Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, η διεθνής θέση της Τουρκίας και το Δόγμα Τρούμαν

Οι εμφύλιες διαμάχες στην Ελλάδα είχαν αρχίσει ήδη από την περίοδο της Κατοχής και ιδιαίτερα το 1943, όταν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, με κύρια τη συμμετοχή του ΚΚΕ, επιτέθηκε στις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις και τις κατέστρεψε, με την εξαίρεση του ΕΔΕΣ, ο οποίος περιορίστηκε στην περιοχή της Ηπείρου. Σταδιακά, μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών του αστικού χώρου αναπτύχθηκε ο φόβος ότι οι δυνάμεις του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και του ΚΚΕ θα επιζητούσαν να καταλάβουν την εξουσία με τη βία στη μεταπολεμική περίοδο. Η «συμφωνία ποσοστών» του Οκτωβρίου 1944 μεταξύ Στάλιν και Τσώρτσιλ προέβλεπε την περιέλευση της Ελλάδας στη βρετανική σφαίρα επιρροής και σε μεγάλο βαθμό προδίκαζε και το μεταπολεμικό πολιτικό καθεστώς της.

Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών του 1944 αφενός επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους των ελληνικών αστικών κομμάτων για τις προθέσεις του ΚΚΕ, και αφετέρου προσέφερε μία δυνατότητα να ηττηθεί στρατιωτικά ο ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Η περίοδος που ακολούθησε τη συμφωνία της Βάρκιζας του Φεβρουαρίου 1945, χαρακτηρίστηκε από την αυξανόμενη παράλυση ενός κρατικού μηχανισμού αδύναμου να ελέγξει την ύπαιθρο (όπου δρούσαν ακροδεξιές και κομμουνιστικές ένοπλες ομάδες), από την καταδίωξη μεγάλου αριθμού στελεχών του ΕΑΜ, από την απόκρυψη σημαντικών ποσοτήτων όπλων από το ΕΑΜ (τα οποία όφειλε, βάσει της συμφωνίας της Βάρκιζας, να παραδώσει), αλλά και από την αδυναμία ανασυγκρότησης της οικονομίας. Η διενέργεια των εκλογών του Μαρτίου 1946, από τις οποίες απείχαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, η επακόλουθη γενίκευση των συγκρούσεων μεταξύ κομμουνιστικών ομάδων και στρατού, το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1946 που απέληξε στην παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου Β' σηματοδότησαν την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, που μετέτρεψε τη χώρα στο πρώτο πεδίο ένοπλης αντιπαράθεσης του Ψυχρού Πολέμου.

Αρχικά, οι δυνάμεις του τακτικού στρατού αδυνατούσαν να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά στις κομμουνιστικές δυνάμεις, ενώ η κάκιστη οικονομική κατάσταση της χώρας δημιουργούσε φόβους για πιθανή κατάρρευση του κυβερνητικού στρατοπέδου. Μία τέτοια εξέλιξη, όμως, σύμφωνα με τις δυτικές δυνάμεις, εκτός του ότι θα προσέφερε στους Σοβιετικούς πρόσβαση στη Μεσόγειο, θα μπορούσε να έχει αλυσιδωτές επιδράσεις και να λειτουργήσει ως «ντόμινο», αφού η Τουρκία, γεωγραφικά απομονωμένη, θα περιερχόταν και αυτή στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, ενώ θα ενισχύονταν τα ισχυρότατα κομμουνιστικά κόμματα της Ιταλίας και της Γαλλίας (που μετείχαν στις κυβερνήσεις των χωρών τους), με άδηλα αποτελέσματα ακόμη και για τη Δυτική Ευρώπη.

Πράγματι, υπήρχε έντονη η αίσθηση στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Δύσης ότι η έναρξη του εμφυλίου πολέμου σηματοδοτούσε μία προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να κατέλθει στη Μεσόγειο. Οι κατηγορίες της Ελλάδας σε βάρος των βόρειων, κομμουνιστικών, γειτόνων της για περίθαλψη των μονάδων του ΚΚΕ, για ανεφοδιασμό τους, για επέμβαση γενικότερα στον εμφύλιο πόλεμο, συζητήθηκαν και στον ΟΗΕ ενώ συνέπεσαν με τις συζητήσεις για σύναψη της βουλγαρικής Συνθήκης Ειρήνης, κατά τις οποίες η μεν Γιουγκοσλαβία ζήτησε την προσάρτηση της ελληνικής Μακεδονίας, ενώ η Βουλγαρία της Δυτικής Θράκης (και η Ελλάδα από την πλευρά της είχε ζητήσει «βελτίωση» των συνόρων της με τη Βουλγαρία). Στην ευρύτερη περιοχή επίσης παρουσιάζονταν παρόμοια σημάδια έντασης. Το 1946, οι Βρετανοί είχαν μετά από πολλές πιέσεις (και χάρη στη στιβαρή αμερικανική διπλωματική υποστήριξη) υποχρεώσει τους Σοβιετικούς να εκκενώσουν το βόρειο Ιράν, το οποίο ήλεγχαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τέλος, στα μέσα του 1946, το σοβιετικό αίτημα για συμμετοχή στην άμυνα των Στενών των Δαρδανελλίων (δηλαδή αίτημα για παραχώρηση στρατιωτικών βάσεων στην περιοχή αυτή) θορύβησε τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, αφού σοβιετική στρατιωτική παρουσία στην Τουρκία θα μπορούσε να μετατρέψει τη χώρα σε όμηρο της Μόσχας. Το σοβιετικό αίτημα απορρίφθηκε, ενώ αμερικανικό αεροπλανοφόρο επισκέφθηκε την περιοχή.

Η Μεσόγειος, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Τουρκίας, αποτελούσε ζώνη, κυρίως, βρετανικής «ευθύνης» (δηλαδή επιρροής). Ωστόσο, η Βρετανία, η ίδια σε δυσχερή οικονομική κατάσταση μετά τον πόλεμο, αντιμετώπιζε ήδη μεγάλες δυσκολίες στην ευρύτερη περιοχή (κυρίως στην Παλαιστίνη, από την οποία σύντομα θα εξαναγκαστεί να αποχωρήσει) και αδυνατούσε να παράσχει τα αναγκαία κονδύλια στην Τουρκία και στην, εμπόλεμη πλέον, Ελλάδα. Οι Βρετανοί, όμως, παρατηρούσαν ότι οι Αμερικανοί ήταν απρόθυμοι να εμπλακούν και σε τούτη την περιοχή της υφηλίου και να επωμιστούν τις αντίστοιχες οικονομικές επιβαρύνσεις. Για να εξαναγκάσουν, λοιπόν, τους Αμερικανούς να αναλάβουν αυτοί τον ρόλο εγγυητή για τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι Βρετανοί, στα τέλη του Φεβρουαρίου 1947, ενημέρωσαν αιφνιδιαστικά την αμερικανική κυβέρνηση ότι αδυνατούσαν να συνεχίσουν τη βοήθεια προς τις δύο αυτές χώρες από την 31η Μαρτίου 1947.

Ο αιφνιδιαστικός τρόπος με τον οποίο ανήγγειλαν την απόφασή τους οι Βρετανοί και ιδιαίτερα το ελάχιστο περιθώριο που έθεταν (μόλις έναν μήνα) εξανάγκασαν πράγματι την αμερικανική κυβέρνηση να παρέμβει. Μετά από έντονες διαβουλεύσεις στην αμερικανική πρωτεύουσα, ο πρόεδρος Τρούμαν παρουσιάστηκε στο Κογκρέσσο στις 12 Μαρτίου 1947, ζητώντας να παράσχουν οι ΗΠΑ τη σχετική βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Στη σχετική ομιλία του, που έκτοτε περιγράφηκε ως εξαγγελία ενός «Δόγματος Τρούμαν», ο Αμερικανός πρόεδρος περιέγραψε με μελανά χρώματα την κατάσταση στις δύο αυτές χώρες, και σημείωσε ότι ήταν καθήκον των ΗΠΑ να βοηθήσουν τα κράτη που ήθελαν να διατηρήσουν «τους ελεύθερους θεσμούς» τους και «να αντισταθούν στον κομμουνισμό».

Με το Δόγμα Τρούμαν, δόθηκε σημαντική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην ελληνική κυβέρνηση, που την βοήθησε να νικήσει στον εμφύλιο. Παράλληλα, το Δόγμα Τρούμαν αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την εφαρμογή από τις ΗΠΑ, και κατά τα επόμενα χρόνια, μίας πολιτικής «ανάσχεσης» της Σοβιετικής Ένωσης στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, βασισμένης στη διατήρηση σε φιλοδυτική τροχιά τριών κρατών που παρεμβάλλονταν μεταξύ του ανατολικού συνασπισμού και των θερμών θαλασσών του Νότου: της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ιράν, που έμειναν γνωστά ως το «βόρειο κρηπίδωμα» (the Northern Tier) το οποίο «συγκρατούσε» τη σοβιετική «παλίρροια» προς το νότο. […]

Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου

(Εκδόσεις Πατάκη, 2001, σελ. 95-98)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου