Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Ελευθέριος Βενιζέλος: ο μύθος του χαρισματικού ηγέτη

Το 1910, ο Βενιζέλος εμφανίστηκε ως τυπικός χαρισματικός ηγέτης, καλώντας «υπό την σημαίαν ταύτην» όσους ένοιωθαν «τον ιερόν πόθον» να τον ακολουθήσουν στην αποστολή του. Από τότε, καλλιέργησε συστηματικά το μύθο του, με αποκορύφωμα τον επικήδειο που αυτοσχεδίασε για τον εαυτό του μιλώντας στη βουλή, στις 28 Απριλίου 1932:

… ο προκείμενος νεκρός ήτο ένας αληθινός άνδρας, με μεγάλο θάρρος, με αυτοπεποίθησην και δι’ αυτόν και διά τον λαόν τον οποίον εκλήθη να κυβερνήση. Ίσως έκαμε πόλλά σφάλματα, αλλά ποτέ δεν του απέλειψε το θάρρος, ποτέ δεν υπήρξε μοιρολάτρης, διότι δεν επερίμενε ποτέ από την μοίραν να ίδη την χώραν του προηγμένην, αλλά έθεσεν εις την υπηρεσίαν αυτής όλον το πυρ το οποίον είχε μέσα του, κάθε δύναμιν ψυχικήν και σωματικήν.

Από τις άπειρες μαρτυρίες και εκδηλώσεις του μύθου ξεχωρίζουν όσα γράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς στο μυθιστόρημά Αργώ (έβδομο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους), για την επιστροφή του Βενιζέλου στην Ελλάδα το 1927 και στην ενεργή πολιτική το 1928:

Ήδη, παντού γινόταν λόγος για τον Πρόεδρο. Μόλις ξαναπάτησε τα ελληνικά χώματα έγινε πάλι μονομιάς, ο Πρόεδρος. Η λέξη, έτσι χωρίς να συνοδεύεται από κανένα όνομα, δήλωνε αυτόν και όλοι το ήξεραν. Αρχηγός, σωτήρας, σύμβολο της μισής Ελλάδας, Σατανάς για την άλλη μισή, είταν οπωσδήποτε για όλους ο Πρόεδρος των ελληνικών ζητημάτων, ο άξονας που γύρω του ξανάρχιζε να στροβιλίζεται το έθνος. Κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβώς είχε στο νου του, μα η παρουσία του έφτανε για να αναστατώσει τα πάντα, σαν να ανάδινε η παρουσία αυτή κάποιο μυστηριώδες ρεύμα, που τράνταζε μονομιάς όλες τις δυνάμεις του εθνικού οργανισμού, τις δυνάμεις της πίστης και του ηρωισμού, της περιπέτειας και της αρπαγής, της δημιουργίας και της διάλυσης, της μοχθηρίας και του φθόνου. Όλες οι ζωικές ορμές που κοιμόντανε αχρησιμοποίητες, ξυπνούσανε πάλι και κοχλάζανε δυνατά στα ρόδινα ακρογιάλια της Ανατολικής Μεσογείου: Βενιζέλος! Βενιζέλος! …

… Αυθόρμητα οι Έλληνες ξανάπαιρναν θέση στις παλιές, στις φυσικές παρατάξεις τους, που τις νόμιζαν ότι έλειψαν για πάντα, ξαναγινότανε βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί. «Είναι άλλη φυλή», έλεγαν οι πρώτοι για τους δεύτερους. Κι’ αυτοί αποκρινότανε ότι «ο βενιζελισμός είναι πραγματική νόσος, της οποίας το μικρόβιον, όπως και του καρκίνου, δεν ανευρέθει εισέτι». Υπήρχαν εθνικιστές βενιζελικοί και εθνικιστές αντιβενιζελικοί, μαρξιστές βενιζελικοί και μαρξιστές αντιβενιζελικοί. Κ’ είτανε χίλιες φορές ευκολότερο να συνεννοηθεί λ.χ. ένας βενιζελικός εθνικιστής μ’ ένα μαρξιστή βενιζελικό παρά μ’ έναν αντιβενιζελικό εθνικιστή. Υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν βαθιά στη Δημοκρατία και γινότανε φανατικοί μοναρχικοί, για να εκδικηθούνε το Βενιζέλο. Κι’ άλλοι αντίστροφα. Κι’ όλα αυτά δεν παραξενεύανε κανέναν. Ο Πρόεδρος είταν η άμεση πραγματικότητα. Τα άλλα θαρρείς και αποτελούσαν μια δεύτερη πραγματικότητα, μακρινή, ξενική, και σχεδόν απίθανη.

Ακόμη και ένας μαρξιστής σαν τον Σεραφείμ Μάξιμο (Κοινοβούλιο ή δικτατορία;) δεν μπορούσε να αγνοήσει τη δύναμη του μύθου, την ίδια εποχή:

Μονάχα μια εξαιρετικά δημαγωγική φυσιογνωμία θα μπορούσε να κάνει ταυτόχρονα πιστευτό, σε εργάτες και σε αστούς, σε κεφαλαιούχους και σε αγρότας, σε δημοκρατικούς και μοναρχικούς πως είναι σε θέση να ικανοποιήση όλους, να ευχαριστήση όλους, να βελτιώση ολονών τη θέσι.

Μονάχα ένας θαυματοποιός θα μπορούσε να παίξη με επιτυχία ένα τέτοιο ρόλο και τούτο με ωρισμένες προϋποθέσεις, αντικειμενικές και υποκειμενικές.

Εφ’ όσον η κατάσταση ωδηγούσε αναπότρεπτα σε μια γενικώτερη κρίση του κοινοβουλίου και εφ’ όσον η κρίση αυτή παρέσυρε μαζύ της όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, η μοναδική λύσι για να σωθούν και κόμμα και κοινοβούλιο ήταν ο Βενιζέλος, ως πρότυπο, ως αρχηγός, πυγμή για τους αστούς, χρηστή διοίκησις για το λαό, φιλεργάτης για τις εργατικές μάζες, «πατέρας» για τους πρόσφυγας, συντηρητικός για τους συντηρητικούς, αριστερός για τους αριστερούς, συμφιλιωτής με τους συμφιλιωτάς, αδιάλλακτος για τους αδιάλλακτους.

Τι έκανε στην Κρήτη, πως και τι έγινε στη Θέρισσο, τι κατώρθωσε με τις αναθεωρητικές Βουλές, τι στα 1915, τι στα 1920 κτλ. Κάθε επεισόδιο του παρελθόντος ξαναφρεσκαρίστηκε και εμφανίστηκε ζωντανό ωραίο. Ο σκούφος, η φωτογένεια του προσώπου, το ωραίο γέλιο, η ταχύτητα στις κινήσεις, η αποφασιστικότητα και πόσα άλλα πραγματικά και περισσότερο υποθετικά. 

Εξάλλου, και η αντιβενιζελική δαιμονολογία δεν είναι άρνηση του μύθου, αλλά αντιστροφή του. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Γ. Α. Βλάχος στην Καθημερινή (19 Μαρτίου 1936) μετά το θάνατο του Βενιζέλου, που ο ίδιος είχε επανειλημμένα και δημόσια ευχηθεί: 

… άνθρωπος όπως όλοι, κοινός οργανισμός, καλός ή κακός, μικρός ή μέγας, δειλός ή γενναίος, ευθύς ή διεστραμμένος, δεν υπήρξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Υπήρξε κάτι πλέον αυτών και όλα μαζί, εκδήλωσις όλων εις την υπέρτατην των δύναμιν, εις την υψίστην μορφήν των …

… Νικών, ηττώμενος, εντός της Ελλάδος, εκτός αυτής, άλλοτε υπηρετών δια των προτερημάτων του την πατρίδα του, άλλοτε υπηρετών τα πάθη του δι’ αυτής, υψούμενος αιφνιδίως τόσον πολύ ώστε να δονούνται περί τας πράξεις του οι τηλεγραφικοί δέκται του κόσμου και πίπτων άξαφνα τόσον ώστε να πρέπει να κύπτουν και των αντιπάλων του οι μικρότεροι δια να τον εύρουν, ερχόμενος επί κεφαλής στρατιών και φεύγων ουραγός κουστωδίας, γινόμενος εναλλάξ αδιάλλακτος, διαλλακτικός, δημοκράτης, βασιλόφρων, ανώτερος παρατάξεων και κατώτρος κομμάτων, συνετός χθες και την επομένην παράφρων, έχων παμμέγιστα όπλα την ευστροφίαν, το πνεύμα, την θέλησιν, την νεανικήν ρητορείαν, και αχιλλείους πτέρνας του το μίσος, την εμπάθειαν, την κακίαν, ιστάμενος ταπεινός εμπρός εις νικητάς πολιτικούς αντιπάλους του και είρων και υβριστής εμπρός εις τους πολιτικούς του αντιπάλους νεκρούς, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, υπήρξεν, έζησεν, απέθανε και θα μείνει ως πρόβλημα, μυστήριον, μύθος, νυχτερινός εφιάλτης, τρομακτικόν κράμα μικρού και μεγάλου ανθρώπου, ο οποίος ήθελε, έδρα, εκινείτο, εκίνει και δεν ησθάνετο, δεν επίστευε, δεν ανεπαύετο.


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1982, σελ. 83-86)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου