Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Φιλία, δίκαιο και πολιτική στον Αριστοτέλη

Κατά τον Αριστοτέλη, υπάρχουν τρία είδη φιλίας: η φιλία από αρετή, η φιλία από συμφέρον και η φιλία από ηδονή (Ηθ. Ευδ. Η10. 1242b 2-3). Η φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον και στην ηδονή είναι φιλία κατά σύμπτωση (Ηθ. Νικ. Θ3. 1156a 16-17). Ενώ η φιλία που βασίζεται στην αρετή είναι η τέλεια φιλία που συνάπτεται μεταξύ ανθρώπων οι οποίοι είναι αγαθοί και όμοιοι κατά την αρετή. Η φιλία αυτής της τελευταίας μορφής είναι σταθερή (Ηθ. Νικ. Θ4. 1156b 17-18), και ως η κατεξοχήν μορφή φιλίας, το πρότυπο της φιλίας θα μπορούσαμε να πούμε, θεωρείται εκείνη η φιλία που συνάπτεται μεταξύ αγαθών ανθρώπων (Ηθ. Νικ. Θ7. 1157b 25 κ.ε.), οι οποίοι αλληλοεκτιμώνται ως προσωπικότητες για την αρετή τους. Αυτοί οι φίλοι δεν αδικούν ο ένας τον άλλο κι έτσι η φιλία τους διαρκεί και δεν φθείρεται κι ούτε σαπίζει από το σαράκι της αδικίας που κάνει τον ένα άνθρωπο να στρέφεται εναντίον του άλλου. Αντίθετα, “αδικούν οι φίλοι αλλήλους, κάθε φορά που περισσότερο αγαπούν τα πράγματα  παρά εκείνον που τα έχει” (Ηθ. Ευδ. Η11. 1244a 31-32).

Η φιλία είναι η συνεκτική δύναμη των κοινωνικών συστημάτων, μικρών ή μεγάλων, αφού “η οικία [η οικογένεια] είναι είδος φιλίας” (Ηθ. Ευδ. Η10. 1242a 27-28), αλλά “φαίνεται επίσης ότι η φιλία συγκρατεί και τις πόλεις, και οι νομοθέτες φροντίζουν περισσότερο γι’ αυτή παρά για τη δικαιοσύνη∙ διότι η ομόνοια, η οποία υπάρχει μεταξύ των πολιτών, φαίνεται ότι είναι κάτι παρόμοιο προς φιλία, κι αυτή προπάντων επιδιώκουν οι νομοθέτες” (Ηθ. Νικ. Θ1. 1155a 22-25). Επομένως “και της πολιτικής φαίνεται έργο να είναι να δημιουργήσει στον ύψιστο βαθμό φιλία και στοργή μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Και ακριβώς για το λόγο αυτό λένε ότι είναι χρήσιμη η αρετή∙ διότι δεν είναι δυνατό να είναι πολύ καιρό φίλοι αναμεταξύ τους εκείνοι που αδικούν ο ένας τον άλλο. […] Και εάν θέλει κάποιος να συντελέσει στο να μην αδικούν οι άνθρωποι ο ένας τον άλλο, δεν έχει παρά να τους κάνει φίλους αναμεταξύ τους, διότι οι αληθινοί φίλοι δεν αδικούν. […]  Το ίδιο ή κάτι συγγενικό είναι η δικαιοσύνη και η φιλία” (Ηθ. Ευδ. Η1. 1234b22-31). Στην πραγματικότητα, “το να αναζητούμε πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε με ένα φίλο ισοδυναμεί στην ουσία με το αναζητούμε τι είναι το δίκαιο. […] Το δίκαιο αναφέρεται σε ορισμένα πρόσωπα που συνδέονται με κάποια ιδιότητα, κι ο φίλος είναι συνδεδεμένος πρώτα μέσω της φυλήςς και του είδους, και κατόπιν με την κοινοβίωση. […] Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος με σύνδεσμο προς εκείνους με τους οποίους εκ φύσεως έχει συγγένεια. Επομένως και σύνδεσμος θα υπήρχε γι’ αυτόν, και κάποια δικαιοσύνη, και εάν ακόμη δεν υπήρχε πόλη-κράτος” (Ηθ. Ευδ. Η10. 1242a 19-27).  

Όσον αφορά ειδικότερα την πολιτική φιλία, αυτή κατά τον Αριστοτέλη στηρίζεται στο συμφέρον, ενόψει του οποίου κυρίως συστήθηκε. “Οι άνθρωποι συνενώθηκαν, διότι δεν μπορούσαν να είναι αυτάρκεις παραμένοντες απομονωμένοι, μολονότι η ηδονή του συζήν, αυτή και μόνη, είναι ικανή να παρωθήσει σε ίδρυση κοινωνίας. […] Το δίκαιο πρέπει κυρίως να στεριώνεται επάνω στη φιλία των ανθρώπων που συνενώνονται από συμφέρον, κι αυτό δημιουργεί το δίκαιο ως προς τα δικαιώματα του πολίτη και του ατόμου”  (Ηθ. Ευδ. Η10. 1242a 7-13). Κι ο Αριστοτέλης προσθέτει ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα η φιλία εδράζεται εκτός από το συμφέρον και πάνω στην ελευθερία καθώς και στην ισότητα  (Ηθ. Ευδ. Η10. 1242b 30-34) δεδομένου ότι “το πολιτικό […] δίκαιο έχει σχέση με τους ανθρώπους, οι οποίοι μετέχουν στην κοινή πολιτική ζωή προς εξασφάλιση της αυτάρκειας και είναι ελεύθεροι πολίτες και ίσοι ή κατά την αναλογία ή κατά τον αριθμό” (Ηθ. Νικ. E10. 1134a 26-28).     

Φιλία, ισότητα, δίκαιο, ελευθερία και εναλλαγή στην εξουσία, καθώς και συμφέρον, ανάγκη και δικαιώματα συμπλέκονται σε μια ενότητα και συγκροτούν το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του κατά την αριστοτελική πολιτική ανάλυση, η οποία διακρίνεται για τον κοινωνιολογικό ρεαλισμό της: “Η πάνω στην ισότητα εδραζόμενη φιλία είναι ακριβώς η πολιτική. Η πολιτική φιλία πάλι στηρίζεται βέβαια στο συμφέρον∙ και όπως τα κράτη δεν είναι φιλικά μεταξύ τους παρά μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση, το ίδιο και οι πολίτες. […] Η συμφεροντολογική αυτή φιλία δεν βαστάει σχεδόν παρά όσο καιρό έχουν συναλλαγές χέρι με χέρι. Τούτο συμβαίνει διότι στον εν λόγω πολιτικό σύνδεσμο το άρχον και το αρχόμενο δεν έρχεται από τη φύση, ούτε κι έχει τίποτα το βασιλικό, αλλά είναι εναλλακτικά. Κι ούτε αποβλέπουν να κάνουν καλό, όπως ο θεός, όταν άρχουν, αλλά για να υπάρχει ισότητα πλεονεκτημάτων και εξυπηρετήσεων”  (Ηθ. Ευδ. Η10. 1242b 21-30).

Μ’ άλλα λόγια, η πολιτική ζωή οργανώνεται πάνω σε μια συμφεροντολογική βάση και λειτουργία με κίνητρο το ατομικό συμφέρον και την ισόρροπη και ισομερή (κατ’ αναλογία ή κατ’ αριθμό) ικανοποίηση των ατομικών συμφερόντων τόσο στις οικονομικές συναλλαγές όσο και στη συμμετοχή στο δημόσιο βίο, όπου υπάρχει εναλλαγή στην άσκηση της εξουσίας. Επομένως η ανισότητα και η ασυμμετρία στην ικανοποίηση των συμφερόντων υποσκάπτει τα θεμέλια της πολιτικής οργάνωσης (και της πολιτειακής οργάνωσης γενικά) και οδηγεί στην αποσταθεροποίηση της, αφού γεννά ένα αίσθημα αδικίας που στρέφει τον ένα πολίτη (τον αδικούμενο) ενάντια στον άλλο (εκείνου που επωφελείται από την αδικία).

Έτσι η αρχή της συμμετρίας προκύπτει ως ιδιαίτερη έκφανση της γενικής αρχής της μεσότητας που πρέπει να διέπει τα πολιτεύματα, αν επιδιώκεται η σταθεροποίησή τους και η ειρηνική ζωή των κοινωνιών μέσα σ’ αυτά. Πράγματι, “ως κοινό μέτρο [προς διάσωση των ισχυόντων πολιτευμάτων] και στα δημοκρατικά πολιτεύματα και στα ολιγαρχικά και στις μοναρχίες και σε κάθε είδους πολίτευμα, θα πρέπει να περιλαμβάνεται και τούτο: Να μη παρέχουν, δηλαδή, σε κανένα τη δυνατότητα να αποκτήσει πάρα πολύ μεγάλη δύναμη αντίθετα προς τη συμμετρία [η οποία πρέπει να διέπει τα πολιτικά πράγματα], αλλά μάλλον να επιδιώκουν [οι υπεύθυνοι για τη διατήρηση του πολιτεύματος] να δίνουν μικρά και μακροχρόνια αξιώματα ή αντίθετα μεγάλα αξιώματα μικρής όμως διάρκειας” (Πολιτ. Ε8. 1308b 10-14).

Η ρεαλιστική σκέψη του Αριστοτέλη τον οδηγεί και στον ακριβή προσδιορισμό της κοινωνικής της κοινωνικής ευταξίας, η οποία είναι φορέας σταθερότητας στα πολιτικο-κοινωνικά συστήματα, αφού τόσο η αρχή της μεσότητας και η εξειδίκευση της στην αρχή της πολιτικής ισορροπίας, όσο και η εμπειρική γνώση της πολιτικής ζωής, επιβάλλουν στους πολιτικούς που επιθυμούν την ενίσχυση της σταθερότητας του πολιτικού συστήματος “να επιδιώκουν την αύξηση της μεσαίας τάξης των πολιτών∙ διότι η τάξη αυτή συντελεί στην κατάπαυση των επαναστάσεων, οι οποίες προέρχονται από την ανισότητα που επικρατεί μεταξύ των πολιτών” (Πολιτ. Ε8. 1308b 30-31). Και γενικότερα, “όταν σε μια πόλη υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα και είναι και φτωχοί, η πόλη αυτή κατ’ ανάγκη είναι γεμάτοι εχθρούς” (Πολιτ. Γ11. 1281b 29-30).

Η ίδια ρεαλιστική σκέψη οδηγεί τον Αριστοτέλη και τον κοινωνιοψυχολογικής φύσης επισήμανση ότι αποσταθεροποιητικά για τα πολιτεύματα είναι και η φαυλότητα των πολιτικών και οι εκ μέρους τους καταχρήσεις του δημοσίου χρήματος∙ διότι “εάν όμως οι πολλοί [το μεγάλο πλήθος των πολιτών] σχηματίσουν τη γνώμη ότι οι άρχοντες κλέπτουν τα δημόσια χρήματα, τότε προξενούν σ’ αυτούς [δηλαδή στους πολίτες] λύπη και τα δύο, δηλαδή και το ότι δεν συμμετέχουν στα πολιτικά αξιώματα και το ότι οι άρχοντες έχουν κέρδη από τα δημόσια αξιώματα” (Πολιτ. Ε8. 1308b 36-38). 
  
Απόσπασμα από την εισήγηση του Ν. ΙντζεσίλογλουΗ αριστοτελική σκέψη και τα ανοιχτά συστήματα: Εφαρμογές στην κοινωνική οργάνωση στο δίκαιο, στην οικονομία και στην πολιτική του 21ου αιώνα.

Από τα πρακτικά του έκτου Πανελλήνιου συνεδρίου: Ο Αριστοτέλης και η σύγχρονη εποχή (Ιερισσός, 19-21 Οκτωβρίου 2001).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου