Καθώς
ο Φαίδων και η συνοδεία του περνούν μέσα στο δεσμωτήριο, ο Σωκράτης ανακάθεται και για ν’ ανακουφιστεί
τρίβει τα σκέλια του. Ώ πόσο παράξενο φαίνεται αυτό πού οι άνθρωποι
ονομάζουν ευχαρίστηση, από τη φύση του πόσο στενά είναι δεμένο μ’ αυτό πού
θεωρείται αντίθετό του, το δυσάρεστο (Φαίδων,
60 b). Χωρίς ν’ αγνοεί την αντίθεση και τη διαφορά ανάμεσα
στο ηδύ και το λυπηρό, αυτός επιθυμεί να
εξηγήσει τη διάστασή τους σαν συγγένεια και όχι σαν αποξένωση. Ενάντια για
την τρεχούμενη γνώμη (πού βλέπει τη μέρα και τη νύχτα, τη ζωή και τον θάνατο,
το όμορφο και το άσκημο), ουσιαστικά συνυπάρχουν και συμφύονται. Όποιος θέλει το ένα, είναι αναγκασμένος να
το κατακτήσει στο σφιχταγκάλιασμά του με το άλλο (δει λαμβάνειν και το έτερον), σάμπως να είναι δεμένα αναμεταξύ τους
(ώσπερ εκ μιας κορυφής συνημμένοι δύ’
όντε).
Το
ίδιο μυστικό οι ζωγράφοι το μαθαίνουν όταν ανακαλύπτουν ότι το ανθρώπινο πρόσωπο τις ίδιες κινήσεις πού
κάνει όταν γελάει, κάνει και όταν κλαίει (Montaigne).
[…]
Μα αν το ηδύ υπάρχει
σε πλήρη και συστηματική αλληλουχία με το λυπηρό, τίποτε δεν εμποδίζει να
υπάρχει εξαιτίας του.
Πράγματι, το μικρό μπορεί να γεννηθεί από το μεγάλο (αφαιρώντας το τρία από το
δέκα), το κρύο από το ζεστό (μειώνοντας σ’ ένα βαθμό τη θερμότητα), η λύπη από
την ηδονή (ηδονήν φεύγε, ήτις λύπην
τίκτει, Σόλων), η ζωή από τον θάνατο (Και
μην εξ ισχυροτέρου γε το ασθενέστερον και εκ βραδυτέρου τό θάττον; ΙΙάνυ γε. Τί
δέ; Αν τι το χείρον γίγνηται, ούκ εξ άμείνονος, και άν δικαιότερον έξ άδικωτέρου.
ΙΙώς γάρ ου; 'Ικανώς ούν, έφη, έχομεν τούτο, ότι πάντα ούτω γίγνεται, έξ εναντίων
τα εναντία πράγματα) (71 a). Παντού όπου υπάρχουν αντίθετα, έχουμε να κάνουμε
με δύο γενέσεις (δυοίν όντοιν δύο
γενέσεις): από το Α πάμε στο Β και από το Β πίσω στο Α. Αμφίδρομα, σε
κίνηση διπλού γίγνεσθαι, αυτή η χειροπιαστή εμπειρική πραγματικότητα κυκλοφορεί
(ωσπερεί κύκλω) και καταργεί κάθε
λόγο για το πράγμα καθ’ εαυτό, άρα και για τον ορισμό. Το πρόβλημα δεν είναι να
τεθούν όρια (ορισμός), αλλά να συγκριθούν τα σχετικά με τα αντίθετα[1].
Υπάρχει τάχα μικρό, ίσο, μεγάλο μέγεθος, ή όλα, μεγέθη και ιδιότητες κάθε
λογής, ονομάζονται σε αντιπαραβολή; Το
δίκαιο κρίνεται σέ αντιπαράθεση προς το άδικο, το ταχύ προς το βραδύ, το όμορφο
προς το άσκημο, σε τρόπο ώστε μέτρο του καθενός πράγματος να είναι ο
συγκριτικός βαθμός (τό δε μειζον υπερέχον,
τό δε έλαττον ύπερεχόμενον, Περί
δικαίου, 373 e∙ Πολιτεία, 483 b). Αφού τόπος αυτών των
παρατηρήσεων είναι η εμπειρία, τίποτε σχεδόν δεν μάς χωρίζει από τη φιλοσοφία της
αέναης ροής. Άχρηστος ο ορισμός μέσα σ’ έναν κόσμο όπου το μικρό γίνεται μήτρα
του μεγάλου, αποδεικνύεται ακόμη πιο άχρηστος σ’ έναν κόσμο όπου μεταπίπτει πάντα χρήματα και μηδέν μένει
(Κρατύλος, 440 a)∙
Στην ηθική οι
συνέπειες είναι υπερβολικές∙ για να υπάρχει, αν κάθε πράγμα έχει απόλυτη ανάγκη το αντίθετό
του, τότε τί νόημα έχουν οι αυστηροί καθορισμοί των αξιών; Αν το αγαθό και το
καλό παρουσιάζονται εξίσου αναγκαία με το κακό και το αισχρό, τότε δεν αποδεικνύεται
τερατώδης διαστροφή η θέση του νόμου πού απολυτοποιεί το σχετικό; Ο νομοθέτης τρέμει την κίνηση της τραμπάλας
και το νόημα κάθε αντίληψης που εξαρτά την ικανότητα για το αγαθό από την
ικανότητα για το κακό (ει γάρ ώφελον οιοί
τ’ είναι οι πολλοί τα μέγιστα κακά εργάζεσθε ίνα οιοί τ’ ήσαν και αγαθά τα μέγιστα,
και καλώς αν είχε, Κρίτων, 44 d).
Για
να πάψει να είναι ένα καλλώπισμα και παρά φύσιν σύνθημα, ο νόμος οφείλει ν’ ακολουθεί αυτή την παλινδρομική ροή από το ένα στο
άλλο, να μοιάσει δηλαδή με τη φύση, άρα να καταστραφεί. Το ανθρώπινο φέρσιμο, αν πάψει να
ερμηνεύεται μέσα από τη σφαίρα των αξιών, αφήνεται λυμένο πάνω σέ μια ελεύθερη
κλίμακα πού γνωρίζει αναβαθμούς και μεταλλαγές, όχι όμως χωρισμούς ηθικού
χαρακτήρα. Η χαρά και η λύπη, ο δόλος και η φιλία, ο φόνος και η συμπάθεια
γίνονται στιγμές μιας συστηματικής αλληλεγγύης, έξω από κάθε ηθική ένδειξη. Το αγαθό,
για να μιλήσουμε τη «συμβατική» γλώσσα της ηθικής, όχι μόνο δεν κηρύσσει τον πόλεμο
στο κακό, αλλά το έχει απόλυτη ανάγκη για την ίδια του την αυτοσυντήρηση.
Πρόσθετα η πράξη, όποια κι αν είναι, αποσπασμένη από την ηθική, δεν φαίνεται
μήτε καλή μήτε κακή (πάσα γαρ πράξις ώδ’ έχει∙ αυτή έφ’ εαυτής πραττομένη, ούτε καλή ούτε αισχρά , Συμπόσιο, 180 e,
183 d).
Την ηθικοποίηση της
φύσης και της ζωής πού διδάσκει ο Σωκράτης, η
θεωρία των εναντίων, εφόσον δέχεται ως βασική της αρχή της συνύπαρξη των
αντιθέτων, την αντιστρέφει αποβλέποντας
στη φυσικοποίηση της ηθικής σφαίρας. Απορρίπτει, δηλαδή, κάθε ειδολογική
αντίληψη της ηθικής· η ηθική στάση,
συνεπώς, καταρρέει, μια και η αρετή δεν μπορεί να οριστεί ως αυτό το είδος
στην αυτοτέλειά του με θεμέλιο λογικο-μεταφυσικό. Είναι το συμπέρασμα όλης
αυτής της επιχειρηματολογίας πού δεν ακούγεται από τα χείλη κάποιου σοφιστή,
παρά από το στόμα του ίδιου του Σωκράτη και, φέρνοντας αληθινά δύσκολα εμπόδια,
κάνει το πρόβλημα των ιδεών να ωριμάσει.
Κωστή Παπαγιώργη – Σωκράτης. Ο νομοθέτης που
αυτοκτονεί
[Εκδόσεις Καστανιώτη, 1995, σελ. 40-42]