Ο Πλάτωνας στον Τίμαιο,
εκθέτει μια νοητική κατασκευή για τη δημιουργία, τη δομή και το γίγνεσθαι του
σύμπαντος, στην ενότητα και την ολότητά του. Περιγράφει τις διάφορες
περιοχές του, που διακρίνονται από τη δική τους οντολογία, τους δικούς τους
νόμους και τη δική τους διάταξη, ενώ, με ιδιαίτερη επιμέλεια, αποδίδει τη
γένεση, τη φύση και το πεπρωμένο του ανθρώπου. Ο λόγος παρουσιάζεται εκεί με τρεις όψεις: κοσμολογική (ως ιδιότητα
του σύμπαντος), ανθρωπολογική (ως
δραστηριότητα που προσιδιάζει στο ανθρώπινο όν), μεταφυσική (ως δραστηριότητα της οποίας το καθεστώς και η θέση δεν είναι
εύκολα προσδιορίσιμες). Οι τρεις
παραπάνω όψεις του λόγου συνδέονται
άρρηκτα.
Το σύμπαν, όπως παρουσιάζεται σε
εμάς, δεν είχε πάντα τη μορφή που του αναγνωρίζουμε: από μία κατάσταση αταξίας
ή χάους, πέρασε σε μια κατάσταση πιο ταξινομημένη, χάρη στη δράση κάποιου θεού
(ή του Θεού). Η συγκεκριμένη δράση δεν έχει τίποτα το αυθαίρετο, διότι υπακούει
στην αρχή της αιτιώδους σύνδεσης την
οποία διατυπώνει πρώτος ο Πλάτωνας, με έναν ορισμό που παραμένει επίκαιρος ως
τις μέρες μας: «Οτιδήποτε γεννιέται,
προκύπτει απαραίτητα από τη δράση κάποιας αιτίας, διότι είναι αδύνατον να
γεννηθεί οτιδήποτε αναίτια» (28a). Ο φιλόσοφος εγείρει στην ίδια του τη σκέψη την εξής αντίρρηση:
είτε ο θεός που επιτελεί το έργο εμπνέεται από κάποιο «αιώνιο» πρότυπο το οποίο
συλλαμβάνει «μέσω της νόησης και της λογικής εξήγησης» (28a) είτε συμμορφώνεται στις
πραγματικότητες που βρίσκονται μπροστά στα μάτια του και που είναι φθαρτές. Εάν
ακολουθήσει την πρώτη οδό, του προσφέρεται η ευκαιρία να διακρίνει τη δομή του
σύμπαντος, εάν, όμως ακολουθήσει τη δεύτερη, όχι. Πρέπει, λοιπόν, να γνωρίζει
κανείς «σύμφωνα με πιο από τα δύο πρότυπα εκείνος που διαμορφώνει [το σύμπαν)] το
υλοποίησε» (29a). Η
απάντηση του Πλάτωνα είναι λεπτή: «Ο αυτουργός και πατέρας του σύμπαντος» (28c) «εστιάζει το βλέμμα του
στο αιώνιο πρότυπο», αλλά δεν μπορεί να αποφύγει εκείνο που κυκλοφορεί ανάμεσα
στα πράγματα «το είδος της πλανώμενης αιτίας» (48c) που μοιάζει με ίχνος μιας κατάστασης
στην οποία «είναι φυσικό να ενυπάρχει κάθε πράγμα απ’ όπου ο Θεός απουσιάζει»
(53b). Εξ ου προκύπτει
ότι ακόμα και για το Θεό, «είναι αδύνατο να εξαφανίσει το κακό» (Θεαίτητος, 176a).
Παρόλο που είναι ένα, το σύμπαν
δεν είναι ομοιόμορφο: ο θεός εμπιστεύθηκε σε «νεαρούς θεούς» τις διάφορες
περιοχές του πραγματικού, τις οποίες εναρμονίζει όχι διαμέσου ενός και
μοναδικού συστήματος νόμων, αλλά συναρθρώνοντας τις διακριτές βαθμίδες της
φύσης με «σοφή πειθώ». Ο λόγος είναι,
λοιπόν, καταρχήν το πνεύμα του Θεού που
θεμελιώνει και συγκροτεί το σύμπαν, όχι επιβάλλοντας τις ιδιοτροπίες του ή
πραξικοπηματικά, αλλά δρώντας σύμφωνα με κάποια νοητή αρχή αιτιότητας, στην
οποία εμπεριέχεται το στοιχείο της τυφλής αναγκαιότητας: «Η διάνοια
κυριάρχησε επί της ανάγκης γιατί πέτυχε να την πείσει να προσανατολίσει την
πλειονότητα των πραγμάτων που γεννώνται προς τη βέλτιστη κατεύθυνση» (Τίμαιος, 48a).
Πως μπορούμε να μάθουμε οτιδήποτε για το σύμπαν; Διαμέσου της παρατήρησης, απαντά ο Πλάτων.
«Είναι η μέρα και η νύχτα, οι μήνες, οι προδιαγεγραμμένοι κύκλοι των εποχών, οι
ισημερίες, τα ηλιοστάσια, όλα όσα βλέπουμε, που μας οδήγησαν στην επινόηση του
αριθμού, μας εφοδίασαν με τη γνώση του χρόνου και επέτρεψαν να διατυπώσουμε
υποθέσεις για τη φύση του σύμπαντος» (47a). Εγείρεται, επομένως, το εξής προβληματικό ζήτημα: πως είναι
δυνατόν να αποφασίσει κανείς εάν η αναπαράσταση μας για τον κόσμο είναι γνήσια
ή τεχνητή; Διαθέτουμε κάποιο κριτήριο διαλογής; Για να κρίνουμε επ’ αυτού,
πρέπει να περάσουμε από την κοσμολογία στην ανθρωπολογία, να εξετάσουμε τις
εκφάνσεις του ανθρώπινου λόγου και να ανακαλύψουμε αν πρόκειται για αξιόπιστο
οδηγό στην αναζήτηση της αλήθειας, δηλαδή της πραγματικότητας.
Ο σκοπός κατά τον Πλάτωνα είναι ο
ακόλουθος: «Μετά την ενατένιση των
περιοδικών κινήσεων της ουράνιας διάνοιας, θα τις μεταχειριστούμε, μεταθέτοντας
τες στις κινήσεις της ίδιας μας της σκέψης, οι οποίες είναι της ίδιας φύσης,
αλλά διαταραγμένες, ενώ, αντιθέτως, οι ουράνιες κινήσεις δεν γνωρίζουν ταραχές»
(47c). Η λειτουργία του λόγου έγκειται στην αναζήτηση της συνάφειας
ανάμεσα στην τάξη των αισθητών πραγμάτων (η οποία συμβολίζεται εδώ από την
κίνηση των ουράνιων σωμάτων) και των
νοητικών διεργασιών. Όμως, τίποτε δεν αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο
είναι υλοποιήσιμο. Στην «αληθοφανή εκδοχή» που προτείνει ο Τίμαιος, η δημιουργία και η διαμόρφωση
του ανθρώπου δεν έχουν αναληφθεί από τον Θεό – έχουν ανατεθεί στους δευτερεύοντες
θεούς. Τούτοι εδώ εναποθέτουν σε κάθε άτομο την «άφθαρτη αρχή της ψυχής», αλλά
την περιβάλλουν με σώμα θνητό, το οποίο και με τον ψυχισμό, ένα είδος «φθαρτής
ψυχής» που περιλαμβάνει «πάθη επίφοβα και άφευκτα» (69c). Τουτέστιν,
ο θρίαμβος του λόγου στο άτομο δεν είναι βέβαιος, ένα κομμάτι της οργανικής
και ψυχικής ζωής μας κωφεύει στις προτροπές του. Από τη «θνητή ψυχή» μας,
μονάχα «το μέρος που προσιδιάζει στη παρρησία και στην πολεμική ορμή, εκείνο
που ποθεί τη νίκη» είναι επιδεκτικό στο να αφουγκράζεται το λόγο» (70a) και να δαμάσει την τυφλή ανταρσία
των ισχυρότερων παθών. Από όπου προκύπτει και ένα πρόβλημα το οποίο είχαν ήδη
αναλογιστεί οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας: Πως είναι δυνατόν η ανθρωπότητα, σε
εξατομικευμένο αλλά και σε συλλογικό επίπεδο, να εκπληρώσει τον προορισμό της,
δηλαδή να γίνει κοινωνός της ζωής του κόσμου αντί να καταποντιστεί, αντί δηλαδή
να παραμένει τυφλή και ασταθής: Ερώτημα πολιτικό, αλλά και ηθικό και
κοσμολογικό, σύμφωνα με τον Πλάτωνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου