Χανς Χόλμπαϊν ο νεότερος, «Τόμας Μορ», 1527
|
Το έργο που φέρει τον περίφημο τίτλο «Ουτοπία» («Utopia») τόγραψε ο Τόμας Μορ, στα έτη 1515 και 1516 στη λατινική γλώσσα […]
Στα αγγλικά μεταφράστηκε […] στο 1551, δηλαδή δεκαέξι χρόνια μετά το μαρτυρικό
θάνατο του Τόμας Μορ (με τον τίτλο: «A fruteful and pleasaunt Worke of the best State of a Publyque Weale, and of the newe yie called Utopia»). Η λέξη «ουτοπία» πλάσθηκε, στο 1516, με το
συνδυασμό των δύο ελληνικών λέξεων «ου» και «τόπος» («ου τόπος», ανύπαρκτος τόπος). […]
Επηρεάστηκε, χωρίς άλλο, […] και
ο Μορ από την «Πολιτεία» του Πλάτωνος […] Άλλο πράγμα είναι, όμως, ο μέγας
Διάλογος του Πλάτωνος και άλλο η «Ουτοπία» του Τόμας Μορ […] Στην «Πολιτεία»
του Πλάτωνος αναζητείται, με τα τελειότερα μέσα που εξασφαλίζει στον ανθρώπινο
νου η φιλοσοφία το ορθότερο πολίτευμα με προϋπόθεση την καλύτερη δυνατή παιδεία
και την αντίστοιχη προς τις ανθρώπινες αδυναμίες και δυνατότητες διάρθρωση της
κοινωνίας. Κι αν ακόμα το ορθότερο αυτό πολίτευμα – ένα κράμα αριστοκρατικού
πολιτεύματος και σοσιαλιστικής κοινωνίας – δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην
ιστορία, χρησιμεύει ως ηθικό μέτρο, για να κρίνουμε κάθε φορά την απόσταση της
πραγματικότητας από την αλήθεια. […] Ενώ ο διάλογος του Πλάτωνος είναι μια
μεγάλη φιλοσοφική άσκηση του νου, το έργο του Τόμας Μορ είναι πολιτικό
μυθιστόρημα.
Ο Τόμας Μορ δε λέει ότι θεωρεί ορθό το πολίτευμα που περιγράφει.
Εκφράζει, αντίθετα, ρητά τις αμφιβολίες του, αν ένα τέτοιο κοινωνικό και
πολιτικό καθεστώς, όπως το περιγράφει ο συνομιλητής του, προάγει στους ανθρώπους
– αφού δεν είναι όλοι τους καλοί, πράγμα που, όπως τονίζει, θ’ αργήσει πολύ να
συμβεί – την εργατικότητα και τη φιλοτιμία. Αλλά ποιος είναι ο συνομιλητής του
και που είδε αυτός το πολίτευμα που περιγράφει; […]
Αφετηρία - και κέντρο - του αφηγήματος είναι ο πραγματικός εαυτός του.
Στο 1515, ο Ερρίκος ο Η΄ - «ο αήττητος βασιλεύς της Αγγλίας, ένας ηγεμόνας που
τον κοσμούν όλες οι αρετές», - ανάθεσε στον Τόμας Μορ […], μια διπλωματική
αποστολή στη φλαμανδική πόλη Μπρυζ του σημερινού Βελγίου. Από την Μπρυζ πήγε
στη Αμβέρσα. Ο Μορ είχε μια συστατική επιστολή του Εράσμου προς έναν προεστό
της Αμβέρσας, και αυτός τον έφερε σ’ επαφή – εδώ φθάνουμε σ’ ένα πρόσωπο
φανταστικό – μ’ έναν Πορτογάλο ναυτικό που είχε ταξιδέψει, με τον Αμέριγκο
Βεσπούτσι, στα πρώτα χρόνια του αιώνα, στην Αμερική, και που, χωρίζοντας από
τον διάσημο Φλωρεντινό που ήταν στην υπηρεσία του Πορτογάλου βασιλιά,
πραγματοποίησε δήθεν – πριν από τον Μαγγελάνο – το γύρο του κόσμου. Ο Τόμας Μορ φρόντισε να δώσει στον
Πορτογάλο αυτόν ένα προσωνύμιο που πληροφορούσε αμέσως όποιον ήξερε ελληνικά
ότι πρόκειται για άνθρωπο που λέει φληναφήματα, λόγια του αέρα, ψεύτικες
ιστορίες. Τον ονόμασε Raphael Hythlodaye.
Το παρωνύμιο προέρχεται από την ελληνική
λέξη «ύθλος» (ανόητη ιστορία). […] Ο
Πορτογάλος παραμυθάς διηγείται ότι γνώρισε στον Νέο Κόσμο, ένα νησί με πόλεις και πολλούς
συνοικισμούς, όπου οι άνθρωποι έχουν
λύσει όλα τους τα προβλήματα. Παρατηρώντας ότι πολλά θα μπορούσε να
διδαχθεί κανένας από τα κρατούντα στο νησί εκείνο – στην Ουτοπία – για να διορθώσει
«τις πλάνες των εθνών τούτων που στους κόλπους τους ζούμε», περιγράφει ο Πορτογάλος, με πολλές λεπτομέρειες, το κοινωνικό
καθεστώς και το πολιτικό σύστημα στο εξωτικό εκείνο μέρος του κόσμου.
[…] η Ουτοπία του Τόμας Μορ έχει βασιστεί στο συνδυασμό της οικονομικής και
κοινωνικής ισότητας (του κομμουνισμού) με τη δημοκρατική εκλογή των αρχόντων
από όλα τα μέλη της κοινότητας […] στην Ουτοπία επικρατεί αυστηρότατα ο θεσμός
της μονογαμίας (και απαγορεύεται
άλλη σεξουαλική σχέση εκτός από τη νόμιμη σχέση του γάμου). […] στη συγκρότηση
ενός ειδικού συστήματος ευγονικής
[…] Οι μελλόνυμφοι, στην Ουτοπία, αντικρίζουν ο ένας τον άλλον ολόγυμνοι, κι αν
διαπιστώσουν την ύπαρξη σοβαρών φυσικών ελαττωμάτων, ο γάμος ματαιώνεται. Ας
σταχυολογήσουμε κα μερικά άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ουτοπίας, ενός
κράτους που βασίζεται στο φυσικό θεσμό της οικογένειας ….. στην ετήσια
ανάδειξη, με ελεύθερη εκλογή, των φυλάρχων, και στην έμμεση ετήσια εκλογή των
αρχιφυλάρχων (οι τελευταίοι εκλέγουν τον ισόβιο ηγεμόνα). Οι νόμοι λίγοι και απλοί. Δικηγόροι δεν υπάρχουν. Ο καθένας πρέπει
να υπερασπισθεί μόνος του την υπόθεσή του στο δικαστήριο. Η παιδεία φθάνει ως τις ανώτατες τέχνες και επιστήμες,
καταπολεμώντας τις προλήψεις, την αστρολογία, τις δεισιδαιμονίες. Κάθε ενήλικας -άνδρας και γυναίκα- εργάζεται έξι ώρες την ημέρα, στους αγρούς ή σε
εργαστήρια, και το δικαίωμα εκλογής της
εργασίας περιορίζεται από τις ανάγκες της κοινότητας. Η αρετή ορίζεται ως «το ζην σύμφωνα με τη φύση», και
πιστεύουν οι κάτοικοι της Ουτοπίας ότι όποιος ακολουθεί όσα υπαγορεύει η Φύση
πράττει ή παραλείπει ότι είναι σύμφωνο και με τη λογική, με το νου. Η φύση
υπαγορεύει την εντολή ν’ αγαπάμε και να σεβόμαστε τη «Μεγαλειότητα του Θεού»,
καθώς και τις εντολές ν’ απαλλάσσονται τα μυαλά των ανθρώπων, όσο το δυνατόν
περισσότερο από το πάθος, και να κάνει ο καθένας ότι μπορεί περισσότερο για να
υποβοηθήσει την ευτυχία του άλλου. Ο
πόλεμος δικαιολογείται μόνον, αν είναι αμυντικός, αν αποβλέπει στην
απελευθέρωση άλλου έθνους από τυραννικό καθεστώς, ή αν κάποιο άλλο έθνος
κρατάει στην κατοχή του εδάφη που δεν του χρειάζονται και μένουν ακαλλιέργητα,
χώρους κενούς που θάταν χρήσιμοι για να θρέψουν ανθρώπους που τους λείπει
αρκετή γη […]
Ας προσθέσουμε ακόμα ότι ο
πόλεμος, για τους κατοίκους της Ουτοπίας, είναι κάθε άλλο παρά ιδεώδες. Όλοι – ακόμα και οι γυναίκες – ασκούνται αναγκαστικά και για την περίπτωση
πολέμου. Αλλά σε εκστρατείες
στέλλονται – πάντοτε εθελοντικά, με την υπόσχεση δελεαστικών ανταλλαγμάτων
– οι χειρότεροι. Το πόλεμο (καθ’
εαυτόν) θεωρούν οι κάτοικοι της Ουτοπίας κάτι το κτηνώδες. Μπορεί να είναι
αναπόφευκτος ποτέ όμως άξιος να υμνείται «αντίθετα» λέει ο Πορτογάλος, «προς το
αίσθημα σχεδόν όλων των άλλων εθνών, αυτοί δε θεωρούν τίποτε πιο άδοξο από τη
δόξα που προέρχεται από τον πόλεμο». Όσο για την ανεξιθρησκία αυτή είναι, στην Ουτοπία, μόνο σχετική. Κάθε θρησκεία
είναι επιτρεπτή. Αλλά απαγορεύεται η
αθεΐα, και απαγορεύεται, ειδικότερα,
η άρνηση της αθανασίας της ψυχής. Το τελευταίο τούτο σημείο ήταν βασικό για
το πνεύμα του Τόμας Μορ. Ούτε στο παραμύθι του Πορτογάλου – παραμύθι που,
ωστόσο, δε βρίσκεται μακριά από τις πολιτικές και κοινωνικές ιδέες του
συγγραφέα – δε μπορούσε ο Μορ να επιτρέψει να αμφισβητείται η ιδέα της
αθανασίας της ψυχής. […]
Το έργο του Τόμας Μορ «Ουτοπία»
δεν περιέχει μόνο την περιγραφή των θεσμών, ηθών και εθίμων στο ανύπαρκτο νησί.
Ο Πορτογάλος δεν είχε φθάσει μόνο σε
ανύπαρκτα νησιά. Είχε γνωρίσει και την
Αγγλία. Και δεν ήταν μόνο παραμυθάς.
Ήταν και κριτικός, οξύς κριτικός. Εξεγείρεται
η συνείδησή του για κάμποσα πράγματα που είδε στην Αγγλία. […] Στην Αγγλία
οι κλέφτες απαγχονίζονται, όπως άκουσε, όταν επισκέφθηκε τη χώρα του Μορ. «Δε
θάταν καλύτερο», του λέει, «να είχε μπει
κάθε άνθρωπος σε μια μέθοδο του πώς να ζει, και νάχει έτσι προφυλαχθεί από
τη μοιραία ανάγκη να κλέβει και να πεθαίνει γι’ αυτό; […] Σ’ άλλο σημείο του
έργου, βάζει ο Μορ τον Πορτογάλο να καταδικάζει
την «παράλογη απληστία των ολίγων» στην Αγγλία και σ’ άλλα μεγάλα κράτη, να
χτυπάει το οικονομικό «μονοπώλιο» των ισχυρών, να λέει ότι δε βλέπει τίποτε
άλλο παρά «μια συνομωσία των πλουσίων» για την προαγωγή των δικών τους
συμφερόντων εν ονόματι της εθνικής κοινότητος. Και προσθέτει ότι οι πλούσιοι
επινοούν όλα τα μέσα για να «μισθώνουν» την «εργασία των φτωχών» και να «κάνουν
κατάχρηση» της εργασίας αυτής με όσο το δυνατόν λιγότερα λεφτά. «Και οι
επινοήσεις αυτές γίνονται ύστερα νόμοι».
Η «Ουτοπία» του Τόμας Μορ είναι
ένα οξύ πολιτικό και κοινωνικό μανιφέστο. Το
πρώτο επαναστατικό κοινωνικό μανιφέστο της Ευρώπης. Αλλά μόνο στην ουσία
του. Όχι στη μορφή του. Δεν καλεί τους
αδικημένους και καταπιεσμένους να ενωθούν και να ξεσηκωθούν. Όλες οι
αλήθειες βγαίνουν από τα χείλη ενός ανθρώπου που αρέσκεται σε «ύθλους», σε
ανόητες φλυαρίες. Αλλά είναι ολοφάνερο […] ότι οι αλήθειες του Πορτογάλου
παραμυθά ήταν η αλήθεια του Τόμας Μορ. […]
Την οξύτατη αυτή κριτική την άσκησε ο άνθρωπος που, δύο χρόνια μετά
τη συγγραφή του βαρυσήμαντου έργου του έγινε
μέλος του μυστικοσυμβουλίου του Ερρίκου του Η΄, και μερικά χρόνια αργότερα Λόρδος
Καγκελάριος του αγγλικού βασιλείου […]
Ο Ερρίκος ο Η΄ αποφάσισε να αγνοήσει τον Πάπα, να τα σπάσει με τη
Ρώμη, ν’ ανεξαρτητοποιήσει την αγγλική
εκκλησία, να γίνει ο ίδιος υπέρτατος αρχηγός της […] Στα τέλη ακριβώς του
1530, […] προχώρησε ο Ερρίκος ο Η΄ αποφασιστικά, αγνοώντας τη γνώμη του Μορ, στην εκκαθάριση των εκκλησιαστικών
πραγμάτων στην Αγγλία, εκκαθάριση που ήταν η προϋπόθεση και για τη διευθέτηση
του προσωπικού του θέματος του γάμου του. […] Το Μάιο του 1532, ο Τόμας Μορ […] παραιτείται από την υψηλή θέση του Λόρδου Καγκελάριου […] Τον
Μάρτιο του 1534, το αγγλικό κοινοβούλιο
υποχρεώθηκε να ψηφίσει μια πράξη που
όχι μόνο νομιμοποιούσε την Άννα Μπόλεϋν ως σύζυγο του Ερρίκου του Η΄ […] αλλά απαιτούσε από τους υπηκόους του βασιλείου
να ορκισθούν ότι δεν αναγνωρίζουν σε κανένα ξένο, ούτε στον Πάπα, οποιοδήποτε
δικαίωμα στην Αγγλία. Δύο διάσημοι
άνδρες (αλλά και πολλοί μοναχοί), αρνήθηκαν
να προχωρήσουν στον όρκο τους […] Ήταν
ο Τόμας Μορ και ο επίσκοπος του Ρότσεστερ Τζων Φίσερ. Φυλακίστηκαν και οι
δύο στον «Πύργο» του Λονδίνου, στις 17 Απριλίου του 1534 […] Ο επίσκοπος Τζων
Φίσερ […] αποκεφαλίστηκε – αφού αρνήθηκε ως την ύστατη ώρα να δώσει τον όρκο
που του ζητούσαν – στις 22 Ιουνίου του 1535. Η ώρα του Τόμας Μορ ήρθε δύο
βδομάδες αργότερα. […] Δεν ήταν παραπάνω από πενήντα ετών.
Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ιστορία
του Ευρωπαϊκού Πνεύματος
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
Δ. ΓΙΑΛΛΕΛΗΣ, 1998, τόμος ΙII, σελ. 512-521)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου