Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Η αγγλοσοβιετική «συμφωνία ποσοστών» του Οκτωβρίου 1944 για τα Βαλκάνια

Μία πρώτη, ειδικότερου χαρακτήρα, συνεννόηση μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων για τη μεταπολεμική διευθέτηση έγινε από τον Βρετανό πρωθυπουργό, Ουίνστον Τσώρτσιλ και τον Σοβιετικό ηγέτη, Ιωσήφ Στάλιν, στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 1944 και αφορούσε μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, τα Βαλκάνια: καθώς άρχιζαν οι βρετανικές αποβάσεις με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας, και αφού τα σοβιετικά στρατεύματα ήδη βρίσκονταν στη Βουλγαρία, ο Τσώρτσιλ επιζήτησε μία συμφωνία με τη Μόσχα, που θα του έδινε τη δυνατότητα να προχωρήσει απρόσκοπτα στην Ελλάδα.

Έτσι, σε συναντήσεις του Τσώρτσιλ με τον Στάλιν και, σε δεύτερο στάδιο, των δύο υπουργών Εξωτερικών, Άντονυ Ήντεν και Βιάτσεσλαβ Μολότωφ, συνήφθη η περίφημη «συμφωνία ποσοστών», που προέβλεπε στην Ελλάδα 90% επιρροή για τη Βρετανία και 10% για την ΕΣΣΔ, αντίστροφα ποσοστά στη Ρουμανία, 50-50 επιρροή στη Γιουγκοσλαβία και 80% για την ΕΣΣΔ και 20% για τη Βρετανία στη Βουλγαρία και την Ουγγαρία. Οι Τσώρτσιλ και Στάλιν ενημέρωσαν για τη συμφωνία και τον Αμερικανό πρόεδρο, τον οποίο διαβεβαίωσαν ότι επρόκειτο για διευθέτηση που δεν θα προδίκαζε απαραίτητα το μέλλον, και πάντως ήταν αναγκαία για να αποφευχθούν ενδοσυμμαχικές έριδες μετά την απελευθέρωση των χωρών αυτών.

Η «συμφωνία ποσοστών» θεωρήθηκε ως μείζον βήμα για τη διαίρεση τουλάχιστον της νοτιοανατολικής Ευρώπης: πράγματι, ο Στάλιν θα τηρήσει τη ρύθμιση όταν, τον Δεκέμβριο, βρετανικά και κυβερνητικά στρατεύματα θα αντιμετωπίσουν στην Αθήνα τις δυνάμεις του ΕAM∙ είναι βέβαιο ότι ο Σοβιετικός ηγέτης προσδοκούσε να επικαλεστεί τη στάση του αυτή κατά τα Δεκεμβριανά, εάν οι Δυτικοί διαμαρτύρονταν στο μέλλον για την επιβολή της δικής του πολιτικής στην Ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, η σημασία της συγκεκριμένης συμφωνίας δεν θα πρέπει να υπερτονίζεται, καθώς, σε τελική ανάλυση, απλώς επικύρωνε μία ήδη υπάρχουσα κατάσταση στη νοτιοανατολική Ευρώπη, ήδη κατεχόμενη από τον Ερυθρό Στρατό, ενώ θεωρητικά αναφερόταν στην επιρροή των δύο δυνάμεων, Βρετανίας και ΕΣΣΔ, μόνον κατά την πρώτη περίοδο μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Επρόκειτο για μία προσπάθεια «συναντίληψης» των δύο ηγετών, η οποία πρώτιστα αντανακλούσε την (ομολογουμένως ακριβή) κατανόηση και των δύο πλευρών, σχετικά με τα όρια που έθετε στην ισχύ τους η εξέλιξη του πολέμου. Έτσι, το Λονδίνο εκδήλωνε το ενδιαφέρον του, ως μείζων ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο, για την κρίσιμη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας (και της Γιουγκοσλαβίας), ενώ αναγνώριζε την αδυναμία του να ελέγξει τα κράτη της βαλκανικής ενδοχώρας. Αντίστοιχα, η Μόσχα εκδήλωνε το ενδιαφέρον της για τις χώρες του εσωτερικού, τον έλεγχο των οποίων θεωρούσε αναγκαίο για την κατοχύρωση της δικής της ασφάλειας, και διακήρυττε στους Βρετανούς την απροθυμία της να συμπεριλάβει στη σφαίρα επιρροής της τη ναυτική χώρα της περιοχής, την Ελλάδα, γνωρίζοντας καλά ότι παρόμοια απόπειρα θα την έφερνε σε τροχιά σύγκρουσης με τον δυτικό κόσμο.

Τα ποσοστά, αυτά καθ' εαυτά, λίγη σημασία μπορούσαν να έχουν — τι σημαίνει, άραγε, 80 προς 20 ή 75 προς 25, και τι διαφορά έχει από το 90 προς 10; Η «συμφωνία ποσοστών» ήταν σημαντική για άλλους λόγους. Πρώτον, ως ένδειξη του κυνισμού με τον οποίο αντιμετώπισαν οι δύο πλευρές —βρετανική και σοβιετική— το ζήτημα, στο μέσον του μεγαλύτερου πολέμου για την ελευθερία στην παγκόσμια ιστορία. Δεύτερον, ήταν σημαντική η συμφωνία καθώς κατεδείκνυε ότι οι δύο αυτές πλευρές είχαν αντιληφθεί τα όρια των δυνατοτήτων τους και είχαν αυτοπεριοριστεί στην επιδίωξη των στόχων τους. Υπό την έννοια αυτή, μπορεί να υποστηριχτεί ότι και εάν ακόμη το περίφημο αυτό έγγραφο δεν είχε ποτέ συνταχθεί, η αγγλοσοβιετική συνεννόηση και πάλι θα υπήρχε και τα πράγματα δεν θα είχαν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά. Άλλωστε, τουλάχιστον ως προς τη Γιουγκοσλαβία, η «συμφωνία ποσοστών» δεν τηρήθηκε ποτέ: ο ισχυρός Τίτο ήταν, αρχικά, «100%» φιλοσοβιετικός και από το 1948, μετά τη ρήξη του με τον Στάλιν, σχεδόν «100%» αντισοβιετικός. Οπωσδήποτε, η «συμφωνία ποσοστών» δεν αποτέλεσε μία γενική διευθέτηση των νικητών του πολέμου για τη διαίρεση όλης της Ευρώπης.


(Εκδόσεις Πατάκη, 2001, σελ. 75-77)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου