Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλατωνικό σπήλαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλατωνικό σπήλαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Το ελληνικό σπήλαιο


Συχνά φαίνεται ότι ως άτομα, αλλά και συλλογικά ως κοινωνίες, υποφέρουμε από το φαινόμενο της γνωστικής ασυμφωνίας (cognitive dissonance), το οποίο και εμφανίζεται όταν νεοπροσλαμβανόμενες πληροφορίες θέτουν σε αμφισβήτηση τις μέχρι πρότινος απόψεις, ιδέες, πεποιθήσεις, αξίες ή τα συναισθήματά μας, εν τέλει δε το οικοδόμημα που στηρίζει τη στάση μας απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο και τα πράγματα. Η δημιουργούμενη αυτή ασυμφωνία μεταξύ των μέχρι πρότινος εσωτερικών μας πεποιθήσεων και των αποκλινόντων εξωτερικών ερεθισμάτων μας προκαλεί ένα αίσθημα έντονης δυσαρέσκειας. Αυτό έχει ως συνέπεια να αναπτύσσουμε την τάση να προσλαμβάνουμε νέες πληροφορίες μόνον επιλεκτικά, ήτοι να αποδίδουμε σημασία μόνο σε εκείνες τις πληροφορίες που μας είναι αρεστές και συνειδητά να παραβλέπουμε ή να υποβαθμίζουμε τη σημασία άλλων που διαψεύδουν ή έρχονται σε αντίθεση με τις μέχρι πρότινος πεποιθήσεις ή εκτιμήσεις μας. Και όλα αυτά, τη στιγμή που αντιθέτως το ορθολογικό θα ήταν, ενόψει των νέων ευρημάτων μας, να αναθεωρήσουμε τις αρχικές μας εκτιμήσεις. Με άλλες λέξεις: αντί να προσπαθήσουμε να προσαρμοστούμε στη νέα πληροφοριακή πραγματικότητα και ενδεχομένως να διορθώσουμε προηγούμενες εσφαλμένες επιλογές μας, προτιμάμε συχνά, για λόγους -πρόσκαιρης- προσωπικής ψυχικής ικανοποίησης, να προσαρμόσουμε την πραγματικότητα στα μέτρα μας, με επιζήμιες ωστόσο μεσομακροπρόθεσμα συνέπειες για την ευτυχία και την ευημερία μας, αφού η πραγματικότητα κάποια στιγμή «θα εκδικηθεί», θα καταδείξει δηλαδή το σφάλμα μας.

Πέραν όμως της προσαρμογής της πραγματικότητας στα μέτρα μας ως μηχανισμού αντιμετώπισης του δυσάρεστου αυτού φαινομένου, είναι εξίσου πιθανόν να επιλέξουμε την οδό της απόρριψης των παλαιών επιθυμιών μας, με το σκεπτικό είτε ότι αυτές δεν υπήρξαν ποτέ είτε ότι αυτό που επιθυμούσαμε δεν έπρεπε τελικά ευθύς εξ αρχής να το επιθυμούμε - σαν την αλεπού στο γνωστό μύθο του Αισώπου, η οποία, αδυνατώντας να φτάσει τα σταφύλια που τόσο πολύ επιθυμούσε για να κορέσει την πείνα της, επιλέγει εν συνεχεία να τα απαξιώσει, θεωρώντας κατ’ ουσίαν ότι δεν έπρεπε εξ αρχής να τα είχε επιθυμήσει.

Η ισχυρή επίδραση που ασκεί στους ανθρώπους η γνωστική ασυμφωνία προοικονομείται ίσως ήδη στην Πλάτωνος Πολιτεία, και ειδικότερα στην Αλληγορία του Σπηλαίουδ γρ νθρώπους οον ν καταγεί οκήσει σπηλαιώδει...» – Βιβλίο VII, 514a επ.), όπου, ως γνωστόν, η ανάβαση του απελευθερωθέντος δεσμώτη στον επίγειο κόσμο δίδει σ’ εκείνον πλέον τη δυνατότητα να βλέπει τα πάντα στις πραγματικές τους διαστάσεις, να έχει δηλαδή μία ακριβή αντίληψη της πραγματικότητας. Το κρίσιμο όμως εδώ σημείο έγκειται στην καταληκτική διαπίστωση του Πλάτωνα ότι, εάν ο απελευθερωθείς δεσμώτης επέστρεφε στο σπήλαιο και προσπαθούσε να εξηγήσει στους παλαιούς συνδεσμώτες του την εμπειρία από την επαφή του με τον επίγειο κόσμο, θα δυσκολευόταν πολύ να τους πείσει ότι η πραγματικότητα που αντίκρισε ήταν τελείως διαφορετική απ’ ό,τι εκείνοι νόμιζαν: διότι εκείνοι, υποφέροντας από μία έντονη μορφή γνωστικής ασυμφωνίας, θα ήταν τόσο βαθιά πεπεισμένοι για την ακρίβεια της δικής του αντίληψης - εκλαμβάνοντας τις σκιές ως τη μοναδική υπάρχουσα πραγματικότητα, αισθητή τε και νοητή εν ταυτώ - ώστε θα μπορούσαν ακόμη και να σκοτώσουν εκείνον που θα προσπαθούσε να τους απελευθερώσει από τα δεσμά της άγνοιάς τους.

Ενόψει των ανωτέρω, λοιπόν, τι θα κάνουμε πλέον εμείς οι διαβιούντες στο ελληνικό σπήλαιο; Θα προσαρμόσουμε - για ακόμη μία φορά - την πραγματικότητα στα μέτρα μας; Μήπως θα επιλέξουμε την οδό της απόρριψης των παλαιών επιθυμιών μας, με το σκεπτικό είτε ότι αυτές δεν υπήρξαν ποτέ είτε ότι αυτό που επιθυμούσαμε δεν έπρεπε τελικά ευθύς εξ αρχής να το επιθυμούμε; Ή, εν τέλει, θα προτιμήσουμε να απαλλαγούμε από την ενοχλητική παρουσία εκείνων των παλαιών συνδεσμωτών μας που κομίζουν τώρα την αλήθεια;

Αντώνιος Γ. Καραμπατζός

Επίκουρος Καθηγητής Αστικού Δικαίου | Νομική Σχολή ΕΚΠΑ


Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Η «δύναμη» του ελέφαντα


… όταν ήμουν ένα μικρό αγόρι… οι γονείς μου με πήγαν στο τσίρκο. Ήθελα να δω τους ελέφαντες, αυτά τα πανίσχυρα πλάσματα.

Τους κρατούσαν δεμένους σε ένα πάσσαλο. Μπορούσαν να ξεριζώσουν ολόκληρο δέντρο από το έδαφος και παρόλα αυτά ένας απλός πάσσαλος δεν τους επέτρεπε να φύγουν. Δεν μπορούσα να το χωνέψω.

Και μετά μου εξήγησε ο πατέρας μου. Είπε ότι χρησιμοποιούσαν τους πασσάλους… όταν οι ελέφαντες ήταν νέοι ακόμα. Πολύ μικροί για να τους βγάλουν. Και ότι τα ζώα… δεν προσπάθησαν ποτέ να τους βγάλουν ξανά.

Από το δεύτερο επεισόδιο ("Reunion") της δεύτερης σεζόν της τηλεοπτικής σειράς Westworld.



Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Το Σπήλαιο του Πλάτωνα


Φανταστείτε ότι όλη σας τη ζωή είστε φυλακισμένοι σε ένα σκοτεινό σπήλαιο. Τα χέρια και τα πόδια σας είναι αλυσοδεμένα και το κεφάλι σας ακινητοποιημένο σε θέση που να βλέπετε μόνο μπροστά σας το τοίχωμα του σπηλαίου. Πίσω σας καίει μια φωτιά και ανάμεσα σε εσάς και τη φωτιά υπάρχει ένα μονοπάτι στο οποίο εκείνοι που σας αιχμαλώτισαν μεταφέρουν αγάλματα και ένα σωρό άλλα αντικείμενα. Οι σκιές που ρίχνουν αυτά στο τοίχωμα του σπηλαίου είναι το μόνο πράγμα που έχετε δει, έχετε ακούσει και έχετε συζητήσει ποτέ εσείς και οι άλλοι δεσμώτες.

Η πιο γνωστή, ενδεχομένως, από τις πολλές μεταφορές και αναλογίες που χρησιμοποιεί ο Πλάτων, η Αλληγορία του Σπηλαίου, εμφανίζεται στο Έβδομο Βιβλίο του έργου του Πολιτεία, το μνημειώδες έργο στο οποίο διερευνά τη μορφή της ιδανικής πολιτείας και τον ιδεώδη κυβερνήτη της - τον φιλόσοφο βασιλιά. Η αιτιολόγηση της παράδοσης των σκήπτρων της εξουσίας στους φιλοσόφους που παρουσιάζει ο Πλάτων, βασίζεται σε μια λεπτομερειακή διερεύνηση των εννοιών της αλήθειας και της γνώσης και σε αυτό το νοηματικό πλαίσιο είναι που χρησιμοποιεί την Αλληγορία του Σπηλαίου. 

Τώρα ας υποθέσουμε ότι απελευθερώνεσαι από τα δεσμά σου και περιφέρεσαι ελεύθερος στο σπήλαιο. Αρχικά η λάμψη της φωτιάς θα σε τύφλωνε, αλλά σταδιακά θα αρχίζεις να διακρίνεις το σπήλαιο και να κατανοείς την προέλευση των σκιών που προηγουμένως νόμιζες ως πραγματικές. Και τελικά σου επιτρέπεται να βγεις από το σπήλαιο στον εξωτερικό ηλιόφωτο κόσμο, όπου βλέπεις ολόκληρη ην πραγματικότητα φωτισμένη από το λαμπρότερο αντικείμενο στα ουράνια, τον Ήλιο.

Ερμηνεία της αλληγορίας

Η ακριβής ερμηνεία της αλληγορίας του σπηλαίου του Πλάτωνα έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών αντιπαραθέσεων, αλλά το γενικό νόημα είναι αρκετά σαφές. Το σπήλαιο αντιπροσωπεύει «τον κόσμο του Γίγνεσθαι» - τον ορατό κόσμο της καθημερινής μας εμπειρίας, όπου τα πάντα είναι ατελή και μεταβάλλονται συνεχώς.

Οι δεσμώτες (που συμβολίζουν τους απλούς ανθρώπους) ζουν σε ένα κόσμο εικασιών και ψευδαισθήσεων, ενώ ο πρώην δεσμώτης, ελεύθερος πλέον να περιφέρεται στο σπήλαιο, αποκτά την κατά το δυνατόν πιο ακριβή αντίληψη της πραγματικότητας μέσα στον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο της αντίληψης και της εμπειρίας. Σε αντιδιαστολή, ο κόσμος έξω από το σπήλαιο αντιπροσωπεύει «τον κόσμο του Όντος» - τον κόσμο της αλήθειας που γίνεται αντιληπτός μέσω της λογικής και αποτελείται από τα αντικείμενα της γνώσης, που είναι τέλεια, αιώνια και αμετάβλητα.

Η θεωρία των Ιδεών

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ό,τι είναι γνώση δεν πρέπει να είναι μόνο αληθές, αλλά επίσης τέλειο και αμετάβλητο. Ωστόσο, τίποτα που βρίσκεται στον εμπειρικό κόσμο (που αντιπροσωπεύει η ζωή εντός του σπηλαίου) δεν ικανοποιεί αυτή την περιγραφή: ένα ψηλό άτομο είναι κοντό αν σταθεί δίπλα σε ένα δέντρο· ένα μήλο που φαίνεται κόκκινο το μεσημέρι μοιάζει μαύρο όταν σουρουπώσει, και ούτω καθεξής. Αφού τίποτα στον εμπειρικό κόσμο δεν αποτελεί αντικείμενο γνώσης, ο Πλάτων προτείνει την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου (του κόσμου εκτός του σπηλαίου) που αποτελείται από τέλειες και αμετάβλητες οντότητες τις οποίες ονομάζει Ιδέες (Πρότυπα). Έτσι για παράδειγμα, όλες οι μεμονωμένες δίκαιες πράξεις είναι δίκαιες επειδή μιμούνται ή αναπαράγουν την Ιδέα (Πρότυπο) της Δικαιοσύνης. Όπως υποδηλώνει η Αλληγορία του Σπηλαίου, υπάρχει ιεραρχία μεταξύ των Ιδεών και κυρίαρχη είναι η Ιδέα του Αγαθού (που αντιπροσωπεύεται από τον Ήλιο), η οποία προσδίδει στις υπόλοιπες το τελικός τους νόημα και αποτελεί τη βάση της ύπαρξής τους.

Πλατωνικός έρωτας

Η ιδέα με την οποία συνδέεται σήμερα ο Πλάτων περισσότερο από κάθε άλλη -η ιδέα του αποκαλούμενου πλατωνικού έρωτα- αποτελεί φυσική απόρροια της οξείας αντιδιαστολής που γίνεται στην Αλληγορία του Σπηλαίου μεταξύ του κόσμου της νόησης και του κόσμου των αισθήσεων. Η κλασική διατύπωση της ιδέας ότι το τελειότερο είδος έρωτα εκφράζεται, όχι σωματικά αλλά διανοητικά εμφανίζεται σε ένα άλλο πλατωνικό διάλογο, το Συμπόσιο.

Το πρόβλημα των καθολικών εννοιών

Η θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα και η μεταφυσική βάση στην οποία στηρίζεται μπορεί να μοιάζει αλλόκοτη και υπερβολικά εξεζητημένη, αλλά το πρόβλημα που επιδιώκει να λύσει -το αποκαλούμενο «πρόβλημα των καθολικών εννοιών»- έχει αποτελέσει έκτοτε, με τη μια ή την άλλη μορφή, κυρίαρχο θέμα στη φιλοσοφία. Στις φιλοσοφικές μάχες της εποχής του Μεσαίωνα υπήρχαν δυο στρατόπεδα: των ρεαλιστών (ή πλατωνιστών) από τη μια, που πίστευαν ότι οι καθολικές έννοιες, λ.χ. του κόκκινου και του ψηλού, υπήρχαν ανεξάρτητα από μεμονωμένα κόκκινα ή ψηλά πράγματα, και των νομιμαλιστών από την άλλη, που πίστευαν ότι αποτελούσαν απλώς ονόματα ή χαρακτηρισμούς που αποδίδονταν στα αντικείμενα για να επισημάνουν συγκεκριμένες ομοιότητες μεταξύ τους.

Η ίδια βασική διάκριση, εκφρασμένη συνήθως με όρους ρεαλισμού και αντιρεαλισμού, αντηχεί ακόμη σε πολλά πεδία της σύγχρονης φιλοσοφίας. Έτσι, μια ρεαλιστική θέση υποστηρίζει ότι υπάρχουν οντότητες «εκεί έξω» στον κόσμο -φυσικά αντικείμενα, ηθικά δεδομένα ή μαθηματικές ιδιότητες- που υπάρχουν ανεξάρτητα από το αν τις γνωρίζουμε ή τις βιώνουμε εμείς. Διαφωνώντας με αυτή την αντίληψη, άλλοι φιλόσοφοι, γνωστοί ως αντιρεαλιστές προτείνουν ότι υπάρχει μια αναγκαία και εσωτερική σύνδεση ή σχέση μεταξύ κάποιου πράγματος που είναι γνωστό και της δικής μας γνώσης γι’ αυτό. Οι βασικοί όροι αυτής της αντιπαράθεσης τέθηκαν δυο χιλιάδες χρόνια πριν, από τον Πλάτωνα, έναν από τους πρώτους και ανένδοτους ρεαλιστές, με τη φιλοσοφική έννοια του όρου.

Προς υπεράσπιση του Σωκράτη

Με την Αλληγορία του Σπηλαίου ο Πλάτων επιδιώκει να κάνει κάτι περισσότερο από το να διασαφηνίσει τις ιδιαίτερες απόψεις του για την πραγματικότητα και τη γνώση που έχουμε γι’ αυτήν, κάτι που καθίσταται σαφές στο τελευταίο μέρος της διήγησης. Έχοντας αναδυθεί στον εξωτερικό κόσμο και αναγνωρίσει τη φύση της απόλυτης αλήθειας και πραγματικότητας, ο ελεύθερος πλέον δεσμώτης αδημονεί να επιστρέψει στο σπήλαιο και να απαλλάξει από την πλάνη τους τους αδαείς πρώην συγκρατούμενούς του. Όμως, συνηθισμένος όπως είναι πια στο λαμπρό φως του εξωτερικού κόσμου, στην αρχή παραπατά στα σκοτάδια του σπηλαίου και θεωρείται ανόητος από τους δεσμώτες. Πιστεύουν ότι το ταξίδι του τον κατέστρεψε, δεν θέλουν να τον ακούσουν και πολλοί ίσως προσπαθήσουν να τον σκοτώσουν αν επιμείνει. Σε αυτό το απόσπασμα, ο Πλάτων αναφέρεται στα συνήθη δεινοπαθήματα -τον εμπαιγμό και την απόρριψη που βιώνει ο φιλόσοφος κατά την προσπάθεια του να διαφωτίσει τους απλούς ανθρώπους και να τους στρέψει στο μονοπάτι της γνώσης και της σοφίας. Και συγκεκριμένα, φέρνει στον νου του την μοίρα του δασκάλου του του Σωκράτη (βασικό εκφραστή των ιδεών του στην Πολιτεία και στους περισσότερους διαλόγους του), ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του αρνήθηκε να μετριάσει τα ανατρεπτικά φιλοσοφικά του διδάγματα και τελικά εκτελέστηκε το 399 π.Χ. από την πολιτεία των Αθηνών.

Στην κοινή κουλτούρα

Σαφής απόηχους της κουλτούρας του Σπηλαίου του Πλάτωνα βρίσκουμε στο έργο του Κ. Σ. Λιούις, του συγγραφέα των επτά μυθιστορημάτων φαντασίας που συναποτελούν Τα χρονικά της ΝάρνιαΣτο τέλος του τελευταίου βιβλίου, Η Τελική Μάχη, τα παιδιά που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες γίνονται μάρτυρες της καταστροφής της Νάρνια και μπαίνουν στη χώρα του Ασλάν, μια πανέμορφη χώρα που συνδυάζει τα καλύτερα στοιχεία από την παλιά Νάρνια και της Αγγλίας των αναμνήσεών τους. Τα παιδιά τελικά ανακαλύπτουν ότι στην πραγματικότητα έχουν πεθάνει και έχουν διασχίσει τη «Χώρα της Σκιάς» η οποία δεν ήταν παρά μια χλωμή απομίμηση του αιώνιου και αμετάβλητου κόσμου στον οποίο κατοικούσαν τώρα. Παρά το σαφές χριστιανικό μήνυμα, η επίδραση του Πλάτωνα είναι εμφανής -ένα από τα άπειρα παραδείγματα της τεράστιας (και συχνά απρόσμενης) επιρροής που είχε ο αρχαίος αυτός Έλληνας φιλόσοφος στον δυτικό πολιτισμό και στη θρησκεία και την τέχνη του.

Επιμύθιο
Η γήινη γνώση είναι μια φευγαλέα σκιά


Διόπτρα, 2017 (σ. 17-17)

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

«Σινεμά ο Παράδεισος» και πλατωνικό σπήλαιο

Η εικόνα του πλατωνικού σπηλαίου […] έχει μια παράξενη ομοιότητα με τον κινηματογράφο. Όπως στο σπήλαιο, έτσι και στο σινεμά καθόμαστε στο σκοτάδι, παρακολουθώντας τις εικόνες που εμφανίζονται. […]

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι το είδος της παραίσθησης στο πλατωνικό σπήλαιο είναι πολύ πιο βαθύ από αυτό που συναντάμε στον κινηματογράφο. Σε αντίθεση με το πλατωνικό σπήλαιο, στο σινεμά συμμετέχουμε στην παραίσθηση εθελοντικά και γνωρίζουμε, ότι, αφήνοντας την κινηματογραφική αίθουσα επιστρέφουμε στον «πραγματικό» κόσμο. Για να ξεφύγουμε όμως από την παραίσθηση του σπηλαίου, πρέπει να δραπετεύσουμε ολοκληρωτικά από την κυριαρχία της συνηθισμένης εμπειρίας. […]

Υπάρχει επίσης στην πλατωνική θεωρία η θέση ότι η άγνοια μπορεί να μας σκλαβώσει. Ο Πλάτων παριστάνει τους δεσμώτες του σπηλαίου του να παίρνουν για πραγματικές τις σκιές των ανδρείκελων που μεταφέρονται από άλλους και προβάλλονται μπροστά τους. Το συμπέρασμα είναι ότι μπορούμε να ουσιαστικά να σκλαβωθούμε από άλλους ανθρώπους, όταν, παίρνουμε για αληθινά αυτά που μας πλασάρουν, όταν, πιστεύουμε αυτά που θέλουν να πιστέψουμε. Μόνο αν γίνουμε κριτικοί, αν μπορέσουμε να δούμε τις εσφαλμένες εικόνες όπως αυτές είναι στην πραγματικότητα, θα είμαστε σε θέση να ελευθερωθούμε από αυτό το είδος της σκλαβιάς.

Με βάση τα παραπάνω, η πλατωνική εικόνα του σπηλαίου αρχίζει να γίνεται πιο κατανοητή. Μας καλεί να σκεφτούμε, πρώτα απ’ όλα, τι περιλαμβάνει η διαδικασία της ενηλικίωσης ενός ατόμου. Είναι κάτι περισσότερο από τη φυσική ανάπτυξη. Ένα σημαντικό μέρος της ενηλικίωσης είναι η πνευματική ανάπτυξη, με την οποία αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε για τις ιδέες και τα πιστεύω μας σε συνδυασμό με τις ηθικές αρχές που έχουμε κληρονομήσει από τους γονείς, τους δασκάλους και το περιβάλλον κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Όσο είμαστε νέοι δεχόμαστε ότι μας λέγεται για τον κόσμο. […] Καθώς μεγαλώνουμε, εντούτοις, συχνά βρίσκουμε ότι πολλά πράγματα που είχαμε αποδεχθεί χωρίς ερωτήσεις δεν είναι όπως νομίζαμε. Αρχίζουμε να είμαστε κριτικοί. […] Αυτή η κριτική σκέψη είναι σημαντική για την ανεξαρτητοποίησή μας από τους άλλους, για τη δημιουργία της δική μας ταυτότητας-προσωπικότητας.

Ο Giuzeppe Tornatore στην κινηματογραφική ταινία Cinema Paradiso (Σινεμά ο Παράδεισος) χρησιμοποιεί τον παραλληλισμό του πλατωνικού σπηλαίου και του κινηματογράφου για να περιγράψει την διαδικασία της ενηλικίωσης και της πνευματική εξέλιξης του κύριου χαρακτήρα της ταινίας, του Τότο.

Στην ταινία, ο Τότο, αφηγείται την ιστορία της παιδικής του ηλικίας και ειδικότερα την φιλία του με τον χειριστή της μηχανής προβολής στον κινηματογράφο του χωριού του. Ο κινηματογράφος αυτός μπορεί να παραλληλιστεί με το πλατωνικό σπήλαιο. Οι χωρικοί συμπεριφέρονται σαν να ζουν στη πραγματικότητα αυτό που διαδραματίζεται στην οθόνη:


Αλλά ο Τότο έχει ήδη αρχίσει να δραπετεύει από αυτήν την κατάσταση. Έχει ξεφύγει από τον επηρεασμό της οθόνης και έχει αρχίσει να «ατενίζει» προς την πηγή αυτών που προβάλλονται στην οθόνη. Έτσι γίνεται φίλος με τον χειριστή της μηχανής ο οποίος τελικά θα είναι αυτός που θα τον βοηθήσει να «απελευθερωθεί»:


Η απελευθέρωση αυτή του Τότο παραλληλίζεται στην ταινία με την «δραπέτευσή» του από τα στενά όρια του χωριού του, και τη φυγή του προς έναν ανοιχτότερο κόσμο με σκοπό να μορφωθεί και να ολοκληρωθεί σαν άτομο:





Πηγή: Christopher Falzon, Philosophy Goes to the Movies: An Introduction to Philosophy

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Η Πλατωνική Αλληγορία του Σπηλαίου στην ταινία «The Matrix»

Η ταινία The Matrix  περιγράφει ένα μέλλον στο οποίο ο κόσμος όπως τον ξέρουμε εμείς είναι ουσιαστικά το Matrix, μια εικονική πραγματικότητα που δημιουργήθηκε και συντηρείται από νοήμονες μηχανές προκειμένου να κατευνάσει, υποτάξει και εκμεταλλευτεί τον ανίδεο ανθρώπινο πληθυσμό ως πηγή ενέργειας με την υποχρεωτική σύνδεση του στο Matrix μέσω μοσχευμάτων.

Ο προγραμματιστής υπολογιστών Τόμας Άντερσον (Keanu  Reeves) ζει μια μυστική ζωή ως χάκερ υπό το ψευδώνυμο «Νίο». Επιθυμεί να μάθει την απάντηση στην ερώτηση «τι είναι το Matrix;». Αινιγματικά μηνύματα που εμφανίζονται στον υπολογιστή του και μια περιπέτεια με κυβερνητικούς πράκτορες τον οδηγεί σε μια ομάδα που καθοδηγείται από τον μυστηριώδη Μορφέα, ένα άτομο που του προσφέρει την δυνατότητα να μάθει την αλήθεια για το Matrix.

Η ταινία περιέχει πολυάριθμες φιλοσοφικές αναφορές. Μια από αυτές είναι η Πλατωνική Αλληγορία του Σπηλαίου, η οποία εμφανίζεται από την πρώτη κιόλας συνομιλία του Μορφέα με τον Νίο:

Μορφέας: Πιστεύεις στη μοίρα;

Νίο: Όχι.

Μορφέας: Γιατί όχι;

Νίο: Δεν μου αρέσει η ιδέα ότι δεν ελέγχω τη ζωή μου.

Μορφέας: Ξέρω καλά τι εννοείς. Θα σου πω γιατί είσαι εδώ. Επειδή ξέρεις κάτι. Δεν μπορείς να το εξηγήσεις. Αλλά το νιώθεις. Το ένιωθες σε όλη σου τη ζωή. Υπάρχει κάτι κακό στον κόσμο. Δεν ξέρεις τι είναι, αλλά σε βασανίζει … σαν ένα θραύσμα στο μυαλό σου … που σε τρελαίνει. Αυτή η αίσθηση σε έφερε σ’ εμένα. Ξέρεις για τι μιλάω;

Νίο: Το Μάτριξ;

Μορφέας: Θέλεις να μάθεις … τι είναι;

Νίο: Ναι.

Μορφέας: Το Μάτριξ είναι παντού. Μας περιβάλλει. Ακόμα και τώρα, σ’ αυτή την αίθουσα. Το βλέπεις έξω απ’ το παράθυρό σου … ή όταν ανοίγεις την τηλεόρασή σου. Το νιώθεις όταν πηγαίνεις στη δουλειά. Όταν πας στην εκκλησία … όταν πληρώνεις τους φόρους. Είναι ο κόσμος που σου σκέπασε τα μάτια … να σε τυφλώσει απ’ την αλήθεια.

Νίο: Ποια αλήθεια;

Μορφέας: Ότι είσαι σκλάβος. Όπως όλοι, γεννήθηκες στη δουλείαΣε μια φυλακή που δεν γεύεσαι δεν μυρίζεις, δεν αγγίζεις. Μια φυλακή … για το μυαλό σου. Δυστυχώς δεν μπορώ να σου πω … τι είναι το Μάτριξ. Πρέπει να το δεις μόνος σου. Αυτή είναι η τελευταία σου ευκαιρία. Μετά από αυτό δεν υπάρχει γυρισμός. Αν πάρεις το μπλε χάπι … η ιστορία τελειώνει, θα ξυπνήσεις και θα πιστεύεις … ότι θέλεις. Αν πάρεις το κόκκινο … θα μείνεις στη Χώρα των θαυμάτων … και θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει ο λάκκος του λαγού. Να θυμάσαι. Σου προσφέρω μόνο αλήθεια. Τίποτα περισσότερο.





Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Η εικόνα του πλατωνικού σπηλαίου στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Κιούμπρικ

Το Κουρδιστό Πορτοκάλι (A Clockwork Orange) είναι ταινία επιστημονικής φαντασίας του 1971, σκηνοθετημένη από τον Stanley Kubrick. Θεματολογικά, πρόκειται για μια σπουδή πάνω στη βία, τόσο των συμμοριών όσο και του κράτους και του σωφρονιστικού συστήματος. Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον μια ομάδα νεαρών προβαίνει σε βιαιότητες: βανδαλισμούς, κλοπές, βιασμούς χωρίς λόγο ενώ δείχνει να το διασκεδάζει πολύ. Ωστόσο, μετά από προδοσία των «φίλων» του, ο κεντρικός ήρωας του έργου Alex (Malcolm McDowell), συλλαμβάνεται και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης πολλών ετών.

Στο πλαίσιο μιας κυβερνητικής εκστρατείας αποσυμφόρησης των φυλακών από τους κοινούς εγκληματίες, ο Alex δέχεται να υποβληθεί σε ενός είδους πλύσης εγκεφάλου ώστε να «θεραπευτεί». Ουσιαστικά μέσω του ιδιότυπου αυτού πειράματος θα κερδίσει την ελευθερία του, αλλά θα απολέσει την ικανότητά του να εκτελεί βίαιες πράξεις.

Δεμένος σε μια καρέκλα, μη μπορώντας να στρέψει το κεφάλι του και να κλείσει τα μάτια του, παρακολουθεί να προβάλλονται σε μια οθόνη, με συνοδεία μουσικής υπόκρουσης, σκηνές βίας κάθε είδους. Λόγω των φαρμάκων που του έχουν δοθεί αυτές οι σκηνές του προκαλούν μεγάλη αηδία. Ουσιαστικά «προγραμματίζεται» να αισθάνεται άσχημα ακόμα και με τη σκέψη της βίας.

Το όλο σκηνικό της θεραπείας αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του πλατωνικού σπηλαίου:



 Πηγή: Christopher Falzon, Philosophy Goes to the Movies (σελ. 24)

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Τα δύο είδη “τυφλών”


Το υπόγειο σπήλαιο είναι ο ορατός μας κόσμος· η φωτιά που κάνει να προβάλλουν οι σκιές είναι ο ήλιος μας. Η ανηφόρα προς τα έξω είναι τ’ ανέβασμα της ψυχής προς το νοητό κόσμο, όπου λάμπει ο αληθινός ήλιος, το καλό. Δεν μπορεί κανείς να βαστάξει τη λάμψη του, χωρίς μια προηγούμενη μεθοδική διαπαιδαγώγηση να έχει τονώσει το βλέμμα του πνεύματος. Όταν, τέλος αντικρίσει κανείς τον ήλιο, όταν αντιμετωπίσει με κόπο τη θαμπωτική του όψη, τότε καταλαβαίνει πως αυτός είναι η αιτία κάθε καλοσύνης και κάθε ομορφιάς. Στον ορατό κόσμο το φως κ’ η ισχυρή του εστία, δεν εκπορεύονται παρά απ’ αυτόν. Στο νοητό κόσμο δημιουργεί ταυτόχρονα την αλήθεια και το πνεύμα που την αντικρίζει. Τίποτα το ωφέλιμο και το σοφό δε θα πραγματοποιηθεί στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό βίο, που να μην έχει γίνει κάτω από το φως του.

Ας μην ξαφνιαζόμαστε λοιπόν, όταν βλέπουμε κείνους που μια φορά αντίκρισαν την αλήθεια τούτη να στέκονται αφαιρεμένοι κι απορροφημένοι. Ακόμα και τότε τη λαχταρούνε. Δεν ξαναγυρίζουν στον κόσμο παρά με λύπη και πολύ αδέξια. Και πόσο μοιάζουν με χαζούς και γελοίους, όταν αναγκάζονται στα δικαστήρια να μάχονται γι’ αυτές τις σκιές, που οι άνθρωποι τις ονομάζουν πράγματα και συμβάντα!   

Ας θυμηθούμε όμως πως υπάρχουν δύο ειδών τυφλοί: εκείνοι που ζώντας μέσα στη σκιά και τη νύχτα δεν μπορούν ν’ ατενίσουν το φως κι εκείνοι που συνηθισμένοι στη λάμψη της αλήθειας ψηλαφίζουν μέσα στα σκοτάδια.


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΖΗΤΑ», σελ. 124-125)

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Κινηματογράφος και Πλάτων


«Ο κινηματογράφος είναι η σύγχρονη μεταφορά, η σύγχρονη υλοποίηση του μύθου του Σπηλαίου του Πλάτωνος. 

Όταν έκανα μια ταινία με τίτλο "Ο κομφορμίστας", πριν από πολλά χρόνια ­ ένα ρομάντζο του Μοράβια­, κάποια στιγμή προκύπτει η συνάντηση του κομφορμίστα με τον καθηγητή του στο Παρίσι. Και αυτός ήταν ο άνθρωπος που ο κομφορμίστας έπρεπε να σκοτώσει. Θυμούνται λοιπόν τα φοιτητικά χρόνια και γίνεται η διήγηση του μύθου του Σπηλαίου του Πλάτωνος. 

Είναι μια σπηλιά όπου υπάρχουν φυλακισμένοι καθισμένοι κάτω και κοιτούν το βάθος της σπηλιάς. Στην πλάτη τους έχουν το άνοιγμα της σπηλιάς, πίσω τους είναι ένα τοίχος και υπάρχει μια φωτιά μπροστά από την οποία περνούν άνθρωποι με αγάλματα. Η φωτιά προβάλλει τη σκιά από τα αγάλματα στο βάθος της σπηλιάς. Η φωτιά είναι ο προβολέας, τα αγάλματα είναι η ταινία και οι σκιές των αγαλμάτων στο βάθος της σπηλιάς είναι ο κινηματογράφος.


Το ανακάλυψα αυτό όταν κάναμε εκείνη τη σεκάνς, και κατάλαβα ότι ο κινηματογράφος στην πράξη δεν είναι τίποτε άλλο από τον μύθο του Πλάτωνος. Επομένως, αυτό που βλέπουμε στην οθόνη είναι η σκιά της πραγματικότητας. Όταν ήμουν πολύ μικρός και έβλεπα τις πρώτες ταινίες, σκεφτόμουν ότι όσο πιο μεγάλες και όμορφες είναι οι σκιές τόσο ομορφότερες είναι οι ταινίες».

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Η αλληγορία του πλατωνικού σπηλαίου


Ο ίδιος ο Πλάτων περιέγραψε τη σχέση ανάμεσα στη φιλοσοφία και στην πολιτική μέσα από τη στάση του φιλοσόφου απέναντι στην πόλιν. Η περιγραφή αυτή δίνεται στην παραβολή της σπηλιάς, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής φιλοσοφίας, όπως και του έργου του Πολιτεία.

Η αλληγορία, μέσα από την οποία ο Πλάτων θέλει να αποδώσει ένα είδος περιεκτικής βιογραφίας του φιλοσόφου, εκτυλίσσεται σε τρία στάδια, κάθε ένα από τα οποία ορίζει ένα κρίσιμο σημείο, μια αποφασιστική καμπή, ενώ και τα τρία μαζί συνιστούν την περιαγωγή όλης της ψυχής, τη μεταστροφή ολόκληρου του ανθρώπινου όντος, που για τον Πλάτωνα αποτελεί την ίδια την διαδικασία διαμόρφωσης του φιλοσόφου.

Η πρώτη μεταστροφή λαμβάνει χώρα μέσα στη σπηλιά, ο μελλοντικός φιλόσοφος απελευθερώνεται από τα δεσμά με τα οποία είναι αλυσοδεμένα “τα πόδια και οι λαιμοί” των κατοίκων της σπηλιάς, έτσι ώστε να “βλέπουν μόνο μπροστά τους”, με το βλέμμα τους κολλημένο σε ένα προπέτασμα, στο οποίο εμφανίζονται σκιές και εικόνες των πραγμάτων. Όταν στρέφει για πρώτη φορά το κεφάλι του, βλέπει στο πίσω μέρος της σπηλιάς μια τεχνητή φωτιά που ρίχνει το φως της στα πράγματα της σπηλιάς και τα δείχνει όπως ακριβώς είναι. Αν θέλαμε να αναλύσουμε κι άλλο την ιστορία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η πρώτη περιαγωγή είναι εκείνη του επιστήμονα, ο οποίος δεν αρκείται στα όσα λένε οι άλλοι για τα πράγματα, αλλά “στρέφει το βλέμμα του” για να διαπιστώσει πως είναι στ’ αλήθεια τα πράγματα, ανεξάρτητα από τις γνώμες του πλήθους. Γιατί, για τον Πλάτωνα, οι εικόνες πάνω στο προπέτασμα ήταν οι διαστρεβλώσεις της δόξας και χρησιμοποίησε μόνο μεταφορές που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με την όραση και την αντιληπτική ικανότητα, επειδή η λέξη δόξα, σε αντίθεση με τη δική μας λέξη “γνώμη”, υποδηλώνει έντονα το ορατό. Οι εικόνες που εμφανίζονται στο προπέτασμα, στο οποίο έχουν καρφωμένο το βλέμμα τους οι κάτοικοι της σπηλιάς, είναι αι δόξαι τους, δηλαδή το τι και το πώς τους φαίνονται τα πράγματα. Για να δουν τα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα, πρέπει να στρέψουν το κεφάλι τους, δηλαδή να αλλάξουν θέση, επειδή, όπως είδαμε πριν, κάθε δόξα εξαρτάται από και αντιστοιχεί στη θέση που έχει κάποιος στον κόσμο.

Μια ακόμα πιο αποφασιστική καμπή στη βιογραφία ενός φιλοσόφου προκαλείται όταν αυτός ο μοναχικός εξερευνητής δεν ικανοποιείται με την φωτιά στην σπηλιά και με τα πράγματα, που τώρα εμφανίζονται όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά θέλει να ανακαλύψει την προέλευση της φωτιάς και τις αιτίες των πραγμάτων. Και πάλι στρέφει το κεφάλι του και βρίσκει μια έξοδο από τη σπηλιά, μια σκάλα που τον οδηγεί στον καθαρό ουρανό, σε ένα τοπίο χωρίς πράγματα και ανθρώπους. Εδώ εμφανίζονται οι ιδέες, οι αιώνιες ουσίες των φθαρτών πραγμάτων και των θνητών ανθρώπων, που φωτίζονται από τον ήλιο, την ιδέα των ιδεών, η οποία δίνει τη δυνατότητα στον παρατηρητή να δει και στις ιδέες να λάμψουν. Αυτό είναι σίγουρα το αποκορύφωμα στη ζωή ενός φιλοσόφου και από αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινά η τραγωδία. Όντας ακόμα θνητός, δεν ανήκει εδώ, ούτε και μπορεί να παραμείνει, αλλά πρέπει να επιστρέψει στην σπηλιά, στο σπίτι του στη γη, όμως ούτε και στη σπηλιά δε θα αισθάνεται πλέον άνετα.

Κάθε μια από αυτές τις μεταστροφές συνοδεύτηκε από απώλεια της αντίληψης και του προσανατολισμού. Το βλέμμα, το οποίο ήταν συνηθισμένο στις σκιές που εμφανίζονταν στο προπέτασμα, τυφλώνεται από την φωτιά που καίει στο πίσω μέρος της σπηλιάς. Το βλέμμα, που προσαρμόστηκε στο χαμηλό φως της τεχνητής φωτιάς, τυφλώνεται από το φως του ήλιου. Όμως το χειρότερο απ’ όλα είναι η απώλεια του προσανατολισμού που πλήττει εκείνους των οποίων το βλέμμα κάποια στιγμή προσαρμόστηκε στο λαμπερό φως που έλαμπε κάτω από τον ουρανό των ιδεών και οι οποίοι τώρα πρέπει να βρουν το δρόμο τους μέσα στο σκοτάδι της σπηλιάς. Η μεταφορά που ακολουθεί εκφράζει τον λόγο για τον οποίο οι φιλόσοφοι δεν ξέρουν τι είναι καλό γι’ αυτούς - και τον τρόπο με τον οποίο αποξενώθηκαν από τις ανθρώπινες υποθέσεις: Δεν μπορούν πλέον να δουν μέσα στο σκοτάδι της σπηλιάς - έχασαν την αίσθηση του προσανατολισμού, έχασαν αυτό που αποκαλούμε κοινή λογική. Όταν επιστρέφουν και προσπαθούν να διηγηθούν στους κατοίκους της σπηλιάς όσα είδαν έξω από αυτήν, κανείς δεν τους καταλαβαίνει, για τους κατοίκους της σπηλιάς όλα όσα τους λέει ηχούν στ’ αυτιά τους σαν να “γύρισε ανάποδα” ο κόσμος (Χέγκελ). Ο φιλόσοφος που επέστρεψε στη σπηλιά κινδυνεύει επειδή έχει χάσει την κοινή λογική που χρειάζεται για να προσανατολιστεί σε έναν κόσμο κοινό σε όλους και, επιπλέον, επειδή όλα όσα σκέφτεται έρχονται σε αντίφαση με την κοινή λογική του κόσμου.

Στην αλληγορία της σπηλιάς αποτελεί μυστήριο το γεγονός ότι ο Πλάτων παρουσιάζει τους κατοίκους της ως κοκαλωμένους, δεμένους μπροστά σε ένα προπέτασμα, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα να κάνουν κάτι ή να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Όντως, οι δύο σημαντικότερες, από πολιτική άποψη, λέξεις που καθορίζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα, η ομιλία και η πράξη (λέξις και πράξις) απουσιάζουν χαρακτηριστικά από την όλη ιστορία. Η μοναδική ενασχόληση των κατοίκων της σπηλιάς είναι η παρατήρηση του προπετάσματος, προφανώς βρίσκουν ευχάριστη την ίδια την διαδικασία της παρατήρησης, ανεξάρτητα από κάθε πρακτική ανάγκη[1]. Με άλλα λόγια, παρουσιάζει τους κατοίκους της σπηλιάς ως κανονικούς ανθρώπους, που όμως διαθέτουν εκείνο το ξεχωριστό χαρακτηριστικό των φιλοσόφων: Παρουσιάζονται ως δυνητικοί φιλόσοφοι, που μέσα στο σκοτάδι και στην άγνοια της σπηλιάς ασχολούνται με το μοναδικό πράγμα που απασχολεί τον φιλόσοφο στο φως και στην πλήρη γνώση. Άρα, η αλληγορία της σπηλιάς είναι σχεδιασμένη όχι τόσο για να περιγράψει πως φαίνεται η φιλοσοφία από την πλευρά της πολιτικής, αλλά πως φαίνεται η πολιτική, η σφαίρα των ανθρωπίνων υποθέσεων από την πλευρά της φιλοσοφίας. Και σκοπός είναι να ανακαλύψει κανείς στη σφαίρα της φιλοσοφίας τις αρχές εκείνες που αρμόζουν σε μια πόλη με κατοίκους όπως εκείνοι της σπηλιάς, όμως παράλληλα είναι κατάλληλες και για τους κατοίκους που, μέσα στο σκοτάδι και στην άγνοια, έχουν διαμορφώσει γνώμες σχετικά με τα ίδια θέματα που απασχολούν και τον φιλόσοφο.

Επειδή η ιστορία είναι σχεδιασμένη γι’ αυτούς τους πολιτικούς σκοπούς, ο Πλάτων δε μας λέει τι είναι εκείνο που διαχωρίζει το φιλόσοφο από εκείνους που επίσης αγαπούν την παρατήρηση ή τι είναι εκείνο που τον κάνει να ξεκινήσει τη μοναχική του περιπλάνηση και τον ωθεί να σπάσει τα δεσμά με τα οποία είναι δεμένος στο προπέτασμα της ψευδαίσθησης. Και πάλι, στο τέλος της ιστορίας, ο Πλάτων αναφέρει παρεμπιπτόντως τους κινδύνους που περιμένουν το φιλόσοφο που επιστρέφει στη σπηλιά, και από τους κινδύνους αυτούς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι – παρ’ όλο που ο φιλόσοφος δεν ενδιαφέρεται για τις ανθρώπινες υποθέσεις – πρέπει να αναλάβει την ηγεσία μόνο και μόνο από φόβο μην τυχόν τον κυβερνήσουν οι αδαείς. Δε μας λέει όμως για πιο λόγο δεν μπορεί να πείσει τους συμπολίτες του, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς είναι ήδη κολλημένοι στο προπέτασμα, και ως εκ τούτου είναι, κατά κάποιο τρόπο, έτοιμοι να δεχτούν «ανώτερα πράγματα», όπως τα αποκαλούσε ο Χέγκελ, να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και να βρουν το δρόμο που οδηγεί έξω από τη σπηλιά.  

Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, πρέπει να θυμηθούμε δύο φράσεις του Πλάτωνα που δεν απαντούν στην αλληγορία της σπηλιάς, όμως χωρίς τις οποίες η αλληγορία αυτή παραμένει ασαφής και τις οποίες θα μπορούσε να πει κανείς, λαμβάνει ως δεδομένες. Η πρώτη εμφανίζεται στον Θεαίτητο (155d) – ένα διάλογο σχετικά με τη διαφορά ανάμεσα στην επιστήμη (γνώση) και στη δόξα (γνώμη) – όπου ο Πλάτων δίνει τον ορισμό της φιλοσοφίας: μάλα γαρ φιλοσόφου τούτο το πάθος, το θαυμάζειν· ου γαρ άλλη αρχή φιλοσοφίας η αυτή (το βασικό χαρακτηριστικό του φιλοσόφου είναι η απορία· γιατί μόνο από την απορία ξεκινά η φιλοσοφία …). Και η δεύτερη φράση απαντά στην Επιστολή Ζ (341c), στο σημείο που ο Πλάτων μιλά για τα πράγματα που ο ίδιος θεωρεί τα πιο σοβαρά (περί ων εγώ σπουδάζω), δηλαδή, όχι και τόσο τη φιλοσοφία όπως την αντιλαμβανόμαστε όσο το αιώνιο αντικείμενο και το σκοπό της. Λέει σχετικά με αυτό, ρητόν γαρ ουδαμώς έστιν ως άλλα μαθήματα, αλλ’ εκ πολλής συνουσίας γιγνομένης … οίον απώ πυρός πηδήσαντος εξαφθέν φως (είναι εν γένει αδύνατο να μιλήσουμε γι’ αυτό όπως για άλλα πράγματα που μαθαίνουμε· σε κάποιο βαθμό, επειδή είμαστε συνεχώς μαζί του … ένα φως ανάβει όπως από μια ξαφνική φωτιά). Σε αυτές τις δύο φράσεις έχουμε την αρχή και το τέλος της ζωής του φιλοσόφου, τα οποία παραλείπονται στην ιστορία της σπηλιάς.  


(ΚΕΔΡΟΣ, 2009, σελ. 77-82)




[1] Προβλ. Αριστοτέλη, Μετά τα Φυσικά, 980a 22-25

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Πλάτων: η εικόνα του σπηλαίου


Στο τέλος του έκτου Βιβλίου της Πολιτείας, ο Σωκράτης συνοψίζει συμπερασματικά τους τέσσερις αναβαθμούς της γνώσης. Η κάθε ψυχή, σε κάθε της μετενσάρκωση, φτάνει σ’ ένα από τα σκαλοπάτια της γνώσης, που παραστατικά παρομοιάζονται με τις διάφορες θέσεις, στις οποίες μπορεί να βρεθεί η ψυχή αυτή, από το βάθος του συμβολικού σπηλαίου ως το καθαρό φως του «άνω τόπου».


Σωκράτης. Λοιπόν, είπα, ύστερ’ απ’ αυτά, παρομοίωσε με μια εικόνα σαν κι αυτή την ανθρώπινη φύση αναφορικά με την παιδεία και την απαιδευσία. Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σε υπόγειο οίκημα με μορφή σπηλιάς, που έχει την είσοδό του ανοιχτή προς το φως της μέρας, που το μάκρος της πιάνει πέρα πέρα όλη τη πρόσοψη της σπηλιάς· και να βρίσκονται εκεί απ’ την παιδική τους ηλικία αλυσοδεμένοι και στα σκέλη και στον αυχένα, ώστε να μένουν με το σώμα τους ακίνητο, έτσι που να μη βλέπουν παρά μόνο ότι είναι μπροστά τους, ενώ δεν έχουν τη δυνατότητα, εξαιτίας της αλυσίδας, να περιφέρουν ολόγυρα το κεφάλι τους. Και πίσω τους, σε αρκετή απόσταση, σ’ επίπεδο ψηλότερο απ’ αυτούς ν’ ανάβει φως από φωτιά· και στο ενδιάμεσο, ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες, δρόμος ανηφορικός και παράλληλα μ’ αυτόν να ’ναι χτισμένος μαντρότοιχος, να, σαν τα χαμηλά διαφράγματα που τοποθετούν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά τους θεατές, πάνω απ’ τα οποία δείχνουν τα ταχυδακτυλουργικά τους.

ΓΛΑΥΚΩΝ. Βλέπω, είπε ο Γλαύκων.

ΣΩ. Βλέπε λοιπόν ανθρώπους να κουβαλούν, παράλληλα μ’ αυτό τον μαντρότοιχο, σκεύη κάθε λογής, υψωμένα πάνω απ’ τον μαντρότοιχο, και ανδριάντες και άλλα ομοιώματα ανθρώπων και ζώων, λίθινα και ξύλινα, φιλοτεχνημένα με κάθε τρόπο· κι όπως θα περίμενε κανείς, άλλους απ’ τους διερχόμενους αχθοφόρους να μιλούν, άλλους να σιωπούν.

ΓΛ. Παράξενη εικόνα περιγράφεις, είπε, και παράξενους δεσμώτες.

ΣΩ. Ολόιδιους με μας, αποκρίθηκα· γιατί πιστεύεις ότι οι άνθρωποι σε τέτοια κατάσταση πρώτα πρώτα θα έχουν δει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τις σκιές του εαυτού τους και των συνδεσμωτών τους, που σχηματίζει η λάμψη της φωτιάς στον απέναντι απ’ αυτούς τοίχο της σπηλιάς;

ΓΛ. Μα γίνεται να δουν τίποτ’ άλλο, είπε, εφόσον είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους;

ΣΩ. Και τι θα ’χουν δει απ’ εκείνους τους διερχόμενους αχθοφόρους; Τίποτ’ άλλο, εκτός απ’ τις σκιές τους;

ΓΛ. Μόνο αυτές, βέβαια.

ΣΩ. Λοιπόν, αν είχαν τη δυνατότητα να κουβεντιάζουν μεταξύ τους, δεν έχεις τη γνώμη ότι θα νόμιζαν πως οι σκιές που βλέπουν είναι πραγματικά αντικείμενα;

ΓΛ. Οπωσδήποτε.

ΣΩ. Και τι νομίζεις, αν απ’ τα βάθη του δεσμωτηρίου η ηχώ αναμετάδιδε τις φωνές, κάθε φορά που κάποιος απ’ τους διερχομένους θα μιλούσε, πιστεύεις ότι θα φανταζόταν ότι κάτι άλλο βγάζει φωνή κι όχι οι σκιές των διερχομένων;

ΓΛ. Μα τον Δία, όσο για μένα, τίποτ’ άλλο.

ΣΩ. Λοιπόν, είπα, άνθρωποι σ’ αυτή την κατάσταση θα πίστευαν ως πραγματικό μόνο τις σκιές των αντικειμένων που εμφανίζονται και τίποτ’ άλλο;

ΓΛ. Σίγουρα, μόνο τις σκιές.

ΣΩ. Σκέψου λοιπόν, είπα τι λογής θα μπορούσε να είναι η απολύτρωση και η γιατρειά τους απ’ τα δεσμά και την άγνοιά τους, αν με φυσική ακολουθία συνέβαιναν πράγματα σαν τούτα: κάθε φορά που κάποιος θα λυνόταν απ’ τα δεσμά του και θα ᾿νιωθε ξαφνικά την ανάγκη να σηκωθεί όρθιος και να περιστρέφει τον αυχένα του και να βαδίζει και να υψώνει το βλέμμα του προς το φώς, και κάνοντας αυτές τις κινήσεις θα ᾿νιωθε πόνο και, θαμπωμένος απ’ το φως, θ’ αδυνατούσε ν’ αντικρίζει εκείνα που προηγουμένως έβλεπε τις σκιές τους· λοιπόν, τι κατά τη γνώμη σου θ’ απαντούσε αυτός, αν κάποιος του έλεγε ότι εκείνα που έβλεπε τότε ήταν ανοησίες, τώρα όμως βλέπει κάτι που βρίσκεται κάπως πιο κοντά στην αλήθεια και το βλέμμα του έχει στραφεί σε πράγματα πιο αληθινά –βλέπει λοιπόν πιο σωστά; Και βέβαια, αν δείχνοντας του ξεχωριστά, ένα προς ένα, αυτά που περνούν μπροστά του, τον ανάγκαζε ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις του, τι να ᾿ναι αυτά, τι θ’ αποκρινόταν; δεν πιστεύεις ότι θα τα ᾿χε χαμένα και θα θεωρούσε πως βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια τα όσα έβλεπε τότε απ’ αυτά που του δείχνουν τώρα;

ΓΛ. Θ’ αποκρινόταν, είπε, ότι ναι, εκείνα βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια.

ΣΩ. Λοιπόν, κι αν τον υποχρέωνε να στρέψει το βλέμμα του προς το ίδιο το φως, δε θα ᾿νιωθε πονόματο και δε θα προσπαθούσε να τα’ αποφύγει, στρέφοντας το βλέμμα του προς εκείνο που χωρίς δυσκολίες αντικρίζει και δε θα νόμιζε ότι τωόντι είναι πιο ξεκάθαρα απ’ αυτά που του δείχνουν;

ΓΛ. Ναι, αυτό θα νόμιζε, είπε.

ΣΩ. Κι αν, είπα, κάποιος τον έσερνε βίαια απ’ τη σπηλιά μέσα απ’ την τραχιά και απότομη ανάβαση, και δεν τον άφηνε πριν τον σύρει έξω, στο φως του ήλιου, άραγε δεν θα ᾿ταν μαρτύριο γι’ αυτόν και δε θ’ αγαναχτούσε που τον σέρνουν μ’ αυτόν τον τρόπο; Και, όταν θα ᾿φτανε στο φως, έχοντας τα μάτια πλημμυρισμένα απ’ τη λάμψη του ήλιου, θα μπορούσε να βλέπει τίποτε, έστω κι ένα, απ’ αυτά που τώρα λέγονται αληθινά;

ΓΛ. Αποκλείεται, έτσι ξαφνικά.

ΣΩ. Αν όμως είχε σκοπό να δει όσα βρίσκονται εκεί ψηλά, θα έπρεπε να εξοικειωθεί· έτσι θα ᾿βλεπε στην αρχή πιο εύκολα τις σκιές, κι ύστερ’ απ’ αυτές τα είδωλα και των ανθρώπων και των αντικειμένων, όπως αντικατοπτρίζονται μες στο νερό, κι ύστερα τ’ αντικείμενα αυτά καθαυτά· κατόπι θα ύψωνε τη ματιά του και θ’ αντίκριζε ευκολότερα, τη νύχτα, τα όσα βρίσκονται στον ουρανό και το ίδιο το στερέωμα τ’ ουρανού, αντικρίζοντας το φως των άστρων και της σελήνης ευκολότερα απ’ ότι τη μέρα τον ήλιο και το φως του ήλιου.

ΓΛ. Οπωσδήποτε.

ΣΩ. Και τέλος τέλος, πιστεύω, τον ήλιο, όχι μες στα νερά ούτε το είδωλο του, όπως αντανακλάται από άλλη θέση, αλλά θα μπορούσε να τον αντικρύσει αυτόν καθαυτόν στη φυσική του θέση, και να παρατηρήσει πως είναι.

ΓΛ. Αυτό επιβάλλει η ανάγκη, είπε.

ΣΩ. Και κατόπι θα κατέληγε πια στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τα έτη και που εποπτεύει όλα όσα βρίσκονται στο πεδίο της όρασής μας. Και κατά κάποιο τρόπο είναι αίτιος για όλα όσα εκείνοι έβλεπαν στη σπηλιά.

ΓΛ. Είναι φανερό ότι σ’ αυτό το συμπέρασμα θα κατέληγε ύστερ’ απ’ τα παραπάνω.

ΣΩ. Τι λοιπόν; δεν πιστεύεις ότι αυτός, ανακαλώντας στη μνήμη του την πρώτη κατοικία του και τη γνώση, που είχαν εκεί αυτός και οι συγκρατούμενοί του εκείνο τον καιρό, θα μακάριζε τον εαυτό του για την αλλαγή και θα ᾿νιωθε οίκτο για τους άλλους;

ΓΛ. Και με το παραπάνω.

ΣΩ. Και νομίζεις ότι, για τις τιμητικές διακρίσεις και για τους επαίνους που απένειμαν αναμεταξύ τους οι δεσμώτες και για τις αμοιβές εκείνου που διέκρινε με μοναδική οξυδέρκεια τις σκιές των όσων περνούσαν μπροστά τους και συγκρατούσε καλύτερα την κανονικότητα με την οποία οι σκιές εμφανίζονταν πρώτες ή τελευταίες ή σύγχρονα με τις άλλες, ώστε αξιοποιώντας αυτή την ικανότητά του να βρισκόταν σε προνομιακότερη θέση να κάνει προβλέψεις, ποια σκιά θα παρουσιαζόταν σε μια ορισμένη στιγμή – τι λες; θα ένιωθε λαχτάρα γι’ αυτά και θα ζήλευε τους συνδεσμώτες του που έπαιρναν τιμές κι είχαν επιρροή ανάμεσά τους ή θα βρισκόταν στην κατάσταση που λέει ο Όμηρος ότι βρέθηκε ο Αχιλλέας και θα επιθυμούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του:
Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος σ’ αφέντη που ᾿χασε τον κλήρο του κι είναι το βιός του λίγο και να ξεπέσει σ’ οποιαδήποτε άλλη κατάσταση, παρά να πιστεύει εκείνα και να ζει μια τέτοια ζωή. (Οδύσσεια λ 489-491)
ΓΛ. Κι εγώ αυτό πιστεύω, είπε· θα προτιμούσε να ξεπέσει σ’ οποιαδήποτε κατάσταση παρά να ζει μ’ εκείνο τον τρόπο.

ΣΩ. Και κάνε και την εξής υπόθεση, του είπα. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος κατέβαινε ξανά εκεί κάτω και έπαιρνε την προηγούμενη θέση του, άραγε δε θα τύλιγε τα μάτια του πυκνό σκοτάδι, έτσι που ξαφνικά γύρισε απ’ τον ήλιο;

ΓΛ. Σίγουρα είπε.

ΣΩ. Κι αν υποχρεωθεί λοιπόν αυτός ο άνθρωπος να λέει τη γνώμη του για κείνες τις σκιές που διαβαίνουν και να διαγωνιστεί μ’ εκείνους που δεν έπαυσαν ποτέ να είναι δεσμώτες, όσο τον ταλανίζει το πρόβλημα που θα έχει στα μάτια του, πριν αυτά εξοικειωθούν (κι ο χρόνος αυτής της εξοικείωσης δε θα είναι και τόσο λίγος), θα προξενούσε λοιπόν τα γέλια και δε θα ᾿λεγαν γι’ αυτόν ότι, με το ανεβεί εκεί πάνω, να ᾿τον που γύρισε με χαλασμένα τα μάτια, κι ότι δεν αξίζει καν τον κόπο να επιχειρήσει κανείς την ανάβαση εκεί ψηλά· και, αν με κάποιο τρόπο μπορούσαν να βάλουν στο χέρι τους και να σκοτώσουν όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει απ’ τα δεσμά τους και να τους οδηγήσει επάνω, στο φως, δε θα ήταν ικανοί να τον σκοτώσουν.

ΓΛ. Δίχως άλλο, είπε.

ΣΩ. Λοιπόν, αγαπητέ μου Γλαύκων, αυτή την αλληγορική εικόνα πρέπει να τη συσχετίσουμε μ’ αυτά που λέγαμε πρωτύτερα: το οίκημα του δεσμωτηρίου είναι αυτός ο κόσμος, που αντικρίζουμε με την όρασή μας· το φως της φωτιάς που φωτίζει τη σπηλιά είναι η ενέργεια του ήλιου· κι αν παραβάλουμε την ανάβαση εκεί ψηλά  και τη θέαση των όσων βρίσκονται εκεί με την άνοδο της ψυχής στο νοητό τόπο, θα ᾿χεις εύστοχα κατανοήσει ποιες είναι οι προσδοκίες μου …

Τώρα δική μας υπόθεση είναι, είπα, των ιδρυτών της πολιτείας, τους χαρισματικούς πολίτες να τους οδηγήσουμε αναγκαστικά στο μάθημα, που προηγουμένως είπαμε ότι είναι το μέγιστο, και ν’ αντικρύσουν το αγαθόν και να επιχειρήσουν εκείνη την ανάβαση, κι όταν τέλος ανεβούν, να μη τους επιτρέπεται αυτό που τους επιτρέπεται τώρα.

ΓΛ. Τι ακριβώς;

ΣΩ. Το να μένουν συνεχώς εκεί πάνω και να μη θέλουν να κατέβουν και να γυρίσουν σ’ εκείνο το σπήλαιο των δεσμωτών και να μοιράζονται μ’ εκείνους τους μόχθους και τις τιμητικές διακρίσεις τους, είτε αυτές είναι κατώτερες είτε σημαντικότερες.

ΓΛ. Αν καταλαβαίνω καλά, είπε, θα τους αδικήσουμε και θα τους υποχρεώσουμε να ζουν χειρότερα, την ώρα που οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζουν καλύτερα.

ΣΩ. Φίλε μου ξέχασες και πάλι, ότι ο νόμος δε νοιάζεται γι’ αυτό, πως μια κατηγορία πολιτών θα απολαμβάνει εξαιρετική ευτυχία, αλλά κινεί τους μηχανισμούς ώστε το αγαθό αυτό να τ’ απολαύσει όλη η πόλη, οδηγώντας τους πολίτες με πειθώ και μ’ εξαναγκασμό σε σύμπνοια· υποχρεώνοντάς τους να μεταδίδουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που ο καθένας τους θα είναι σε θέση να προσφέρει στα κοινά. Κι ο ίδιος νόμος επιδιώκει ν’ αναδείξει τέτοιους άνδρες στην πόλη, όχι για να τους δώσει το ελεύθερο να στραφεί ο καθένας τους όπου θέλει, αλλά για να τους αξιοποιεί στο έπακρο για να δεθεί η πόλη με δεσμούς φιλίας.

Πλάτων, Μύθοι (Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος)

(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΡΟΣ, 2003, σελ. 275-289)