Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Η σπουδαιότερη προσφορά του Μακιαβέλλι

Η ιδέα της ιστορικής σπουδαιότητας του Μεγάλου Ανδρός […] αναπτύχθηκε από τον Μακιαβέλλι με μια αμείλικτη λογική. Το σύγγραμμά του για τον Ηγεμόνα αποτελεί το πνευματικό καταστάλαγμα μιας εποχής, στον πολιτικό ορίζοντα της οποίας έλαμπαν τα ανατριχιαστικά λόγια των Ασσασίνων: «Τίποτα δεν είναι αληθινό! Όλα επιτρέπονται!». Το ειδεχθέστερο έγκλημα, η πλέον αξιοκαταφρόνητη ενέργεια, μετατρέπονται σε μεγάλο κατόρθωμα, καθίστανται μια πολιτική αναγκαιότητα, από τη στιγμή που εμφανίζεται ο «Κυρίαρχος Άνθρωπος». Οι ηθικές έγνοιες αξίζουν μόνο για να το χρησιμοποιούν στην προσωπική τους ζωή τα ανθρωπάκια, διότι στην πολιτική δεν υπάρχουν ηθικές αντιλήψεις, παρά μόνον ζητήματα εξουσίας, για την επίλυση των οποίων κάθε μέσο που υπόσχεται επιτυχία δικαιώνεται.

Ο Μακιαβέλλι ανήγαγε σε σύστημα την ανηθικότητα της κρατικής εξουσίας και προσπάθησε να τη δικαιώσει με τέτοια κυνική ειλικρίνεια, ώστε συχνά υποστηρίχτηκε, […] ότι ο «Ηγεμόνας» του είναι απλώς μια καυστική σάτιρα των δεσποτών εκείνης της εποχής, παραβλέποντας το γεγονός ότι το έργο αυτό εγράφη μόνο για την προσωπική χρήση ενός εκ των Μεδίκων και όχι για το κοινό. Εξ άλλου, αυτός ο λόγος για τον οποίον δεν δημοσιεύτηκε παρά μόνο μετά τον θάνατό του συγγραφέα.

Ο Μακιαβέλλι δεν ανέσυρε τις ιδέες του από την εσωτερική του συνείδηση. Απλώς ανήγαγε σε σύστημα την κοινή πρακτική της εποχής του Λουδοβίκου ΙΑ΄, του Φερνινάνδου του Καθολικού, του Αλεξάνδρου του ΣΤ΄, του Καίσαρα Βοργία, του Φραντσέσκο Φόρτσα και άλλων. Αυτοί οι Κυρίαρχοι ήταν εξίσου εξοικειωμένοι με το δηλητήριο και το μαχαίρι καθώς και με το κομποσκοίνι και το σκήπτρο και δεν επέτρεπαν στους εαυτούς τους να επηρεάζονται, ούτε κατ’ ελάχιστον, από ηθικές έγνοιες, κατά την επιδίωξη των εξουσιαστικών πολιτικών σχεδίων τους. «Ο Ηγεμόνας» αποτελεί μια αληθινή προσωπογραφία καθενός απ’ αυτών. Γράφει ο Μακιαβέλλι (Ο Ηγεμόνας, XVIII):    

«Ένας ηγεμόνας δεν χρειάζεται να κατέχει τις προαναφερόμενες αρετές, αλλά θα πρέπει να έχει τη φήμη ότι τις κατέχει. Θα τολμήσω, μάλιστα, να πω ότι είναι πολύ επιβλαβές να τις κατέχει και συνεχώς να τις τηρεί· όμως, είναι πολύ χρήσιμο να φαίνεται ότι είναι ευσεβής, αληθινός, ανθρώπινος, Θεοσεβούμενος, Χριστιανός. Είναι αναγκαίο να είναι έτσι διαμορφωμένος ο χαρακτήρας του, ώστε να μπορεί, όταν χρειασθεί, να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που φαίνεται ότι είναι. Συνεπώς, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν μπορεί να απαιτείται από έναν ηγεμόνα, και ιδιαίτερα από έναν καινούργιο ηγεμόνα, να σέβεται ό,τι θεωρείται καλό από τους άλλους ανθρώπους, διότι, προκειμένου να διατηρήσει τη θέση του, πρέπει να παραβαίνει συχνά την αλήθεια, την πίστη, τον ανθρωπισμό, την ευσπλαχνία και τη θρησκεία. Άρα, πρέπει να έχει μια συνείδηση, ικανή να περιστρέφεται σύμφωνα με τους ανέμους και τα γυρίσματα της τύχης και, όπως έχουμε πει, να μην αγνοεί το καλό, οσάκις είναι βολικό, αλλά επίσης, να διαπράττει το κακό, οσάκις είναι αναγκαίο. Ένας ηγεμόνας, λοιπόν, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός, ώστε κάθε του λόγος και κάθε του μήνυμα να είναι γεμάτα με τις προαναφερόμενες αρετές. Όλα όσα κανείς ακούει από τον ηγεμόνα πρέπει να αποπνέουν σύμπνοια, αλήθεια, ανθρωπισμό, ευσπλαχνία και ευσέβεια· και τίποτε δεν είναι περισσότερο αναγκαίο από το να διαφυλάσσει το φαίνεσθαι των αρετών του, διότι οι άνθρωποι, εν γένει, κρίνουν περισσότερο με τα μάτια παρά με το αίσθημα. Και ενώ όλοι μπορούν να βλέπουν, μόνο λίγοι μπορούν να αισθάνονται. Ο καθένας βλέπει ότι εσύ φαίνεσαι πως είσαι· λίγοι αισθάνονται αυτό που πραγματικά είσαι. Αλλά αυτοί οι τελευταίοι δεν τολμούν να αντιτεθούν στη γνώμη της μάζας, που προστατεύεται από τη μεγαλειότητα του κράτους. Από τις πράξεις των ανθρώπων και ιδιαίτερα από εκείνες των ηγεμόνων που δεν επιδέχονται κριτικής, δεν λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας παρά μόνο το αποτέλεσμα. Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον ηγεμόνα να υιοθετεί αυτό που διαφυλάσσει τη μεγαλοπρέπειά του. Τα μέσα που χρησιμοποιεί θα θεωρούνται πάντοτε έντιμα και γενναία από τον καθένα διότι ο όχλος δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του παρά μόνον το φαίνεσθαι και το αποτέλεσμα· και ο κόσμος μας ξεχειλίζει από όχλο».
Ότι  ο Μακιαβέλλι διατύπωσε με ειλικρινή λόγια (έξω από τα δόντια, μόνο και μόνο επειδή προοριζόταν για το αυτί ενός συγκεκριμένου ηγεμόνα) υπήρξε απλώς η απροκάλυπτη ομολογία πίστεως των φορέων πασών των εξουσιαστικών πολιτικών. Είναι, επομένως επιπόλαιο να μιλάμε για «Μακιαβελλισμό». Ό,τι ο Φλωρεντίνος πολιτικός εξέθεσε με τόση διεισδυτικότητα και σαφήνεια είναι αυτό που τόσο απερίφραστα εφαρμοζόταν πάντοτε και συνεχώς θα εφαρμόζεται, στο βαθμό που μέσα στην κοινωνία οι προνομιούχες μειοψηφίες θα έχουν την απαραίτητη εξουσία να υποδουλώνουν τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων και να ληστεύουν τους καρπούς της εργασίας τους. […]

Συνεπώς, ο Μακιαβέλλι απαίτησε, με τη θρασεία ειλικρίνεια που τον χαρακτήριζε (ένα χαρακτηριστικό που στην πραγματικότητα δεν συμβιβάζεται με τις αρχές του δικού του «Μακιαβελισμού»), ότι εκείνοι οι άνθρωποι που δεν μπορούν να ζουν χωρίς την περιττή πολυτέλεια της προσωπικής συνείδησης θα ήταν καλύτερο να αφήσουν την πολιτική κατά μέρος.

Το γεγονός ότι ο Μακιαβέλλι εξέθεσε με τέτοια πληρότητα τις εσωτερικές λειτουργίες της εξουσιαστικής πολιτικής, και μάλιστα σιχαινόμενος να συγκαλύψει τις δυσάρεστες λεπτομέρειες με καινές δράσεις και υποκριτικά λόγια, αποτελεί τη πρωτεύουσα αξία του. […]

Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και Πολιτισμός 

[Εκδόσεις Άρδην, 1998, τόμος Α’, σελ. 198-202]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου