Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεξουαλικότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεξουαλικότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Ο πλατωνικός δρόμος του έρωτα


[… ] Και ερχόμαστε πλέον στον πιο γοητευτικό, τον πιο γνωστό –αν θέλετε–, τον πιο «σκανδαλιστικό» από μια πλευρά, δρόμο που συστήνει ο Πλάτων προς τη φιλοσοφία, εννοώ τον «δρόμο του έρωτα», αφού ο Πλάτων είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος του έρωτα. Είναι ο φιλόσοφος που έχει εντάξει ως λειτουργικό στοιχείο, μεταφορά αν θέλετε, στη φιλοσοφία το ερωτικό στοιχείο.

Ερωτισμός υπάρχει σε πολλούς πλατωνικούς διαλόγους, και στους πρώιμους και στους μέσους, υποχωρεί λίγο στο ύστερο έργο του, ο Χαρμίδης ας πούμε, που είναι τυπικά ένας διάλογος περί σωφροσύνης, έχει μια από τις πιο προκλητικές εισαγωγές. Ο Σωκράτης γυρίζει από τον πόλεμο, είμαστε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και στρατεύεται ο Σωκράτης, και μάλιστα έχει και ιδιαίτερα καλές επιδόσεις στις μάχες  σώζει τον Αλκιβιάδη, ας πούμε– και γυρίζοντας, έχοντας λείψει δύο χρόνια απ’ την Αθήνα, το πρώτο που τον ενδιαφέρει [είναι να] πηγαίνει στα γυμναστήρια να δει ποιοι ωραίοι νέοι έχουν εμφανιστεί στην αθηναϊκή κοινωνία. Και έρχεται σε επαφή, συζητάει με τον νεαρό Χαρμίδη, ο οποίος είναι ιδιαίτερα ωραίο παιδί και από καλή οικογένεια και καλές προδιαθέσεις και άρα έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που οι αρχαίοι θα λέγανε «καλς κγαθός», δηλαδή και ωραίος και αγαθός και καλός χαρακτήρας και άρα έχει μέλλον στην πολιτική ζωή της Αθήνας – ένα μέλλον που δεν ήταν και τόσο καλό τελικά αφού σκοτώνεται ο Χαρμίδης, όντας κομμάτι της τυραννίας, ένα μέλος της τυραννίας των Τριάκοντα.

Συμπόσιο

Αυτή η ατμόσφαιρα θα μετασχηματιστεί σε θέμα πια διαλόγου στο Συμπόσιο, που είναι για κάποιους ο ωραιότερος πλατωνικός διάλογος. Στο Συμπόσιο, το οποίο δεν μοιάζει πολύ με τους άλλους διαλόγους, έχουμε μια ανταλλαγή λόγων, διαδοχικούς λόγους που εκφωνούν έξι φίλοι οι οποίοι με αφορμή τη νίκη στους δραματικούς αγώνες –αγώνες θεάτρου– του Αγάθωνα, ενός μέλους της παρέας του Σωκράτη, μαζεύονται για να γιορτάσουν λοιπόν τη νίκη και το πιο λογικό θέμα συζήτησης που θέτουν είναι ο έρωτας –αναγνωρίζοντας μια σχέση τέχνης και έρωτος– και συμφωνούν να εκφωνήσει ο καθένας από τους συμποσιαστές με τη σειρά του τη δικιά του αντίληψη περί έρωτα.

Να πω προκαταβολικά ότι, όταν μιλάμε για έρωτα στην αρχαία κοινωνία και στα αρχαία ελληνικά, εννοούμε αποκλειστικά τη σεξουαλική έλξη. Δεν εννοούμε αυτό που αργότερα θα μπορεί να ονομαστεί «αγάπη» ας πούμε, η χριστιανική αγάπη δεν έχει καμία σχέση με αυτό, ούτε με τη φιλία έχει σχέση ο έρωτας· ο έρωτας είναι η δύναμη που ενώνει δύο αντίθετα ή δύο συμπληρωματικά όντα και ξεκινάει από την ανάγκη της αναπαραγωγής. Έτσι, στον Ησίοδο ας πούμε, στη Θεογονία, ο Έρωτας είναι από τις τρεις αρχέγονες θεότητες, δεν τον γεννάει κανένας ούτε ο ίδιος γεννάει κάτι, αλλά μεσολαβεί για να γεννηθούν όλοι οι άλλοι θεοί. Είναι δηλαδή η ένωση, η σεξουαλική ένωση που σε πρωτογενές επίπεδο γεννάει ένα καινούργιο ον, ένα παιδί, και σε ένα συμβολικό επίπεδο γεννάει μια καινούργια ιδέα, ένα καινούργιο έργο τέχνης, μια καινούργια θεωρία κ.ο.κ.

Παίρνουν λοιπόν με τη σειρά τους οι φίλοι τον λόγο, σε μια κορύφωση, ας πούμε, ενδιαφέροντος και σημασίας. Τελευταίος θα μιλήσει φυσικά ο Σωκράτης, και από τους προηγούμενους ο πιο ενδιαφέρων λόγος είναι ο λόγος που βγάζει ο Αριστοφάνης· είναι παρών στην παρέα ο Αριστοφάνης –ο κωμικός ποιητής– από τη διήγηση του οποίου έχει βγει η έννοια του «τέρου μίσεως». Ο Αριστοφάνης πλάθει μια εικόνα, έναν μύθο, ο οποίος έχει στοιχεία κωμικά, ότι κάποτε ήμασταν «διπλοί», ενωμένοι δηλαδή δύο όντα μαζί, είχαμε δύο πλευρές, μας κόψανε οι θεοί για κάποιους λόγους και από τότε αναζητούμε απεγνωσμένα το μισό μας που χάθηκε, είτε ήταν ετερόφυλο είτε ήταν ομόφυλο.

Βάζω το θέμα της ομοφυλοφιλίας διότι –χωρίς αυτό να είναι καθοριστικό για το νόημα του διαλόγου– ο Πλάτων στο Συμπόσιο και ο Σωκράτης και οι υπόλοιποι αναφέρονται κατά κύριο λόγο στον έρωτα ανάμεσα σε δύο άνδρες· και αυτό έχει προκαλέσει βέβαια μεγάλη συζήτηση. Το θέμα είναι ανοικτό όσον αφορά την ιστορική του διάσταση – πόσο διαδεδομένο ήταν αυτό το φαινόμενο και τι ρόλο έπαιζε. Όπως παρουσιάζεται στο κείμενο του Πλάτωνα και σε παράλληλα κείμενα της εποχής, φαινόταν αυτή η σχέση ανάμεσα σε έναν –δεν ήταν ποτέ ίδιας ηλικίας τα άτομα– ώριμο άνδρα και σε έναν νέο να είναι και μια σχέση μύησης στη ζωή, δηλαδή κάποιος αναλάμβανε να μυήσει τον νεότερο και ήταν κάτι αποδεκτό από την αριστοκρατική τουλάχιστον πλευρά της κοινωνίας της Αθήνας ή διαδεδομένο σε καθεστώτα όπου οι άνδρες ζούσαν μεταξύ τους, όπως ήταν στη Σπάρτη, στον Ιερό Λόχο των Θηβαίων κ.ο.κ. Νομίζω όμως ότι με καθαρό μυαλό όποιος διαβάσει αυτό το κείμενο θα καταλάβει ότι αυτό είναι δευτερεύον στοιχείο. Δηλαδή ό,τι λέει ο Πλάτων για αυτό το θέμα μπορεί κάλλιστα να το μεταφέρει κανείς στις δικές του ερωτικές προτιμήσεις χωρίς να μείνει στο πλαίσιο που τίθεται η κουβέντα. Άλλωστε θα δούμε ότι συνεχίζοντας αυτό το θέμα στον Φαίδρο, ο Πλάτων μιλάει για μια καθαρά πνευματική σχέση και όχι σωματική· στο Συμπόσιο δεν είναι έτσι.

Μετά από αυτή την παρένθεση πάμε στον λόγο πια του Σωκράτη, που έρχεται στο τέλος, και ο Σωκράτης διηγείται ότι όταν ήταν νεότερος γνώρισε μια ιέρεια, τη Διοτίμα –είναι περίεργο ότι ήταν γυναίκα αυτή που δίδαξε τον Σωκράτη, δεν εμφανίζονται συχνά γυναίκες στα πλατωνικά κείμενα–, και αυτή του έμαθε τι είναι έρωτας και αυτή την εικόνα, αυτή τη γνώση, τη μεταφέρει και αυτός με τη σειρά του στους φίλους του. Ο έρωτας λοιπόν για τον Σωκράτη –άρα για τον Πλάτωνα, γιατί και αυτό είναι κείμενο πλατωνικό σαφώς– είναι κάτι κοντά στον φιλόσοφο. Όπως ο φιλόσοφος εξ ορισμού είναι φίλος της σοφίας, δεν την κατέχει τη σοφία δηλαδή, αν κατέχει τη σοφία ο φιλόσοφος παύει να είναι φιλόσοφος και γίνεται σοφός, γίνεται Θεός· μόνο ο Θεός ή ο απολύτως σοφός τα ξέρει όλα. Ο φιλόσοφος έχει κίνητρο να μάθει, άρα είναι ανάμεσα στην άγνοια και στη σοφία και όλη του τη ζωή την αφιερώνει σε αυτή τη μετάβαση ακριβώς, από την άγνοια στη γνώση. Με την ίδια έννοια ο έρωτας είναι εξ ορισμού ανικανοποίητος, είναι ένας δαίμονας που παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην πλήρωση, ανάμεσα στην ασχήμια και στην ωραιότητα –δεν είναι ωραίος ο έρωτας ας πούμε– ανάμεσα στη θνητότητα και στην αθανασία. Μάλιστα στη διήγηση του Σωκράτη είναι γιος –λέει– ως θεός (δαίμων μάλλον, κατώτερος θεός) του Πόρου (που είναι ο θεός της επίνοιας, της εφευρετικότητας) και από την άλλη μεριά της Πενίας (Πενία είναι η ζητιάνα θεά που της λείπουν τα πάντα) και αντλεί την αντιφατική του φύση από τους δύο του γονείς, δηλαδή είναι φτωχός, άσχημος, σκληρός –όπως λέει ο Σωκράτης–, ανυπόδητος, άστεγος, αλλά είναι ταυτοχρόνως γενναίος, ενεργητικός, εφευρετικός, γητευτής, πολυμήχανος, κυνηγός του ωραίου, αιωνίως ανικανοποίητος.

Το ίδιο (ομοίως), η ενδιάμεση αυτή η φύση του ορίζει και τη σχέση του με τη γνώση και τη σοφία: και ο έρωτας, όπως ο φιλόσοφος, βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια. Οι θεοί, που είναι γνώστες, δεν φιλοσοφούν γιατί κατέχουν τη γνώση, ούτε όμως και οι ανόητοι φιλοσοφούν γιατί δεν συνειδητοποιούν καν την άγνοιά τους. Άρα έλκονται από τη σοφία μόνο αυτοί που αντιλαμβάνονται την αξία και έχουν ένα κίνητρο να φτάσουν προς τα εκεί και αυτή η τάση τους είναι μια ερωτική τάση. Ο Έρως λοιπόν, όπως λέει ο Σωκράτης, ως κυνηγός του ωραίου ρέπει προς τη φιλοσοφία, είναι ο ίδιος φιλόσοφος. Το αντικείμενο του έρωτα είναι το Ωραίο και μάλιστα ο «τόκος», δηλαδή η γέννηση, η δημιουργία μέσα στην ωραιότητα, « τόκος ν τ καλ». Στόχος του είναι η κατάκτηση της αθανασίας· αθανασία σωματική, που επιτυγχάνεται με τη σεξουαλική αναπαραγωγή, με το ότι κάνω παιδιά και άρα συνεχίζω την ύπαρξή μου, κυρίως όμως αθανασία πνευματική, αφού ο έρωτας θα οδηγήσει τον άνθρωπο που είναι σωστά μέσα στον έρωτα στην παραγωγή έργων, ωραίων έργων που θα τον ξεπεράσουν, θα του δώσουν μια αθανασία, μια αιωνιότητα.

Και ο Πλάτων σκιαγραφεί μια κλίμακα ερωτικής ανάβασης η οποία ξεκινά από την πραγματική ζωή. Στην αρχή λέει ερωτευόμαστε κυρίως ένα σώμα. Μας αρέσει ένας άνθρωπος και αυτό ερωτευόμαστε, το σώμα του. Στη συνέχεια καταλαβαίνουμε –ή καταλαβαίνει ο Πλάτων, δεν ξέρω πόσοι το καταλαβαίνουν– ότι δεν έχει νόημα να έλκεσαι μόνο προς ένα ωραίο σώμα αλλά προς περισσότερα ωραία σώματα. Μετά αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η ψυχή των ανθρώπων, των ερωτικών αντικειμένων, και όχι τα σωματικά τους προσόντα, και κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι ίδια είναι η έλξη προς τους ανθρώπους, τις ψυχές των ανθρώπων, και η έλξη προς τις ωραίες πράξεις και τις ωραίες δημιουργίες, ας πούμε προς το έργο τέχνης. Ο καλλιτέχνης βρίσκεται σε μια ερωτική έξαρση όταν καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ωραίο έργο τέχνης. Αυτό κατά τον Πλάτωνα είναι μόνο ένα στάδιο, ακόμα ωραιότερη και μεγαλύτερη και σημαντικότερη είναι η ερωτική σου τάση προς μια «μάθηση», προς μια επιστήμη θα λέγαμε σήμερα εμείς, προς μια κατάκτηση πνευματική. Και τελικά αυτή η κλίμακα, αυτή η ανάβαση τελειώνει όταν καταλάβεις ότι κίνητρο του έρωτα δεν είναι τα επί μέρους πράγματα και οι επί μέρους δημιουργίες, αλλά η ταύτιση του εραστή, του «ρντος», με το ιδεατό Ωραίο, με την Ιδέα του ωραίου, με την ίδια την Ωραιότητα. […]

Όποιος λοιπόν, [τελειώνει ο Σωκράτης τη διήγησή του], διαπαιδαγωγηθεί στην ερωτική τέχνη και μάθει να βλέπει σωστά τη μια μετά την άλλη τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν φθάσει στο τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θα αντικρίσει ξαφνικά ένα κάλλος αξιοθαύμαστο – εκείνο ακριβώς το κάλλος χάριν του οποίου καταβλήθηκαν όλες οι προηγούμενες προσπάθειες… Αυτό το Ωραίο [με κεφαλαίο] είναι κάτι αυθύπαρκτο, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο· όλα τα άλλα ωραία πράγματα μετέχουν σ’ αυτό [με την έννοια της μετοχής] με τέτοιον τρόπο, ώστε ενώ εκείνα γεννιούνται και πεθαίνουν, αυτό ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται ούτε υφίσταται την παραμικρή αλλαγή. Όταν λοιπόν χάρη στο «ρθς παιδεραστεν» ανεβεί από τα φαινόμενα αυτού του κόσμου και αρχίσει να βλέπει το ίδιο το Ωραίο, έχει σχεδόν φθάσει στο τέλος. Γιατί αυτή είναι η σωστή ερωτική οδός που πρέπει να πάρει κανείς μόνος του ή να οδηγηθεί από [κάποιον] άλλον. (Πλάτων, Συμπόσιον 210e-211b)

Αυτή είναι η γενική σύλληψη του Πλάτωνα στο Συμπόσιο. Ο έρωτας –και εδώ δεν είναι συμβολικό, είναι πραγματικός έρωτας, αφού αρχίζει από τον σωματικό έρωτα–, αν καταφέρεις να τον μετασχηματίσεις σε δημιουργία μέσα στο καλό, δημιουργία ωραίων δημιουργημάτων, τα οποία περιλαμβάνουν τόσο τις πράξεις μας –που και αυτές μπορεί να είναι ωραίες–, όσο τις δημιουργίες μας – και η συνήθης δημιουργία είναι ένα έργο τέχνης, και ανώτερη ακόμα κατά τον Πλάτωνα είναι μια γνώση... Ο Πλάτων λοιπόν μας αποκαλύπτει ότι ίδια είναι η λειτουργία των ανθρώπων όταν είναι δημιουργικοί· είτε όταν είναι δημιουργικοί για να παραγάγουν ένα παιδί, είτε όταν είναι δημιουργικοί για να παραγάγουν ένα έργο τέχνης, είτε όταν είναι δημιουργικοί για να παραγάγουν μια γνώση. Στην ανώτερη δυνατή βαθμίδα, «ξαίφνης» λέει ο Σωκράτης, με ένα άλμα δηλαδή, αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει κάτι ενοποιητικό σε όλα αυτά, είναι η ιδέα του Ωραίου, την οποία αν τη συλλάβεις, […], τότε θα καταλάβεις τι ήταν αυτό που σε καθοδηγούσε σε όλη αυτή την πορεία.

Αυτή η εικόνα έχει μια διαχρονικότητα. Δεν έχει να κάνει καθόλου με τις συνθήκες της εποχής, εκφράζει μια αντίληψη για το Ωραίο, τον έρωτα του Ωραίου, που θα τη δούμε ή την είδαμε πάρα πολλές φορές στην ιστορία της σκέψης, στην ιστορία της δημιουργίας, να βγαίνει και να ξαναβγαίνει. Επομένως το κείμενο αυτό του Πλάτωνα μπορεί να διαβαστεί ακόμα και σήμερα και να επιδράσει στον αναγνώστη του με τον ίδιο τρόπο που επέδρασε όταν γράφηκε πρώτη φορά.

Το Συμπόσιο είναι ένα αριστούργημα, αλλά νομίζω δεν το οφείλει μόνο στους λόγους των έξι φίλων· κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, το πιο ωραίο σημείο του διαλόγου και μια ωραία επινόηση του Πλάτωνα είναι ότι δεν τελειώνει με το τέλος του λόγου του Σωκράτη, αλλά υπάρχει ένα επεισόδιο στο τέλος του συμποσίου: ο Αλκιβιάδης (δεν ήταν στους έξι αρχικούς φίλους) εισέρχεται μεθυσμένος στην αίθουσα του συμποσίου και δεν αντιλαμβάνεται στην αρχή ότι είναι ο Σωκράτης παρών. Υποτίθεται πως ο Αλκιβιάδης είχε μία ειδική σχέση με τον Σωκράτη –που ήταν ερωτικής φύσης– και εξιστορεί στους υπολοίπους το πώς γνώρισε τον Σωκράτη, πώς άλλαξε η ζωή του γνωρίζοντάς τον.

Και είναι ένα τέχνασμα του Πλάτωνα σε δύο επίπεδα. Πρώτα απ’ όλα βρίσκει τρόπο να μας δώσει μια περιγραφή του Σωκράτη όπως τον φαντάζεται ο ίδιος – που δεν είναι εύκολο να το κάνεις σε ένα κείμενο που ο ίδιος ο Σωκράτης πρωταγωνιστεί. Δηλαδή, μιλώντας κάποιος με τον Σωκράτη και αναλύοντας ένα θέμα, δεν μπορεί να ξεφύγει από τη συζήτηση και να κάνει μια αναδρομή στο «τι είναι ο Σωκράτης», αφού ο Σωκράτης είναι παρών. Εδώ λοιπόν υπάρχει αυτό το τέχνασμα, ότι ο μεθυσμένος Αλκιβιάδης αρχίζει να περιγράφει τη σχέση του με τον Σωκράτη σαν να μην υπήρχε ο Σωκράτης δίπλα του, και αυτό που περιγράφει –και αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο– είναι η προσωποποίηση του έρωτα. Ο Σωκράτης δηλαδή που περιγράφει ο Αλκιβιάδης είναι ό,τι έχει πει ο Σωκράτης πριν για τον έρωτα. Με τους ίδιους περίπου όρους, παρουσιάζει τον υπαρκτό Σωκράτη (που γνώρισε αυτός και τον οποίον κατά μία έννοια ερωτεύτηκε) ως προσωποποίηση του «σωστού» έρωτα, όπως τον είχε περιγράψει ο Σωκράτης πριν.

Έτσι έχουμε μια μετάβαση από την καθαρή θεωρία (όπως αναπτύχθηκε από τον Σωκράτη) στην πραγματικότητα, και ταυτοχρόνως έχουμε την πιο ζωντανή εικόνα από πλατωνικό κείμενο για το τι ήταν ο Σωκράτης. Η σχέση αυτή δεν ευοδώθηκε ποτέ, αλλά ο Αλκιβιάδης ακόμα είναι επηρεασμένος από τον Σωκράτη, έχει αλλάξει η ζωή του· θεωρούσε ότι μπορούσε να πάει και καλύτερα, αλλά δεν έγινε. Υπονοείται στο κείμενο ότι ο Αλκιβιάδης θα πάρει άλλο δρόμο, και όχι τον δρόμο που θα μπορούσε να πάρει εάν είχε μείνει κοντά στον Σωκράτη.

Αυτή –εμμέσως– η αδυναμία του Αλκιβιάδη, ο οποίος καταλαβαίνει ότι ο Σωκράτης είναι η μεγάλη τύχη στη ζωή του (ότι τον συνάντησε), αλλά ωστόσο δεν τον ακολουθεί –ακολουθεί την πορεία που ξέρουμε από την ιστορία της Αθήνας, που δείχνει μία αδυναμία τιθάσευσης, αν θέλετε, των παθών, της φιλοδοξίας κ.λπ. απέναντι στη φιλοσοφία–, είναι ενδιαφέρουσα, γιατί συνήθως δεν εμφανίζεται στα πλατωνικά κείμενα και ούτε στο Συμπόσιο εμφανίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο: δεν λέει ρητώς ο Αλκιβιάδης ότι «έπρεπε να κάνω άλλο, ήξερα τι έπρεπε να κάνω, αλλά έκανα αυτό που μου επέβαλε το πάθος μου και η φιλοδοξία μου», αλλά στην ουσία αυτή είναι η εικόνα.

Αυτή λοιπόν η διαμάχη θα λέγαμε, με όρους πλατωνικούς, επιθυμητικού από τη μια μεριά και λογιστικού από την άλλη –νόησης από τη μια μεριά, γνώσης: ξέρω τι πρέπει να κάνω, ξέρω τι είναι σωστό, από την άλλη έχω επιθυμίες και έχω πάθη, άρα θέλω και την ηδονή, θέλω την ευχαρίστηση και δεν κάνω αυτό που πρέπει, «αυτό που ξέρω ότι πρέπει»–, ονομάζεται στην αρχαία φιλοσοφία «ακρασία», το αντίθετο της εγκράτειας. Δεν είμαι εγκρατής, είμαι ακρατής άνθρωπος, δεν μπορώ να μείξω, να αναμείξω (από κει βγαίνει το κρασί)... η ανάμειξη δηλαδή των σωστών στοιχείων μέσα στον χαρακτήρα μου – την οποία δέχονται ο Αριστοτέλης ας πούμε, όλοι οι φιλόσοφοι. Ο Πλάτων προσπαθεί να την αποκρύψει κατά κάποιον τρόπο, να την εκμηδενίσει. Αυτό σημαίνει η πρόταση η πλατωνική στην οποία αναφερθήκαμε, ότι «η αρετή είναι γνώση». Αν πεις ότι η αρετή είναι γνώση, σημαίνει ότι αν έχεις γνώση του τι είναι σωστό, θα το κάνεις κιόλας· και αυτή είναι η τάση του Πλάτωνα. Θα ’θελε οι άνθρωποι –γι’ αυτό χτίζει μία πολιτεία και ανθρώπους όπως τους φαντάζεται– να κάνουν στη ζωή τους, και να θεωρούν ότι πρέπει να κάνουν στη ζωή τους, αυτό που γνωρίζουν ότι είναι σωστό. Στην πράξη όμως –και ο Αλκιβιάδης είναι ένα καλό παράδειγμα– δεν γίνεται αυτό.

Φαίδρος

Στον Φαίδρο, λοιπόν, που έρχεται μετά το Συμπόσιο, παρομοιάζει την ανθρώπινη ψυχή –σε έναν μύθο καταπληκτικό επίσης– με έναν ηνίοχο με ένα άρμα που έχει δύο άλογα: ένα μαύρο και ένα άσπρο. Ο ηνίοχος να φανταστείτε ότι είναι η νόηση, το λογιστικό στοιχείο της ψυχής μας, προσπαθεί να βάλει τάξη στα άλογά του. Το ένα άλογο είναι οι επιθυμίες και το άλλο άλογο είναι ο θυμός. Άρα το ένα άλογο είναι –θα λέγαμε– το «κακό» και το άλλο είναι το «καλό». Στην ανάβαση τώρα την ερωτική, τη γνωστική και τη φιλοσοφική, θα ήθελε ο ηνίοχος –γιατί το άρμα είναι πτερωτό– να ανέβουν τα άλογά του προς τα πάνω· προς τον ουρανό, προς τ’ αστέρια, προς τον ήλιο, προς τους θεούς.

Το μεν μαύρο άλογο λοιπόν, που είναι οι επιθυμίες, θέλει να πάει προς τα κάτω και τραβάει το άρμα προς τα κάτω, το άσπρο άλογο τραβάει, συμμορφώνεται με τον ηνίοχο και προσπαθεί να πάει προς τα πάνω.

Αν λοιπόν επικρατήσει –λέει ο Πλάτων– ο ηνίοχος με το καλό άλογο, τότε η ψυχή γεμίζει ερωτική μανία (με την καλή έννοια) και ανεβαίνει προς τα πάνω, προς τα αστέρια, προς τη γνώση. Αν ωστόσο επικρατήσουν οι επιθυμίες –το σώμα δηλαδή–, θα τραβηχτεί προς τα κάτω το άλογο. Είναι η πρώτη φορά σε πλατωνικό κείμενο, έστω μέσα σ’ έναν μύθο, που φαίνεται καθαρά αυτή η διαμάχη: ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο η νόησή του, αλλά είναι μια διαμάχη νόησης και επιθυμίας, φρόνησης και επιθυμίας, και άλλοτε επικρατεί το ένα και άλλοτε επικρατεί το άλλο.

Στον Φαίδρο, λοιπόν, ξαναμιλάει για τον έρωτα ο Πλάτωνας και δίνει μια ελαφρώς τροποποιημένη εικόνα απ’ το Συμπόσιο. Απ’ τη στιγμή που το μαύρο άλογο καταπιεστεί, δείχνει σαν να πιστεύει ο Πλάτων ότι ο έρωτας με βάση την επιθυμία, τη σεξουαλική έλξη –όχι ότι δεν υπάρχει–, ότι δεν είναι η σωστή μορφή έρωτα. Η σωστή μορφή έρωτα, που οδηγεί στη γνώση, είναι αυτή όπου χαράζει τον δρόμο το αθάνατο μέρος της ψυχής. Ίσως απ’ αυτό το κείμενο –που διαβάστηκε κι αυτό– να βγήκε η έκφραση «πλατωνικός έρωτας», που σημαίνει ακριβώς ένας έρωτας που δεν έχει μέσα το σαρκικό στοιχείο, το σεξουαλικό στοιχείο· το αντίθετο δηλαδή (περίπου) από αυτό που περιγράφεται στο Συμπόσιο ή που δείχνεται στον Χαρμίδη και σ’ άλλους πρώιμους διαλόγους. Στον Φαίδρο μοιάζει να εξαγνίζεται ο έρωτας, να βγαίνει αρκετά απ’ το σωματικό του σκέλος.

Στον Φαίδρο μετά τον μύθο της γραφής, ο Πλάτων μας μίλησε για το πώς αντιλαμβάνεται τη φιλοσοφία, την οποία ακριβώς όρισε σαν μια διαδικασία μάθησης όπου ο φιλόσοφος προσπαθεί να ανακαλύψει την κατάλληλη ψυχή, να τη βρει, να έρθει σ’ επαφή μαζί της και να σπείρει μέσα της τον σπόρο της γνώσης, ο οποίος και παράγει στην ψυχή του μαθητή αποτελέσματα, και ο μαθητής με τη σειρά του μπορεί αυτό το σχήμα να το συνεχίσει, και έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, η φιλοσοφία να προχωρήσει.

[…]  Κάλλιστα μπορεί κανείς να συσχετίσει τη φιλοσοφική γνώση, που προϋποθέτει δύο άνισους πόλους όπως λέγαμε (τον φιλόσοφο και τον μαθητή, την κατάλληλη ψυχή και τη σπορά), με την ερωτική σχέση, η οποία προϋποθέτει πάλι δύο ανισότιμους πόλους (τον εραστή και τον ερώμενο ή την ερωμένη), όπου η προσπάθεια του εραστή είναι να μυήσει τον νέο ή τη νέα στα μυστικά, κατά κάποιον τρόπο, της ζωής, που είναι ακριβώς η σχέση με το Ωραίο, η προσπάθεια να αντιληφθεί κάποιος ότι η βασική ερωτική τάση (επιθυμία) οδηγεί στην ίδια την Ιδέα της ωραιότητας.

Εκεί λοιπόν καταλαβαίνει κανείς, ίσως γιατί δίνει τόση σημασία στον έρωτα ο Πλάτωνας· είναι εκείνο το κομμάτι της πραγματικής μας ζωής, που είναι η καλύτερη εικόνα για να φανταστούμε πώς λειτουργεί και η διαδικασία της γνώσης. Αν ο έρωτας είναι φιλόσοφος και ο φιλόσοφος έρωτας, λειτουργούν περίπου με τον ίδιο τρόπο· έχουν τάση, έχουν δύναμη, έχουν ορμή προς έναν σκοπό. Ο σκοπός του εραστή είναι η κατάκτηση της ερωμένης ή του ερωμένου, ο σκοπός του δασκάλου είναι η κατάκτηση της ψυχής του μαθητή ή του μαθητευομένου. Επομένως υπάρχει «κοινότητα» ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο διαδρομές.

Μάλιστα στον Φαίδρο λέει ο Σωκράτης ότι η μόνη Ιδέα (κανονικά οι Ιδέες είναι σ’ έναν άλλο κόσμο, νοητό, δεν εμφανίζονται στην πραγματική ζωή), η μόνη Ιδέα που ξεχωρίζει από τις άλλες και που έχεις έναν πιο άμεσο τρόπο να τη συλλάβεις στην πραγματική σου ζωή, είναι το Ωραίο· και αυτό είναι πολύ βαθιά σκέψη. Το Ωραίο, δηλαδή, μπορεί κανείς να το συλλάβει εκεί που δεν περιμένει: σ’ ένα ηλιοβασίλεμα, σε μια φυσική κατάσταση, σ’ ένα τοπίο, σ’ ένα έργο τέχνης, σ’ έναν άνθρωπο –στη μορφή ενός ανθρώπου ή στην ψυχή ενός ανθρώπου–, σε μια γνώση. Αυτό είναι στην πραγματική ζωή, δεν χρειάζεται να είσαι φιλόσοφος. Άρα, ενώ ας πούμε τη Δικαιοσύνη είναι δύσκολο να τη δεις πραγματωμένη, την Ωραιότητα μπορείς να τη δεις.

Άρα, ο έρως που έχει να κάνει με την κατάκτηση της Ωραιότητας, είναι μια προνομιακή διαδρομή προς τις Ιδέες, προς την κατάκτηση αυτού που σε άλλα κείμενα θα ονομάσει Αγαθό, φως, ήλιο κ.ο.κ.

Βασίλης ΚάλφαςΠλάτων 

Mathesis 2018 (σελ. 167-175)









Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Το μόνο βαρόμετρο που έχεις


Το Adaptation είναι μια ταινία που περιγράφει με ευρηματικό τρόπο τη δημιουργική διαδικασία ενός συγγραφέα. Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο (πραγματικός σεναριογράφος) Charlie Kaufman. Παρουσιάζεται σαν χοντρός, φαλακρός και χωρίς αυτοπεποίθηση, σε μια ερμηνεία που δίκαια χάρισε στο Nicolas Cage μια υποψηφιότητα για Oscar.

Ο Charlie αναλαμβάνει να προσαρμόσει (adapt) σε κινηματογραφικό σενάριο ένα βιβλίο που μιλάει για ορχιδέες (το πραγματικό βιβλίο με τίτλο "Orchid Thief" είναι γραμμένο από τη Susan Orlean) και κάπως έτσι αρχίζουν όλα

[…] Με διαρκή flashback, γνωρίζουμε τη συγγραφέα του "Orchid Thief", Susan Orlean (Meryl Streep) καθώς συλλέγει στοιχεία για το βιβλίο της. Με extra flashbacks, μας παρουσιάζεται ο Laroche (Chris Cooper) που αποτελεί την ουσιαστική έμπνευση της Orlean για το βιβλίο της. ...

Το υπέροχο είναι … ότι καθένα από αυτά τα λουλούδια έχει σχέση με … το έντομο που το αναπαράγει. 

Κάθε ορχιδέα μοιάζει με έντομο, οπότε το έντομο προσελκύεται. Ο δίδυμος … Η αδελφή ψυχή. Δεν θέλει τίποτα άλλο, παρά να του κάνε έρωτα. Αφού φύγει το έντομο… εντοπίζει άλλο λουλούδι και του κάνει έρωτα αναπαράγοντάς το. 

Ούτε το λουλούδι, ούτε το έντομο καταλαβαίνει ποτέ τη σημασία της πράξης τους. Πώς να ξέρουν ότι ο χορός τους δίνει ζωή; Αυτό γίνεται, όμως. Κάνοντας αυτό που σχεδιάστηκαν να κάνουν … συμβαίνει κάτι μεγάλο και καταπληκτικό. Μας δείχνουν πώς να ζούμεΌτι το μόνο βαρόμετρο που έχεις είναι η καρδιά σου. 

Όταν εντοπίσεις το λουλούδι σου … δεν αφήνεις τίποτα να σου σταθεί εμπόδιο.












Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Επικούρειοι και sex

Ένας μαθητής του Επίκουρου, ο Μητρόδωρος, γράφει στο νεαρό Πυθοκλή που βασανίζεται από έντονες φυσικές επιθυμίες:

«Μου λες πως τα κεντρίσματα της σάρκας σε κάνουν να υπερβάλλεις στις απολαύσεις του έρωτα.

Αν δεν παραβιάζεις τους νόμους ή δεν προσβάλλεις τους γενικά αποδεκτούς καλούς τρόπους, αν δεν ενοχλείς τους γείτονές σου, δεν εξαντλείς τη δύναμή σου και δεν σπαταλάς την ουσία σου, παραδόσου χωρίς ανησυχία στην κλίση σου.

Αλλά είναι αδύνατον να μην αναχαιτιστείς τουλάχιστον από ένα από αυτά τα εμπόδια· οι ερωτικές απολαύσεις δεν ωφέλησαν ποτέ κανέναν· είναι πολύ σημαντικό αν τουλάχιστον δεν βλάπτουν».

FESTUGIERE ANDRE-JEAN, Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ

[Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ, σελ. 67]


Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Πλατωνικός έρως (τι δίδαξε η Διοτίμα στον Σωκράτη)

Η Διοτίμα από την Μαντινεία υπήρξε, υποτίθεται, ο μεγαλύτερος καταλύτης ερωτικής έμπνευσης και πνευματικού πάθους στην ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού, αλλά, παρόλα αυτά, σήμερα είναι σχεδόν άγνωστη. Στην εποχή της, ήταν γνωστή ως ειδικός στην τέχνη του έρωτα. Σήμερα αμφισβητείται ακόμα και η ύπαρξή της […] 

Η φωνή της θα είχε χαθεί εντελώς, αν δεν υπήρχε το αριστούργημα του Πλάτωνος, το Συμπόσιον, ο σημαντικότερος διάλογος του περί έρωτος. Το κείμενο αυτό θεωρείται ότι επισκιάζει την Προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, το Ευαγγέλιον του Ιωάννου για τον Ιησού, ίσως ακόμη τα Σονέτα του Σαίξπηρ και τις θεωρίες του Φρόυντ όσον αφορά την επίδραση που είχε στις απόψεις μας γι’ αυτό καθ’ αυτόν τον έρωτα […]

Το Συμπόσιον αφηγείται έναν δείπνο που έλαβε χώρα το 416 π.Χ., κατά τη διάρκεια του οποίου οι συνδαιτυμόνες συζητούν το σημαντικό θέμα του έρωτα. Εκείνη δεν ήταν παρούσα και, αντίθετα, ακούμε γι’ αυτήν από το Σωκράτη, ο οποίος διηγείται τη συνάντηση του μαζί της, όταν ήσαν και οι δύο πολύ νεότεροι. Με τη Διοτίμα, θυμάται, έμαθε πρώτη φορά για τον έρωτα. Ήταν η Διοτίμα, συνεχίζει, αυτή που του είπε όχι μόνο γιατί ερωτεύονται οι άνθρωποι, ή τι ζητούν οι άνθρωποι από τον έρωτα, αλλά και πως ο έρωτας μπορεί να διαπεράσει τα σύννεφα της ανθρώπινης άγνοιας και της αυταπάτης για να επιστρέψει αυτό που μπορεί να περιγραφεί μόνο ως φώτιση […]

Ο Σωκράτης δεν αναφέρει πολλά για το πώς συνάντησε τη Διοτίμα, μόνο ότι αυτή τον δίδαξε τις «τέχνες του έρωτα» […] τι δίδαξε η Διοτίμα τον Σωκράτη; Αν πιστέψουμε τον Πλάτωνα, ουσιαστικά τα πάντα.

Η βασική ελληνική λέξη σε όλα αυτά είναι έρως. Οι λέξεις ερωτικός ή σεξουαλικός έρωτας προέρχονται από αυτή. Όμως, οι Έλληνες θεωρούσαν ότι η ερωτική επιθυμία είναι μια δύναμη που διαποτίζει τη ζωή με διάφορους τρόπους. Όταν ένας ήρωας στον Όμηρο έβγαινε στο πεδίο της μάχης, λέγεται ότι κινείτο από έρωτα, δηλαδή την επιθυμία του να αποδείξει ότι ήταν γενναίος. Όταν μια όμορφη γυναίκα έκλαιγε στα ποιήματα της Σαπφούς, η αιτία του πόνου της ήταν ο έρωτας, επειδή ξυπνούσε μέσα της την αγάπη για την απίθανη ομορφιά. Ο Πλάτων φαντάστηκε τη φιλοσοφική φιλία να καλλιεργεί τέτοια αγάπη για τη ζωή, ώστε οι αδελφές ψυχές να μπορούν να βγάλουν, μεταφορικά, φτερά και να πετάξουν στον ουρανό και εμπνέονταν και αυτές από τον έρωτα. Άρα, όταν η Διοτίμα υποσχέθηκε να διδάξει στον Σωκράτη την τέχνη του έρωτα, εννοούσε κάτι πολύ περισσότερο από τη συνουσία, από το απλώς να είσαι καλός εραστής.

Ο έρωτας είναι η αιτία της πρώτης έλξης μεταξύ των εραστών, παρ’ όλο που καθώς γνωρίζονται περισσότερο και αισθάνονται εμπιστοσύνη στη σχέση τους, γυρνά πάλι προς τα έξω, δημιουργώντας μια καινούργια σχέση με τη ζωή. Αντίλαλοι του έρωτα υπάρχουν στη μεταγενέστερη, καθαρά χριστιανική λέξη αγάπη, η οποία είναι η άπειρη στοργή του Θεού, ένα είδος παγκόσμιας καλοσύνης: ο έρωτας είχε θεϊκές, αλλά και σαρκικές αποχρώσεις και ο Έρωτας θεωρείτο από τους Έλληνες θεός ή, τουλάχιστον, ως μεσάζων μεταξύ θεών και ανθρώπων. Η πλευρά αυτή ίσως να έχει παρουσιαστεί με τον διάσημο τρόπο στο αισθησιακό άγαλμα του Μπερνίνι που απεικονίζει την Αγία Τερέζα σε κατάσταση έκστασης. Ο άγγελος ως έρωτας στέκεται από πάνω της, βυθίζοντας το βέλος του. Ο έρωτας αυτός φέρνει την ένωση με τον Θεό.

Gian Lorenzo Bernini: Η έκσταση της Αγίας Τερέζας

Ο πλούτος της εμπειρίας και των δυνατοτήτων που πυροδοτούνται από τον έρωτα παρουσιάζεται σε άλλα τμήματα του Συμποσίου. Ο διάλογος αυτός περιλαμβάνει τις συζητήσεις που έγιναν με θέμα τον έρωτα σ’ έναν δείπνο.

Ο πρώτος που μιλά είναι ένας χαρακτήρας με το όνομα Φαίδρος. Παρουσιάζει μια Ομηρική άποψη για τον έρωτα που βρίσκει την ύψιστη έκφρασή του στο θάρρος που εκδηλώνεται μέσω των πράξεων αυτοθυσίας. Αυτός ο έρωτας είναι ο «μέγιστος έρως» που σήμερα τιμάται όταν θυμόμαστε εκείνους που πέθαναν στον πόλεμο, μέγιστος επειδή έδωσαν τη ζωή τους για τους άλλους. Ο Φαίδρος υποστηρίζει ότι οι στρατιώτες που εμπνέονται από αυτόν τον έρωτα θα μπορούσαν να κάνουν τέτοιες ηρωικές πράξεις, ώστε να μην γνωρίσουν ποτέ ήττα. […] Αναφερόταν στον αρχαίο Ιερό Λόχο, τον περίφημο στρατό, η δύναμη του οποίου βασιζόταν στο γεγονός ότι αποτελείτο από ζεύγη εραστών. […]

Η δεύτερη ομιλία αναλύει με ποιον τρόπο διαφέρει ο έρωτας από τον πόθο. Δίδεται από τον Παυσανία, ο οποίος εξυμνεί τον έρωτα ως κάτι μόνιμο. Στις γεμάτες αφοσίωση σχέσεις, ο έρωτας είναι σώμα και ψυχή κάποιου. Αντίθετα, ο πόθος είναι εκείνη η δύναμη που απλώς αναζητά ικανοποίηση, τη σεξουαλική ικανοποίηση. […]

Μια άλλη άποψη, πάλι, μπορεί να μοιάζει κάπως κοινότοπη: «το μόνο που χρειάζεται είναι ο έρωτας», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Τζων Λένον. Το άτομο που εκπροσωπεί αυτή τη στάση […] είναι ο Αγάθων. […] ο Αγάθων δεν κατορθώνει τίποτε περισσότερο από το να επαναλαμβάνει τη λέξη. Ο έρωτας είναι νέος, όμορφος, και ενάρετος, σοφός, ειρωνικός και ποιητικός, θεραπευτικός, γιορταστικός και δίκαιος, λέει. Όλα αυτά μπορεί να είναι αλήθεια. Όμως, το εγκώμιο δεν διαθέτει δύναμη. Ίσως, όπως πολλά σύγχρονα βιβλία αυτοβοηθείας, καταλήγει να μην είναι πολύ διαφωτιστικό για τις τέχνες του έρωτα, επειδή είναι τόσο αδυσώπητα, εξαντλητικά αισιόδοξο. Είναι κι αυτό κάτι που πρέπει να μάθουμε: ότι υπάρχει και μια σκοτεινή πλευρά στον έρωτα και γι’ αυτό είναι σημαντικό να τον κατανοήσουμε σωστά.

Μια ακόμη ομιλία, κάποιου Ερυξίμαχου, υιοθετεί μια, θα λέγαμε, επιστημονική προσέγγιση έναντι του έρωτα. Ο Ερυξίμαχος ήταν γιατρός και οι συμβουλές του βασίζονται σε μια θεωρία για το Σύμπαν, όπου ο έρωτας είναι αυτό που κρατά τον Κόσμο ενωμένο, και το μίσος είναι αυτό που τον διαλύει. Άρα, αναλογικά, η καλή ζωή, το ευ ζην, είναι αυτό που συντελεί τα μάλα στη σωστή σωματική και ψυχολογική ισορροπία. […]

Υπάρχουν και άλλες αναφορές στον χαρακτήρα του έρωτα στην ανάλυση του Πλάτωνος. Κάποιος έχει τη λαμπρή ιδέα ότι ο έρωτας είναι η αναζήτηση του χαμένου σου μισού, κάτι που ο Αριστοφάνης το έκανε κωμικό ποίημα.

Όμως για να επιστρέψουμε στη Διοτίμα: ο Σωκράτης ομολογεί ότι δεν είχε διαφορετικές απόψεις για τον έρωτα από τους συντρόφους του […] μέχρι που τη γνώρισε. Μετά, η αντίληψή του άλλαξε εντελώς, έγινε κάτι σαν αφύπνισή του.

Η Διοτίμα του είπε ότι ο έρωτας μπορούσε να είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια ευτυχή ανακούφιση από την, κατά τα άλλα, μοναχική υπόθεση του να είσαι ανθρώπινο ον, και πολύ περισσότερα από ένα συστατικό από κείνα που αποτελούν το μείγμα που κάνει την καλή ζωή, από την καλή υγεία μέχρι τα καλά παιδιά. Ο έρωτας είναι, ταυτόχρονα, πιο ισχυρός και πιο επικίνδυνος.

Η επιθυμία είναι αυτή που μπορεί να σε κάνει να προχωρήσεις προς τις ανώτερες φιλοδοξίες σου ή να σε βυθίσει στους βαθύτερους φόβους σου. Τον εαυτό σου τον δίνεις σ’ αυτό που αγαπάς, παρ’ όλο που αυτό που αγαπάς είναι και αυτό που επίσης φοβάσαι περισσότερο να χάσεις. Μπορεί να ακονίσει τον χαρακτήρα σου ή να σε κατασπαράξει. Μπορεί να ξυπνήσει μέσα σου μια επιθυμία για όσα είναι όμορφα και καλά, καθώς και να σε οδηγήσει σε όσα είναι σαρκικά ή διεφθαρμένα. Ο έρωτας μπορεί να σε οδηγήσει στον δρόμο της αρετής που, από τη στιγμή που θα τον επιλέξεις, θα σε οδηγήσει προς την υπέρβαση ή θα σε ρίξει σ’ έναν φαύλο κύκλο που οδηγεί στην καταστροφή σου. Είναι η σκάλα προς τον παράδεισο ή την κόλαση.

Η Διοτίμα ήταν ιέρεια και η αντίληψή της για τον έρωτα είναι θρησκευτική. Όπως η θρησκεία, ο έρωτας βγάζει από τους ανθρώπους τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό τους. Κατά τη διάρκεια της έκστασης, μπορεί να εξυψώσει τους ανθρώπους υπεράνω του εαυτού τους και προς τη ζωή σε όλη της την πληρότητα. Ως μανία, μπορεί να τους κάνει να στραφούν εναντίον του εαυτού τους, ακόμη και να γίνει αιτία θανάτου. Όμως, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Από τη στιγμή που θα δεις την πλήρη δύναμη του έρωτα, η ζωή δεν μπορεί ποτέ πια να είναι η ίδια. Και από αυτής της άποψης είναι καλός.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η συνάντηση με τη Διοτίμα υπήρξε αποκάλυψη για τον Σωκράτη […] Μετά τη Διοτίμα, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο Σωκράτης ανέπτυξε μια εντελώς καινούρια άποψη για τον έρωτα […] Διότι αν ο έρωτας είναι τόσο τρομερή δύναμη, για το καλό και το κακό, τότε μπορούμε να τον τιθασεύσουμε, να τον καλλιεργήσουμε ή να τον ελέγξουμε; […]

Η Διοτίμα δεν υποστήριζε την παρθενία ή την αγαμία, αλλά πίστευε ότι όσον αφορούσε το σεξ, όσο λιγότερο τόσο καλύτερα. Το σεξ ενεργοποιεί, αυξάνει την επιθυμία, είναι το πρώτο βήμα. Όμως, το σεξ δεν πρέπει να εξισώνεται με τον έρωτα, επειδή οι σαρκικές απολαύσεις δεν είναι παρά η ηχώ των πνευματικών απολαύσεων. Ο έρωτας του σώματος είναι μόνο μια εκδήλωση του έρωτα της ομορφιάς. Ο μεγάλος κίνδυνος με το σεξ είναι ότι είναι τόσο επιτακτικό, τόσο γεμάτο υποσχέσεις, που οι άνθρωποι εθίζονται σ’ αυτό. Έτσι η Διοτίμα συμβούλευε, «μερικές φορές στη ζωή σου – ίσως για κάποια περίοδο, για ένα χρονικό διάστημα – πρέπει να βάζεις τον σαρκικό έρωτα στην άκρη». Η ενέργειά του θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για την αναζήτηση ενός υψηλότερου έρωτα, εκείνου που αφορά λιγότερο την κατοχή και την κατάκτηση, και περισσότερο την περισυλλογή και τον διαλογισμό. Αυτό μας προτείνει.

Αυτή η ανακατεύθυνση της ερωτικής δύναμης αποτελεί την πρωτότυπη έννοια του όρου «πλατωνικός έρως». Για να μιλήσουμε σωστά, μια πλατωνική σχέση έχει υπερβεί το καθαρά σεξουαλικό επίπεδο κι έχει ανακαλύψει έναν τρόπο έρωτα που επιδιώκει την ικανοποίηση άλλων αναγκών. Η μειωμένη δυναμική του πλατωνικού έρωτα, ως μια σχέσης που δεν διαθέτει καθόλου συνουσιακό στοιχείο, όχι μόνο είναι απίθανο να υπάρξει στη ζωή, αλλά είναι και ιστορικά λανθασμένη.

Οι ερωτικές συμβουλές που ο Πλάτων αποδίδει στη Διοτίμα είχαν μεγάλη επίδραση στη Δύση. […] Αποτελούν τη βάση της αγαμίας των μοναχών […] «Να αγαπάτε την αγνότητα» αναφέρει ο Άγιος Βενέδικτος στον Κανόνα του για τους μοναχούς […] Συνεχίζει από κει που είχαν σταματήσει η Διοτίμα και Πλάτων.

Το Μεσαίωνα, η έννοια της ανακατεύθυνσης του ερωτικού πόθου σε μη σεξουαλικούς τρόπους ζωής, εμφανίστηκε ξανά στο φαινόμενο του ευγενούς ιπποτικού έρωτα. Ο ιπποτικός έρωτας ήταν η στοργή που αισθάνεται ένας ευγενής ή ένας ιππότης για μια κυρία, μια στοργή που δεν επιδιώκει την ικανοποίησή της στο σεξ, αλλά τη θυσία. Πράγματι, τυπικά ο ιππότης αφοσιωνόταν σε κάποια γυναίκα που δεν μπορούσε να την αποκτήσει, ίσως, επειδή ήταν παντρεμένη. Ήταν η πλήρης αδυναμία της σεξουαλικής ικανοποίησης αυτή που τον ωθούσε σε ιπποτικές πράξεις. […]

Μια άλλη παραλλαγή του θέματος υπάρχει στις ανατολικές παραδόσεις των τάντρα, όπως περιγράφονται στο Κάμα Σούτρα. «Κάμα» σημαίνει τόσο σεξουαλική απόλαυση όσο και πνευματική ολοκλήρωση. Ο ύψιστος στόχος αυτού του ερωτικού εγχειριδίου δεν είναι να διδάξει ερωτικά ακροβατικά, αλλά την ένωση των ψυχών. Την πνευματική αναζήτηση μέσω της σεξουαλικής συνεύρεσης. Επιπλέον το Κάμα Σούτρα συμβουλεύει πως αν η μανία της συνουσίας κάνει κάποιον να αγνοεί άλλα τμήματα της ζωής του, από την αναζήτηση του των καλών πραγμάτων, όπως ο πλούτος και οι φίλοι μέχρι και την επιθυμία για φώτιση, τότε θα πρέπει να απέχει από αυτό, να σταματήσει για λίγο.

Αυτό θα μπορούσε να μοιάζει με μειονέκτημα σήμερα, παρ’ όλο που η Διοτίμα θα υποστήριζε ότι η συμβουλή της στην πραγματικότητα χαρίζει δύναμη. Μήπως το σεξ δεν γίνεται συνήθως λιγότερο σημαντικό σε μια σχέση καθώς αυτή εξελίσσεται; […]

Τα βιβλία αυτοβοηθείας μπορεί να σας συμβουλεύουν να βρείτε τρόπου να κάνετε πιο πικάντικη την ερωτική σας ζωή, να ανανεώσετε το σεξουαλικό σας πάθος. Η Διοτίμα όμως θα έλεγε ότι αυτό είναι λάθος, επειδή σημαίνει ότι έχουμε παρεξηγήσει τον χαρακτήρα και τη φύση αυτού καθ’ αυτού του έρωτα και, στην πραγματικότητα, χάνουμε το καλύτερο μέρος του. Αντίθετα, κοιτάξτε ψηλότερα: χαρείτε που η ενέργεια που κάποτε ξοδεύατε στην αναζήτηση του αισθησιακού μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πιο μεγαλειώδη πράγματα.

Μαρκ Βέρνον, Τα Podcasts του Πλάτωνος

[Εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ, 2016, σελ. 76-87]


Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Το παράδοξο του έρωτα

Η ταινία ''Απιστίες και αμαρτίες'' (Crimes and Misdemeanors) του Γούντι Άλεν μας εισάγει στο σύμπαν δυο αντρών. Ο ένας είναι πλούσιος οφθαλμίατρος που διατηρεί εξωσυζυγική σχέση. […] Ο δεύτερος άντρας-με τη μορφή του Γούντι Άλεν-είναι ένας σκηνοθέτης που δεν μπορεί να στεριώσει σε καμία δουλειά εξαιτίας της άρνησής του να συμβιβαστεί με τις επιταγές του συστήματος. Σε ένα πλατώ γνωρίζεται με μια βοηθό σκηνοθέτη (Μία Φάροου) την οποία αρχίζει και ερωτεύεται-παρότι παντρεμένος. Στην προσπάθειά του να την εντυπωσιάσει της μιλά για το ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει και που αφορά ένα φιλόσοφο, τον Λούης Λίβι. Στο ντοκιμαντέρ αυτό στο ρόλο του φανταστικού φιλοσόφου Λίβι εμφανίζεται ο πραγματικός ψυχαναλυτής Μάρτιν Μπέργκμαν.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο  Λίβι αναφέρεται στο παράδοξο που εμφανίζεται όταν ερωτευόμαστε:

Το παράδοξο συνίσταται απ’ το γεγονός ότι όταν ερωτευόμαστε ψάχνουμε να ξαναβρούμε… όλους ή μερικούς από τους ανθρώπους στους οποίους ήμασταν προσκολλημένοι σαν παιδιά. Από την άλλη μεριά, ζητούμε από τον αγαπημένο μας… να διορθώσει όλα αυτά τα σφάλματα… τα οποία οι γονείς μας ή τα αδέλφια μας επέβαλαν
Έτσι η αγάπη εμπεριέχει την αντίφαση… την απόπειρα επιστροφής στο παρελθόν… και την απόπειρα να διορθώσουμε το μέλλον.


Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Η «αμφισεξουαλικότητα» των αρχαίων Ελλήνων

[…] Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αντιθέτουν τον έρωτα για το ίδιο φύλο και τον έρωτα για το άλλο, σαν δυο αποκλειστικές επιλογές, σαν δυο τύπους συμπεριφοράς ριζικά διαφορετικούς. […]

Αυτό που αντέτασσε έναν άνθρωπο εγκρατή και κύριο του εαυτού του σ’ εκείνον που παραδίνεται στις απολαύσεις ήταν, από ηθική άποψη, πολύ πιο σημαντικό από εκείνο που διέκρινε μεταξύ τους τις κατηγορίες απολαύσεων, στις οποίες προτιμά ο καθένας να αφοσιωθεί. Το να έχει κανείς έκλυτα ήθη, ήταν το να μην ξέρει ν’ αντισταθεί ούτε στις γυναίκες ούτε στα αγόρια, χωρίς το ένα να είναι σοβαρότερο από το άλλο.

Όταν ο Πλάτων περιγράφει τον τυραννικό άνθρωπο, δηλαδή αυτόν που αφήνει «τον τύραννο Έρωτα να θρονιάζεται μέσα στην ψυχή του και να την κυβερνά ολόκληρη» (Πολιτεία, ΙΧ, 573d), τον παρουσιάζει με δυο ισότιμες όψεις, όπου καυτηριάζονται εξίσου η περιφρόνηση για τις πιο ουσιαστικές υποχρεώσεις και η ολοκληρωτική κυριαρχία της ηδονής: «Αλλά για χάρη μιας φίλης χτεσινής, μιας εταίρας που μαζί της δεν έχει κανέναν αναγκαίο δεσμό, ή για χάρη ενός νεαρού φίλου, που ως χτες ακόμα του ήταν αδιάφορος, πιστεύεις, Αδείμαντε, ότι θα τολμούσε να σηκώσει χέρι εναντίον της παλιάς του φίλης, της μητέρας του, με την οποία την ενώνει ο ιερός δεσμός του αίματος, ή εναντίον του αρχαιότερου φίλων του, του γέροντα πια πατέρα του; (Πολιτεία, ΙΧ, 574 b-c). Όταν όλοι μέμφονταν τον Αλκιβιάδη για την ακολασία του, δεν ήταν εξαιτίας της τάδε μορφής της αντί της δείνα, αλλά γιατί, όπως έλεγε ο Βίων ο Βορυσθενίτης, «όταν ήταν έφηβος, έπαιρνε τους άντρες από τις γυναίκες τους, κι όταν έγινε νεαρός, έπαιρνε τις γυναίκες από τους άντρες τους» (Διογένη Λαέρτιου, IV, 7, 49).   

Και αντίστροφα, για να δείξουν την εγκράτεια ενός ανθρώπου, έλεγαν –όπως κάνει ο Πλάτων αναφερόμενος στον Ίκκο από τον Τάραντα (Νόμοι, VIII, 840a) –πως ήταν ικανός να απέχει τόσο από τα αγόρια όσο κι από τις γυναίκες· και σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ο Κύρος θεωρούσε προτιμότερο να χρησιμοποιεί ευνούχους στην υπηρεσία της Αυλής, επειδή ήταν ανίκανοι να βλάψουν τις γυναίκες ή τα αγόρια (Κύρου παιδεία, VII,5). Τόσο φανερό ήταν γι’ αυτούς ότι κι οι δυο ερωτικές τάσεις ήταν εξίσου πιθανές και ότι μπορούσαν κάλλιστα να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο.

Αμφισεξουαλικότητα των Ελλήνων; Αν εννοούμε μ’ αυτό πως ένας Έλληνας μπορούσε να αγαπά, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, ένα αγόρι ή ένα κορίτσι, πως ένα παντρεμένος μπορούσε να έχει τα παιδικά του (τους νεαρούς ερωμένους του), πως ήταν κάτι το συνηθισμένο, ύστερα από τις νεανικές τάσεις ευχαρίστως «κοριτσίστικες», να στρέφει κανείς την προτίμησή του μάλλον προς τις γυναίκες, τότε μπορούμε ωραιότατα να πούμε ότι ήταν «αμφοτεροφιλόφιλοι». Αν, όμως, θέλουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στον τρόπο με τον οποίο στοχάζονταν τη διπλή αυτή πρακτική, τότε παρατηρούμε ότι δεν την αντιλαμβάνονταν σαν δυο είδη «επιθυμίας», «δυο ορμές» διαφορετικές ή ανταγωνιστικές που μοιράζονται την καρδιά ή τις ορέξεις των αντρών. Μπορούμε να μιλάμε για τη «αμφισεξουαλικότητά» τους αναλογιζόμενοι την ελεύθερη επιλογή τους μεταξύ των δυο φύλων· όμως η δυνατότητα αυτή δεν αναγόταν σε μια διττή δομή, αμφιρρεπή και «αμφισεξουαλική» του πόθου. Η άποψη τους ήταν πως αυτό που μας κάνει να ποθούμε έναν άντρα ή μια γυναίκα είναι απλούστατα η σφοδρή επιθυμία που έχει η φύση εμφυσήσει στην καρδιά του ανθρώπου για εκείνους που είναι «ωραίοι» όποιο και αν να ’ναι το φύλο τους.[1] 

Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της σεξουαλικότητας: 2. Η χρήση των απολαύσεων

[ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΠΠΑ, 2003, σ. 219-221]





[1] Πάνω στο θέμα αυτό, βλ., K. J. Dover, «Η ομοφυλοφιλία στους αρχαίους Έλληνες», σ. 88.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Πως άρχισε η ευρωπαϊκή φιλολογία

Η ταινία Το ανθρώπινο στίγμα (The Human Stain) σε σκηνοθεσία του Benton Robert βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Philip Roth.

Στο τέλος της δεκαετίας του 90 και ενώ έχει ξεσπάσει το σκάνδαλο Clinton-Lewinsky, o καθηγητής φιλολογίας Coleman Silk (Anthony Hopkins) λόγω ενός σχολίου του για δυο απόντες μαθητές κατηγορείται για ρατσισμό. Παραιτείται από τη θέση του, ενώ η γυναίκα του πεθαίνει αμέσως μετά από τον «καημό» της. Εκείνος δημιουργεί ερωτικό δεσμό με την καθαρίστρια Faunia Farley (Nicole Kidman) κατώτερης κοινωνικής θέσης και μόρφωσης. Και οι δύο έχουν όμως το δικό τους φοβερό μυστικό που θα συμβάλλει στην εξέλιξη της υπόθεσης… 

Σε μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας ο καθηγητής εξηγεί στους μαθητές του πώς, με την Ιλιάδα, άρχισε η ευρωπαϊκή φιλολογία:

Όλη η ευρωπαϊκή φιλολογία πηγάζει από μια διαμάχη… από έναν καυγά σε μπαρ, θα έλεγα.
Γιατί είχε οργιστεί τόσο ο Αχιλλέας;
Αυτός και ο Αγαμέμνων μάλωναν για μια γυναίκα. Για μια νεαρή και το κορμί της και για τις απολαύσεις της σεξουαλικής απληστίας.

Ο Αχιλλέας η πιο ευαίσθητη μαχητική μηχανή… στην ιστορία των πολέμων. Οργίστηκε επειδή αναγκάστηκε ν’ αφήσει την κοπέλα… και απομονώθηκε πεισματικά απ’ την ίδια την κοινωνία… της οποίας ήταν προστάτης. Ο Αχιλλέας πρέπει ν’ αφήσει την κοπέλα. Πρέπει να τη δώσει πίσω. Κι έτσι αρχίζει η μεγάλη φιλολογία της Ευρώπης.