Μπρος στην αλήθεια και στο ψέμα ο ρήτορας δείχνεται
αδιάφορος· το μόνο πού επιθυμεί είναι η πειθώ
(πειθούς
δημιουργός έστιν η ρητορική), δηλαδή η υποταγή του άλλου με όπλο τον λόγο.
Μπορεί, όταν μιλά για το δίκαιο και το άδικο, να κάνει τον άλλο υπάκουο και υπήκοο· δεν διδάσκει όμως, με αποτέλεσμα η δημαγωγία να είναι η πιο μεγάλη του
ικανότητα. Νικά με τα λόγια (νικώντας τάς γνώμας), έχει τη δύναμη
του λαοπλάνου και του τυφλοσούρτη (μηχανήν δέ τινα πειθούς ηυρηκέναι, ώστε φαίνεσθαι τοις ουκ ειδόσι μάλλον ειδέναι τών ειδότων, Γοργίας,
459 b-c)· Μα, σαν δύναμη και αυτή, έχει ανάγκη την οικονομία της. Παρόμοια με τον
πυγμάχο και τον παγκρατιαστή, o ρήτορας δεν χτυπά αδιάκριτα φίλους και εχθρούς, οικείους και
ξένους, παρά φροντίζει να διαλέγει τα
θύματά του. «Τώρα, λοιπόν, προτού προχωρήσουμε, θα πρέπει να σκεφτούμε αν ο
ρήτορας, σχετικά με το δίκαιο και το άδικο, το αισχρό και το καλό, το αγαθό και
το κακό, είναι στην ίδια μοίρα σε σχέση με την υγεία και τις άλλες τέχνες και,
δίχως να γνωρίζει τί είναι το αγαθό και το κακό, το καλό και το αισχρό, το
δίκαιο και το άδικο, επειδή διαθέτει το
όπλο της πειθούς (πειθώ περί αυτών
μεμηχανημένος), καταφέρνει να
φαίνεται στους ανήξερους πιο σοφός και από τούς σοφούς» (459 d).
Αυτονόητη αρχικά, η λέξη πειθώ μπορεί να σχιστεί στα δύο· από τη μια, αυτή πού
χαρίζει την πίστη δίχως τη γνώση (ρητορική) και, από την άλλη, εκείνη πού, μαζί
με την πίστη, προσφέρει και την επιστήμη (φιλοσοφία). Αντίστοιχες
παρουσιάζονται και οι ζευγαρωτές σωκρατικές διακρίσεις· ο άνθρωπος χωρίζεται σε σώμα και ψυχή, επιφέροντας τη σύστοιχη
διάκριση των τεχνών πού καταγίνονται με αυτές τις δύο περιοχές. Η πολιτική έχει να κάνει με την ψυχή, ενώ
στο σώμα ανήκουν η γυμναστική και η ιατρική. Ό,τι είναι η κομμωτική προς
τη γυμναστική, είναι και η μαγειρική προς την ιατρική. Σαφέστερα: το αντιθετικό
ζεύγος κομμωτική/γυμναστική αναλογεί με το ζεύγος σοφιστική/νομοθετική·
παρόμοια και η μαγειρική/ιατρική αναλογεί με τη ρητορική/δικαιοσύνη.
Παρακολουθώντας αυτούς τούς δυϊσμούς, εύκολα βλέπουμε ότι το βασικό κριτήριο
είναι η προσήλωση στην υγεία, ψυχική και σωματική. [ ... ] Η πολιτική
του, [ ... ], αποβλέπει στην εξυγίανση[1]. Και η εξυγίανση της ψυχής δεν σημαίνει τίποτε άλλο από τον συστηματικό
εκπολιτισμό της.
Αδιάφορη για κάθε λογής υγεία, η ρητορική, όντας για την
ψυχή ό,τι η μαγειρική για το σώμα, αποβλέπει στο σπάσιμο των νομικών εμποδίων,
για να κερδίσει την παντοδυναμία, το μέγα δύνασθαι, την αναίρεση
κάθε συμβατικής ηθικο-πολιτικής τάξης. «Μέσα στην κατάμεστη αγορά, Πώλε, μπορώ
να πάρω ένα μαχαίρι στον κόρφο μου, έχω έτσι στα χέρια μου μια νέα δύναμη,
εξαιρετικό όργανό τυραννίας, πού μου δίνει τη δυνατότητα, στη στιγμή, να
σκοτώσω τον οποιονδήποτε, να σπάσω το κεφάλι ενός περαστικού ή να σχίσω τα
ρούχα του...» (469 d). Αντιμέτωπος
με την εκδοχή αυτής της ασύδοτης δύναμης πού οδηγεί στην αποχαλίνωση του
εγκλήματος, δηλαδή στην καταστροφή της πόλης, o Σωκράτης έχει να
αντιπροτείνει την απόλυτη «παθητικότητα» του πολίτη:
Πώλος: Σὺ ἄρα βούλοιο ἂν ἀδικεῖσθαι μᾶλλον ἢ ἀδικεῖν;
Σωκράτης: Βουλοίμην μὲν ἂν ἔγωγε οὐδέτερα· εἰ δ' ἀναγκαῖον εἴη ἀδικεῖν ἢ ἀδικεῖσθαι (469 b-c).
Στο όνομα της δίκης καταργεί ακόμη και
τις ανθρώπινες σχέσεις, μια και, καταπώς πιστεύει,
είναι αδύνατο να βιωθεί μια «ανθρώπινη» κατάσταση μέσα στην αδικία. Το σαράκι
της άδικης πράξης κατατρώει την ψυχή· όταν το απαιτεί η περίσταση, όπως
ακριβώς και ο Ευθύφρονας, πού δεν δίστασε να προσαγάγει στο δικαστήριο τον ίδιο
τον πατέρα του, πρέπει να γινόμαστε κατήγοροι ακόμη και των πιο κοντινών μας
ανθρώπων. Ο πολιτικός δεσμός με την πόλη
ξεπερνά κάθε δεσμό αίματος και αισθήματος[2]: πάνω απ’ όλα στέκει η επιβολή της δικαιοσύνης. Οι πόνοι της τιμωρίας πού επιβάλλει το δικαστήριο -με
άλλα λόγια, η απόλυτη ηθική συνείδηση- είναι οι πόνοι της ψυχής πού, πίνοντας
το φάρμακο του γιατρού-δικαστή, θεραπεύεται από την αρρώστια της (ιατρική γίνεται πονηρίας η δίκη). Με
κλειστά μάτια, λοιπόν, καθώς και ο ασθενής στον θεραπευτή του, πρέπει να
παραδίνεται ο ένοχος στο δικαστήριο (ὁ δὲ ὀρθῶς κολάζων δικαίως κολάζει. Γοργίας, 476 e). Στο
όνομα του αγαθού και του καλού ας τον τυραννήσουν, ας τον χτυπήσουν, ας τον σκοτώσουν
αν χρειαστεί· το δίκαιο και η αξιολογική τάξη υπερβαίνουν τη ζωή.
Σε τούτη την περίπτωση, η μόνη ρητορική την όποια θα μπορούσε να
δεχτεί ο Σωκράτης είναι η ικανότητα πού, ευνοώντας τη δίκη, θα φανέρωνε το
αδίκημα και θα συντόμευε έτσι τη διαδικασία της τιμωρίας. Μόλις ο βιαστής
βιαστεί όπως βίασε, το κοινωνικό σώμα ξαναβρίσκει τη χαμένη του ισορροπία. […]
Κωστή Παπαγιώργη – Σωκράτης. Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί
[Εκδόσεις Καστανιώτη, 1995, σελ. 33-36]
[1] Ιατρείον εστι ώ άνδρες το του φιλοσόφου σχολείον, Επίκτητος, Διατριβαί, Γ 23. Η γνώση είναι πάντα
γιατριά, γι’ αυτό και ο Σωκράτης αποκρίνεται στον υπερόπτη Ιππία: σὺ οὖν χάρισαι καὶ μὴ φθονήσῃς ἰάσασθαι τὴν
ψυχήν μου, Ιππίας Έλάσσων,
372 e· Την ψυχήν την σαυτού παρασχείν
θεραπεύσαι ανδρί, Πρωταγόρας, 312 b-c. Σπεύδοντα όπως
μη εγχρονισθέν το νόσημα της αδικίας ύπουλον την φυχήν ποιήσει και ανίατον,
Γοργίας, 480 b.
[2] Το ίδιο απαράβατο
καθήκον θυμίζουν τα λόγια του Ναζωραίου, δηλαδή του Νόμου: Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς
πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ.
Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος·
καὶ ὁφιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι
μου ἄξιος. Κατά Ματθαίον Ι΄ 35-37
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου