Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Οι «ανώτεροι άνθρωποι» του Νίτσε


Ποιοι είναι λοιπόν οι «ανώτεροι άνθρωποι» του Νίτσε;[1] Ας σημειωθεί πως στα γραπτά του ο Νίτσε προσφέρει αρκετά παραδείγματα όσων θεωρεί αναντίρρητα «ανώτερους ανθρώπους»: τον Γκαίτε τον Μπετόβεν, και (ίσως το σημαντικότερο) τον ίδιο τον εαυτό του.[2] Βέβαια ο Νίτσε εκφράζει συχνά θαυμασμό και για άλλους ανθρώπους – τον Ναπολέοντα, ενίοτε τον Καίσαρα, τα «ελεύθερα πνεύματα» τα οποία πραγματεύεται σε όλη τη Χαρούμενη επιστήμη – αλλά δημιουργικές ιδιοφυίες όπως ο Γκαίτε και ο ίδιος ο Νίτσε ξεχωρίζουν για την υπόληψη της οποίας χαίρουν στο νιτσεϊκό έργο.[3] Τι καθιστά αυτές τις προσωπικότητες πρότυπα «ανωτέρου» τύπου για τον Νίτσε, πέρα από τη μεγάλη δημιουργικότητά τους (αφού όπως λέει «οι πραγματικά δημιουργικοί άνθρωποι», είναι «οι κατεξοχήν σπουδαίοι κατά την άποψή μου» (Θέληση για Δύναμη: 957); Τα γραπτά του Νίτσε περιγράφουν πέντε διακριτά, και στενά συνυφασμένα, χαρακτηριστικά του ανώτερου ανθρώπινου τύπου […]

1.  Ο ανώτερος τύπος είναι μοναχικός και ασχολείται με τους άλλους μονάχα εργαλειακά. «Κάθε επίλεκτος άνθρωπος», λέει ο Νίτσε, «πασχίζει ενστικτωδώς να βρει φρούριο και τη μυστικότητά του, όπου διασώζεται από το πλήθος, τους πολλούς, τη συντριπτική πλειονότητα» (Πέρα από το Καλό και το Κακό: 26). Αυτή η μοναχικότητα, ωστόσο, «δεν […] επιλέγεται αλλά […] είναι δεδομένη» (ΘΔ: 943): ένα «καλοφτιαγμένο άτομο» «βρίσκεται πάντα στη δική του παρέα, όταν έρχεται σε επαφή είτε με βιβλία, είτε με ανθρώπους, είτε με τοπία» (Ίδε ο Άνθρωπος Ι:2). Ο ανώτερος τύπος είναι λοιπόν κατ’ ανάγκη μοναχικός: «Υπάρχει μέσα του μια μοναχικότητα απρόσιτη στο εγκώμιο ή στη μομφή, μια δική του δικαιοσύνη πάνω από κάθε αρχή» (ΘΔ: 962). «[Η] έννοια του “μεγαλείου” συνεπάγεται το να είναι κανείς ευγενής, να θέλει να βρίσκεται με τον εαυτό του, να μπορεί να διαφέρει, να στέκει μόνος και να πρέπει να ζει ανεξάρτητα» (ΠΚΚ: 212). Πράγματι ο ανώτερος τύπος επιζητά τη μοναχικότητα με κάτι σαν εμμονή, καθώς «ξέρει πώς να κάνει παντού εχθρούς […] [Δ]ιαρκώς αντιφάσκει με τη συντριπτική πλειονότητα, όχι στα λόγια αλλά στα έργα» (ΘΔ: 944).

Δεν εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός ότι ο σπουδαίος ή ο ανώτερος άνθρωπος δεν διαθέτει την «οικειότητα» και την «καλοσύνη» που πόσο συχνά εξυμνούνται στη σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα. «Ένας σπουδαίος άνθρωπος […] είναι απόμακρος: θεωρεί έλλειψη καλαισθησίας το να είναι φιλικός» (ΘΔ: 962). Επιπλέον ο ανώτερος τύπος ασχολείται με τους άλλους, όταν πρέπει, με έναν μάλλον ξεχωριστό τρόπο: «Ενας άνθρωπος που πασχίζει για κάτι σπουδαίο θεωρεί καθέναν που συναντά στο δρόμο του είτε μέσο είτε καθυστέρηση και εμπόδιο –είτε προσωρινό αναπαυτήριο» (ΠΚΚ: 273). Επομένως, «ένας σπουδαίος άνθρωπος […] δεν θέλει “συμπονετικούς” ανθρώπους, αλλά υπηρέτες, εργαλεία· όταν συναναστρέφεται ανθρώπους, έχει πάντα την πρόθεση να κερδίσει κάτι από αυτούς» (ΘΔ:962) […] 

2.  Ο ανώτερος άνθρωπος αναζητά εμπόδια και ευθύνες, καθώς ωθείται προς την ολοκλήρωση ενός ενοποιητικού σχεδίου. «Τι είναι ευγενές;» ρωτά επανειλημμένα ο Νίτσε σε μια σημείωση του 1888 από τα Κατάλοιπα. Η απάντηση του: «Το να επιζητά κανείς ενστικτωδώς σημαντικές ευθύνες» (ΘΔ: 944). Αυτό συνέβαινε και με τον Γκαίτε: «δεν ήταν δειλός, αναλάμβανε όσο το δυνατός περισσότερα πάνω του, πάνω απ’ αυτόν, μέσα του» (Το Λυκόφως των Ειδώλων ΙΧ:49). Όμως ο ανώτερος άνθρωπος δεν επιζητά ευθύνες και καθήκοντα αυθαίρετα. «Ένας σπουδαίος άνθρωπος», λέει ο Νίτσε, παρουσιάζει «μια μακρόχρονη λογική σε όλη του τη δραστηριότητα […] έχει την ικανότητα να απλώνει τη θέλησή του σε μεγάλες εκτάσεις της ζωής του, να απεχθάνεται και να απορρίπτει καθετί ασήμαντο πάνω του» (ΘΔ: 962). Αυτό είναι το γνώρισμα που ο Νίτσε ενίοτε αναφέρει ως «ύφος» στον «χαρακτήρα» (ΧΕ: 290). […] ο Νίτσε έβλεπε την ίδια του τη ζωή υπό το πρίσμα της εκδήλωσης αυτού του χαρακτηριστικού:

[Η] οργανωτική «ιδέα» που είναι μοιραίο να κυριαρχήσει [στη ζωή και το έργο κάποιου] εξακολουθεί να αναπτύσσεται στο βάθος – αρχίζει να διατάζει∙ αργά αργά μας οδηγεί πίσω από παράδρομους και λάθος δρόμους∙ προετοιμάζει μοναδικές ιδιότητες και δεξιότητες που κάποια μέρα θα αποδειχθούν απαραίτητες ως μέσα για το όλο – μια προς μια, εκπαιδεύει όλες τις υποδεέστερες ικανότητες προτού κάνει οποιαδήποτε νύξη για την επικρατούσα αποστολή, τον «σκοπό», τον «στόχο» ή το «νόημα». Από αυτή την άποψη, η ζωή μου είναι απλώς υπέροχη. Για την αποστολή της επαναξιολόγησης των αξιών ενδέχεται να χρειάζονταν περισσότερες ικανότητες απ’ όσες μαζεύτηκαν ποτέ σε ένα και μοναδικό άτομο. […] ούτε καν υποψιάστηκα ποτέ τι αναπτυσσόταν μέσα μου – και μια μέρα όλες μου οι ικανότητες, ξάφνου ώριμες, ξεπήδησαν στην έσχατη τελειότητα τους (ΙΑ ΙΙ:9)
Γνωρίζουμε από προηγούμενο σημείο στο Ίδε ο άνθρωπος ότι ο Νίτσε θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο τύπο, «ένα καλοφτιαγμένο άτομο» (ΙΑ Ι:2), συνεπώς μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αποτελεί χαρακτηριστικό μόνο του ανώτερου τύπου το ότι παρορμείται στο να επιδιώκει ένα σχέδιο με τον τρόπο που περιγράφηκε εδώ […]

3.    Ο ανώτερος τύπος είναι ουσιωδώς υγιής και ανθεκτικός. Ένα ουσιώδες κατηγόρημα του «καλοφτιαγμένου ατόμου» είναι ότι «του αρέσει μονάχα ότι του κάνει καλό∙ η ευχαρίστησή του, η ηδονή του αναστέλλονται όταν υπερβαίνει το μέτρο για ότι είναι καλό για εκείνον. Μαντεύει ποιες θεραπείες χρησιμεύουν ενάντια στο επιβλαβές, αξιοποιεί τα βαριά ατυχήματα προς όφελος του» (ΙΑ Ι:2). Αυτός όμως είναι απλώς ένας τρόπος να πούμε ότι ο ανώτερος τύπος είναι υγιής, καθώς η υγεία, μας λέει ο Νίτσε, σημαίνει απλώς «[να] επιλέγεις ενστικτωδώς τα κατάλληλα μέσα ενάντια σε άθλιες καταστάσεις» (ΙΑ Ι:2). Αυτό μας επιτρέπει να καταλάβουμε τη δήλωση του ίδιου του Νίτσε στο Ίδε ο άνθρωπος ότι ήταν «κατά βάθος υγιής» (ΙΑ Ι: 2), ένας φαινομενικά παράδοξους ισχυρισμός για έναν φιλόσοφο με πλήθος σωματικές ασθένειες. Για τον Νίτσε, ωστόσο, η «υγεία» είναι τεχνικός όρος, δεν σημαίνει την απουσία ασθένειας, μα κάτι πλησιέστερο στην ανθεκτικότητα, στο πως αντιμετωπίζει κανείς τις κοινές (σωματικές) ασθένειες και υποτροπές. «Για ένα τυπικά υγιές άτομο», λέει ο Νίτσε, «η αρρώστια μπορεί να γίνει ακόμα και ένα ενεργητικό ερέθισμα για ζωή, για περισσότερη ζωή. Έτσι μου φαίνεται τώρα στην πράξη η [δική μου] μακρά περίοδος αρρώστιας […] στα χρόνια της χαμηλότερης ζωτικότητας μου έπαψα να είμαι πεσιμιστής: το ένστικτο της αυτοαποκατάστασης μου απαγόρευε μια φιλοσοφία της φτώχειας και της αποθάρρυνσης…» (ΙΑ Ι: 2). […] το να είναι κανείς υγιής συνεπάγεται με τη σειρά του μια ιδιαίτερη μη πεσιμιστική στάση απέναντι στη ζωή – που αποτελεί το τέταρτο χαρακτηριστικό του ανώτερου τύπου.

4.    Ο ανώτερος τύπος καταφάσκει στη ζωή, είναι δηλαδή έτοιμος να επιθυμήσει την αιώνια επιστροφή της ζωής του.  Στο Πέρα από το καλό και το κακό, ο Νίτσε περιγράφει «το αντίθετο ιδεώδες» από εκείνο των ηθικολόγων και πεσιμιστών, όπως ο Σοπενχάουερ, ως «το ιδεώδες του πιο υπεροπτικού, του πιο ζωντανού, του πιο καταφατικού προς τον κόσμο ανθρώπου, που όχι μόνο έχει συμβιβαστεί και έχει μάθει να τα βγάζει πέρα με οτιδήποτε ήταν και είναι, αλλά που θέλει ότι ήταν και είναι να επαναλαμβάνεται αιώνια» (ΠΚΚ: 56). Να το θέσουμε πιο απλά: ο ανώτερος τύπος ενστερνίζεται το δόγμα της αιώνιας επανάληψης και συνεπώς καταδεικνύει αυτό που ο Νίτσε συχνά ονομάζει «διονυσιακή» ή «καταφατική προς τη ζωή» στάση.

Ο λόγος περί «κατάφασης» προς τη ζωή είναι, ωστόσο, μάλλον ασαφής∙ ευτυχώς, μπορούμε να πούμε κάτι πιο ακριβές για το τι εννοεί ο Νίτσε. Ένα άτομο, κατά τον Νίτσε, έχει διονυσιακή στάση απέναντι στη ζωή στον βαθμό που καταφάσκει ανεπιφύλακτα στη ζωή του∙ συγκεκριμένα, στον βαθμό που καταφάσκει σε αυτή συμπεριλαμβανομένης της «οδύνης» ή άλλων δυσχερειών τις οποίες αυτή ενέχει. Έτσι, εάν έλεγε κανείς: «Ευχαρίστως θα ξαναζούσα τη ζωή μου, με εξαίρεση τον πρώτο μου γάμο», δεν θα κατάφασκε στη ζωή με την απαιτούμενη έννοια. Επομένως, μπορούμε να πούμε πως ένα άτομο καταφάσκει τη ζωή του με τη νιτσεϊκή έννοια μονάχα στον βαθμό που ευχαρίστως θα επιθυμούσε την αιώνια επιστροφή της: δηλαδή, θα επιθυμούσε την αιώνια επανάληψη ολόκληρης της ζωής του. Ουσιαστικά, ο Νίτσε ονομάζει «την ιδέα της αιώνιας επανάληψης» την «ύψιστη διατύπωση της κατάφασης, που είναι καθ’ όλα εφικτή» (ΙΑ ΙΙΙ: Ζ-1∙ πρβλ. ΠΚΚ: 56). Συνεπώς τους ανώτερους ανθρώπους τους διακρίνει μια χαρακτηριστική διονυσιακή στάση απέναντι στη ζωή: ευχαρίστως θα επιθυμούσαν την αιώνια επανάληψη της ζωής τους.

Ας σημειωθεί πως ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι ακριβώς αυτή η στάση χαρακτηρίζει και τον ίδιο και τον Γκαίτε. Μιλώντας, για παράδειγμα, για το ότι οι συγκαιρινοί του αγνοούν το έργο του, γράφει: «Εγώ ο ίδιος δεν υπέφερα ποτέ απ’ όλο αυτό∙ το αναγκαίο δεν με πληγώνει∙ το amor fati [αγάπη της μοίρας] είναι η πιο ενδόμυχη φύση μου» (ΙΑ ΙΙΙ: ΠΒ-4). Αναφορικά με τον Γκαίτε, ο Νίτσε λέει ότι: «Ένα τέτοιο πνεύμα […] βρίσκεται στον κόσμο πιστεύοντας σε μια εύθυμη και έμπιστη μοιροκρατία, πιστεύοντας […] στη λύτρωση και στην κατάφαση ως προς τα πάντα […] Μια τέτοια πίστη, ωστόσο, είναι ανώτερη από κάθε άλλη δυνατή μορφή πίστης: τη βάφτισα με το όνομα του Διονύσου (ΛΕ ΙΧ: 49). […]

5.  Ο ανώτερος άνθρωπος φέρεται με ιδιαίτερο τρόπο απέναντι στους άλλους και ιδίως απέναντι στον εαυτό του: διαθέτει αυτοσεβασμό. «H “ανώτερη φύση” του σπουδαίου ανθρώπου», λέει ο Νίτσε σε μια εντυπωσιακή σημείωση του 1888 από τα Κατάλοιπα, «έγκειται στο ότι είναι διαφορετικός, απόμακρος, βρίσκεται πολύ ψηλότερα από τους άλλους, και σε κάποια επιρροή οποιουδήποτε είδους, ακόμα κι αν έκανε όλη την υφήλιο να τρέμει» (ΘΔ: 876· πρβλ. ΧΕ: 55). Αυτό είναι ίσως το πιο ασυνήθιστο γνώρισμα της νιτσεϊκής πραγμάτευσης του ανώτερου τύπου, διότι υποδηλώνει πως, κατά βάθος, το να είναι κανείς ανώτερος τύπος αποτελεί ζήτημα «στάσης» ή «συμπεριφοράς». Σε μια ενότητα του Πέρα από το καλό και το κακό, ο Νίτσε και πάλι δίνει απάντηση στο ερώτημα «Τι είναι ευγενές;» αυτή τη φορά ως εξής: «Εδώ δεν είναι τα έργα, αλλά η πίστη το αποφασιστικό στοιχείο, αυτό που καθορίζει την ιεραρχική τάξη […] κάποια θεμελιώδη βεβαιότητα που η ευγενής ψυχή έχει για τον εαυτό της, κάτι που δεν γίνεται ούτε να αναζητηθεί, ούτε να βρεθεί, ούτε ίσως να χαθεί. «Η ευγενής ψυχή σέβεται τον εαυτό της» (ΠΚΚ: 287), […] Η αυτοαπέχθεια, η αυτοαμφισβήτηση και ο αυτοτραυματισμός είναι ο κανόνας μεταξύ των ανθρώπινων όντων· το να κατέχει κανείς μια «θεμελιώδη βεβαιότητα» σε ότι αφορά τον εαυτό του πιστεύει ο Νίτσε αρκετά εύλογα, συνιστά μια μοναδική κατάσταση πραγμάτων.[4]

Με αυτή τη στάση του αυτοσεβασμού συνδέονται και άλλες ξεχωριστές στάσεις που διακρίνουν το φέρσιμο του ανώτερου ανθρώπου. «Ο ευγενής άνθρωπος», λέει ο Νίτσε, «τιμά στον εαυτό του τον ισχυρό, επίσης αυτόν που έχει αυτοκυριαρχία, που ξέρει πως να μιλά και να σωπαίνει, που αρέσκεται στο να είναι αυστηρός και σκληρός με τον εαυτό του και να σέβεται κάθε αυστηρότητα και σκληρότητα» (ΠΚΚ: 260). (Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο ανώτερος τύπος δεν είναι ηδονοκράτης: «Τι είναι ευγενές;» ρωτά ο Νίτσε: «Ότι αφήνει κανείς την ευτυχία στη συντριπτική πλειονότητα: […]» [ΘΔ: 944].) Σε ένα προηγούμενο έργο ο Νίτσε εξηγεί πως:

[Τ]ο πάθος που καταλαμβάνει τους ευγενείς είναι περίεργο […] Περιλαμβάνει τη χρήση ενός σπάνιου και μοναδικού μέτρου και σχεδόν μιας τρέλας· το αίσθημα της θέρμης για πράγματα που άλλοι τα αισθάνονται ψυχρά· την επινόηση αξιών για τις οποίες δεν έχει βρεθεί ακόμα η ζυγαριά· […] το θάρρος χωρίς την επιθυμία για τιμές· την αυτάρκεια που υπερχειλίζει και που προσφέρει σε ανθρώπους και πράγματα. (ΧΕ: 55)
Πράγματι, η ικανότητα του ανώτερου ανθρώπινου τύπου να θέτει το δικό του μέτρο αξιολόγησης αποτελεί ένα από τα πιο ξεχωριστά επιτεύγματά του, όπως είδαμε όταν πραγματευόμασταν τη μοναχικότητα. Και «ο ανώτερος άνθρωπος», λέει ο Νίτσε, «είναι αυτός που καθορίζει αξίες και κατευθύνει τη θέληση χιλιετιών καθοδηγώντας τις ανώτερες φύσεις» (ΘΔ: 999).

Αν ληφθούν όλα αυτά υπόψη, γίνεται σαφές το γιατί οι δημιουργικές ιδιοφυΐες όπως ο Γκάιτε, ο Μπετόβεν και ο ίδιος ο Νίτσε θα έπρεπε να αποτελούν τα προτιμητέα παραδείγματα του ανώτερου ανθρώπινου τύπου όντος: διότι τα χαρακτηριστικά του ανώτερου τύπου είναι ακριβώς εκείνα που προσφέρονται για καλλιτεχνικό και δημιουργικό έργο. Κλίση προς τη μοναχικότητα, απόλυτη αφοσίωση στην αποστολή, αδιαφορία για τη γνώμη των άλλων, θεμελιώδης βεβαιότητα για τον εαυτό και τις αξίες (που σε άλλους φαντάζει συχνά ως ύβρις) – όλα αυτά είναι γνωρίσματα που βρίσκουμε, ξανά και ξανά, σε καλλιτεχνικές ιδιοφυΐες […]


(Εκδόσεις Οκτώ, 2009, σ. 141 - 146 )




[1] Στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα ο Νίτσε έκανε λόγο για τον «υπεράνθρωπο» ως ένα είδος ιδεώδους ανώτερου τύπου. Αυτή η συγκεκριμένη έννοια, ωστόσο, απλώς παραλείπεται από το ύστερο έργο του (με εξαίρεση μια σύντομη αναφορά στο Ίδε ο άνθρωπος, στο πλαίσιο της πραγμάτευσης του Ζαρατούστρα).
[2] Ο Νίτσε περιγράφει εκτενώς και σε πολλά μέρη (π.χ. Ρ: 201∙ ΧΕ: 55∙ ΠΚΚ:287∙ ΝΒ Επίλογος: 2∙ ΘΔ: 943) τους τύπους ατόμων τους οποίους θαυμάζει∙ και περιγράφει και τον εαυτό του ως τέτοιο άτομο – βλέπε για παράδειγμα, ΙΑ Ι:2.
[3] Ο Brobjer (1995, Παράρτημα 2) έδειξε ότι στο νιτσεϊκό έργο κανείς δεν αναφέρεται όσο ο Γκαίτε (135 αναφορές), και οι αναφορές είναι ομοιόμορφα πολύ θετικές. (Ο Σοπενχάουερ ακολουθεί με μικρή διαφορά, έχοντας 122 αναφορές, των οποίων το περιεχόμενο είναι ωστόσο πολύ πιο σύνθετο). Ο Νίτσε αναφέρει τον Μπετόβεν 27 φορές […] και το σημαντικότερο, οι αναφορές στον Μπετόβεν είναι όπως και στον Γκαίτε, ομοιόμορφα θετικές. Ο Ναπολέων αναφέρεται 26 φορές, και οι Σπινόζα και Βολτέρος από 25 φορές ο καθένας.
[4] Ας σημειωθεί ότι η πραγμάτευση του Νίτσε απηχεί τον ανώτερο άνθρωπο του Αριστοτέλη, στην περίφημη πραγμάτευση της μεγαλοψυχίας στα Ηθικά Νικομάχεια (1123b-1125a16).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου