Το «αργότερα» ήρθε μετά το θάνατο του Καμβύση, την εποχή του Πέρση βασιλιά Δαρείου, ενός μεγάλου ηγέτη. Kυβερνούσε με τέτοιον τρόπο την απέραντη Περσική Αυτοκρατορία –που πλέον εκτεινόταν από την Αίγυπτο μέχρι τα σύνορα της Ινδίας–, ώστε παντού να γίνεται μόνο αυτό που εκείνος όριζε. Έφτιαξε δρόμους μόνο και μόνο για να μπορούν οι διαταγές του να φτάνουν αμέσως και στο πιο απομακρυσμένο σημείο της αυτοκρατορίας. Ακόμα και οι διοικητές των επαρχιών, οι λεγόμενοι σατράπηδες, παρακολουθούνταν από τους πληροφοριοδότες του, που ήταν γνωστοί ως «τα μάτια και τ’ αυτιά του βασιλιά». O Δαρείος λοιπόν επέκτεινε την αυτοκρατορία μέχρι τη Μικρά Ασία, στις ακτές της οποίας ήταν οι ιωνικές πόλεις των Ελλήνων. Oι Έλληνες όμως δεν είχαν συνηθίσει να αποτελούν μέρος μιας μεγάλης αυτοκρατορίας και να υπακούουν σ’ ένα δυνάστη που ένας Θεός ξέρει από ποιο σημείο της ενδοχώρας της Ασίας έστελνε τις αυστηρές διαταγές του. Oι κάτοικοι των ελληνικών αποικιών ήταν κυρίως πλούσιοι έμποροι που ήταν συνηθισμένοι να διευθετούν τις υποθέσεις τους μόνοι τους και να αποφασίζουν για τα θέματα της διοίκησης της πόλης από κοινού και ανεξάρτητα. Δεν ήθελαν ούτε να κυβερνιούνται από έναν Πέρση βασιλιά, ούτε να του καταβάλλουν φόρους. Γι’ αυτό λοιπόν επαναστάτησαν και πέταξαν έξω τους Πέρσες διοικητές
Οι
Έλληνες των μητροπόλεων, κυρίως η Αθήνα, που είχαν ιδρύσει παλιότερα αυτές τις
αποικίες, τους υποστήριξαν και τους έστειλαν πλοία. Κάτι τέτοιο δεν είχε
περάσει ποτέ από το μυαλό του Πέρση βασιλιά, του «βασιλέα των βασιλέων»
–αυτός ήταν ο τίτλος του–, ότι δηλαδή ένας τοσοσδά λαός, μια ασήμαντη φυλή,
θα τολμούσε να αντιταχθεί σ’ αυτόν, τον κυρίαρχο όλου του κόσμου. Με τις
ιωνικές πόλεις στη Μικρά Ασία ξεμπέρδεψε αμέσως. Δεν του έφτανε όμως, γιατί
πραγματικά έξαλλος ήταν κυρίως με τους Aθηναίους, που είχαν ανακατευτεί στις
υποθέσεις του. Έχοντας στόχο να καταστρέψει την Αθήνα και να κατακτήσει την
Ελλάδα, εξόπλισε ένα μεγάλο στόλο. Τα πλοία όμως έπεσαν σε θύελλα, τσακίστηκαν
πάνω στα βράχια και βούλιαξαν. Φυσικά η οργή του Δαρείου έγινε ακόμα
μεγαλύτερη. Λένε μάλιστα πως έδωσε σ’ ένα σκλάβο τη διαταγή να του φωνάζει σε
κάθε γεύμα τρεις φορές: «Κύριε, θυμήσου τους Αθηναίους». Τόσο μεγάλη ήταν η
οργή του. Μετά έστειλε το γαμπρό του με καινούριο, πανίσχυρο στόλο στην Αθήνα. Oι
Πέρσες κατέκτησαν πολλά νησιά που βρήκαν στο δρόμο τους και κατέστρεψαν πολλές
πόλεις. Τελικά αγκυροβόλησαν σ’ ένα μέρος πολύ κοντά στην Αθήνα, στο Μαραθώνα.
Εκεί αποβιβάστηκε ολόκληρος ο περσικός στρατός, έτοιμος να επιτεθεί στην Αθήνα.
Πρέπει να ήταν 70.000 άντρες, περισσότεροι δηλαδή απ’ όσους κατοίκους είχε
ολόκληρη η πόλη. O αθηναϊκός στρατός, με 10.000 άντρες περίπου, αντιστοιχούσε
στο ένα έβδομο του περσικού. Η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη. Όχι όμως
εντελώς. Oι Αθηναίοι είχαν ένα στρατηγό, το Μιλτιάδη, ένα θαρραλέο και έξυπνο
άντρα, που είχε ζήσει χρόνια κοντά στους Πέρσες και γνώριζε ακριβώς τις
πολεμικές τακτικές τους. Επιπλέον όλοι οι Αθηναίοι ήξεραν τι διακυβευόταν – η
ελευθερία τους, η ζωή τους, η ζωή των παιδιών και των γυναικών τους. Έτσι
παρατάχθηκαν σε ζυγούς στο Μαραθώνα και επιτέθηκαν στους σαστισμένους Πέρσες,
οι οποίοι δεν περίμεναν καθόλου να συμβεί κάτι τέτοιο. Και νίκησαν. Oι
Πέρσες είχαν πολλές απώλειες. Αυτοί που επέζησαν επιβιβάστηκαν στα πλοία κι
έφυγαν.
Τέτοιος
θρίαμβος! Και εναντίον τέτοιας υπερδύναμης! Άλλος στη θέση του θα ήταν τόσο
ενθουσιασμένος, που δε θα μπορούσε να σκεφτεί τίποτ’ άλλο. O Μιλτιάδης όμως δεν
ήταν μόνο θαρραλέος, ήταν και ευφυής. Πρόσεξε πως τα περσικά πλοία δεν πήραν το
δρόμο της επιστροφής, αλλά κατευθύνονταν προς την Αθήνα, όπου δεν υπήρχαν πια
στρατιώτες και έτσι η πόλη ήταν εύκολος στόχος. Ευτυχώς η απόσταση από το
Μαραθώνα είναι πιο μεγάλη από τη θάλασσα παρά από την ξηρά. Τα πλοία έπρεπε να
πλεύσουν γύρω από ένα μεγάλο κομμάτι στεριάς που ήταν πιο εύκολο να το διανύσει
κανείς πεζός. Αυτό έκανε κι ο Μιλτιάδης. Διέταξε έναν αγγελιαφόρο να τρέξει όσο
πιο γρήγορα μπορούσε στην Αθήνα, να προειδοποιήσει τους Αθηναίους. Από αυτό
πήρε το όνομά του αργότερα ο μαραθώνιος αγώνας. O αγγελιαφόρος έτρεξε τόσο
γρήγορα, που, όταν έφτασε, εκτέλεσε την εντολή και αμέσως μετά ξεψύχησε. Στο
μεταξύ ο Μιλτιάδης με ολόκληρο το στρατό του ακολούθησε την ίδια διαδρομή με
απίστευτη βιασύνη. Κι έκαναν πολύ καλά, γιατί, μόλις παρατάχθηκαν όλοι στο
λιμάνι της Αθήνας, τον Πειραιά, εμφανίστηκε στον ορίζοντα ο περσικός στόλος. Oι
Πέρσες αιφνιδιάστηκαν. Δεν ήθελαν να τα βάλουν ποτέ ξανά μ’ αυτό το γενναίο
στρατηγό. Έβαλαν λοιπόν την ουρά στα σκέλια και γύρισαν σπίτι τους. Κι έτσι
σώθηκε όχι μόνο η Αθήνα, αλλά και ολόκληρη η Ελλάδα. Όλα αυτά έγιναν το 490
π.Χ. Μπορείς να φανταστείς πώς άφρισε από το θυμό του ο μεγάλος βασιλιάς
Δαρείος μόλις έμαθε για την ήττα στο Μαραθώνα. Προς το παρόν όμως δεν
μπορούσε να οργανώσει νέα επιχείρηση εναντίον της Ελλάδας γιατί στο μεταξύ είχε
ξεσπάσει εξέγερση στην Αίγυπτο και έπρεπε να οδηγήσει εκεί τα στρατεύματά του
για να την καταπνίξει. Έπειτα από λίγο καιρό πέθανε, κληροδοτώντας στο
διάδοχό του Ξέρξη την υποχρέωση να εκδικηθεί την Ελλάδα μια για πάντα. O
Ξέρξης, που ήταν ένας σκληρός και αρχομανής βασιλιάς, δεν ήθελε δεύτερη
κουβέντα για να ξεκινήσει. Στρατολόγησε άντρες από τους λαούς που ήταν
υποτελείς στους Πέρσες –Αιγύπτιους, Βαβυλώνιους και Μικρασιάτες– και συγκρότησε
στρατό. Όλοι ήρθαν με την τοπική ενδυμασία τους, με τα δικά τους όπλα, με
βέλη και τόξα, ξίφη και ασπίδες, ακόντια και πολεμικά άρματα, ακόμα και με
σφεντόνες. Ήταν ένα τεράστιο, πολύχρωμο πλήθος, λέγεται πως ξεπερνούσε το 1
εκατομμύριο άντρες, και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα έκαναν οι
Έλληνες όταν θα έρχονταν αντιμέτωποι με αυτό το στρατό. Αυτή τη φορά επικεφαλής
της εκστρατείας ήταν ο ίδιος ο Ξέρξης. Όταν όμως ο στρατός έφτασε στον
πορθμό που χωρίζει τη Μικρά Ασία από τη σημερινή Κωνσταντινούπολη και
προσπάθησε να περάσει από μια γέφυρα φτιαγμένη από πλοία, σηκώθηκαν μεγάλα
κύματα και διέλυσαν τη γέφυρα. Πάνω στο θυμό του ο Ξέρξης μαστίγωσε τη θάλασσα
με αλυσίδες. Αμφιβάλλω όμως αν η θάλασσα πτοήθηκε έπειτα απ’ αυτό. Ένα μέρος
του πελώριου στρατού ετοιμάστηκε να επιτεθεί στην Ελλάδα από τη θάλασσα, και
ένα άλλο από τη στεριά. Στη νότια Ελλάδα ένας μικρός αριθμός από Σπαρτιάτες,
που είχαν συμμαχήσει με τους Αθηναίους, προσπάθησαν να σταματήσουν τους Πέρσες
στα στενά των Θερμοπυλών. Όταν οι Πέρσες απαίτησαν να καταθέσουν οι Σπαρτιάτες
τα όπλα, η απάντηση ήταν «Μολών λαβέ!». «Τα βέλη μας είναι τόσα πολλά, που θα
κρύψουν τον ήλιο!» απείλησαν οι Πέρσες. «Τόσο το καλύτερο» είπαν οι Σπαρτιάτες
«θα πολεμάμε στη σκιά». Ένας Έλληνας προδότης όμως έδειξε στους Πέρσες ένα
μονοπάτι πάνω από τα βουνά, κι έτσι περικύκλωσαν τους Έλληνες και τους
παγίδευσαν. Oι 300 Σπαρτιάτες και οι 700 σύμμαχοί τους έπεσαν στο πεδίο της
μάχης και κανείς δεν προσπάθησε να το βάλει στα πόδια. Αυτός ήταν ο νόμος τους.
Αργότερα ένας Έλληνας ποιητής έγραψε προς τιμήν τους μια επιτύμβια στήλη που
λέει: Ω ξείν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι
πειθόμενοι. Στο μεταξύ στην Αθήνα, μετά το μεγάλο θρίαμβο του Μαραθώνα, δεν
είχαν μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Ένας άλλος στρατηγός, ο Θεμιστοκλής, ένας
τετραπέρατος και διορατικός άντρας, έλεγε στους συμπατριώτες του ξανά και ξανά
πως ένα τέτοιο θαύμα όπως αυτό στο Μαραθώνα συμβαίνει μόνο μία φορά, και πως η
Αθήνα έπρεπε να αποκτήσει στόλο αν ήθελε να συνεχίσει να αντιστέκεται στους
Πέρσες. Έτσι οι Αθηναίοι φτιάξανε στόλο. O Θεμιστοκλής διέταξε να αδειάσει
ολόκληρη η Αθήνα –άλλωστε ο πληθυσμός της δε θα πρέπει να ήταν και τόσο μεγάλος
τότε– και έστειλε τους κατοίκους της στη Σαλαμίνα. Εκεί παρατάχθηκε και ο
ελληνικός στόλος. Μόλις λοιπόν το περσικό πεζικό έφτασε στην Αθήνα, τη
βρήκε έρημη, την πυρπόλησε και την αφάνισε. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα
στους Αθηναίους, που από το νησί της Σαλαμίνας έβλεπαν την πόλη τους να
τυλίγεται στις φλόγες. Τώρα ο περσικός στόλος πλησίαζε και απειλούσε να
περικυκλώσει τη Σαλαμίνα. Oι σύμμαχοι των Αθηναίων άρχισαν να φοβούνται. Ήθελαν
να φύγουν με τα πλοία τους και να αφήσουν τους Αθηναίους στην τύχη τους. Τότε ο
Θεμιστοκλής απέδειξε την υπεροχή του, την τόλμη και την εξυπνάδα του. Μόλις είδε
ότι όλες του οι προσπάθειες να πείσει τους συμμάχους του έπεφταν στο κενό και
ότι ήταν αποφασισμένοι να φύγουν την άλλη μέρα το πρωί, έστειλε κρυφά στους
Πέρσες έναν αγγελιαφόρο να αναγγείλει στον Ξέρξη το εξής: «Κάνε γρήγορα
επίθεση, γιατί αλλιώς θα σου ξεφύγουν οι σύμμαχοι των Αθηναίων». O Ξέρξης
έπεσε όντως στην παγίδα. Το αμέσως επόμενο πρωινό επιτέθηκε με τα μεγάλα
πολεμικά πλοία του με τα πολλά κουπιά. Κι έχασε. Τα πλοία των Ελλήνων ήταν μεν
μικρότερα, αλλά γι’ αυτό ακριβώς ήταν και πιο ευκίνητα. Στη γεμάτη μικρά νησιά
θάλασσα αυτό ήταν το πιο συμφέρον. Επιπλέον οι Έλληνες αγωνίζονταν για άλλη
μια φορά για την ελευθερία τους, ενώ η νίκη τους στο Μαραθώνα πριν από δέκα
χρόνια είχε τονώσει το ηθικό τους. Από ένα ύψωμα ο Ξέρξης ήταν αναγκασμένος να
παρακολουθήσει τα δυσκίνητα πλοία του να εμβολίζονται από τα μικρά και γρήγορα
ελληνικά πλοία και να βυθίζονται. Συντετριμμένος, έδωσε διαταγή να υποχωρήσουν.
Έτσι λοιπόν οι Αθηναίοι νίκησαν για δεύτερη φορά, και μάλιστα έναν ακόμα
μεγαλύτερο στρατό. Αυτό έγινε το 480 π.Χ. Σύντομα, το 479 π.Χ., ηττήθηκε και
το πεζικό, από τις ενωμένες δυνάμεις των Ελλήνων στις Πλαταιές. Από τότε οι
Πέρσες δεν τόλμησαν να επιτεθούν ξανά στην Ελλάδα. Κι αυτό είναι πολύ
ενδιαφέρον, γιατί οι Πέρσες δεν ήταν πιο αδύναμοι ή πιο χαζοί από τους Έλληνες
– σίγουρα όχι.
Όπως
όμως έχω ήδη πει, οι Έλληνες ήταν ένας ιδιαίτερος λαός. Ενώ οι κοινωνίες στις
αυτοκρατορίες της Ανατολής ήταν πάντα προσηλωμένες στα πατροπαράδοτα έθιμα και
διδάγματα και δεν ήταν ανοιχτές στις καινούριες ιδέες, στην Ελλάδα, και ειδικά
στην Αθήνα, ίσχυε το ακριβώς αντίθετο.
Σχεδόν κάθε χρόνο συλλάμβαναν και κάτι νέο. Κανένας θεσμός δεν έμενε ο ίδιος
για πολύ. Oύτε και κανένας αρχηγός. Αυτό το έζησαν στο πετσί τους κι οι
μεγάλοι ήρωες των Περσικών Πολέμων, ο Μιλτιάδης κι ο Θεμιστοκλής. Στην αρχή
τούς εξύμνησαν, τους τίμησαν και έστησαν ανδριάντες προς τιμήν τους, αλλά μετά
άρχισαν να τους κατηγορούν και να τους συκοφαντούν, ώσπου στο τέλος τούς
εξοστράκισαν. Αυτό σίγουρα δεν ήταν θετικό γνώρισμα των Αθηναίων, ήταν όμως
στοιχείο του χαρακτήρα τους – πάντα να αναζητούν το καινούριο, πάντα να
πειραματίζονται, ποτέ να μην είναι ικανοποιημένοι, ποτέ πλήρεις και
εφησυχασμένοι! Έτσι μέσα στα επόμενα εκατό χρόνια μετά τους Περσικούς
Πολέμους το πνεύμα των ανθρώπων της μικρής αυτής πόλης συνέλαβε πολύ
περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι μέσα σε χιλιάδες χρόνια αυτό των ανθρώπων στις
μεγάλες αυτοκρατορίες της Ανατολής. Όσα είχαν τότε ζωγραφίσει, σκεφτεί,
συνθέσει ή επινοήσει, όσα συζητούσαν οι νέοι στην αγορά και για όσα
διαπληκτίζονταν οι μεγαλύτεροι στην εκκλησία του δήμου μάς απασχολούν κι εμάς
σήμερα. Είναι περίεργο, αλλά όντως έτσι είναι. Με τι άραγε θα ασχολούμασταν
σήμερα αν οι Πέρσες είχαν νικήσει το 490 στο Μαραθώνα ή το 480 στη Σαλαμίνα; Αυτό
δεν το ξέρω.
GOMBRICH
HANS-ERNST: ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Από το κεφάλαιο 8: Ένας άνισος αγώνας
Πατάκης, Σεπτέμβριος 2012