Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου (7)


Το ελληνικό αδιέξοδο

Μήπως αυτά σηµαίνουν ότι η Ελλάδα οφείλει να ξεκόψει από τις σηµερινές της συµµαχίες; Βεβαίως όχι, καθώς εναλλακτική λύση δεν υπάρχει. Αλλά η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έµπρακτα, κι όχι µόνον λεκτικά, ότι η αξία µιας συµµαχίας για ένα της µέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου µέσα στο σύνολο της συµµαχίας. Πιο λιανά: οι σύµµαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι' αυτούς. Καµµιά συµµαχία και καµµιά προστασία δεν κατασφαλίζει  όποιον βρίσκεται µαζί της σε σχέση µονοµερούς εξάρτησης. Τα «δίκαια» της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας µε διαρκώς απλωµένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και «προγράµµατα στήριξης».

Η λύση του προβλήµατος της εθνικής βιωσιµότητας, όχι  σε λογιστική, αλλά σε παραγωγική βάση, αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικοί πόροι πρέπει να αντιµετωπισθούν µε γεωπολιτικά και στρατηγικά κριτήρια, όχι ως αριθµητικοί «δείκτες»: το 1% του εθνικού εισοδήµατος που προέρχεται από την άνοδο του τουρισµού δεν είναι το ίδιο µε το  1% που δίνει µια σύγχρονη εξοπλιστική βιοµηχανία. …

Ας υπογραµµίσουµε ακόµα µια φορά ότι η βαθύτερη αιτία της αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα δεν είναι ούτε πολιτισµική ούτε στενά πολιτική και παροδική, αλλά έγκειται στη συνεχή διεύρυνση της διαφοράς ανάµεσα στο γεωπολιτικό δυναµικό των δύο χωρών. Σε ορισµένους κρίσιµους τοµείς, όπως ο δηµογραφικός, ξέρουµε από τώρα ότι το παιγνίδι είναι χαµένο. Αν θέλουµε να παραµείνουµε νηφάλιοι, έστω και µε αντίτιµο την απαισιοδοξία, οφείλουµε να πούµε ότι και σε άλλα πεδία στρατηγικής σηµασίας αρχίζουν να παγιώνονται αναντίστροφες εξελίξεις. Η Ελλάδα µεταβάλλεται σταθερά σε χώρα µε περιορισµένα  κυριαρχικά δικαιώµατα, δηλαδή δικαιώµατα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων,  ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη «δεν παραχωρούµε τίποτε» δεν έχει έµπρακτο αντίκρυσµα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιµες ώρες τις µεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωµένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν µε παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγµατα το βέτο της για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας µε την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι πιθανό να µετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς µέσω του «ευρωπαϊκού δρόµου» και της επιρροής των «Ευρωπαίων εταίρων». Τέτοιες ενέργειες δεν είναι απλώς εσφαλµένοι ή έστω συζητήσιµοι χειρισµοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόµενα µιας βαθύτερης ιστορικής κόπωσης, µιας προϊούσας, ηδονικής µάλιστα παράλυσης. Στον βαθµό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέµου θα αποµακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται  ακόµα ηδονικότερη, εφ' όσον η υποχωρητικότητα θα αµείβεται µε αµερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόµενος Βαλκάνιος, και επίσης µε δάνεια και δώρα για να χρηµατοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισµός. Απ' αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγµατικότητα θα συνιστά κάµψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού  δυναµικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονοµάζουν «πολιτισµένη συµπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισµού» και «εξευρωπαϊσµό».

Πράγµατι, το σηµερινό δίληµµα είναι αντικειµενικά τροµακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σηµαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεµος σηµαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήµµατος αυτού, η ανατροπή των σηµερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισµών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον όποιο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι µετριότητες, υποµετριότητες και ανθυποµετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσµο, δεν έχουν το ανάστηµα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήµατα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους, ίσως να καταρρεύσουν ακόµα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν µπροστά στη µεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεµο γιατί, αν ο πόλεµος είναι συνέχεια της πολιτικής, ποιος πόλεµος θα συνεχίσει µια σπασµωδική πολιτική; Οι ευρύτερες µάζες, καθοδηγούµενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσµης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόµενες γαλανόλευκα ράκη, οπότε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν µόνιµα µε παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαµε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαµηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50% του µέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάµεσα σ' ό,τι παράγεται και σ' ό,τι καταναλώνεται, µε αποτέλεσµα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου. Αν λάβουµε υπ' όψιν µας µόνον όσα πράττονται και αφήσουµε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόµαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγµατα, ώστε κανείς να µην έχει την άµεση ευθύνη, και επίσης υπό τον όρο να τεχνουργηθούν απροσµάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις («ελληνοκεντρικές» ή «εξευρωπαιστικές», αδιάφορο). Τις τραγωδίες ή τις κωµωδίες, που µπορούν να περιγράψουν µε τις αρµόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εµένα µου έρχεται στον νου η τετριµµένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυµοσοφία: όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιµάται.


(ΘΕΜΕΛΙΟ, 1998, σελ. 409-411)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου