Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Ψυχανάλυση και πολιτική

Επιχειρώντας να συμβιβάσει τον μαρξισμό και την ψυχανάλυση, ο Wilhelm Reich αφορίζεται τελικά κι από τους δύο: συνεργάτης του Freud και μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης, απομακρύνεται από αυτή το 1993· μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας διαγράφεται απ’ αυτό την ίδια χρονιά.

Ακολουθώντας τον Freud, ο Reich θεωρεί πως οι νευρώσεις είναι προϊόντα της απώθησης που επιβάλλει η κοινωνική ηθική στις σεξουαλικές ενορμήσεις. Ο Reich συνάγει απ’ αυτό ότι μια κοινωνική επανάσταση μπορεί να βάλει τέρμα σ’ αυτές τις ασθένειες που οφείλονται σε μια παθογόνο κοινωνία. Ο Freud θα τον ψέξει γι’ αυτήν την ανάλυση της στράτευσης που παραβιάζει τον κανόνα της ουδετερότητας του αναλυτή. Αλλά οι διαφορές δεν περιορίζονται στην ανάλυση. Ο Reich, δίνοντας έμφαση στον καθημερινό και υπερ–ιδεολογικό χαρακτήρα της καταστολής της σεξουαλικότητας, κρίνει πως δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην ψυχανάλυση και στον μαρξισμό: «Εκφρασμένη κοινωνιολογικά, η θεμελιώδης θέση του Freud – η θέση για τη σπουδαιότητα του οιδιπόδειου συμπλέγματος στην ανάπτυξη του ατόμου – σημαίνει απλούστατα πως η κοινωνική ύπαρξη καθορίζει αυτή την ανάπτυξη. Οι διαθέσεις και τα ένστικτα του ανθρώπου, κενά σχήματα έτοιμα να δεχτούν κοινωνικά περιεχόμενα, υφίστανται μια επεξεργασία (κοινωνική) στις σχέσεις με τον πατέρα, τη μητέρα, τους δασκάλους και τότε μόνο αποκτούν την οριστική τους μορφή και το οριστικό τους περιεχόμενο». Αυτή η έλλειψη αντίφασης ανάμεσα στον φροϋδισμό και τον μαρξισμό δεν αποκλείει εξάλλου «η ένταση των αναγκών (εξαρτημένη σωματικά) καθώς και οι ποιοτικές διαφορές στην ανάπτυξη, να καθορίζονται από το γενετήσιο σύστημα». Σχηματικά, ο «συμβιβασμός» είναι δυνατός μόνο υπό τον όρο, από το ένα μέρος, να ξεπεραστεί μόνο το φροϋδικό σχήμα του οποίου η εξίσωση απώθηση = εξιδανίκευση τραβά προς την κατεύθυνση της εγκατάλειψης, μια και ο Reich θεωρεί πως δεν είναι η καταστολή της σεξουαλικότητας, η οιδιπόδεια απαγόρευση, αλλά αντίθετα η προαγωγή της που επιτρέπει να ελευθερωθεί η λιβιδινική ενέργεια· υπό τον όρο, από το άλλο μέρος, να πειστούν οι μαρξιστές για την ανάγκη μιας ψυχολογίας που αναλύει τα ψυχικά φαινόμενα με τη βοήθεια μιας ψυχολογικής και όχι μιας οργανικής μεθόδου, «υπό τον όρο να κατανοήσει την πολυπλοκότητα των σχετικών με την ανθρώπινη συνείδηση καθορισμών και να μην περιοριστούν μόνον στο τομέα των αντικειμενικών διαδικασιών της οικονομίας και στην πρακτική πολιτική με την αυστηρή έννοια».

Έτσι ο Reich αφοσιώνεται στη μελέτη της οικογένειας: αυταρχική και πατριαρχική, αυτή είναι ο πρώτος χώρος της απώθησης, είναι «ένα εργοστάσιο συντηρητικών ψυχικών δομών· είναι ο ιμάντας μεταβίβασης ανάμεσα στην οικονομική βάση της αστικής κοινωνίας και στην ιδεολογική της υπερδομή». Ο Reich καταγγέλλει συνεπώς τον πολιτικό χαρακτήρα αυτής της λειτουργίας αυτοαναπαραγωγής και σεξουαλικής καταστολής, που ασκεί η οικογένεια. Η πολιτική αυτή λειτουργία, που κάνει το άτομο «φοβισμένο και δειλό» μπροστά στην εξουσία (μια και ο πατέρας είναι ταυτόχρονα ο εκφραστής και το σύμβολο της εξουσίας του κράτους μέσα στην οικογένεια), ανανεώνει αδιάκοπα «τη δυνατότητα καθυπόταξης ολόκληρων πληθυσμών στην εξουσία μιας φούχτας ηγετών». 

Αυτή η μελέτη της οικογενειακής ιδεολογίας επιτρέπει στον Reich να εξετάσει κάτω από νέο πρίσμα το ζήτημα της φύσης του φασισμού. Σύμφωνα με την άποψή του, η παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ιδιαίτερα, δεν μπορεί να θέσει το ζήτημα σε τι και γιατί οι μάζες «επιθύμησαν» τον φασισμό: τα σφάλματα της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορούν λογικά να αποτελέσουν απάντηση. Στην πραγματικότητα, κατά τον Reich, πρέπει να επιχειρήσουμε να καταλάβουμε πως τα μεσαία στρώματα, οι μικροαστοί και το ίδιο το προλεταριάτο, έδειξαν ευαισθησία απέναντι στην εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, επειδή αυτή παρουσιάστηκε ουσιαστικά με τη μορφή μιας πατριαρχικής, αυταρχικής και εθνικής οικογενειακής προπαγάνδας. Το πρόβλημα επομένως δεν είναι βασικά πρόβλημα της πολιτικής ηγεσίας του κόμματος, αλλά πρόβλημα της συλλογικής ψυχολογικής βάσης των εργαζομένων. Επίσης πρέπει να δούμε ποια το θεληματικά συντηρούμενο σεξουαλικό άγχος είναι στο κέντρο της ρατσιστικής ιδεολογίας του ναζισμού καθώς μας επιτρέπει να εξηγήσουμε τους δεσμούς της εκκλησίας και του κράτους υπό τον ναζισμό, δεσμούς λογικούς αφού «όποιο κι αν είναι το περιεχόμενο της θρησκευτικής εμπειρίας, αυτή είναι ουσιαστικά το αρνητικό της σεξουαλικής ενόρμησηςΗ εκκλησία έχει επομένως απόλυτα δίκιο, για τη διατήρηση της και την αναπαραγωγή της, να αντιτίθεται τόσο έντονα στην σεξουαλικότητα».

Το έργο του Reich τείνει να στρέψει τα νώτα στις απλοϊκές και μανιχαϊκές ερμηνείες για τον φασισμό και να δώσει έμφαση στον ρόλο της ιδεολογίας και της σεξουαλικής καταστολής μόνιμου παράγοντα και καθημερινού φορέα του φασισμού στις διάφορες κοινωνίες. Αφού καταδίκασε την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας και του κομμουνιστικού κόμματος, ο Reich προχωρεί, από το 1935, στο μαστίγωμα της σταλινικής γραφειοκρατίας. Προτείνει μια «δημοκρατία της εργασίας»: «Η κοινωνική ελευθερία μπορεί αρχικά να μην είναι άλλο από την ελευθερία να έχουμε οι ίδιοι την ευθύνη της ίδιας μας της μοίρας και να μην εμπιστευόμαστε ούτε σε σοσιαλιστική ηγεσία ούτε σε καμιά άλλη … Κανένας στη θέση τους δεν θα μπορέσει να λυτρώσει τους εργαζομένους από τα παράσιτα που δεν εργάζονται. Μόνο οι ίδιοι μπορούν να το αναλάβουν αυτό, αλλιώς θα μείνουν δούλοι».

Φρανσουά Σατελέ, Εβελίν Πιγιέ –Κουσνέρ: Οι πολιτικές αντιλήψεις του 20ου αιώνα

(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΠΑ, 1998, σελ. 654-656)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου