Του Κωστή Παπαγιώργη
[…] Καθημερινά σχεδόν ακούμε το μάθημα που διδάσκει τη
συνετή συμπεριφορά, που ελεεινολογεί την ανθρώπινη αδυναμία, που καταδικάζει
το μάτι του φθονερού, καθώς δεν ανέχεται ούτε σαν σκέψη την υπεροχή του άλλου.
Οι άνθρωποι αλληλοφθονούνται για τα
μικρά και για τα μεγάλα, λησμονούν το χάλι τους, ξορκίζοντας τα ξένα αγαθά και
τις αλλότριες αρετές. Ωστόσο μπορούμε τάχα να συλλάβουμε μιαν ανθρώπινη
κοινότητα όπου οι διαφορές, οι διακρίσεις, τα φυσικά δώρα να περνούν
απαρατήρητα; Μια κοινωνία απαρτιζόμενη από αδιάφορους λαπάδες δεν λέει τίποτα.
Κατά συνέπεια, ήταν σοφή η διάκριση των αρχαίων σε Έριδα βαρεία (κακή) και Έριδα αγαθή. Η πρώτη φέρνει τον
πόλεμο και τη διχόνοια, η άλλη προκαλεί άμιλλα και δημιουργικό ανταγωνισμό.
Λένε ότι ο Ζενέ, που περνούσε τον περισσότερο χρόνο του στη φυλακή, άρχισε να
γράφει επειδή κάποιος συγκροτούμενος του σκάρωσε ένα ποίημα, το οποίο τον
έκανε να σκάσει από το κακό του. Πνίγηκε από τον φθόνο, αλλά δεν έμεινε εκεί.
Στρώθηκε στη δουλειά και έγινε αυτός που ξέρουμε. Το ζήτημα βέβαια είναι ο φθόνος που δεν μεταστρέφεται σε
δημιουργικότητα, που δεν γίνεται
κίνητρο θετικό αλλά παραδίδεται σε ένα παραλήρημα μισανθρωπίας. Δεν
πρόκειται για κατ’ εξαίρεση παθολογικές καταστάσεις, αλλά για συνηθισμένες
αντιδράσεις που κάνουν τον κύκλο της πόλης καθημερινά, που θεατρίζονται στην
τηλεόραση με λογής λογής αυτοσχέδιους φερετζέδες, όπου ο καθένας τέλος πάντων
αναγνωρίζει τον εαυτό του (έστω και αν τον θεωρεί εξ ορισμού ως ιαθέντα διά παντός).
Το να πιστεύεις ότι έχεις απαλλαγεί από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, και δη
από τον φθόνο (βλ. Επστάιν, Φθόνος,
εκδ. Νεφέλη), ισοδυναμεί με μια άδεια προς τον ίδιο σου τον εαυτό να έρπεις
στον βόρβορο ατιμωρητί.
[…] μάς έφερε στον νου τη ρήση του Τοκβίλ: «Οι δημοκρατικοί θεσμοί αναπτύσσουν με τον
επιτυχέστερο τρόπο τα συναισθήματα φθόνου στην ανθρώπινη ψυχή». Γιατί
ειδικά οι δημοκρατικοί; Επειδή
καλλιεργούν την «ισότητα», τις «ίδιες ευκαιρίες», τον «εξισωτισμό» στα υλικά
και στα πνευματικά αγαθά. Τη βασίλισσα της Αγγλίας την θαυμάζει κανείς,
λιμπίζεται το έχειν της, αλλά δεν τη φθονεί. Για να πλέξει το υφάδι του ο φθόνος, έχει ανάγκη την αυταπάτη του εφικτού.
Ένας
ζωγράφος της σειράς θαυμάζει τον Μαγκρίτ και τον
Ματίς, αλλά φθονεί τον συνάδελφό του που του μοιάζει σχεδόν σε όλα. Η ομοιότητά είναι σαράκι, όχι η θεματική
υπεροχή. Από τη στιγμή που μπορείς να προφέρεις το «γιατί αυτός και όχι
εγώ;», «τι έχει παραπάνω από μένα;», «ή του ζήλεψαν που δεν έχω;» έχεις κιόλας
επιβάλει ισότητα και κοιτάζεις με μεγεθυντικό φακό τις αρετές σου. […]
Ο «άλλος» αποτελεί στήριγμα (γιατί χωρίς αυτόν
δεν έχει νόημα η ζωή) και σαράκι βέβαια
(διότι εξαιτίας του δηλητηριάζεται η ζωή). Εν τούτοις εδώ έγκειται το μυστικό
του κοινωνικού και δη του δημοκρατικού βίου. Γνωρίζουμε τον άνθρωπο που ακουσίως έχει καταντήσει το φρόνημά του
θάλαμο βασανιστηρίων και δοκιμαστήριο ιοβόλων αποσκορακισμών, καθώς και τον
άνθρωπο που «ξέφυγε» από τα δεινά του φθόνου χάρη στη θετική του απόδοση. Άλλη λύση δεν υπάρχει. Τα παιδιά
φθονούν· οι έφηβοι φθονούν· οι αντεραστές φθονούν· δεν βγαίνει κανείς στη ζωή
αν δεν βουλιάξει πρώτα σε αυτή την κολυμπήθρα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τον πολιτικό θεσμό του εξοστρακισμού που
ευημέρησε στα ήθη των Ελλήνων. Όποιος
αποκτούσε περισσή κοινωνική αίγλη (ακόμα και λόγω δικαιοσύνης, όπως ο
Αριστείδης) γλίτωνε από τον φθόνο των
συμπολιτών τιθέμενος εκοπών. Παίρνοντας, δηλαδή, πόδι. Και μόνο στη σκέψη
ότι και σήμερα θα μπορούσε να επανέλθει αυτό το πολιτικό έθιμο, μπορούμε να
φανταστούμε μια αθρόα απολάκτιση «επωνύμων», «επιφανών», «διάσημων» και
«πολιτικών» ασφαλώς. Ευτυχώς, και μερικών φίλων...
Δημοσιεύτηκε στον Κόσμο του Επενδυτή (26/02/06)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου