[…] ο εθνικισμός ήταν, εν μέρει, παιδί της Γαλλικής
Επανάστασης. Συνδεόταν στενά επίσης
με το πνευματικό κίνημα που αποκλήθηκε «ρομαντισμός». Ο ρομαντισμός ήταν τόσο ευρύς και ποικίλος ώστε αποκλείει τον
ορισμό του, ίσως και την ανάλυσή του. Εκείνο ίσως που μπορούμε να πούμε είναι
ότι υπήρξε αντίδραση εναντίον του
ρασιοναλισμού, του διαφωτισμού του 18ου αιώνα: στη λογική του 18ου αιώνα οι ρομαντικοί αντιπαρέθεσαν την πίστη τους
στο συναίσθημα. Οι διαφωτιστές του 18ου αιώνα θεωρούσαν το νου
ως «άσπρο χαρτί», που αποκτούσε τη γνώση από εντυπώσεις που αποτύπωνε σ’ αυτό
μέσω των αισθήσεων ο εξωτερικός κόσμος. Παρ’ όλο που και οι ρομαντικοί πίστευαν
στη σημασία της, υποστήριζαν ότι η έμφυτη ευαισθησία –που συνιστούσε την ιδιαίτερη
προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου- ήταν κληρονομική και, κατά συνέπεια παρούσα
στο νου από τη γέννησή του. Η γνώση, συνεπώς, για τους ρομαντικούς ήταν προϊόν
τόσο έμφυτων αισθημάτων, όσο και εξωτερικών αντιλήψεων. Ο ρομαντισμός έτσι έδινε
έμφαση στον ατομικισμό και την ατομική δημιουργικότητα που προερχόταν από
την αλληλεπίδραση της μοναδικής προσωπικότητας με την εξωτερική εμπειρία.
Ταυτόχρονα, υπογραμμίζοντας την
κληρονομικότητα στις νοοτροπίες, απέτιε φόρο τιμής στο παρελθόν. Αυτός ακριβώς
ο φόρος τιμής ήταν ο συνδετικός κρίκος με τον εθνικισμό.
Ο ρομαντισμός και ο εθνικισμός συνδεόταν μεταξύ τους με την κοινή
πεποίθηση ότι το παρελθόν θα έπρεπε
να λειτουργεί ως μέσο κατανόησης του παρόντος και σχεδιασμού του μέλλοντος.
Η αντίληψη αυτή βρήκε στη Γερμανία την πληρέστερη ανάπτυξή της και την πιο
ενθουσιώδη υποδοχή. Ένας από τους πρώτους Γερμανούς ρομαντικούς με μεγάλη
επιρροή ήταν ο Χέρντερ (Johann von Herder,
1744-1803), προτεστάντης πάστορας και θεολόγος. Το ενδιαφέρον του για τους παλιούς
πολιτισμούς τον οδήγησε, να εκθέσει τις απόψεις του […] σε μια εμπεριστατωμένη
πραγματεία με τίτλο Ιδέες για μια
φιλοσοφία της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Χέρντερ παρακολούθησε την εξέλιξη της
ευρωπαϊκής κοινωνίας από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας μέχρι την εποχή της
Αναγέννησης. Πίστευε ότι ο πολιτισμός δεν ήταν προϊόν μιας τεχνητής διεθνούς
ελίτ –κριτική εναντίον της σκέψης του Διαφωτισμού- αλλά των κοινών ανθρώπων
του λαού. […] Απέρριψε ολοκληρωτικά την αρχή του διαφωτισμού, κατά την οποία
όλοι οι άνθρωποι αντιδρούν στις ίδιες συνθήκες κατά τον ίδιο τρόπο περίπου∙
όπως απέρριψε και την υπόθεση ότι η αξία της ιστορίας βρίσκεται απλώς στη
διδασκαλία μέσω του παραδείγματος […]
Ο Άγγλος ρομαντικός ποιητής και φιλόσοφος Κόλεριτζ (Samuel Taylor Coleridge, 1772-1834) επιχειρηματολόγησε
εναντίον του ωφελιμιστικού κράτους και υπέρ της απόδοσης […] στην εθνική εκκλησία,
μεγαλύτερου ρόλου στη διαμόρφωση της κοινωνίας.
Ο Γάλλος συντηρητικός Σατωβριάνδος (1768-1848) ανέπτυξε την
ίδια επιχειρηματολογία στην πραγματεία του Η
ιδιοφυία του Χριστιανισμού, που δημοσιεύτηκε το 1802. Το παρελθόν είναι
συνυφασμένο στο παρόν δεν μπορεί να ξηλωθεί απ’ αυτό χωρίς να καταστρέψει την
υφή της κοινωνίας του έθνους. Η
θρησκεία, τόσο ως ατομική εμπειρία, όσο και ως έκφραση εθνικής κληρονομιάς,
έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ρομαντική σκέψη.
Η θεωρία της οργανικής εξέλιξης της κοινωνίας και του
κράτους, βρήκε την πληρέστερη ανάπτυξή της στα γραπτά του Γερμανού μεταφυσικού
Έγελου (Georg Wilhelm Hegel,
1770-1831), καθηγητή της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, που
προσέλκυσε πολλούς οπαδούς. Ο Έγελος έβλεπε την ιστορία ως εξέλιξη. Οι κοινωνικοί
και πολιτικοί θεσμοί ωριμάζαν, εκπλήρωναν τους σκοπούς τους και παραχωρούσαν τη
θέση τους σε άλλους. Ωστόσο, το νέο ποτέ δεν αντικαθιστούσε τελείως το παλιό,
επειδή η αλλαγή γινόταν με βάση ένα «διαλεκτικό» σχήμα. Όταν νέοι θεσμοί
αμφισβητούσαν τους παλιούς, εκδηλωνόταν σύγκρουση «θέσης» και «αντίθεσης» που
παρήγαγε μια «σύνθεση», μια αναδιοργάνωση δηλαδή της κοινωνίας, που διατηρούσε
στοιχεία από το παρελθόν, ενώ παράλληλα προσαρμοζόταν στο παρόν. […]
Οι θεωρίες αυτές της ιστορίας και της ιστορικής εξέλιξης που
είχαν διαμορφώσει οι ρομαντικοί, είχαν άμεση σχέση με την ιδέα του εθνικισμού
που είχε διαμορφωθεί την ίδια περίοδο. Η Γαλλική Επανάσταση είχε παράσχει ένα
παράδειγμα για το τι μπορούσε να επιτύχει ένα έθνος […] οι Γερμανοί ιδιαίτερα
είχαν αφυπνιστεί σε βαθμό να κατανοήσουν το δικό τους ιστορικό πεπρωμένο. Τα
έργα του φιλοσόφου Φίχτε (J.G. Fichte, 1762-1814) είναι παράδειγμα
αυτής της αφύπνισης. […] Το 1808 ο Φίχτε συνέταξε μια σειρά Ομιλίες προς το γερμανικό έθνος, όπου
διακήρυσσε την ύπαρξη ενός γερμανικού πνεύματος, όχι απλώς ίσου ανάμεσα σε άλλα
εθνικά πνεύματα, αλλά ανώτερου από εκείνα. […]
Οι αδελφοί Γκριμ (Grimm), εκδότες των ομώνυμων παραμυθιών (1812), ταξίδεψαν σε όλη
τη Γερμανία για να μελετήσουν τις τοπικές διαλέκτους και για να συγκεντρώσουν
παραμύθια, που εξέδωσαν ως τμήμα της εθνικής κληρονομιάς. Ο ποιητής Σίλερ (Johann Schiller, 1759-1805) έγραψε
το δράμα Ουλιέλμος Τέλος (1804), με
βάση το θρύλο του Ελβετού ήρωα, που έγινε πολεμική κραυγή της γερμανικής
εθνικής συνείδησης. Στη Βρετανία, ο σερ Ουόλτερ Σκωτ (Wulter Scott, 1771-1832) επανέλαβε
σε πολλά μυθιστορήματα του τη λαϊκή ιστορία της Σκωτίας, ενώ ο ποιητής Ουόρντσγουορθ
(William Wurdworth,
1770-1850), συνειδητά προσπάθησε να εκφράσει την απλότητα και την αρετή του
αγγλικού λαού, σε συλλογές όπως οι Λυρικές
μπαλάντες (1798). Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, όλες οι χώρες συγκέντρωναν και
ταξινομούσαν με επιμέλεια τα ενθύμια του ιστορικού παρελθόντος τους, μέσω
θεσμών όπως η επιθεώρηση Monumento Germaniae Historiae,
που ιδρύθηκε το 1826, η γαλλική Ecole des Chartes
(1821) και το αγγλικό Public Record Office
(1838). Στη Γαλλία, η νεοκλασική τεχνοτροπία, που είχε τυποποιηθεί με τους πίνακες
του Δαβίδ και χρησιμοποιήθηκε από τον Ναπολέοντα για να εξάρει την
προσωπικότητα του, παραχώρησε τη θέση της στον ταραχώδη ρομαντισμό του
Ντελακρουά (Delecroix),
του οποίου ο πίνακας Η ελευθερία οδηγώντας το λαό στα οδοφράγματα (1830)
ήταν μια διακήρυξη, όχι μόνο υπέρ της ελευθερίας αλλά και του θάρρους του
γαλλικού λαού.
Η μουσική επίσης εξέφραζε εθνικούς πόθους αν και όχι πριν
περάσει μια γενιά από το 1815. Πολλές από τις τις όπερες του Βέρντι (Giuseppe Verdi, 1813-1901), για
παράδειγμα ο Τροβαδούρος (Trovatore), περιείχαν
μουσικές διακηρύξεις πίστης στην πιθανότητα μιας ιταλικής παλιγγενεσίας, μιας
ανάστασης του ιταλικού πνεύματος. Οι όπερες του Βάγκνερ (Richard Wagner, 1813-1883) –εκείνες
ιδιαίτερα που βασίζονται στο γερμανικό έπος Τραγούδι
του Νιμπερλούγκεν- κατάφεραν να ανυψώσουν το σεβασμό για τους μύθους των
βόρειων θεών σε επίπεδο έκστασης […] Όλη αυτή η δημιουργική δραστηριότητα ήταν
αποτέλεσμα της αυθόρμητης και ενθουσιώδους ανταπόκρισης καλλιτεχνών και
συγγραφέων στο ρομαντικό κίνημα. Σύντομα όμως οι πολιτικοί αντιλήφθησαν πως ο ιστορικός ρομαντισμός θα μπορούσε να
εξυπηρετήσει τους εθνικιστικούς τους στόχους. Κατάλαβαν πως ένα
συγκεκριμένο έργο τέχνης, ανεξάρτητα από το αν ήταν πίνακας, τραγούδι, θεατρικό
έργο ή κτήριο, μπορούσε να μετατραπεί σε εθνικό σύμβολο∙ και δεν δίστασαν να
συντελέσουν σε τέτοιες μετατροπές όποτε το έκριναν σκόπιμο.
Όσο και αν ο ρομαντισμός συνέβαλε, από κοινού με τον
εθνικισμό, στην καλλιέργεια της αφοσίωσης στο παρελθόν, οι ρομαντικοί δεν ήταν αναγκαστικά εθνικιστές. Αντίθετα, ο ρομαντισμός ήταν σαφώς διεθνιστικός όσον
αφορά τον εκθειασμό της φύσης και, πάνω απ’ όλα, της ατομικής δημιουργικότητας.
Οι ρομαντικοί διακήρυσσαν ότι η φύση γινόταν καλύτερα αντιληπτή από τις
αισθήσεις, παρά από τη λογική […] Οι άνθρωποι είχαν ανακηρυχθεί ελεύθεροι να
ερμηνεύσουν τη φύση –καθώς και τη ζωή- σύμφωνα με τις ατομικές τους αντιδράσεις
προς αυτήν και όχι με βάση ένα σύστημα γενικών λογικών κανόνων. […] Η ανθρώπινη
εμπειρία, πίστευαν οι ρομαντικοί, δεν συνδεόταν, με καμιά ξεχωριστή εθνική
παράδοση και κανένα εθνικό χαρακτήρα. […] Οι ρομαντικοί ήταν διεθνιστές επειδή
απολάμβαναν την ελευθερία χωρίς κανένα περιορισμό –μεταφυσικό ή πολιτικό– που
θα έτεινε να περιορίζει την ικανότητα ενός ανθρώπου να πραγματώσει τις
δυνατότητές του […]
Οι ρομαντικοί, ως
λάτρεις της ατομικότητας, λάτρευαν την «ιδιοφυία», ένα πνεύμα που δεν ήταν
δυνατό ν’ αναλυθεί και έπρεπε να έχει το δικαίωμα να θέτει τους δικούς του
κανόνες […]
Η ελευθερία και το πρόβλημα της αυτοαναγνώρισης υπήρξαν τα
κυριότερα θέματα των δύο γιγάντων του ρομαντικού κινήματος: του συνθέτη
Μπετόβεν (Ludwig van Beethoven,
1770-1827) και του συγγραφέα Γκαίτε (Wolfgang von Goethe, 1749-1832). Το πιο
αξιοθαύμαστο χαρακτηριστικό των συνθέσεων του Μπετόβεν είναι η μοναδικότητα και
η ατομικότητά τους. Στην Πέμπτη του συμφωνία, ο Μπετόβεν φθάνει στο απόγειο της
συμφωνικής λογικής∙ η Έκτη είναι ύμνος της φύσης∙ η Εβδόμη, ένα διονυσιακό
ξεφάντωμα∙ η Όγδοη αποτελεί μια χαρμόσυνη σύνθεση που απεικονίζει το πνεύμα της
μουσικής συμφωνίας του 18ου αιώνα. Στα τελευταία του χρόνια και αφού
είχε χάσει την ακοή του, ο Μπετόβεν ξεκίνησε για το τελευταίο του μουσικό
ταξίδι: πέντε σονάτες για πιάνο, πέντε κουαρτέρτα εγχόρδων, την Ενάτη συμφωνία
και τη μεγάλη λειτουργία, Missa Solemnis,
που αποτελούν την τελευταία του κληρονομιά. Γεμίζουν τον ακροατή με δέος, […]
επειδή εκφράζουν απεριόριστη ατομική θέληση για δύναμη.
Η αφοσίωση του Γκαίτε στην ιδέα της ατομικής ελευθερίας
ήταν, εν μέρει, προϊόν της γέννησης και της ανατροφής του στην ελεύθερη
αυτοκρατορική πόλη της Φρανκφούρτης. Η Φρανκφούρτη ήταν διεθνές εμπορικό και
πνευματικό κέντρο, ανοιχτό στους πολιτιστικούς ανέμους κάθε κατεύθυνσης […] Η
ίδια του η «ιδιοφυία» τον έσπρωξε πρώτα στη μελέτη των νομικών, σε συνέχεια της
ιατρικής και τέλος των καλών τεχνών και των φυσικών επιστημών […] Επηρεασμένος
από τον Χέρντερ, ο Γκαίτε είχε ήδη δημοσιεύσει ρομαντικών τάσεων έργα του, που
περιλάμβαναν το εξαιρετικά δημοφιλές Πάθη
του Βέρθερου […]
Το 1790 ο Γκαίτε δημοσίευσε το πρώτο μέρος του αριστουργήματος
του, Φάουστ, έμμετρο θεατρικό δράμα,
που ολοκλήρωσε ένα χρόνο πριν πεθάνει, το 1831. Το έργο επαναλαμβάνοντας το
γερμανικό θρύλο του ανθρώπου που είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο με αντάλλαγμα
τη γνώση των πάντων, καθρεπτίζει τη ρομαντική απροθυμία περιορισμού του πνεύματος·
[…]
Ο ρομαντισμός και ο εθνικισμός έχουν την ίδια σχέση μεταξύ
τους στην ιστορία της Ευρώπης του 19ου αιώνα, όπως και στη σκέψη των
στοχαστών που μόλις εξετάσαμε. Σε μερικές χώρες, π.χ. στην Αγγλία, έδειχναν να
ακολουθούν διαφορετικές πορείες,. Σε άλλες, π.χ. στη Γερμανία που η ιστορία της
βρισκόταν στο κέντρο της ιστορίας τόσο του ρομαντισμού, όσο και του εθνικισμού.
E. M. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία
(ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2006, σελ. 602-614)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου