Ο Δάντης κρατώντας ένα
αντίτυπο της Θείας Κωμωδίας.
Διακρίνεται το βουνό του Καθαρτηρίου και
η είσοδος
στον Παράδεισο. Πίνακας του Ντομένικο ντι Μικελίνο.
|
Πριν μιλήσουμε για τη «Θεία Κωμωδία», ένα από τα μεγαλύτερα
πνευματικά δημιουργήματα των αιώνων, θα πούμε μερικά λόγια για το πρώτο εκείνο
έργο του Δάντη που πρέπει να θεωρηθεί ήδη κι’ αυτό, αν και έργο νεανικό,
σημαντικό λογοτεχνικό βήμα, και κάτι πολύ περισσότερο. Στο έργο τούτο, ένα
ποιητικό και ηθικό προανάκρουσμα της «Θείας Κωμωδίας», βρίσκεται ήδη ολόκληρος
ο άνθρωπος Δάντης. Ο τίτλος του έργου είναι «Νέα Ζωή» («Vita Nuova»). Λατινικά, «Vita Nova» σημαίνει νεαρή ηλικία.
Αλλά στα ιταλικά, «Vita Nuova»
σημαίνει τη ζωή που είναι ένα νέο ξεκίνημα, δηλαδή τη ζωή που ανανεώθηκε ύστερα
από κάποιο αποφασιστικό γεγονός. Χωρίς άλλο, ο Δάντης θέλησε να πάρουμε τον
τίτλο του έργου και στις δύο σημασίες. Η πρώτη του φράση λέει: «Στο μέρος
εκείνο του βιβλίου της μνήμης μου, που πριν απ’ αυτό λίγα πράγματα μπορούν να
διαβαστούν, υπάρχει μια επιγραφή που λέει: «Incipit vita nova». Την επιγραφή όπως
βλέπουμε, την αναφέρει με τις λατινικές λέξεις […] έχουν το διπλό νόημα που είπαμε.
Το έργο […], είναι γραμμένο σε πεζό λόγο και σε στίχους. […]
Με τον πεζό του λόγο επεξηγεί ο ποιητής τους στίχους του, […] Τι μας
εξομολογείται, τι μας διηγείται και τι μας υποβάλλει με τους έξοχους στίχους
του ο Δάντης; Ως πραγματικά – εξωτερικά και αντικειμενικά περιστατικά, όσα μας
λέει ο Δάντης είν’ ελάχιστα. Ο ποιητής είχε τη μεγάλη ευτυχία ν’ αντικρύσει τη
Βεατρίκη. Να την αντικρύσει και να δεχθεί από μακριά – αυτό ήταν όλο – το
χαιρετισμό της που σε λίγο μάλιστα αρνήθηκε να τον επαναλάβει εκείνη. Είχε την
ευτυχία να πονέσει, χωρίς να το μάθει η Βεατρίκη. Είχε την ευτυχία, αφού πέθανε
η αγαπημένη του (και πέθανε νέα), να μην τη ξεχάσει πια ποτέ του. Αυτά τα λιτά
γεγονότα, συνδυασμένα και με ορισμένα οράματα […], μας περιγράφει, ο Δάντης στη
«Νέα Ζωή». […]
Δεν είχε
συμπληρώσει τα εννιά του χρόνια ο Δάντης, όπως μας λέει ο ίδιος, πρόβαλε για
πρώτη φορά στα μάτια του, εκείνη που «από πολλούς, που δεν ήξεραν πώς να την
ονομάσουν, ονομαζόταν Βεατρίκη». Δεν ήταν, λοιπόν, «Beatrice» το πραγματικό όνομα της κόρης που, όταν
την πρωτοείδε ο Δάντης, είχε μόλις συμπληρώσει τα οχτώ της χρονάκια. […] Λένε
ότι η Βεατρίκη (όνομα που προέρχεται από τη λέξη «Beata», η «Μακάρια») ήταν η Βίκη Πορτινάρι
και ότι, αφού παντρεύτηκε τον Σιμόνε ντε Μπάρντι), έφυγε από τον κόσμο τον Ιούνιο
του 1290, σε ηλικία εικοσιτεσσάρων ετών.
|
Στη «Νέα Ζωή» εκφράζεται ήδη – όσο απλό και απαλό και αν
είναι το θέμα – η βαθύτατη σοβαρότητα του ανθρώπου που τόλμησε να διαβεί
ζωντανός το κατώφλι του θανάτου και να εισδύσει στην Κόλαση, στο Καθαρτήριο και
στον Ουρανό. Η τολμηρή τούτη επίσκεψη είναι το θέμα του μεγάλου σε έκταση και εξόχου
σε συνθετική δύναμη και φαντασία ποιητικού έργου που ο ίδιος ο Δάντης το
ονόμασε μόνο «La Commedia »
και που αργότερα ο Βοκκάκιος και άλλοι τ’ ονόμασαν «Θεία (Divina) Κωμωδία». Για οδηγό του στο
επικίνδυνο και τρομερό ταξίδι διάλεξε ο Δάντης τον Βεργίλιο. Αλλά τον Βεργίλιο
του τον έστειλε η Βεατρίκη για οδηγό. Ο Δάντης, σαν είχε φθάσει στα μισά του
επίγειου δρόμου του, περιπλανήθηκε, βρέθηκε ανάμεσα σε δέντρα σκοτεινά και δεν
μπορούσε να ξαναβρεί την έξοδο. Ο δρόμος ο σωστός είχε χαθεί από μπρος του.
Άγρυπνη, ωστόσο ήταν στον ουρανό εκείνη, που για χάρη της τόσες φορές είχε κι ο
Δάντης ξαγρυπνήσει. Αγρυπνούσε όμως, τάχα, η Βεατρίκη – για να παρακολουθεί από
τα ύψη τ’ ουρανού τα επίγεια βήματα του εραστή της; Όπως και στον κόσμο, έτσι
και στον ουρανό δεν μπορούσε ο Δάντης να φανταστεί τη Βεατρίκη απασχολημένη με
τον έρωτά του. Χωρίς τη παρέμβαση της Αγίας Λουκίας, που είναι ταγμένη να
σκορπάει στον κόσμο τη θεία χάρη, ο νους της
Βεατρίκης δεν θα πήγαινε στα εγκόσμια (αφού και όταν ζούσε ακόμα στον
κόσμο ήταν επάνω από τα εγκόσμια), και δεν θα αποφάσιζε η ίδια να πάει να βρει
τον Βεργίλιο και να τον στείλει στον Δάντη για οδηγό.
Διάγραμμα της Κόλασης,
έργο του Μποτιτσέλι (1480-1490)
|
Κρατημένος από το γερό
χέρι του Λατίνου ποιητή, μπαίνει ο Δάντης στην Κόλαση, που η επιγραφή της πύλης
της αναγγέλλει τον «αιώνιο πόνο». Ανάλογα με τ’ αμαρτήματα τους βρίσκονται οι
αιώνια καταδικασμένοι σε διαφορετικούς κύκλους που, πέφτοντας όλο και πιο
βαθιά, έχουν για κέντρο τους – σα νάναι χωμένοι μεσ’ στη γη – τον Εωσφόρο. Αλλού
είναι οι φλόγες που τρώνε τις σάρκες των αμαρτωλών, αλλού είναι φίδια, αλλού είναι
πάγοι που κρατάνε σφηνωμένα μέσα τους σα σαρίδια τα σώματα των καταδικασμένων. Όσοι
πρόδωσαν αγαπημένα τους πρόσωπα – πλάι στον Ιούδα προβάλλει κι’ αυτός ο Βρούτος
– είναι παραδομένοι στην πιο φρικτή αιωνιότητα, στον αιώνιο πάγο. Ο Δάντης,
οδηγημένος από τον Βεργίλιο, αντικρίζει τ’ αποτρόπαια θεάματα, ακούει τους λόγους
που είχαν επιβάλλει την καταδίκη των αμαρτωλών, τρέμει από φρίκη (καμιά φορά όμως
κι’ από συμπόνια), πολλές φορές δεν αντέχει στο θέαμα – πως ν’ ανθέξει μπροστά στους
αυτόχειρες που δεν του απέμεινε άλλο τίποτε από φωνή και αίμα; -, ξαφνιάζεται αντικρίζοντας
στην Κόλαση πρόσωπα γνωστά που εξακολουθεί να τ’ αγαπάει και να τα σέβεται […]
ακούει τον Οδυσσέα να του διηγείται το τελευταίο του ταξίδι, ακούει πολλά […] ακούγονται
σα μουσική. Κ’ η μουσική, όσο προχωρούν τα βήματα του Δάντη, γίνεται πιο
συναρπαστική και πιο λυτρωτική. Το μεγάλο κι’ αποκαλυπτικό ταξίδι του – ένα ταξίδι
που, με συμβολικούς χώρους τους μεταθανάτιους τόπους διαμονής των θνητών, γίνεται
στην ίδια την απέραντη και πιο πολύμορφη ανθρωπότητα - δεν έχει για τέρμα την Κόλαση.
Στο δεύτερο μέρος της «Θείας Κωμωδίας» βγαίνει ο Δάντης από
την Κόλαση και από το Καθαρτήριο που είναι ένας χώρος γήινος, και που, έχοντας
στην κορυφή του τον επίγειο παράδεισο, είναι ο τόπος των νεκρών εκείνων, που έχουν
ανάγκη από κάθαρση, γιατί αν και πέθαναν άξιοι και με στραμμένη την ψυχή τους στον
Θεό, έχουν να εκτίσουν ποινές για επίγεια σφάλματα. […] Εδώ στο Καθαρτήριο, οι
ψυχές όχι μόνον ομολογούν τα λάθη τους αλλά ξέρουν και να τα υπερβάλλουν, θεωρώντας
τον εαυτό τους ανάξιο για την επιείκεια που τους δείχνει ο Θεός […] Ολόκληρο το
δεύτερο μέρος της «Θείας Κωμωδίας» είναι γεμάτο από τα λεπτότερα κ’ ευγενέστερα
αισθήματα, αισθήματα ανθρώπινα, και όχι όπως στον Παράδεισο θεία, αισθήματα ωστόσο
λυτρωμένα ήδη από τα δεσμά του επίγειου κορμιού. Στην Κόλαση, τα δεσμά αυτά δεν
λείπουν, κ’ έτσι επιμένουν όλοι στο επίγειο δίκιο τους […] Κ’ ενώ προχωρεί ο Δάντης
στο Καθαρτήριο κι’ αγγίζει την κορυφή του, έρχεται η ώρα που ο οδηγός του Βεργίλιος,
μη έχοντας δικαίωμα να πλησιάσει το χώρο τ’ ουρανού, είναι υποχρεωμένος να
εγκαταλείψει τον προστατευόμενό του. Η εντολή που έδωσε στον Βεργίλιο η Βεατρίκη
έχει εκπληρωθεί. Στο τριακοστό Άσμα του «Καθαρτήριου» προβάλλει πια – μέσα λουλούδια
που πέφτουν από χέρια αγγέλων – ή ίδια η Βεατρίκη.
Με οδηγό τη Βεατρίκη μπαίνει ο Δάντης κι’ ανεβαίνει στο χώρο
τ’ ουρανού, στο χώρο που, καμωμένος από εννέα κύκλους, κορυφώνεται στο θρόνο
του Θεού […] Η Βεατρίκη φέρνει τον Δάντη μπροστά στη Θεοτόκο. Να το - του λέει
η Βεατρίκη – το Ρόδο που έδωσε σάρκα στον αιώνιο Λόγο! Ο λυρισμός του Δάντη φθάνει
τ’ ανώτατα ύψη στο τριακοστό τρίτο Άσμα, όπου ο Άγιος Βερνάρδος [γίνεται ο
τελευταίος οδηγός του Δάντη για να τον πάει ως το Θεό], αρχίζει τη προσευχή του
προς την Παναγία με το στίχο: «Παρθένα, Μάνα: Κόρη Εσύ του γιού Σου!»
[…] Παρατηρεί ο Έλιοτ ότι «δεν μπορείς να την παραβάλλεις («Θεία
Κωμωδία») με τίποτα άλλο παρά μόνο με ολόκληρο
το δραματικό έργο του Σαίξπηρ. Ο Δάντης και ο Σαίξπηρ μοιράζονται τον νεότερο κόσμο
μεταξύ τους· δεν υπάρχει τρίτος. Ο Σαίξπηρ δίνει την πιο μεγάλη έκταση (width) του ανθρώπινου πάθους.
Ο Δάντης το πιο μεγάλο ύψος και το πιο μεγάλο βάθος».
[…] Με τη «Θεία Κωμωδία» εγκαινιάζονται στην ιστορία της ευρωπαϊκής
ποιητικής δημιουργίας τα μεγάλα εκείνα έργα που δεν ανήκουν ειδικά και
αποκλειστικά σε κανένα είδος. […] η ουσία της «Θείας Κωμωδίας» δεν είναι μονάχα
ο λαμπρότερος απολογισμός του Μεσαίωνα, αλλά και η λαμπρότερη απαρχή της νέας ζωής.
Ο Δάντης σφραγίζει τις πύλες του Μεσαίωνα κ’ εγκαινιάζει την Αναγέννηση.
Παναγιώτης
Κανελλόπουλος, Ιστορία του Ευρωπαϊκού
Πνεύματος
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Δ. ΓΙΑΛΛΕΛΗΣ,
1998, τόμος I, σελ. 221-229)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου