστιανοί δέχονται, κατά κάποιον τρόπο, την αθανασία της ψυχής, αλλά δεν μιλούν για μετενσάρκωση, και πόσο μάλλον όταν παίρνει μορφές που καμιά φορά τις προβάλλει κι ο Πλάτων στα κείμενά του, ότι μία άλλη ζωή μπορεί να ’ναι ζωή σ’ ένα ζώο, αποδεχόμενος θρύλους που κυκλοφορούσαν για τον Πυθαγόρα ότι είχε ζήσει πολλές ζωές ή ότι μπορεί... Υπάρχει ένα ανέκδοτο, ότι ακούσαν ένα σκυλάκι να κλαίει κι ο Πυθαγόρας κατάλαβε ποιος φίλος του εκφραζόταν πίσω απ’ το κλάμα της ψυχής· προφανώς αυτό είναι σκωπτικό το ανέκδοτο, διότι αυτές οι θεωρήσεις δεν ήταν και πάρα πολύ διαδεδομένες στην αρχαιότητα.

Γιατί εισάγει αυτή τη θεωρία στα γραπτά του; Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα κι είναι ενδιαφέρον το ότι ο Πλάτων καταφεύγει σ’ αυτό το δόγμα της μετεμψύχωσης όταν ασχολείται με θέματα γνώσης. Είναι λίγο περίεργο: δεν είναι θέματα μυστικισμού και σωτηρίας της ψυχής, αλλά συζητώντας το τι είναι γνώση.

Η πρώτη φορά που εμφανίζεται αυτό το δόγμα στα γραπτά του είναι στον Μένωνα, έναν διάλογο που πρέπει να γράφηκε λίγο πριν απ’ τον Φαίδωνα· συνδέονται σε αρκετά σημεία μεταξύ τους οι δύο διάλογοι. Ο Φαίδων παραπέμπει μ’ έναν έμμεσο τρόπο στον Μένωνα. Τυπικά το θέμα του είναι το διδακτό ή μη της αρετής, αν μπορούμε την αρετή –αν υποθέσουμε ότι την κατέχουμε– να τη διδάξουμε σε άλλους, και δεν καταλήγει σε μία ασφαλή θέση ο διάλογος. …

Για ν’ αποδείξουμε ότι η αρετή είναι διδακτή πρέπει να αποδείξουμε ότι η αρετή είναι γνώση. Αν είναι γνώση η αρετή, τότε προφανώς μπορεί να διδάσκεται. Και ο συζητητής του Σωκράτη, ο Μένων, προβάλλει ένα επιχείρημα που έχει μείνει ως το Παράδοξο του Μένωνος, … Λέει λοιπόν αυτό το παράδοξο – που είναι στην ουσία μια ερώτηση: «Πώς μαθαίνω, αν είναι δυνατόν να μάθω κάτι;»

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Kαταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, Mένων… [και διατυπώνει αυτό το παράδοξο] Ότι είναι αδύνατον κάποιος να αναζητεί τόσο αυτό που γνωρίζει όσο και αυτό που αγνοεί. Δεν μπορεί να αναζητεί αυτό που γνωρίζει, γιατί ήδη το ξέρει και επομένως δεν απαιτείται έρευνα γι’ αυτό. Δεν μπορεί όμως ούτε να αναζητεί αυτό που δεν γνωρίζει, γιατί δεν ξέρει τι πράγμα ψάχνει.

Και συνεχίζεται ο διάλογος και θα δείτε πώς μπαίνει το θέμα της μετεμψύχωσης:

MΕΝΩΝ. Aν δεν σε ικανοποιεί αυτό το επιχείρημα, Σωκράτη, τι έχεις να αντιπροτείνεις;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Έχω ακούσει άνδρες και γυναίκες, γνώστες στα θεϊκά πράγματα…

MΕΝΩΝ. Nα λένε τι;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κάτι που μου φαίνεται αληθινό και υπέροχο.

MΕΝΩΝ. Tι έλεγαν; Kαι ποιοί ήταν αυτοί;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ιερείς και ιέρειες – αυτοί που έχουν έργο να εξηγούν τις τελετές στις οποίες μετέχουν. Το ίδιο λέει και ο Πίνδαρος και πολλοί άλλοι θεϊκοί ποιητές. Αυτό που διακηρύσσουν είναι το εξής – και σκέψου αν λένε όντως την αλήθεια. Λένε λοιπόν ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη· όταν φθάνει σε ένα τέλος –αυτό που αποκαλείται θάνατος–, τότε ξαναγεννιέται· δεν χάνεται όμως ποτέ. Αυτός είναι και ο λόγος που μας επιβάλλει να ζούμε με τη μεγαλύτερη δυνατή ευσέβεια…

Εφόσον η ψυχή είναι αθάνατη και έχει γεννηθεί πολλές φορές και έχει δει όλα τα πράγματα και εδώ και στον Άδη, δεν υπάρχει τίποτε που να μην το έχει μάθει. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι μπορεί να θυμηθεί για την αρετή και για όλα τα παρόμοια πράγματα τα οποία κάποτε ήξερε. Καθώς όλη η φύση διέπεται από συγγένεια, και καθώς η ψυχή έχει μάθει τα πάντα, τίποτα δεν μας εμποδίζει όταν ξαναθυμηθούμε ένα πράγμα –αυτό είναι που οι άνθρωποι αποκαλούν «μάθηση»– να ξαναβρούμε μόνοι μας και όλα τα άλλα, αν είμαστε γενναίοι και δεν εγκαταλείψουμε την αναζήτηση. Γιατί κάθε αναζήτηση, και άρα κάθε μάθηση, δεν είναι παρά ανάμνηση. (Μένων 81a κ.ε.)

Η μάθηση λοιπόν είναι μια μορφή ανάμνησης. Για να δείξει μάλιστα τι εννοεί –αν θέλετε, να το αποδείξει στην πράξη στον Μένωνα– καλεί, μέσα στο κείμενο του Πλάτωνα, έναν αμαθή νέο, ένα παιδί, και πιθανότατα δούλο, που δεν είχε πάρει εκπαίδευση –τον βάζει, θα λέγαμε, στον πίνακα γιατί χρειάζεται σχέδιο γι’ αυτό που περιγράφεται–, και τον βάζει μπροστά σ’ ένα δύσκολο γεωμετρικό πρόβλημα. […]

Με λίγη καθοδήγηση […] ο δούλος καταφέρνει […] στο τέλος να λύσει το γεωμετρικό πρόβλημα. Αυτό θεωρεί ο Σωκράτης ότι είναι μία απόδειξη, ή αν θέλετε μία μεγάλη ένδειξη, ότι […] με την καθοδήγησή του τον έφερε σε τέτοια θέση, ώστε να θυμηθεί αυτά που κάποτε ήξερε. Αν δεν είχε μία τέτοια προϋπάρχουσα γνώση ή, αν θέλετε, ένα ψήγμα τέτοιας γνώσης, δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στη λύση του προβλήματος.

Είναι μια αμφιλεγόμενη, αν θέλετε, απόδειξη. Ίσως το ’χουμε δει στη ζωή μας: πραγματικά άτομα που δεν έχουν ειδικές γνώσεις να τις κατακτούν αρκετά γρήγορα με ένα άλμα. Άλλος θα μπορούσε να πει ότι αυτό γίνεται λόγω μιας έμμεσης καθοδήγησης, μιας διαδικασίας μάθησης δηλαδή, στην οποία υποβάλλεται ο δούλος από τον Σωκράτη. Όπως και να ’χει το πράγμα –και φυσικά αυτά δεν λύνονται με αποδείξεις, αλλά με πεποιθήσεις, είναι πεποιθήσεις, κάποιος πιστεύει στην αθανασία της ψυχής ή δεν πιστεύει κ.ο.κ.– το σημαντικό είναι να δούμε τι θέλει να βγάλει ο Πλάτων μ’ αυτή τη θεωρία και πώς τη συνδέει μ’ ένα πρόβλημα που δεν το περιμέναμε: το παράδοξο της γνώσης, πώς μπορούμε να μάθουμε.

Αν η γνώση είναι ανάμνηση, όπως ισχυρίζεται, όπως βγαίνει από τη θεωρία της μετεμψύχωσης, τότε έχουμε μια βάση στη γνώση μας. Δεν τίθεται πια το παράδοξο, που έθεσε ο Μένων, ότι γιατί να ψάχνουμε κάτι καινούργιο αφού δεν το ξέρουμε ή αν το ξέρουμε ήδη τότε δεν έχουμε λόγο να το ψάξουμε. Η απάντηση θα μπορούσε να ’ναι ότι, δυνάμει, μέσα μας έχουμε ένα υπόβαθρο γνώσης, το οποίο αν σκαλίσουμε τότε μπορούμε να πάμε στο επόμενο βήμα.

Η ίδια περίπου θέση εκφράζεται και στον Φαίδωνα […] Εκεί, δίνονται πάλι κάποιες αποδείξεις για την αθανασία της ψυχής. Νομίζω η ισχυρότερη είναι αυτή που θα σας διαβάσω, που έχει να κάνει πάλι με την ανάμνηση, άρα συνέχονται τα δύο κείμενα, ο Μένων και ο Φαίδων, στο ίδιο πλαίσιο. Επαναλαμβάνω, αποδείξεις για την αθανασία της ψυχής δεν μπορεί κανείς να φέρει. Έμειναν έτσι στην ιστορία της φιλοσοφίας, όπως μιλάμε για αποδείξεις περί της ύπαρξης Θεού, που έχουμε στα μεσαιωνικά χρόνια, οι οποίες, αν τις δει κανείς αυστηρά, δεν είναι προφανώς αποδείξεις. Αν υπήρχαν αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού ή για την αθανασία της ψυχής (και απόδειξη σημαίνει επιστημονική, μαθηματική απόδειξη), τότε όλος ο κόσμος θα ήταν απολύτως όχι πεπεισμένος, αλλά θα ήξερε ότι υπάρχει Θεός ή ότι υπάρχει αθανασία της ψυχής και όπως ξέρετε αυτό δεν είναι κοινή πεποίθηση. Λέει λοιπόν στον Φαίδωνα περίπου το ίδιο πράγμα. Σας διαβάζω το κείμενο. Μιλάει για τις Ιδέες.

Εξέτασε, είπε ο Σωκράτης, αν συμβαίνει το εξής. Ισχυριζόμαστε ότι κάτι είναι ίσο – δεν εννοώ ένα ξύλο ίσο με ένα άλλο ξύλο, μια πέτρα με μια άλλη πέτρα κ.ο.κ. αλλά κάτι διαφορετικό από όλα αυτά, την ίδια την Ισότητα. [Στα αρχαία «ατ τ σον», δηλαδή την Ιδέα της ισότητας.] Θα πούμε ότι αυτό υπάρχει ή όχι;

Και βέβαια θα το πούμε, είπε ο Σιμμίας· σίγουρα υπάρχει.

Γνωρίζουμε όμως ακριβώς τι είναι αυτό;

Φυσικά γνωρίζουμε.

Από πού όμως αποκτήσαμε τη γνώση του; [της Ιδέας της ισότητας.] Μήπως από αυτό που τώρα αναφέραμε, από το γεγονός δηλαδή ότι είδαμε ξύλα, πέτρες ή άλλα αντικείμενα ίσα, φτάσαμε σ’ αυτό, που όμως είναι διαφορετικό; Ή μήπως δεν σου φαίνεται ότι είναι διαφορετικό; Κοίταξε το θέμα ως εξής: Δεν συμβαίνει μερικές φορές ίσα ξύλα και πέτρες, ενώ είναι τα ίδια, να φαίνονται σε κάποιον ίσα και σε [κάποιον] άλλον άνισα;

Βέβαια συμβαίνει.

Τι όμως συμβαίνει; Είναι δυνατό να σου φανούν ποτέ τα ίδια τα ίσα [οι Ιδέες, δηλαδή οι ισότητες, άνισες] άνισα, δηλαδή να σου φαίνεται η ισότητα ανισότητα;

Ουδέποτε Σωκράτη.

Επομένως δεν είναι το ίδιο πράγμα η ισότητα αυτών των αντικειμένων και [η ίδια η Ισότητα] η Ισότητα καθαυτή.

Κατά κανένα λόγο.

Ωστόσο, συνέχισε ο Σωκράτης, από τα ίσα αυτά αντικείμενα που όπως είπαμε δεν ταυτίζονται με το καθαυτό Ίσο, δεν έφτασες στη γνώση αυτού ακριβώς του ίδιου του Ίσου;

Έχεις απόλυτο δίκαιο.

Και αυτό δεν έγινε είτε υπήρχε ομοιότητα ανάμεσά τους είτε ανομοιότητα;

Ακριβώς.

Και πράγματι, αυτό είναι αδιάφορο, είπε ο Σωκράτης. Από τη στιγμή που βλέποντας κάτι οδηγείσαι στο να σκεφτείς κάτι άλλο, είτε όμοιο είτε ανόμοιο, έχει λειτουργήσει κατ’ ανάγκην η ανάμνηση.

[…] Θα πρέπει, κατά συνέπεια, να έχουμε κάπως αποκτήσει γνώση της πραγματικής ύπαρξης του απολύτου Ίσου, πριν αρχίσουμε να βλέπουμε και να ακούμε και να χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις μας

Το συμπέρασμα είναι αναγκαίο Σωκράτη.

Μόλις όμως γεννηθήκαμε δεν αρχίσαμε αμέσως να βλέπουμε, να ακούμε και να χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις μας;

Βέβαια.

Δεν είπαμε ότι την γνώση του Ίσου θα πρέπει να την έχουμε αποκτήσει πριν απ’ αυτό;

Ναι.

Απ’ ό,τι φαίνεται, επομένως, θα πρέπει να έχουμε αποκτήσει αυτή τη γνώση πριν γεννηθούμε.

Πράγματι, έτσι φαίνεται. (Φαίδων 74a κ.ε.)

Ένα ισχυρό επιχείρημα του Σωκράτη. Πολλές φορές, λέει ο Σωκράτης, χρησιμοποιούμε τον νόμο, θα λέγαμε εμείς όχι της ανάμνησης, του συνειρμού. Δηλαδή, βλέπουμε ένα φαινόμενο, όπως δύο ίσα ξύλα, και συνειρμικά ανακαλούμε, αν θέλετε, από τη μνήμη μας κάτι που δεν φαίνεται από τις αισθήσεις, κάτι άλλο. Κατά το παράδειγμα, από δύο ίσα ξύλα, και άλλα δύο ίσα ξύλα, και άλλα δύο ίσα ξύλα ή ελαφρώς άνισα συλλαμβάνουμε την έννοια της Ισότητας που δεν έχει να κάνει με τα συγκεκριμένα ξύλα. Είναι η Ιδέα της ισότητας, είναι κάτι αφηρημένο, είναι κάτι νοητικό, και δεν έχει να κάνει με τις εντυπώσεις που έχουμε με τις αισθήσεις μας. Πώς φτάσαμε σ’ αυτή τη σύλληψη; Η απάντηση του Σωκράτη είναι ότι αυτό το ξέραμε στην ουσία, το είχαμε μάθει κάποτε και το ανακαλέσαμε συνειρμικά στη μνήμη μας, θρησκευτικά επενδύοντάς το μιλώντας. Γιατί; Γιατί η ψυχή μας είχε ζήσει κάποτε ανεξάρτητα από το σώμα, είχε γνωρίσει τα πάντα, τα ξέχασε και στη συνέχεια στην παρούσα ζωή μέσω της κατάδειξης ή μέσω της καθοδήγησης από κάποιον γνώστη, όπως είναι ο Σωκράτης με τον δούλο, το φέραμε πάλι στη μνήμη μας.

Άρα, ο Πλάτων χρησιμοποιεί τη μετεμψύχωση για να λύσει προβλήματα γνώσης, για να αποδείξει ότι υπάρχουν Ιδέες εδώ. Και επειδή η γνώση για τον Πλάτωνα είναι η γνώση των Ιδεών, θεωρεί ότι αυτό είναι καλό υπόβαθρο για να στηρίξει αυτό που θέλει να πει.

[…] Αν δούμε το κείμενο λίγο από πιο μακριά, δεν λέει τίποτα παραπάνω απ’ αυτό που θα πουν αργότερα οι φιλόσοφοι της Νεωτερικότητας, ότι υπάρχουν a priori γνώσεις, δηλαδή γνώσεις που τις έχουμε χωρίς να τις έχουμε μάθει, ότι δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε τη γνώση αν δεν υπάρχει ένα a priori στοιχείο. Ή αν θέλετε να πάτε στη νεότερη βιολογία, οι βιολόγοι λένε ότι όπως κληρονομείται ένα μεγάλο μέρος του DNA των γονέων στα παιδιά, που έχει να κάνει με την εξωτερική τους εμφάνιση, ότι μοιάζει ο γιος με τον πατέρα και πολλές φορές μοιάζει όχι μόνον στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά και στα ταλέντα, ας πούμε, και στις προδιαθέσεις, αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει ότι κληρονομούνται από τους γονείς ή από το είδος γενικά κάποια χαρακτηριστικά στις επόμενες γενιές. Δεν απέχει πολύ από αυτό που ο Πλάτων θα μπορούσε να πει για την εποχή του με την έννοια της μετεμψύχωσης, της γνώσης από ανάμνηση.

Κάποιο κομμάτι γνώσης, και αν δεν είναι γνώση είναι προδιάθεση, δυνατότητα που έχουμε για γνώση, το έχουμε πάρει έτοιμο από τη γέννησή μας. Νομίζω ότι, καθώς μάλιστα οι θεωρίες της κληρονομικότητας έχουν πάρει το πάνω χέρι τα τελευταία χρόνια, δεν είναι πολύ παράλογο να πούμε ότι κάτι θέλει να πει παραπάνω από την επιφάνεια αυτού που λέει ο Πλάτων.


Βασίλης ΚάλφαςΠλάτων 

Mathesis 2018 (σελ. 161-166)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου