Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Η φάρμα των ζώων (10)


Κεφάλαιο δέκατο

Τα χρόνια πέρασαν. Οι εποχές έρχονταν κι έφευγαν και μαζί τους η σύντομη ζωή των ζώων. Ήρθε καιρός που δεν υπήρχε κανείς να θυμάται τις παλιές μέρες πριν την Επανάσταση εκτός από την Κλόβερ, το Βενιαμίν, το Μωησή το κοράκι, και μερικά γουρούνια.

[…] Η Κλόβερ ήταν πια μια γέρικη φοράδα […] Είχαν περάσει δύο χρόνια απ’ τον καιρό που έπρεπε να πάρει σύνταξη. […] Ο Ναπολέων ήταν τώρα ένας ώριμος, καλοθρεμμένος κάπρος. Ο Σκουήλερ ήταν τόσο χοντρός, που με δυσκολία μπορούσε να βλέπει μέσα από τις δίπλες των ματιών του. Μόνο ο γέρο-Βενιαμίν ήταν όπως πάντα· ίσως πιο σκυθρωπός και πιο σιωπηλός από ποτέ.

Τώρα, είχε αυξηθεί ο πληθυσμός, αν και όχι βέβαια όσο περίμεναν στην αρχή. Είχαν γεννηθεί πολλά ζώα, που γι’ αυτά η Επανάσταση ήταν μόνο μια θαμπή παράδοση που περνούσε από στόμα σε στόμα […]

Το κτήμα βρισκόταν τώρα σε μεγαλύτερη ακμή και ήταν καλύτερα οργανωμένο […] Ο ανεμόμυλος είχε τελειώσει επιτέλους και το κτήμα διέθετε μια αλωνιστική μηχανή κι ένα τρακτέρ για να μαζεύουν το σανό. […] Ο ανεμόμυλος, πάντως δεν χρησίμεψε τελικά για να παράξει ηλεκτρική δύναμη. Χρησιμοποιήθηκε για να αλέθει το καλαμπόκι και έφερε ένα σημαντικό κέρδος. Τα ζώα δούλευαν σκληρά για να κτίσουν κι άλλο ένα ανεμόμυλο. Τους είπαν ότι όταν θα τελείωνε αυτός, τότε θα τοποθετούσαν γεννήτριες. Όμως δεν γινόταν πια λόγος για τις πολυτέλειες που ο Σνόουμπωλ τους είχε μάθει να ονειρεύονται: για τους στάβλους με ηλεκτρικό φως, για το κρύο και ζεστό νερό, και για τις τρεις εργάσιμες μέρες την εβδομάδα. Ο Ναπολέων τις είχε αποκηρύξει αυτές τις ιδέες σαν αντίθετες με το πνεύμα του Ζωισμού. Η αληθινή ευτυχία, έλεγε, βρίσκεται στη σκληρή εργασία και στο λιτό τρόπο ζωής.

Κατά κάποιο τρόπο, το κτήμα φαινόταν να ευημερεί· όμως αυτή η ευημερία δεν φαινόταν να αφορά παρά μόνο τα γουρούνια και τους σκύλους. Η ζωή των υπόλοιπων ζώων έμενε ίδια […] Καμιά φορά, τα πιο γέρικα απ’ αυτά, βασάνιζαν τη θολή μνήμη τους και προσπαθούσαν να διαπιστώσουν αν τα πράγματα ήταν καλύτερα τις παλιές μέρες της Επανάστασης μόλις έδιωξαν τον Τζόουνς ή τώρα. Δεν μπορούσαν να θυμηθούν. […] Μόνο ο γέρο-Βενιαμίν ισχυριζόταν ότι θυμάται κάθε λεπτομέρεια της μακριάς ζωής του και ξέρει πως τα πράγματα ποτέ δεν ήταν ούτε μπορούσαν να είναι καλύτερα ή χειρότερα – μια που «η πείνα, ο μόχθος και η απογοήτευση», έλεγε, «είναι ο αμετάβλητος νόμος της ζωής».

Παρ’ όλα αυτά, τα ζώα δεν έπαψαν ποτέ να ελπίζουν. Κάτι περισσότερο: δεν έπαψαν ποτέ, ούτε για μια στιγμή, να αισθάνονται πως ήταν μεγάλη τιμή και προνόμιο το γεγονός ότι ήταν μέλη του Κτήματος των Ζώων. […]

Κανένα απ’ τα παλιά όνειρα δεν εγκαταλείφθηκε. Ακόμα πίστευαν στη Δημοκρατία των Ζώων που τους είχε προφητέψει ο γέρο-στρατηγός, […] Μπορεί η ζωή τους νάταν σκληρή και να μην είχαν πραγματοποιηθεί όλες οι ελπίδες τους, αλλά είχαν συνείδηση του γεγονότος ότι δεν είναι σαν τα άλλα ζώα. Αν πεινούσαν, αυτό δε συνέβαινε γιατί τάιζαν τυραννικά ανθρώπινα παράσιτα. […] Κανένα πλάσμα ανάμεσα τους δε στεκόταν στα δύο του πόδια. Κανένας δεν αποκαλούσε τον άλλο «αφέντη». Όλα τα ζώα ήταν ίσα.

Μια καλοκαιριάτικη μέρα, ο Σκουήλερ διέταξε τα πρόβατα να τον ακολουθήσουν. Τα οδήγησε σ’ ένα άγονο κομμάτι γης στην άλλη άκρη του κτήματος […] Έμειναν ολόκληρη την εβδομάδα και σ’ αυτό το διάστημα, τα’ άλλα ζώα δεν τα είδαν καθόλου. Ο Σκουήλερ έμενε μαζί τους σχεδόν όλη μέρα. Τα μάθαινε, είπε, ένα καινούργιο τραγούδι, πράγμα που χρειαζόταν κάποιαν απομόνωση.

Ακριβώς μετά το γυρισμό των προβάτων, ένα όμορφο δειλινό που τα ζώα είχαν μόλις τελειώσει τη δουλειά τους κι ετοιμάζονταν να γυρίσουν στο στάβλο, άκουσαν ένα τρομακτικό χλιμίντρισμα αλόγου που ερχόταν από την αυλή. […] Όλα τα ζώα έτρεξαν με καλπασμό στην αυλή. Τότε είδαν αυτό που είχε δει η Κλόβερ.

Ήταν ένα γουρούνι που στεκόταν όρθιο.

Μάλιστα, ήταν ο Σκουήλερ. Λίγο αδέξια […] αλλά με τέλεια ισορροπία, έκοβε βόλτες στην αυλή. Αμέσως μετά, από την πόρτα του σπιτιού βγήκαν στη σειρά άλλα γουρούνια περπατώντας όρθια. […] Τελικά ακούστηκε ένα φοβερό γαύγισμα από τους σκύλους και ένα διαπεραστικό λάλημα του πετεινού και βγήκε ο Ναπολέων, βαδίζοντας στα πισινά του πόδια όλος μεγαλοπρέπεια, ρίχνοντας υπεροπτικές ματιές δεξιά κι αριστερά, με τα σκυλιά να χοροπηδούν ολόγυρά του.

Κρατούσε και ένα μαστίγιο.

Επικράτησε νεκρική σιγή. Κατάπληκτα, έντρομα, τα ζώα συσπειρώθηκαν όλα μαζί παρακολουθώντας τη μακριά σειρά των γουρουνιών που περπατούσαν αργά μέσα στην αυλή. Ήταν σα να είχε αναποδογυρίσει ολόκληρος ο κόσμος! Τότε, ήρθε μια στιγμή όπου η πρώτη ταραχή πέρασε, και, παρά το φόβο των σκύλων, και παρά τη συνήθεια τόσων χρόνων να μην παραπονιούνται ποτέ, […] ετοιμάστηκαν να διαμαρτυρηθούν. Αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή, σαν από σύνθημα, όλα τα πρόβατα ξέσπασαν σ’ ένα βροντερό βέλασμα φωνάζοντας όλα μαζί:

«Τέσσερα πόδια καλό, δύο πόδια καλύτερο! Τέσσερα πόδια καλό, δύο πόδια καλύτερο! Τέσσερα πόδια καλό, δύο πόδια καλύτερο!»

Αυτό συνεχίστηκε πέντε λεπτά χωρίς διακοπή. Και όταν σώπασαν τα πρόβατα, η ευκαιρία να διαμαρτυρηθούν είχε περάσει, γιατί τα γουρούνια είχαν ξαναμπεί στο σπίτι.

Ο Βενιαμίν αισθάνθηκε κάποιον να τον ακουμπάει στον ώμο. Κοίταξε πίσω του. Ήταν η Κλόβερ […] τον τράβηξε απαλά και τον οδήγησε στην άκρη της σιταποθήκης όπου ήταν γραμμένες οι Εφτά Εντολές. Για ένα λεπτό, στάθηκαν και κοίταζαν τον τοίχο με τα γράμματα […] «Δε μου λες Βενιαμίν, είναι οι Εφτά Εντολές όπως ήταν γραμμένες πάντοτε;»

Για πρώτη φορά ο Βενιαμίν δέχθηκε να παραβεί τις αρχές του, και διάβασε δυνατά τι έβλεπε γραμμένο στον τοίχο. Δεν υπήρχε τίποτα τώρα, εκτός από μια μοναδική Εντολή. Έλεγε:

ΟΛΑ ΤΑ ΖΩΑ ΕΙΝΑΙ ΙΣΑ
ΑΛΛΑ ΜΕΡΙΚΑ ΖΩΑ ΕΙΝΑΙ
ΠΙΟ ΙΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΛΛΑ

Κατόπιν αυτού δε φάνηκε παράξενο το γεγονός ότι την άλλη μέρα τα γουρούνια που επέβλεπαν την εργασία στο κτήμα κρατούσαν από ένα μαστίγιο στο μπροστινό τους πόδι· […] δε φάνηκε περίεργο όταν ο Ναπολέων εμφανίστηκε με μια πίπα στο στόμα να κάνει βόλτες στον κήπο του Κτήματος, όχι, ούτε ακόμα όταν τα γουρούνια έβγαλαν από την ντουλάπα τα ρούχα του κ. Τζόουνς και τα φόρεσαν. […]

Μια εβδομάδα αργότερα, ένα απόγευμα, ήρθαν μερικά αμάξια στο αγρόκτημα. Είχαν προσκαλέσει μια επιτροπή ιδιοκτητών από τα γειτονικά κτήματα να κάνουν μια επιθεώρηση […]

Το βραδάκι ακούστηκαν γέλια και τραγούδια από το σπίτι. Ξαφνικά, έπιασε τα ζώα μια περιέργεια ακούγοντας όλες αυτές τις φωνές. Τι θα μπορούσε να συμβεί τώρα που τα ζώα συναντιόνταν με τους ανθρώπους για πρώτη φορά σαν ίσος προς ίσο; Με μια κίνηση, όλα μαζί, σύρθηκαν μέσα στον κήπο του σπιτιού όσο πιο σιγά μπορούσαν. […] Πατώντας στα νύχια, έφτασαν στο σπίτι και τα πιο ψηλά κοίταξαν στα παράθυρα της τραπεζαρίας. Εκεί, γύρω από το μεγάλο τραπέζι, κάθονταν μια ντουζίνα κτηματίες κι έξη από τα πιο εξέχοντα γουρούνια. Ο Ναπολέων κάθονταν στην τιμητική θέση επικεφαλής του τραπεζιού. […]

Ο κ. Πίλκινγκτον σηκώθηκε όρθιος με το κύπελλο στο χέρι. Ζήτησε από τη συντροφιά την άδεια να κάνει μια πρόποση, αλλά πριν κάνει την πρόποση αισθάνεται ότι επιβάλλεται να πει μερικά πράγματα.

Είναι πολύ ευχάριστο γι’ αυτόν, είπε, […] ότι η μακρά περίοδος των παρεξηγήσεων και της δυσπιστίας έληξε. […] Είχαν ανησυχήσει για τις επιπτώσεις που ενδεχομένως θα είχε μια τέτοια κατάσταση στα δικά τους ζώα ή ακόμα και στους ανθρώπους υπαλλήλους τους. Αλλά τώρα όλες αυτές οι αμφιβολίες είχαν σκορπιστεί. […] Πραγματικά σήμερα αυτός κι οι φίλοι του παρατήρησαν πολλές μεθόδους τις οποίες σκόπευαν να εφαρμόσουν αμέσως και στα δικά τους κτήματα. […] ο κύριος Πίλκινγκτον συνεχάρη ακόμα μια φορά τα γουρούνια για το πενιχρό συσσίτιο, τα μεγάλα ωράρια εργασίας και τη γενική απουσία καλοζωίας στο Κτήμα των Ζώων […] «Κύριοι», κάνω μια πρόποση: πίνω στην άνθηση και την ευημερία του Κτήματος των Ζώων».

Επάνω σ’ αυτό, επικράτησε ενθουσιασμός και ακούστηκαν ποδοκροτήματα. […] Όταν έγινε ησυχία, ο Ναπολέων, […] δήλωσε ότι είχε και αυτός να πει δύο λόγια. […] Και εκείνος, είπε, είναι ευτυχής που έληξε η περίοδος των παρεξηγήσεων. […] η μοναδική τους επιθυμία – τώρα και στο παρελθόν – ήταν να ζήσουν ειρηνικά και να έχουν εμπορικές σχέσεις με τους γείτονες. […]

Έχει, είπε μόνο μια παρατήρηση να κάνει πάνω στον έξοχο λόγο του κυρίου  Πίλκινγκτον. Ο κύριος Πίλκινγκτον αναφερόταν διαρκώς στο Κτήμα των Ζώων […] Δεν μπορούσε βέβαια να ξέρει – γιατί είναι η πρώτη φορά που αυτός, ο Ναπολέων, το ανακοινώνει – ότι καταργήθηκε η ονομασία «Κτήμα των Ζώων». Από εδώ και πέρα, το αγρόκτημα θα ονομάζεται «Αρχοντικό Κτήμα», […]

Αλλά καθώς τα ζώα παρακολουθούσαν απ’ έξω τη σκηνή, τους φάνηκε ότι συνέβαινε ένα παράξενο πράγμα. Τι ήταν αυτό που είχε αλλάξει στα πρόσωπα των γουρουνιών; Τα θαμπά γέρικα μάτια της Κλόβερ πήγαιναν από το ένα πρόσωπο στο άλλο. Μερικά είχαν πέντε προγούλια, άλλα τέσσερα, άλλα τρία. Όμως τι ήταν αυτό που φαινόταν να τα μπερδεύει και να τα αλλάζει; […] Τα ζώα γλίστρησαν σιγά- σιγά και έφυγαν.

[…] Ένας θόρυβος από δυνατές φωνές σαν από καυγά έρχονταν από το σπίτι. Έτρεξαν πίσω και ξανακοίταξαν απ’ το παράθυρο.  Ναι, είχε ανάψει βίαιος καυγάς […] Η αιτία της φασαρίας φαίνεται ότι ήταν το γεγονός ότι ο Ναπολέων και ο κύριος Πίλκινγκτον έπαιζαν ταυτόχρονα τον άσσο πίκα.

Δώδεκα φωνές ούρλιαζαν από θυμό, και έμοιαζαν όλες. Τώρα μπορούσε να καταλάβει κανείς, τι συνέβη στα πρόσωπα των γουρουνιών. Τα ζώα απ’ έξω κοίταζαν από γουρούνι σε άνθρωπο, και από άνθρωπο σε γουρούνι, και ξανά από γουρούνι σε άνθρωπο· αλλά ήταν αδύνατο να αποφανθεί κανείς ποιος ήταν ποιος.     

ΛΟΝΔΙΝΟ – Ιούνιος 1944        

Τζωρτζ Όργουελ, Η φάρμα των ζώων

(ΚΑΚΤΟΣ, 1978, σελ. 136-149)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου