Άκουσα έναν πολύ θερμό διάλογο
ανάμεσα σε δύο καθηγητές, σχετικά με τους πλέον άνετους και αποτελεσματικούς
τρόπους για την συγκέντρωση χρημάτων δίχως να στεναχωριούνται οι υπήκοοι του
κράτους.
Ο πρώτος βεβαίωνε πως ο
δικαιότερος τρόπος θα ήταν να εφαρμοστεί ένας ορισμένος φόρος επί των αμαρτιών
και της ανοησίας, και το μερίδιο του καθενός να επιμεριζόταν όσο γινόταν πιο
δίκαια από σώμα ενόρκων που θα αποτελούσαν οι γείτονές του.
Ο δεύτερος είχε μια
εντελώς αντίθετη γνώμη, να φορολογηθούν εκείνες οι αρετές στο σώμα και το
πνεύμα με τις οποίες οι άνθρωποι αξιολογούν τον εαυτό τους, όπου το ποσοστό θα
ήταν περισσότερο ή λιγότερο ανάλογα με το ύψος της αρετής, και την σχετική
απόφαση θα έπαιρνε ο καθένας αποκλειστικά μόνος του. Ο μεγαλύτερος φόρος θα
έπεφτε πάνω στους άντρες με τις μεγαλύτερες επιτυχίες στο άλλο φύλλο, και η
εκτίμηση του φόρου θα ήταν ανάλογη με τον αριθμό και τη φύση των επιτυχιών τους
πράγμα που θα είχαν το δικαίωμα να το εγγυηθούν οι ίδιοι. Παρόμοια, πρότεινε να
φορολογηθεί με υψηλό συντελεστή η εξυπνάδα, η παλληκαριά και η ευγένεια και
παρόμοια να εισπράττονται τα ποσά με βάση τον λόγο τιμής του καθένα σχετικά με
το μέγεθος αυτών των αγαθών του. Όσο για την τιμή, τη δικαιοσύνη, τη σοφία και
τη μόρφωση θεωρούσε πως δεν θα έπρεπε να φορολογούνται καθόλου, γιατί αποτελούν
προσόντα τόσο ιδιόρρυθμα που ούτε κανείς τα αναγνωρίζει στον διπλανό του ούτε
και τα εκτιμά για τον εαυτό του.
Πρότεινε οι γυναίκες να
φορολογούνται με κριτήρια την ομορφιά και την τέχνη τους στο ντύσιμο,
διατηρώντας το ίδιο προνόμιο με τους άντρες, δηλαδή να προσδιορίζουν το φόρο
κατά την κρίση τους. Όμως η πίστη, η αγνότητα, η φρόνηση και η καλοσύνη δεν
μετρούσαν, γιατί δεν κάλυπταν ούτε τα έξοδα είσπραξης του φόρου.
(ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
ΤΥΠΟΣ, 2007, σελ. 240-241)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου