Στο τέλος του έκτου Βιβλίου της
Πολιτείας, ο Σωκράτης
συνοψίζει συμπερασματικά τους τέσσερις αναβαθμούς της γνώσης. Η κάθε ψυχή, σε
κάθε της μετενσάρκωση, φτάνει σ’ ένα από τα σκαλοπάτια της γνώσης, που
παραστατικά παρομοιάζονται με τις διάφορες θέσεις, στις οποίες μπορεί να βρεθεί
η ψυχή αυτή, από το βάθος του συμβολικού σπηλαίου ως το καθαρό φως του «άνω
τόπου».
Σωκράτης. Λοιπόν,
είπα, ύστερ’ απ’ αυτά, παρομοίωσε με μια εικόνα σαν κι αυτή την ανθρώπινη φύση
αναφορικά με την παιδεία και την απαιδευσία. Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σε
υπόγειο οίκημα με μορφή σπηλιάς, που έχει την είσοδό του ανοιχτή προς το φως
της μέρας, που το μάκρος της πιάνει πέρα πέρα όλη τη πρόσοψη της σπηλιάς· και
να βρίσκονται εκεί απ’ την παιδική τους ηλικία αλυσοδεμένοι και στα σκέλη και
στον αυχένα, ώστε να μένουν με το σώμα τους ακίνητο, έτσι που να μη βλέπουν
παρά μόνο ότι είναι μπροστά τους, ενώ δεν έχουν τη δυνατότητα, εξαιτίας της
αλυσίδας, να περιφέρουν ολόγυρα το κεφάλι τους. Και πίσω τους, σε αρκετή απόσταση,
σ’ επίπεδο ψηλότερο απ’ αυτούς ν’ ανάβει φως από φωτιά· και στο ενδιάμεσο, ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες,
δρόμος ανηφορικός και παράλληλα μ’ αυτόν να ’ναι χτισμένος μαντρότοιχος, να,
σαν τα χαμηλά διαφράγματα που τοποθετούν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά τους
θεατές, πάνω απ’ τα οποία δείχνουν τα ταχυδακτυλουργικά τους.
ΓΛΑΥΚΩΝ. Βλέπω,
είπε ο Γλαύκων.
ΣΩ. Βλέπε λοιπόν
ανθρώπους να κουβαλούν, παράλληλα μ’ αυτό τον μαντρότοιχο, σκεύη κάθε λογής,
υψωμένα πάνω απ’ τον μαντρότοιχο, και ανδριάντες και άλλα ομοιώματα ανθρώπων
και ζώων, λίθινα και ξύλινα, φιλοτεχνημένα με κάθε τρόπο· κι όπως θα περίμενε
κανείς, άλλους απ’ τους διερχόμενους αχθοφόρους να μιλούν, άλλους να σιωπούν.
ΓΛ. Παράξενη
εικόνα περιγράφεις, είπε, και παράξενους δεσμώτες.
ΣΩ. Ολόιδιους με
μας, αποκρίθηκα· γιατί πιστεύεις ότι οι άνθρωποι σε τέτοια κατάσταση πρώτα
πρώτα θα έχουν δει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τις σκιές του εαυτού τους και των
συνδεσμωτών τους, που σχηματίζει η λάμψη της φωτιάς στον απέναντι απ’ αυτούς
τοίχο της σπηλιάς;
ΓΛ. Μα γίνεται να δουν τίποτ’ άλλο, είπε, εφόσον
είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής
τους;
ΣΩ. Και τι θα
’χουν δει απ’ εκείνους τους διερχόμενους αχθοφόρους; Τίποτ’ άλλο, εκτός απ’ τις
σκιές τους;
ΓΛ. Μόνο αυτές,
βέβαια.
ΣΩ. Λοιπόν, αν
είχαν τη δυνατότητα να κουβεντιάζουν μεταξύ τους, δεν έχεις τη γνώμη ότι θα
νόμιζαν πως οι σκιές που βλέπουν είναι πραγματικά αντικείμενα;
ΓΛ. Οπωσδήποτε.
ΣΩ. Και τι
νομίζεις, αν απ’ τα βάθη του δεσμωτηρίου η ηχώ αναμετάδιδε τις φωνές, κάθε φορά
που κάποιος απ’ τους διερχομένους θα μιλούσε, πιστεύεις ότι θα φανταζόταν ότι
κάτι άλλο βγάζει φωνή κι όχι οι σκιές των διερχομένων;
ΓΛ. Μα τον Δία,
όσο για μένα, τίποτ’ άλλο.
ΣΩ. Λοιπόν, είπα,
άνθρωποι σ’ αυτή την κατάσταση θα πίστευαν ως πραγματικό μόνο τις σκιές των
αντικειμένων που εμφανίζονται και τίποτ’ άλλο;
ΓΛ. Σίγουρα, μόνο
τις σκιές.
ΣΩ. Σκέψου
λοιπόν, είπα τι λογής θα μπορούσε να είναι η απολύτρωση και η γιατρειά τους απ’
τα δεσμά και την άγνοιά τους, αν με φυσική ακολουθία συνέβαιναν πράγματα σαν
τούτα: κάθε φορά που κάποιος θα λυνόταν απ’ τα δεσμά του και θα ᾿νιωθε ξαφνικά την ανάγκη να
σηκωθεί όρθιος και να περιστρέφει τον αυχένα του και να βαδίζει και να υψώνει
το βλέμμα του προς το φώς, και κάνοντας αυτές τις κινήσεις θα ᾿νιωθε πόνο και, θαμπωμένος
απ’ το φως, θ’ αδυνατούσε ν’ αντικρίζει εκείνα που προηγουμένως έβλεπε τις
σκιές τους· λοιπόν, τι κατά τη γνώμη σου θ’ απαντούσε αυτός, αν κάποιος του
έλεγε ότι εκείνα που έβλεπε τότε ήταν ανοησίες, τώρα όμως βλέπει κάτι που
βρίσκεται κάπως πιο κοντά στην αλήθεια και το βλέμμα του έχει στραφεί σε
πράγματα πιο αληθινά –βλέπει λοιπόν πιο σωστά; Και βέβαια, αν δείχνοντας του
ξεχωριστά, ένα προς ένα, αυτά που περνούν μπροστά του, τον ανάγκαζε ν’
απαντήσει στις ερωτήσεις του, τι να ᾿ναι
αυτά, τι θ’ αποκρινόταν; δεν πιστεύεις ότι θα τα ᾿χε
χαμένα και θα θεωρούσε πως βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια τα όσα έβλεπε τότε
απ’ αυτά που του δείχνουν τώρα;
ΓΛ. Θ’ αποκρινόταν,
είπε, ότι ναι, εκείνα βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια.
ΣΩ. Λοιπόν, κι αν
τον υποχρέωνε να στρέψει το βλέμμα του προς το ίδιο το φως, δε θα ᾿νιωθε πονόματο και δε θα
προσπαθούσε να τα’ αποφύγει, στρέφοντας το βλέμμα του προς εκείνο που χωρίς δυσκολίες
αντικρίζει και δε θα νόμιζε ότι τωόντι είναι πιο ξεκάθαρα απ’ αυτά που του
δείχνουν;
ΓΛ. Ναι, αυτό θα
νόμιζε, είπε.
ΣΩ. Κι αν, είπα,
κάποιος τον έσερνε βίαια απ’ τη σπηλιά μέσα απ’ την τραχιά και απότομη ανάβαση,
και δεν τον άφηνε πριν τον σύρει έξω, στο φως του ήλιου, άραγε δεν θα ᾿ταν μαρτύριο γι’ αυτόν και δε
θ’ αγαναχτούσε που τον σέρνουν μ’ αυτόν τον τρόπο; Και, όταν θα ᾿φτανε στο φως, έχοντας τα
μάτια πλημμυρισμένα απ’ τη λάμψη του ήλιου, θα μπορούσε να βλέπει τίποτε, έστω
κι ένα, απ’ αυτά που τώρα λέγονται αληθινά;
ΓΛ. Αποκλείεται,
έτσι ξαφνικά.
ΣΩ. Αν όμως είχε
σκοπό να δει όσα βρίσκονται εκεί ψηλά, θα έπρεπε να εξοικειωθεί· έτσι θα ᾿βλεπε στην αρχή πιο εύκολα
τις σκιές, κι ύστερ’ απ’ αυτές τα είδωλα και των ανθρώπων και των αντικειμένων,
όπως αντικατοπτρίζονται μες στο νερό, κι ύστερα τ’ αντικείμενα αυτά καθαυτά·
κατόπι θα ύψωνε τη ματιά του και θ’ αντίκριζε ευκολότερα, τη νύχτα, τα όσα
βρίσκονται στον ουρανό και το ίδιο το στερέωμα τ’ ουρανού, αντικρίζοντας το φως
των άστρων και της σελήνης ευκολότερα απ’ ότι τη μέρα τον ήλιο και το φως του
ήλιου.
ΓΛ. Οπωσδήποτε.
ΣΩ. Και τέλος
τέλος, πιστεύω, τον ήλιο, όχι μες στα νερά ούτε το είδωλο του, όπως
αντανακλάται από άλλη θέση, αλλά θα μπορούσε να τον αντικρύσει αυτόν καθαυτόν
στη φυσική του θέση, και να παρατηρήσει πως είναι.
ΓΛ. Αυτό
επιβάλλει η ανάγκη, είπε.
ΣΩ. Και κατόπι θα
κατέληγε πια στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τα έτη και
που εποπτεύει όλα όσα βρίσκονται στο πεδίο της όρασής μας. Και κατά κάποιο
τρόπο είναι αίτιος για όλα όσα εκείνοι έβλεπαν στη σπηλιά.
ΓΛ. Είναι φανερό ότι σ’ αυτό το συμπέρασμα θα κατέληγε
ύστερ’ απ’ τα παραπάνω.
ΣΩ. Τι λοιπόν; δεν
πιστεύεις ότι αυτός, ανακαλώντας στη μνήμη του την πρώτη κατοικία του και τη
γνώση, που είχαν εκεί αυτός και οι συγκρατούμενοί του εκείνο τον καιρό, θα
μακάριζε τον εαυτό του για την αλλαγή και θα ᾿νιωθε
οίκτο για τους άλλους;
ΓΛ. Και με το
παραπάνω.
ΣΩ. Και νομίζεις
ότι, για τις τιμητικές διακρίσεις και για τους επαίνους που απένειμαν αναμεταξύ
τους οι δεσμώτες και για τις αμοιβές εκείνου που διέκρινε με μοναδική
οξυδέρκεια τις σκιές των όσων περνούσαν μπροστά τους και συγκρατούσε καλύτερα
την κανονικότητα με την οποία οι σκιές εμφανίζονταν πρώτες ή τελευταίες ή
σύγχρονα με τις άλλες, ώστε αξιοποιώντας αυτή την ικανότητά του να βρισκόταν σε
προνομιακότερη θέση να κάνει προβλέψεις, ποια σκιά θα παρουσιαζόταν σε μια
ορισμένη στιγμή – τι λες; θα ένιωθε λαχτάρα γι’ αυτά και θα ζήλευε τους
συνδεσμώτες του που έπαιρναν τιμές κι είχαν επιρροή ανάμεσά τους ή θα βρισκόταν
στην κατάσταση που λέει ο Όμηρος ότι βρέθηκε ο Αχιλλέας και θα επιθυμούσε μ’
όλη τη δύναμη της ψυχής του:
Κάλλιο στη γης
να ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος σ’ αφέντη που ᾿χασε τον κλήρο
του κι είναι το βιός του λίγο και να ξεπέσει σ’ οποιαδήποτε άλλη κατάσταση,
παρά να πιστεύει εκείνα και να ζει μια τέτοια ζωή. (Οδύσσεια λ 489-491)
ΓΛ. Κι εγώ αυτό
πιστεύω, είπε· θα προτιμούσε να ξεπέσει σ’ οποιαδήποτε κατάσταση παρά να ζει μ’
εκείνο τον τρόπο.
ΣΩ. Και κάνε και
την εξής υπόθεση, του είπα. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος κατέβαινε ξανά εκεί κάτω
και έπαιρνε την προηγούμενη θέση του, άραγε δε θα τύλιγε τα μάτια του πυκνό
σκοτάδι, έτσι που ξαφνικά γύρισε απ’ τον ήλιο;
ΓΛ. Σίγουρα είπε.
ΣΩ. Κι αν
υποχρεωθεί λοιπόν αυτός ο άνθρωπος να λέει τη γνώμη του για κείνες τις σκιές
που διαβαίνουν και να διαγωνιστεί μ’ εκείνους που δεν έπαυσαν ποτέ να είναι
δεσμώτες, όσο τον ταλανίζει το πρόβλημα που θα έχει στα μάτια του, πριν αυτά
εξοικειωθούν (κι ο χρόνος αυτής της εξοικείωσης δε θα είναι και τόσο λίγος), θα
προξενούσε λοιπόν τα γέλια και δε θα ᾿λεγαν
γι’ αυτόν ότι, με το ανεβεί εκεί πάνω, να ᾿τον
που γύρισε με χαλασμένα τα μάτια, κι ότι δεν αξίζει καν τον κόπο να επιχειρήσει
κανείς την ανάβαση εκεί ψηλά· και, αν με κάποιο τρόπο μπορούσαν να βάλουν στο
χέρι τους και να σκοτώσουν όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει απ’ τα δεσμά
τους και να τους οδηγήσει επάνω, στο φως, δε θα ήταν ικανοί να τον σκοτώσουν.
ΓΛ. Δίχως άλλο,
είπε.
ΣΩ. Λοιπόν,
αγαπητέ μου Γλαύκων, αυτή την αλληγορική εικόνα πρέπει να τη συσχετίσουμε μ’
αυτά που λέγαμε πρωτύτερα: το οίκημα του δεσμωτηρίου είναι αυτός ο κόσμος, που
αντικρίζουμε με την όρασή μας· το φως της φωτιάς που φωτίζει τη σπηλιά είναι η
ενέργεια του ήλιου· κι αν παραβάλουμε την ανάβαση εκεί ψηλά και τη θέαση των όσων βρίσκονται εκεί με την
άνοδο της ψυχής στο νοητό τόπο, θα ᾿χεις
εύστοχα κατανοήσει ποιες είναι οι προσδοκίες μου …
Τώρα δική μας υπόθεση είναι, είπα, των ιδρυτών της πολιτείας,
τους χαρισματικούς πολίτες να τους οδηγήσουμε αναγκαστικά στο μάθημα, που
προηγουμένως είπαμε ότι είναι το μέγιστο, και ν’ αντικρύσουν το αγαθόν και να
επιχειρήσουν εκείνη την ανάβαση, κι όταν τέλος ανεβούν, να μη τους επιτρέπεται
αυτό που τους επιτρέπεται τώρα.
ΓΛ. Τι ακριβώς;
ΣΩ. Το να μένουν
συνεχώς εκεί πάνω και να μη θέλουν να κατέβουν και να γυρίσουν σ’ εκείνο το
σπήλαιο των δεσμωτών και να μοιράζονται μ’ εκείνους τους μόχθους και τις
τιμητικές διακρίσεις τους, είτε αυτές είναι κατώτερες είτε σημαντικότερες.
ΓΛ. Αν
καταλαβαίνω καλά, είπε, θα τους αδικήσουμε και θα τους υποχρεώσουμε να ζουν
χειρότερα, την ώρα που οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζουν καλύτερα.
ΣΩ. Φίλε μου
ξέχασες και πάλι, ότι ο νόμος δε νοιάζεται γι’ αυτό, πως μια κατηγορία πολιτών
θα απολαμβάνει εξαιρετική ευτυχία, αλλά κινεί τους μηχανισμούς ώστε το αγαθό
αυτό να τ’ απολαύσει όλη η πόλη, οδηγώντας τους πολίτες με πειθώ και μ’
εξαναγκασμό σε σύμπνοια· υποχρεώνοντάς τους να μεταδίδουν ο ένας στον άλλο την
ωφέλεια που ο καθένας τους θα είναι σε θέση να προσφέρει στα κοινά. Κι ο ίδιος
νόμος επιδιώκει ν’ αναδείξει τέτοιους άνδρες στην πόλη, όχι για να τους δώσει
το ελεύθερο να στραφεί ο καθένας τους όπου θέλει, αλλά για να τους αξιοποιεί
στο έπακρο για να δεθεί η πόλη με δεσμούς φιλίας.
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΡΟΣ, 2003, σελ.
275-289)