Στα
χρόνια που ακολούθησαν, παρατηρήθηκε μια βαθμιαία μετατόπιση του ενδιαφέροντος
και απομάκρυνση από τις δύο αρχικές απόψεις που ο Freud υποστήριζε με θέρμη, οι οποίες αφορούσαν αφενός στη λειτουργία του ονείρου ως μέσου
εκπλήρωσης επιθυμιών και αφετέρου στην υπεροχή
του λανθάνοντος περιεχομένου του. Η άποψη που τείνει να επικρατήσει τονίζει
ιδιαίτερα το νόημα που έχουν τα
όνειρα, τη συνάφεια που υπάρχει μεταξύ έκδηλου και λανθάνοντος περιεχομένου και
τη θέση του ονείρου ως μέρους της συνολικής αναλυτικής σχέσης. Οι αλλαγές αυτές
συνάδουν με τις σύγχρονες απόψεις της νευροφυσιολογίας, τις σχετικές με τα
όνειρα.
Η ανακάλυψη από τους Aserinsky
και Kleitman (1953) του φαινομένου της
Ταχείας Κίνησης των Οφθαλμών (Rapid Eye Movements - REM), που συνδέεται με την παρουσία του ονείρου,
έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στο χώρο της έρευνας για τον ύπνο. Ένα σημαντικό
εύρημα ήταν ότι ο ύπνος που συνοδεύεται από REM (ή οποιαδήποτε νευροχημικά
φαινόμενα λαμβάνουν χώρα) αποτελεί ουσιώδη λειτουργία για την εξασφάλιση της
ψυχικής υγείας. Υποκείμενα σχετικών ερευνών, από τα οποία στερούν τη φάση REM
του ύπνου στα σχετικά πειράματα και τα ξυπνούν μόλις αρχίσει η φάση αυτή,
παρουσιάζουν συγχυτικά συμπτώματα πολύ νωρίτερα σε σύγκριση με τα υποκείμενα
από τα οποία στερούν τη φάση του ύπνου που δε χαρακτηρίζεται από REM. Με βάση αυτό το εύρημα, ο Rycroft ισχυρίστηκε
ότι η αρχική ανακάλυψη του Freud για τα
όνειρα τώρα αντιστρέφεται, δηλαδή ότι δεν ονειρευόμαστε κυρίως για να μπορούμε
να κοιμόμαστε, αλλά κοιμόμαστε για να μπορούμε να ονειρευόμαστε (Rycroft,
1979b). Εντούτοις ούτε το φαινόμενο REM συνδέεται αποκλειστικά με τη λειτουργία
του ονείρου, ούτε όλα τα όνειρα συνδέονται με το φαινόμενο REM. Τα όνειρα φαίνεται ότι αποτελούν αντίδραση σε
κάποια εσωτερική διέγερση κατά τη διάρκεια του ύπνου, όμως δεν οφείλουν την
εμφάνισή τους μόνο σε αυτήν (έχουμε τις περιπτώσεις ονείρων που προκαλούνται
από εξωτερικά ερεθίσματα, όπως είναι ο ήχος του ξυπνητηριού, καθώς επίσης και στη
διάρκεια νυχτερινών κρίσεων επιληψίας) και, ως εκ τούτου, η άποψη του Freud ότι το όνειρο αποτελεί μέσον για να
εξασφαλιστεί η συνέχεια του ύπνου, σε περίπτωση που παρουσιάζεται κάποια
διέγερση, εξακολουθεί να ισχύει (Solms, 1995).
Το επικρατέστερο
μοντέλο της νευροφυσιολογίας, στην έρευνα των ονείρων, είναι η θεωρία της ενεργοποίησης-σύνθεσης (activation-synthesis)
του Hobson (1988). Κατά την αιτιοκρατική υπόθεση του Freud, απώτερος σκοπός της
ψυχικής δραστηριότητας είναι η εκφόρτιση της συσσωρευμένης ψυχοφυσιολογικής
«ενέργειας» και η επιστροφή σε μια υποθετική κατάσταση ηρεμίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε,
ο Freud θεωρούσε τη διαδικασία του ονείρου ένα είδος «λαθραίας» εκφόρτισης.
Τώρα θεωρείται πιθανότερο ότι ο βασικός
«σκοπός» της λειτουργίας του ονείρου είναι πληροφοριακός και όχι
«ενεργειακός» - δηλαδή το όνειρο
αποσκοπεί στην ταξινόμηση και αποθήκευση των συσσωρευμένων πληροφοριών, ώστε να
είναι διαθέσιμες στην κατάσταση της εγρήγορσης και να διευκολύνουν την
προσαρμογή του ατόμου στην εξωτερική πραγματικότητα.
Ο
Hobson (1988) υποστηρίζει ότι όταν αποκλειστεί η είσοδος στα εξωτερικά
ερεθίσματα, το εγκεφαλικό στέλεχος αρχίζει να δραστηριοποιεί αυτομάτως τον
εγκεφαλικό φλοιό. Οι δίοδοι που έχουν ενεργοποιηθεί πρόσφατα (τα «κατάλοιπα της
ημέρας») επηρεάζονται ιδιαίτερα. Όταν έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από
ανόμοια ενεργοποιημένα μνημονικά στοιχεία και εμπειρίες, ο εγκέφαλος, με την
ιδιότητα που κατεξοχήν τον χαρακτηρίζει, δηλαδή να προσδίδει νόημα στα
πράγματα, επιχειρεί να τα συγκεντρώσει σε ένα είδος σχήματος που να περιέχει νόημα
- δηλαδή σε μια ιστορία με συνοχή. Η παραδοξότητα και ζωηρότητα των ονείρων
είναι αποτέλεσμα του τυχαίου χαρακτήρα της διαδικασίας ενεργοποίησης, της
έλλειψης εξωτερικού πλαισίου και της απουσίας ρυθμιστικής δραστηριότητας εκ
μέρους του νευρικού συστήματος.
Στο φροϋδικό
μοντέλο, το νόημα αφαιρείται από τις
λανθάνουσες σκέψεις του ονείρου, για να διαφύγει της προσοχής της λογοκρισίας.
Κατά το μοντέλο ενεργοποίησης-σύνθεσης, το νόημα προστίθεται σε μια δυνητικά ασυνάρτητη σειρά απεικονίσεων. Ο ονειρευόμενος
εγκέφαλος δεν αγωνίζεται να μεταμφιέσει τις συνεκτικές μεν, μη αποδεκτές όμως
σκέψεις, αλλά, αντιθέτως, να προσδώσει νόημα σε μια σειρά από χαοτικές
απεικονίσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι «αντι-ψυχαναλυτικές»
απόψεις του Hobson δεν έχουν εδραιωθεί πλήρως. Άτομα που πάσχουν από
διαταραχές του αισθητικό-κινητικού φλοιού εξακολουθούν να ονειρεύονται
φυσιολογικά -ημιπληγικοί ασθενείς κινούνται στα όνειρά τους, αφασικοί μπορούν
να μιλούν κανονικά, άτομα με φλοιώδη τύφλωση και κώφωση μπορούν να δουν και να
ακούσουν στα όνειρά τους- γεγονός που αναιρεί την άποψη ότι τα όνειρα είναι
αποτέλεσμα της τυχαίας ενεργοποίησης των φλοιωδών διόδων, ενώ ευθυγραμμίζεται με
την άποψη ότι έχουμε να κάνουμε με μια
πολύ πιο σύνθετη απεικονιστική διαδικασία (Solms, 1995), η οποία προέρχεται μάλλον από τα «υψηλότερα»
επίπεδα της λειτουργίας του εγκεφάλου παρά από τον αισθητικό και κινητικό φλοιό.
Ο Freud είχε δίκιο
στο ότι τα όνειρα αναπόφευκτα καθρεφτίζουν τις επιθυμίες και τα ενδιαφέροντα του
ονειρευόμενου,
επειδή αυτά οργανώνουν το εισερχόμενο υλικό με τρόπο που να περιέχει νόημα. Η
άποψη αυτή συμφωνεί με την κριτική που είχε ασκήσει αρχικά ο Wittgenstein (Gustavson,
1964) στο ψυχαναλυτικό μοντέλο των ονείρων, με την οποία ισχυριζόταν ότι σε
οποιονδήποτε κι αν δίναμε μια τυχαία συλλογή αντικειμένων και του ζητούσαμε,
συνδέοντάς τα μεταξύ τους, να φτιάξει μια ιστορία που να τα περιέχει, είναι
αναπόφευκτο ότι θα δημιουργούσε μια αφήγηση, η οποία θα καθρέφτιζε τα λανθάνοντα
προσωπικά του θέματα και επιθυμίες. Η παραπάνω άποψη συμφωνεί επίσης με αυτό
που παρατηρείται στο φιλοσοφικό - ψυχαναλυτικό ομαδικό παιχνίδι του Dennett
(1993), στο οποίο το «κορόιδο» υποχρεώνεται να κατασκευάσει ένα «όνειρο», βάσει
των τυχαίων απαντήσεων που του δίνονται στις ερωτήσεις που κάνει. Εκεί καθίσταται
ολοφάνερο ότι το μυαλό έχει απόλυτη ανάγκη να φτιάχνει ιστορίες που συχνά
βασίζονται σε ασυνείδητες προ-συλλήψεις, με αφορμή τις εισερχόμενες πληροφορίες,
όσο κι αν αυτές στερούνται νοήματος.
Η
θεωρία ενεργοποίησης-σύνθεσης συνδέεται με τις σύγχρονες ψυχαναλυτικές απόψεις
επειδή, σύμφωνα με αυτήν, η ερμηνεία ενός ονείρου πιθανόν αντανακλά ό,τι
επιθυμεί ο δημιουργός του και απασχολεί όχι μόνο αυτόν, αλλά και τον αναλυτή: το
ίδιο το όνειρο γίνεται ένα είδος Rorschach ή λευκής οθόνης πάνω στην οποία η
κάθε ψυχαναλυτική σχολή προβάλλει τη δική της εκδοχή για την ψυχανάλυση. Δικαίως ο Freud επέμενε για τη σπουδαιότητα
του να διασπάται το όνειρο στα συστατικά του μέρη και να καθοδηγείται η
ερμηνεία από τους ελεύθερους συνειρμούς του ασθενούς: «Η ερμηνεία του
ονείρου... δίχως αναφορά στους συνειρμούς του δημιουργού του... θα παρέμενε ένα
κομμάτι αντιεπιστημονικής δεξιοτεχνίας πολύ αμφίβολης αξίας» (Freud, 1925b).
Αυτό δεν οφείλεται στην ανάγκη να αποκωδικοποιηθούν οι λανθάνουσες σκέψεις του ονείρου, αλλά στο ότι η διαδικασία
αυτή προστατεύει από τον κίνδυνο να παρεισφρήσουν τα νοήματα που δίνει ο
αναλυτής στο όνειρο. Επίσης μας οδηγεί, μέσω των καταλοίπων της ημέρας, στις
συγκρούσεις που βιώνει στο παρόν ο
δημιουργός τον ονείρου και επομένως στις «λανθάνουσες σκέψεις» του - δηλαδή
στις παραδοχές, στις προκαταλήψεις και στις φαντασιώσεις του, που κατευθύνουν τις
προσπάθειές του να συνθέσει τις εμπειρίες του σε ένα όλον με συνοχή και νόημα. Αν θεωρήσουμε την αναλυτική σχέση ένα «διμερές
πεδίο» (Langs, 1976), τότε μπορούμε
να διακρίνουμε μια αλληλοδιείσδυση μεταξύ της ασυνείδητης φαντασιωτικής ζωής
του ασθενούς και αυτής του αναλυτή, με αποτέλεσμα τα όνειρα του ενός να
επηρεάζονται από τα όνειρα του άλλου.
Άντονυ Μπέιτμαν - Τζέρεμυ Χολμς, Εισαγωγή στην
Ψυχανάλυση
(Καστανιώτης, 2001, σ. 294 – 253)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου