[…] Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να
πούμε πως όλες οι φιλοσοφικές σχολές του
αρχαίου κόσμου εμφανίζονται σαν ομάδες
φίλων.
Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα χαρακτηριστικά διακρίνουν τους Επικούρειους «φίλους» από τους
προγενέστερούς τους στην Αθήνα ή στην Ιταλία· κι είναι αυτά
ακριβώς τα χαρακτηριστικά που αποκαλύπτουν τις αλλαγές που η πίεση των συνθηκών
είχε επιφέρει στη σκέψη και στους τρόπους, στο τέλος του τέταρτου αιώνα. […]
[…] ο
Επίκουρος […] εμφανίζεται σαν
πραγματικός άνθρωπος της νέας εποχής, άνθρωπος που είναι πεπεισμένος για την
έντονη δυστυχία της ζωής και που αναζητεί καταφύγιο στην αταραξία. «Όλος ο
κόσμος ζει μέσα στον πόνο, για τον πόνο έχει μεγαλύτερη ικανότητα. Δεν
χρειάζεται να αποδείξουμε αυτό το γεγονός για το κάθε ζωντανό πλάσμα ξεχωριστά
καθώς η μοίρα ακόμη και των ανώτερων υπάρξεων δεν αντιφάσκει μ’ αυτήν την
οικουμενική αλήθεια». Αν, λοιπόν, η σωτηρία βρίσκεται στην απουσία των
δυσάρεστων αισθημάτων θα ήταν παράλογο να παραδοθείς στις δυσαρέσκειες της
πολιτικής ζωής. Αυτή ήταν η βασική
πεποίθηση[1]
και όχι η σεμνότητα που ώθησε τον
Επίκουρο να απέχει από τις δημόσιες υποθέσεις και να ζήσει στην αφάνεια («λάθε βιώσας»). Ορίστε πως το έθεσε ο
ίδιος:
«Μερικοί θέλουν να
γίνουν διάσημοι και ιδιαίτερα σεβαστοί, πιστεύοντας πως μ’ αυτόν τον τρόπο
διασφαλίζονται απέναντι στους ανθρώπους. Αν η ύπαρξή τους είναι πραγματικά
ασφαλής, έχουν κερδίσει το αγαθό που αναζητά η φύση. Αν δεν είναι πραγματικά
ασφαλής δεν κατέχουν αυτό το οποίο λαχταρούσαν αρχικά, ακολουθώντας τις
φυσιολογικές παρορμήσεις της φύσης». (Κύρια Δόξα 7).
«Πρέπει να
απελευθερωθούμε από την φυλακή των δημόσιων υποθέσεων και της πολιτικής»
(Επικούρου Προσφώνησις 58).
«Ζώντας ελεύθερα
είναι αδύνατον να αποκτήσεις μεγάλα πλούτη· μια τέτοια
απόκτηση δεν είναι εύκολη χωρίς να υποδουλωθείς στον όχλο ή στους δυνάστες. Αλλά
μια ζωή ελευθερίας έχει τα πάντα σε συνεχή αφθονία. Κι αν κατά τύχει αποκτήσεις
μεγάλα πλούτη, είναι εύκολο να τα μοιράσεις ώστε να κερδίσεις την ευμένεια του
πλησίον» (Επικ. Προσφ. 67).
«Η ταραχή της ψυχής
δεν μπορεί να καταπραϋνθεί ούτε η αληθινή χαρά δημιουργείται από την κατοχή
πλούτου ή από το θαυμασμό του πλήθους ή οτιδήποτε άλλο που τα αίτιά του έχουν
ακαθόριστα όρια» (Επικ. Προσφ. 81).
Από
αυτή τη βασική αρχή απορρέει η όλη συμπεριφορά του Σοφού κι ιδιαίτερα η λατρεία
της φιλίας.
Πρώτα απ’ όλα, καθώς η φιλοσοφική μόρφωση δεν αποβλέπει πια στη διάπλαση
πολιτικών, ο κύκλος των μαθητών είναι
ανοιχτός στις γυναίκες, είτε είναι παντρεμένες […], είτε εταίρες […] Ο
μεγάλος αριθμός των εταίρων μπορεί αρχικά να μας εκπλήσσει –και είναι γνωστό
πως η παρουσία τους στη σχολή έδωσε αφορμή για κάποιες δυσάρεστες φημολογίες-,
αλλά πρέπει να θυμηθούμε πως η αρχαία ηθική δεν ήταν, σ’ αυτό το ζήτημα, ίδια
με τη χριστιανική και πως είναι σωστό να την κρίνουμε σύμφωνα με τα δικά της
δεδομένα. Ένας μαθητής του Επίκουρου, ο Μητρόδωρος, γράφει στο νεαρό Πυθοκλή
που βασανίζεται από έντονες φυσικές επιθυμίες: «Μου λες πως τα κεντρίσματα της
σάρκας σε κάνουν να υπερβάλλεις στις απολαύσεις του έρωτα. Αν δεν παραβιάζεις τους
νόμους ή δεν προσβάλλεις τους γενικά αποδεκτούς καλούς τρόπους, αν δεν ενοχλείς
τους γείτονές σου, δεν εξαντλείς τη δύναμή σου και δεν σπαταλάς την ουσία σου,
παραδόσου χωρίς ανησυχία στην κλίση σου. Αλλά είναι αδύνατον να μην
αναχαιτιστείς τουλάχιστον από ένα από αυτά τα εμπόδια·
οι ερωτικές απολαύσεις δεν ωφέλησαν ποτέ
κανέναν· είναι
πολύ σημαντικό αν τουλάχιστον δεν βλάπτουν».
Επιπλέον, αυτές οι νεαρές γυναίκες εύρισκαν
στον Κήπο μια συντροφιά όπου τις μεταχειρίζονταν σαν ίσες […] πράγμα που
αποτελούσε για κείνες μια εντελώς καινούρια εμπειρία. […]
Αλλά η αποδοχή των γυναικών στην ομάδα δεν
είναι παρά ένα εξωτερικό γνώρισμα. Δεν αρκεί για να εξηγήσουμε την ουσία της
Επικούρειας φιλίας. Η εσώτερη σημασία
αυτής της φιλίας εμπεριέχεται στο εξής σημαντικό στοιχείο: δεν είναι μονάχα
μέσον, όπως στην Ακαδημία, αλλά
αποτελεί και αυτοσκοπό. Στο πλατωνικό σύστημα, ο έρως ή η φιλία εκτιμούνται
μόνον ως μέσον (Συμπόσιον 201e 7-202b 4, 212b 3). Το συναίσθημα που ξυπνάει στη θέα ενός αγαπημένου
προσώπου πρέπει να αποτελεί το σημείο εκκίνησης μιας σειράς βημάτων προς τα
μπρος, χάρη στα οποία ο άνθρωπος ανυψώνεται σ’ αυτό το απέραντο κάλλος που η
διαυγής Ύπαρξη και, πέρα απ’ αυτό, στο Ένα που ενοποιεί όλες τις διαυγείς
υπάρξεις. Τη φιλία που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο τα μέλη της Ακαδημίας τη
βίωναν σαν μια συνεχή πρόκληση για μια υψηλότερη μορφή αγάπης, την αγάπη της
σοφίας. Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον έτσι ώστε να αλληλοπαροτρύνονται στην
περισυλλογή. Η αγάπη είναι απαραίτητη στη διαλεκτική, που χωρίς αυτήν θα ήταν εριστική.
Η συνδυασμένη προσπάθεια είναι απαραίτητη εκεί που υπάρχει ο κίνδυνος της
αποθάρρυνσης. Η φιλία αποκτά μεγάλη αξία στη διάρκεια της εξέλιξης προς τα
μπρος που απαιτείται για το μελλοντικό κυβερνήτη· αναζωογονεί,
δυναμώνει και στηρίζει αυτή την παρόρμηση. Αλλά δεν αποτελεί στόχο. Ο στόχος
είναι το αόρατο Ον και ο στοχασμός που αφιερώνεται στο Ον αυτό. Η πλατωνική
φιλία μπορεί να συγκριθεί με τον ενθουσιασμό που μοιράζονται σε μια τάξη ο
δάσκαλος και οι μαθητές του, όταν αγαπούν και οι δύο πλευρές τη σωστή μάθηση […]
Αντίθετα, η Επικούρεια φιλία είναι
αυτοσκοπός. Δεν είναι απλώς ένα
ενδιάμεσο στο μονοπάτι της σοφίας·
αποτελεί από μόνη της σοφία. Πως προκύπτει αυτό; Για να το κατανοήσουμε αυτό πρέπει να επιστρέψουμε στην αφετηρία της
ηθικής θεωρίας του Επίκουρου.
Μπρος
στις κακοδαιμονίες της ζωής, η στάση της ελληνικής σοφίας ήταν, και παρέμεινε για
μεγάλο διάστημα μετά, μια στάση
υπομονής, υπομονής εμπνευσμένης όχι από κατάθλιψη αλλά από σθένος· ο Σοφός υπομένει τα χτυπήματα της Μοίρας αλλά
αντιστέκεται και κρατιέται ακλόνητος.
Μπορείς
να ξεφύγεις από τη Μοίρα με το να υιοθετήσεις μια στάση αδιαφορίας·
μ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεις να της παραχωρήσεις την παραμικρή εξουσία πάνω
σου· αρκεί να ξέρεις επακριβώς την αξία των
επιθυμιών σου και να ικανοποιείς μονάχα εκείνες που αν παραμεληθούν απειλούν
την ίδια σου την ύπαρξη (Κύριαι Δόξαι
29, Πρβλ. Κ. Δόξαι 26).
Σ’ αυτή τη βαθμιαία εξάλειψη, οι πρώτες επιθυμίες που πρέπει να
αντιμετωπιστούν είναι εκείνες του στόματος. Τίποτα πιο εύκολο από το να τις
ικανοποιήσεις.
«Το να αρκείται κανείς σ’ αυτά που έχει, το
θεωρώ πολύ σπουδαίο αγαθό: όχι για να περιοριζόμαστε σώνει και καλά στα
λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα όταν μας λείπουν τα πολλά –με τη γνήσια
πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την
απολαμβάνουν πολύ καλύτερα οι άνθρωποι που δεν την έχουν και τόσο ανάγκη,
και ότι τα φυσικά πράγματα, όλα, μπορεί εύκολα να τα αποκτά κανείς, ενώ το
περιττό το αποκτάς δύσκολα· ότι μια σκέτη
σούπα θα σου δώσει ίση ευχαρίστηση με ένα πολυτελές γεύμα, όταν θα έχει φύγει
όλο το δυσάρεστο αίσθημα από την έλλειψη τροφής, και ότι το ψωμί και το νερό
δίνουν τη μεγαλύτερη ηδονή όταν προσφέρονται σε κάποιον που τα έχει ανάγκη» (Κύριαι Δόξαι, 15, 21, Επ. Προσφ. 25, Επιστ. Προς
Μενοικέα, 130- 1, Επ. Προσφ. 68).
«Η φωνή της σάρκας
γυρεύει να μην πεινά, να μη διψά, να μην κρυώνει. Ο άνθρωπος που απολαμβάνει
αυτήν την κατάσταση και ελπίζει να την απολαμβάνει και στο μέλλον, μπορεί να
συναγωνιστεί σε ευτυχία τον ίδιο τον Δία» (Επικ.
Προσφ. 33).
Ο
Έλληνας, σε γενικές γραμμές, είναι εγκρατής και αυτές οι αντιλήψεις δεν έχουν
τίποτα που να τον φοβίζει. Αλλά ο
Έλληνας ενδιαφέρεται με πάθος για τις τιμές και τη δόξα. Ο επικούρειος σοφός
είναι εξίσου απαλλαγμένος και από τις επιθυμίες αυτού του είδους. Όχι
μονάχα δεν συμμετέχει στις δημόσιες υποθέσεις,[2]
αλλά και δεν προσπαθεί να κερδίσει την επιδοκιμασία του πλήθους στη διδασκαλία
του.
«Όταν μιλώ για τη
φύση, ειλικρινά προτιμώ να μιλώ με παρρησία για αυτά που ωφελούν την
ανθρωπότητα, έστω κι αν μοιάζω να λέω χρησμούς ακαταλαβίστικους, παρά να
συμβιβάζομαι με την κοινή γνώμη και να δέχομαι τον έπαινο που ο πολύς κόσμος
σκορπά τόσο σπάταλα» (Επικ. Προσφ.
29).
«Η μελέτη της φύσης
δεν κάνει τους ανθρώπους αλαζόνες ούτε παραγωγούς κενών λόγων, δεν τους ωθεί να
επιδεικνύουν τη μόρφωση που είναι τόσο αξιοζήλευτη από το πλήθος·
αντιθέτως τους κάνει αξιοπρεπείς και αυτάρκεις και τους διδάσκει να
περηφανεύονται για τα αγαθά που εξαρτώνται από τους ίδιους και όχι για εκείνα
που εξαρτώνται από εξωτερικές περιστάσεις» (Επικ. Προσφ. 45).
«Τώρα στα γεράματα,
συμμορφώθηκες με το πρότυπο που σε συμβούλευσα να ακολουθήσεις, και έμαθες τη
διαφορά ανάμεσα στο να φιλοσοφείς για τον εαυτό σου και το να φιλοσοφείς για
χάρη της Ελλάδας. Χαίρομαι και εγώ μαζί σου» (Επικ. Προσφ. 76).
Αυτάρκης
όσον αφορά τις ανάγκες του, ανέγγιχτος από τα συνηθισμένα πάθη, ο Σοφός δεν
αφήνεται να επηρεαστεί απ’ τους φόβους που βασανίζουν την πλειονότητα των ανθρώπων, το φόβο των θεών, του
πόνου και του θανάτου. Αυτό είναι το πιο γνωστό κομμάτι της επικούρειας θεωρίας
[…] Αρκεί μονάχα να θυμηθούμε την τετραφάρμακο
[…]
Σε διαφορετικό κλίμα, με διαφορετικές
ψυχοσυνθέσεις, ένα παρόμοιο σύστημα θα μπορούσε κάλλιστα να έχει οδηγήσει σ’
ένα είδος απάλειψης της προσωπικότητας, παρόμοιας με τη βουδιστική νιρβάνα. Αν αληθεύει
ότι η σοφία συνίσταται στο να εξαλείψεις όλες σου τις επιθυμίες, στο να γίνεις
αδιάφορος σε όλα τα ερεθίσματα για ανθρώπινη δραστηριότητα, το ιδανικό θα
εύρισκε την πραγμάτωσή του στο να γίνεις εντελώς αναίσθητος, εντελώς
ανέκφραστος και απαθής. Η καλύτερη ζωή θα ήταν αυτή στην οποία ζεις το λιγότερο· θα έμοιαζε ήδη με τον ύπνο του θανάτου. Παρ’ όλο που είναι πως αυτή η οπτική
της ζωής έχει τα πλεονεκτήματά της, παραμένει γεγονός ότι δεν προσέλκυσε ποτέ
το δυτικό πνεύμα και ειδικά τους Έλληνες και πως οι όποιες αντιστοιχίες με την
επικούρεια θεωρία είναι επιφανειακές.
Η
αδιαφορία για τα πλούτη και τις τιμές, η τετραφάρμακος, όλα αυτά είναι μονάχα
το μέσον για να κατακτήσεις την αταραξία. Η αταραξία δεν περικλείει από μόνη της την
ευτυχία. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση· είναι αδύνατο να
είσαι ευτυχισμένος αν πονάς σωματικά ή ψυχικά. Όμως υπάρχει ένα θετικό
περιεχόμενο στη μακαριότητα· οι αρνητικοί όροι
που υποδηλώνουν την απουσία της ανησυχίας, του φόβου, ή του πόνου (αταραξία,
αφοβία, απονία) εξισορροπούνται με θετικούς όρους που υποδηλώνουν μια κατάσταση
φυσικής και πνευματικής χαράς (ευθυμία, χαρά, ευφροσύνη). Αυτές οι ενεργές απολαύσεις, προφανώς, δεν
πρέπει να σημαίνουν εξάρτηση από ανθρώπους ή περιστάσεις, που η έλλειψή τους θα
μας έκανε να υποτροπιάσουμε σε ταραχή της ψυχής – γιατί αυτές οι απολαύσεις,
καθώς εξαρτώνται από άλλους, μπορεί να εκλείψουν και θα υποφέραμε από την
έλλειψή τους. Θα είναι τέτοιες που ο Σοφός θα μπορεί πάντα να τις έχει στη
διάθεσή του και που θα συμμορφώνονται στην ιδέα της «αυτάρκειας». Θα είναι πάνω απ’ όλα πνευματικές απολαύσεις.
Αλλά ποια είναι η φύση αυτών των
απολαύσεων; Το να ρωτάς σημαίνει ότι θέτεις το ζήτημα του «τρόπου ζωής» που
ταιριάζει περισσότερο στο Σοφό· και ξέρουμε πως ο
Επίκουρος είχε γράψει ένα βιβλίο πάνω σ’ αυτό το θέμα (Περί Βίων). Μερικά χρόνια πριν από τον Επίκουρο, ο
Αριστοτέλης, στον Προτρεπτικό, είχε
δείξει πόσο ανώτερη είναι μια ζωή μελέτης και περισυλλογής απ’ ό,τι η ζωή του
πολιτικού ή του δημόσιου ανθρώπου. Εκ πρώτης όψεως, ο φιλόσοφος του Κήπου
δείχνει να συμμερίζεται αυτή την άποψη. «Ο Επίκουρος», μας λένε, «ήταν ο
πολυγραφότερος συγγραφέας και ξεπέρασε όλους τους άλλους με τον αριθμό των
έργων του. Υπάρχουν περισσότερα από τριακόσια έργα δικά του·
και σε όλα, ο Επίκουρος διατυπώνει δικές του σκέψεις χωρίς να δανείζεται τίποτα
από άλλους». Μόνον ο Χρύσιππος έδειχνε να συναγωνίζεται τον Επίκουρο απ’ αυτήν
την άποψη (Ο Καρνεάδης τον αποκαλούσε άπληστο σκουλήκι που τρεφόταν από τα
βιβλία του αντιπάλου του) μα τα γραπτά του ήταν γεμάτα παραθέματα όπως αυτά του
Ζήνωνα και του Αριστοτέλη (Διογ. Λαέρτιος 26-27). Ο Επίκουρος, συγγραφέας
τριάντα επτά βιβλίων Περί Φύσεως και
πολλών άλλων έργων πάνω σε παρόμοια θέματα, δεν μπορεί να θεωρούσε «τη μελέτη
της φύσης» σαν εντελώς άσκοπη απασχόληση. Άλλωστε ο ίδιος δεν είχε πει στον
Μενοικέα πως δεν θα έπρεπε ποτέ κανείς να σταματά τη μελέτη της φιλοσοφίας; «Ο νέος άνθρωπος δεν πρέπει να αναβάλλει τη
μελέτη της φιλοσοφίας ούτε πρέπει να τον κουράζει όταν μεγαλώνει. Γιατί δεν
είναι ποτέ πολύ νωρίς ή πολύ αργά για να ασχοληθεί ο άνθρωπος με την υγεία της
ψυχής του. Το να λέμε πως δεν έχει έλθει ακόμη η ώρα για να αφοσιωθούμε στη
φιλοσοφία ή πως έχει περάσει, είναι σα να λέμε πως δεν έχει έλθει ακόμα η ώρα
για να είμαστε ευτυχισμένοι ή πως έχει περάσει. Γι’ αυτό αποτελεί καθήκον μας
να μελετάμε φιλοσοφία τόσο οι νέοι όσο και οι γέροι» (Επιστολή προς Μενοικέα 122).
Το να
διαλογίζεται χωρίς ανάπαυλα στα πράγματα που φέρνουν την ευτυχία, το να
διαλογίζεται μέρα νύχτα, μόνος ή παρέα με ανθρώπους σαν και κείνον, είναι,
πίστευε ο Επίκουρος, η ουσιαστική υποχρέωση του Σοφού.
Αλλά πρέπει να καθορίσουμε επακριβώς τι
σημαίνει αυτή η ζωή μελέτης και τι
περιλαμβάνει. Κατ’ αρχήν, όχι μόνο δεν
περιλαμβάνει αλλά κατηγορηματικά αποκλείει οτιδήποτε σηματοδοτούσε για τους
Έλληνες η λέξη παιδεία, δηλαδή όλες τις «ελευθέριες τέχνες»·
αυτό αποτελεί μια ριζική διαφορά μεταξύ της Επικούρειας Σοφίας και εκείνης, για
παράδειγμα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. «Μακάριε», γράφει ο δάσκαλος στο
νεαρό Πυθοκλή, «άνοιξε τα πανιά της βαρκούλας σου και σάλπαρε μακριά από κάθε
παιδεία».
Οι
επικούρειοι αντιμετωπίζονταν στην αρχαιότητα σαν εχθροί της μάθησης: «Εκείνοι που
έχουν δείξει την πιο ολοκληρωτική αντίθεση στη μάθηση είναι, όπως φαίνεται, οι
Επικούρειοι, είτε γιατί πιστεύουν πως η μάθηση δεν προσφέρει τίποτα στην
τελειοποίηση της σοφίας είτε, όπως πιστεύουν κάποιοι, γιατί ελπίζουν πως μ’
αυτόν τον τρόπο θα καλύψουν τη δική τους άγνοια (πράγματι η άγνοια του
Επίκουρου για πολλά θέματα είναι σκανδαλώδης) είτε ίσως γιατί οι δύσκολες
σπουδές των μαθητών του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και άλλων σαν κι αυτούς τους
δίνουνε στα νεύρα». (αποσπ. 227 Us.). Ο Κικέρωνας μας
πληροφορεί επίσης ότι αυτός ο αποκλεισμός επεκτεινόταν σε όλες τις ελευθέριες
τέχνες·[3]
«Σας φαίνεται πως ο Επίκουρος δεν είναι τόσο μορφωμένος; Αυτό συμβαίνει γιατί
σύμφωνα με την κρίση του δεν μετράει κανένα είδος μάθησης που δεν συνεισφέρει
στην τέχνη του να ζεις ευτυχισμένος. Θα σπαταλήσει ο Σοφός το χρόνο του
διαβάζοντας τους ποιητές που δεν προσφέρουν καμία στέρεη τροφή και από τους
οποίους δεν αποκομίζεις τίποτα πέρα από μια παιδιάστικη απόλαυση; Θα γίνει σαν
τον Πλάτωνα και θα ξοδεύεται στη μελέτη της μουσικής, της γεωμετρίας, της
αριθμητικής και της αστρονομίας –σπουδές οι οποίες, ξεκινώντας από λαθεμένες
αρχές, δεν μπορούν να είναι πραγματικές επιστήμες και οι οποίες, ακόμη, κι αν
ήταν, δεν θα μας βοηθούσαν καθόλου στο να ζήσουμε όλοι πιο ευτυχισμένοι,
δηλαδή, στο να ζήσουμε καλύτερα; Όσο καλλιεργεί αυτές τις τέχνες, δεν πρέπει να
εγκαταλείψει εκείνη την άλλη τέχνη που είναι τόσο σημαντική, τόσο απαιτητική κι
όμως, τόσο γόνιμη –την τέχνη του ζειν; Ας μην αποκαλούμε τον Επίκουρο αμαθή
αλλά ανοήτους εκείνους τους ανθρώπους που πιστεύουν πως πρέπει να συνεχίζουν μέχρι
τα γεράματα τις σπουδές που θα ήταν ατιμωτικό γι’ αυτούς να μην τις έχουν
ακολουθήσει στη νεαρή τους ηλικία».
Κατά
δεύτερο λόγο, αν απομένουν για το Σοφό
μια σειρά από απαραίτητες σπουδές, αυτές από μόνες τους δεν συμποσούνται στη
σοφία. Απλά σε προετοιμάζουν, απομακρύνοντας τα εμπόδια για την κατάκτηση της
ευτυχίας. Αυτή είναι η αλήθεια της «Φυσικής» και της «Κανονικής» που
εξαρτάται από τη «Φυσική». Τα κείμενα είναι σαφέστατα σ’ αυτό το σημείο:
«Αν δεν βασανιζόμασταν από τις ανησυχίες μας για τα ουράνια
φαινόμενα, ή για το θάνατο, φοβούμενοι μήπως κατά κάποιο τρόπο μας αφορούν, και
επιπλέον από την ανικανότητά μας να συλλάβουμε τα όρια των ταλαιπωριών και των
επιθυμιών, δεν θα είχαμε ανάγκη τη μελέτη της φύσης (Κ. Δ. 11).
«Κάποιος που δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος
και ζει με το φόβο που προξενούν οι μύθοι, δεν μπορεί να απελευθερωθεί από το
φόβο για τα πιο ουσιαστικά ζητήματα. Είναι, λοιπόν, αδύνατον να απολαύσουμε τη
χαρά στην αγνή της μορφή χωρίς τη μελέτη της φύσης» (Κ. Δ. 12).
«Δεν ωφελεί να ασφαλιζόμαστε απέναντι στους ανθρώπους αν τα
πράγματα πάνω και κάτω από τη γη, και γενικά οτιδήποτε στο άπειρο σύμπαν,
παραμένουν για μας αντικείμενο φόβου» (Κ. Δ. 13).
«Πρώτα απ’ όλα ας καταλάβουμε πως η γνώση των ουράνιων
φαινομένων, κρινόμενη είτε σε σχέση με άλλες θεωρίες είτε από μόνη της, δεν
έχει άλλο στόχο από την ηρεμία του νου και μια ακλόνητη πεποίθηση· ακριβώς
αυτός είναι και ο σκοπός όλων των άλλων σπουδών» (Επιστ. Προς Πυθοκλή 85· πρβλ.
Επιστ. Προς Ηρόδοτο 78-82).
Μπορούμε
τώρα να καθορίσουμε σε τι επίπεδο η μελέτη της φύσης αποκαλείται στοιχείο της μακαριότητας:
«Επιπλέον πρέπει να ξέρουμε πως το έργο της φυσικής
επιστήμης είναι να μας οδηγήσει στην ακριβή γνώση των αιτίων των πιο
ουσιαστικών ζητημάτων, και ότι η ευτυχία μας εξαρτάται ακριβώς από αυτή τη
γνώση. Πρέπει να μάθουμε τι πραγματικά είναι τα ουράνια φαινόμενα και ό,τι
σχετίζεται μ’ αυτά, για να φτάσουμε στην ευτυχία» (Επιστ. Προς Ηρόδοτο 78).
Για να ανακεφαλαιώσουμε, η ευτυχία έγκειται στην ηρεμία του νου.
Οι πρωταρχικές προϋποθέσεις για την
πνευματική γαλήνη είναι ο περιορισμός των επιθυμιών –εξ’ ου και η
αποδέσμευση από τα πλούτη και τις τιμές- και
μια ακλόνητη αυτοπεποίθηση όσον αφορά τους θεούς, τον πόνο και το θάνατο.
Αυτή η αυτοπεποίθηση μπορεί να
επιτευχθεί μόνο με την ακριβή γνώση της φύσης. Η μελέτη της φύσης που απομακρύνει τις αιτίες του φόβου δεν έχει
παρά μόνο «προοδευτική» αξία. Σαν τέτοια, παρ, όλα αυτά, είναι απαραίτητη για την απόκτηση της ευτυχίας.
Αλλά, θα ρωτήσει κανείς, αν η μελέτη της
φύσης δεν αποτελεί την ουσία της ευτυχίας, σε τι συνίσταται η ευτυχία; Χωρίς
αμφιβολία η απουσία του πόνου και της ανησυχίας αποτελούν από μόνα τους
ευχαρίστηση, γιατί δεν υπάρχει ουδέτερη κατάσταση, σύμφωνα με τον Επίκουρο.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε, χωρίς να παίζουμε με τις λέξεις,
πως αυτή η αρνητική κατάσταση (α-πονία, α-ταραξία) προσδίδει κάποιο θετικό
περιεχόμενο στην ιδέα της μακαριότητας. Επιπλέον, η ίδια η διδασκαλία και το
παράδειγμα του Επίκουρου μας αναγκάζουν να ψάξουμε για κάτι παραπάνω. Η επιστολή στον Μενοικέα παροτρύνει νέους
και γέρους πάντα να διαλογίζονται. Στο φυσικό πόνο ο Σοφός παρηγορεί τον εαυτό
του με τη θύμηση της περασμένης ευτυχίας. Και μάλιστα, σ’ έναν αφορισμό του
(Επικ. Προσφ. 27), λέει:
«Σε πολλές άλλες
ασχολίες, ο καρπός των προσπαθειών έρχεται αφού ολοκληρωθούν οι προσπάθειες·
ενώ στη φιλοσοφία η χαρά συμβαδίζει
με τη γνώση. Γιατί η απόλαυση δεν έπεται της μάθησης, αλλά μάθηση και απόλαυση είναι ταυτόχρονες».
Οπότε η συζήτηση στρέφεται στην έννοια που
δίνουμε σ’ αυτήν την «άσκηση της σοφίας». Στις αντίπαλες σχολές, ιδιαίτερα του
Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, η φιλοσοφία συνεπάγεται μακροχρόνιες σπουδές, από
τη ρητορική μέχρι την επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των ουρανίων
σωμάτων. Όπως είδαμε, ο Επίκουρος, δεν σταμάτησε ποτέ να διακηρύσσει την
ματαιότητα αυτών των σπουδών. Είναι άχρηστες ως προς την τέχνην του ζειν. Και
πέρα απ’ αυτό, το να ακολουθείς είναι σαν να επιδιώκεις τον έπαινο του κοινού
ανθρώπου· προσδίδει κύρος το να περνάς σαν
ειδικός. «Ας αφήσουμε τους άλλους», ανταπαντά, «να μας επαινέσουν, αν θέλουν,
και να μας ακολουθήσουν· εμάς το μόνο που πρέπει να μας απασχολεί είναι η
θεραπεία της ψυχής μας» (Επικ. Προσφ. 64)[4].
Αυτό είναι το σημαντικό σημείο. Η σοφία σημαίνει πνευματική ζωή και η
άσκηση της σοφίας είναι η εξάσκηση αυτής της ζωής. Αλλά ο Επίκουρος ήταν πολύ Έλληνας για να
πιστεύει πως η γιατρειά της ψυχής μπορεί να επιτευχθεί στη μοναξιά. Ο άνθρωπος χρειάζεται γιατρό, πρέπει να νιώθει τη ζεστασιά της φιλίας
γύρω του· γι’ αυτό πρέπει να εδραιωθεί αυτή η
ιδανική συντροφικότητα του Δασκάλου με
τους μαθητές του. […] Τόσο τα
λεγόμενα του Σοφού για τη φιλία όσο και η συμπεριφορά του προς τους μαθητές του
δείχνουν πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος που παίζει η Επικούρεια Φιλία.
Ας
ξεκινήσουμε μελετώντας τα ακόλουθα κείμενα:
1. «Ο ευγενής αφοσιώνεται στη σοφία και στη φιλία· απ’ αυτές, η
μια είναι θνητό αγαθό, η άλλη αθάνατο» (Επικ. Προσφ. 78).
2. «Απ’ όλα τα πράγματα που μας προσφέρει η σοφία για να γίνει
η ζωή μας ολοκληρωτικά ευτυχισμένη, το πιο σημαντικό είναι η φιλία» (Κύρια Δόξα
27).
3. «Η φιλία χορεύει ολόγυρα από την οικουμένη καλώντας μας να
ξυπνήσουμε για χάρη της ευτυχίας» (Επικ. Προσφ. 52).
4. «Κάθε φιλία είναι από μόνη της αρετή, παρ’ όλο που έχει τις
ρίζες της στην ανάγκη για βοήθεια» [Επικ. Προσφ. 23 – πρβλ. Διογ. Λαέρτιο I 20: «Οι ανάγκες της ζωής γεννούν τη φιλία· οπωσδήποτε
κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή (όπως ρίχνουμε το σπόρο στη γη). Αλλά η φιλία
δι8αμορφώνεται και συντηρείται με τη συντροφικότητα στην απόλαυση των ηδονών
της ζωής»].
5. Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι τόσο η βοήθεια που μας
δίνουν οι φίλοι μας όσο η πίστη μας σ’ αυτή τη βοήθεια» (Επικ. Προσφ. 34).
6. «Ούτε ο άνθρωπος που κοιτάζει πάντα το δικό του συμφέρον
είναι φίλος ούτε ο άνθρωπος που δεν συνδέει ποτέ το συμφέρον με τη φιλία· γιατί
ο πρώτος κάνει χάρες για να επωφεληθεί απ’ αυτές, ενώ ο δεύτερος ξεριζώνει κάθε
ελπίδα για το μέλλον» (Επικ. Προσφ. 39).
7. «Η ίδια πεποίθηση που μας καθησυχάζει ότι κανένα κακό δεν
μπορεί να κρατήσει για πάντα ή για πολύ καιρό, μας βοηθάει επίσης να
αντιληφθούμε πως η ακλόνητη αντοχή της φιλίας έγκειται ειδικά σ’ αυτόν τον περιορισμό
των κακών στη ζωή μας» (Κύρια Δόξα 28).
8. «Τόσο η μεγάλη βιασύνη όσο και η διστακτικότητα στη
δημιουργία μιας φιλίας είναι εξίσου κατακριτέες· όμως για χάρη της φιλίας θα
πρέπει να ’μαστε διατεθειμένοι ακόμα και
κινδύνους να διατρέξουμε» (Επικ. Προσφ. 28).
9. «Ο Σοφός υποφέρει περισσότερο όταν βλέπει τους φίλους του να
βασανίζονται παρά όταν βασανίζεται ο ίδιος» (Επικ. Προσφ. 56).
10. «Συμπάσχουμε με τους φίλους μας όχι με θρήνους αλλά
βοηθώντας τους» (Επικ. Προσφ. 66).
11. «Το να αντικρίζουμε τους κοντινούς μας συγγενείς είναι το
ωραιότερο πράγμα, όταν οι δεσμοί αίματος είναι και δεσμοί της καρδιάς ή όταν
μας ωθούν σε τέτοια σχέση» (Επικ. Προσφ. 61).
Από τα κείμενα αυτά, τα υπ’ αριθμ. 1-3
υπογραμμίζουν την αξία της φιλίας, τα 4-6 ορίζουν τη φύση της και τα 7-10 δείχνουν
πόσο δυνατή είναι η πραγματική φιλία και σε τι επίπεδα μπορεί να φτάσει.
Αλλά
αν τη πάρουμε συνολικά, ποια είναι η σημασία της Επικούρειας φιλίας; […] η
κατανόηση των αναγκών εκείνης της εποχής θα μας βοηθήσει να συμπεράνουμε την
πραγματική της φύση.
Το
τέλος του τέταρτου αιώνα ήταν μια εποχή μεγάλης ηθικής σύγχυσης. Από τη μια,
καθώς η πόλη είχε χάσει την ελεύθερη απόλαυση της ανεξαρτησίας της, η δομή του
Κράτους, για την οποία μπορούσε κανείς να πει πως είχε την ακαμψία Εκκλησίας,
είχε εξασθενίσει και δεν ήταν το ίδιο ικανή να υποστηρίξει το άτομο, να το
καθοδηγήσει ή να το εμψυχώσει σε περίπτωση ανάγκης. Επιπλέον, οι δεσμοί της
οικογένειας δεν ήταν το ίδιο ισχυροί στην Ελλάδα όσο τα προηγούμενα χρόνια. Από
την άλλη, η δομή του κράτους και της οικογένειας εξασθενούσαν σε μια περίοδο
που η ανάλυση των λεπτών διακρίσεων της σκέψης και του συναισθήματος, είχαν ήδη
φτάσει στα άκρα και είχαν οδηγήσει σε μια εκλεπτυσμένη πολιτισμική κατάσταση
που δεν μπορούσε παρά να κάνει τις συνειδήσεις πιο ευαίσθητες και πιο ανήσυχες.
[…] Σύντομα θα εμφανιζόταν η ανάγκη για ηθική καθοδήγηση· σύντομα ο Σοφός θα
ήταν ουσιαστικά ένας πνευματικός καθοδηγητής.
Ο
Επίκουρος είχε προετοιμαστεί ιδανικά γι’ αυτό το έργο. Κανείς δεν είχε υποφέρει
περισσότερο από τις πολιτικές αναταραχές της εποχής. Στην ηλικία των δεκαεννιά
χρόνων είχε διωχθεί από την πατρίδα του […] Αναγκάστηκε, χωρίς δάσκαλο, να
οικοδομήσει το δικό του φιλοσοφικό σύστημα. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν την ευτυχία, αυτή, όμως, η οικουμενική
επιδίωξη συνεχώς αναχαιτίζεται. Γιατί συνέβαινε αυτό; Μήπως γιατί, μέχρι
τότε, οι άνθρωποι είχαν σχηματίσει μια λαθεμένη ιδέα της ευτυχίας; Ο Επίκουρος έλυσε το πρόβλημα για τον εαυτό
του με τη θεωρία της αταραξίας· βρήκε
τη σωτηρία και, σαν συνέπεια, θέλησε να γίνει ο σωτήρας της ανθρωπότητας, και
ιδιαίτερα των νέων.
Οι
νέοι, πράγματι, συνέρρεαν γύρω του. […] Γνώριζε
πως μια από τις πιο βαθιές ανάγκες της εφηβείας είναι το να βρεις έναν
καθοδηγητή του οποίου ο λόγος και το παράδειγμα θα είναι νόμος· και πως δεν
υπάρχει μεγαλύτερη χαρά σ’ αυτήν την ηλικία από τον ενθουσιασμό για έναν
δάσκαλο. «Ο σεβασμός για τον Σοφό είναι μεγάλη ευλογία γι’ αυτούς που τον
νιώθουν» (Επικ. Προσφ. 32). […] Επιπλέον η ζωή που ζούσε, η σίγουρη αυθεντία
της θεωρίας του, και η ακλόνητη σταθερότητα του στα χτυπήματα της μοίρας έδινε
την εντύπωση πως ήταν κάτι παραπάνω από άνθρωπος: «Η ζωή του Επίκουρου,
συγκρινόμενη με τις ζωές των άλλων ανθρώπων, θα μπορούσε να θεωρηθεί μύθος·
τόση ηρεμία και αυτάρκεια είχε». (Επικ. Προσφ. 36). Έτσι μιλούσαν οι πρώτης
γενιάς μαθητές του.
Τρεις
αιώνες αργότερα, ο Λουκρήτιος επαναλαμβάνει τον έπαινο: «Ήταν θεός! Ναι,
Μέμμιε, μονάχα ένας θεός θα μπορούσε να ανακαλύψει πρώτος αυτόν τον τρόπο ζωής
που σήμερα ονομάζουμε Σοφία».
Βρισκόμαστε
τώρα σε πλεονεκτικότερη θέση για να κατανοήσουμε τη σημασία της φιλίας που
έδενε το Δάσκαλο με τους μαθητές του στη Σχολή και τους μαθητές μεταξύ τους.
Προστατευμένη από τον κόσμο και τα
χτυπήματα της Μοίρας, αυτή η μικρή ομάδα είχε την αίσθηση πως είχε βρει ένα λιμάνι.
Φώλιαζαν μαζί κάτω από την προστασία του Σοφού του οποίου τα λόγια
εκλαμβάνονταν σαν χρησμοί. Δεν χρειαζόταν πια να αμφιβάλουν ή να επανεξετάζουν
τα προβλήματά τους· ο Επίκουρος τους τα είχε λύσει άπαξ και δια παντός. Τους αρκούσε να πιστεύουν, να υπακούουν και να αγαπάνε ο
ένας τον άλλον· «Ω δρόμε ανοιχτέ, εύκολε και ίσιε» (Κικέρων, Περί Ορίων…). Καθώς δεν είχαν πια άλλη
φροντίδα πέρα από το να πασχίζουν να καταλαβαίνουν καλύτερα όσα έλεγε ο
Δάσκαλος, η φιλία δεν ήταν μονάχα, όπως σε άλλες σχολές, ένα ερέθισμα στη
διαδικασία της έρευνας· έγινε η πρωταρχική επιδίωξη των εκλεκτών. Ο καθένας
έπρεπε να συνεισφέρει για να δημιουργηθεί εκείνη η ατμόσφαιρα στην οποία οι
καρδιές θα άνθιζαν σαν λουλούδια. Το να είσαι ευτυχισμένος ήταν ζήτημα
πρωταρχικής σημασίας και η αμοιβαία αγάπη και εμπιστοσύνη με την οποία οι
μαθητές βασίζονταν ο ένας στον άλλο συνεισέφερε τα μέγιστα σ’ αυτήν την
ευτυχία.
Αναμφίβολα
ο Επικούρειος κύκλος δεν θα απέφυγε τα
λάθη που είναι κοινά στις κλίκες.
Θεωρούσαν τους εαυτούς του ανώτερους από τους υπόλοιπους ανθρώπους και
υπήρχε ένα πνεύμα κολακείας.[5]
Αλλά όλα δείχνουν πως η Επικούρεια Φιλία
παρέμεινε το κύριο θέλγητρο της Σχολής μέχρι και την εποχή της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας. […]
Ο Επικουρισμός ήταν περισσότερο ένα
πνεύμα παρά θεωρία, ένα πνεύμα ενσαρκωμένο στους στενά
δεμένους κύκλους των οποίων τα μέλη τηρούσαν ευσυνείδητα τα λόγια του Δασκάλου
και λάτρευαν τη φιλία. Σ’ έναν κόσμο
όπου η δομή της πόλης και της οικογένειας έτειναν να εξαφανιστούν, ο Επίκουρος
πέτυχε να δημιουργήσει μια καινούργια οικογένεια. Μπορούμε να είμαστε
σίγουροι πως σ’ αυτό το σημείο κρύβεται
το μυστικό της μακροχρόνιας γοητείας του.
FESTUGIERE
ANDRE-JEAN, Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ
ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ
[Εκδόσεις
ΘΥΡΑΘΕΝ, σελ. 63 – 95]
[1] Δ. Λαέρτιος, 10: Από
υπερβολική εύνοια προς τους ανθρώπους, ο Επίκουρος δεν καταπιάστηκε με την
πολιτική.
[2] Γι’ αυτή την περιφρόνηση
των τιμών και της δημόσιας προβολής, πρβλ. Κύριαι
Δόξαι 7 (ένδοξοι και περίβλεπτοι), Επικ.
Προσφ. 81 (η παρά τοις πολλοίς τιμή
και περίβλεψις).
[4] Πρβλ. Επιστολή προς Μενοικέα, 122. Επικ.
Προσφ. 54.
[5] Αφθάρτους και ισοθέους αποκαλούντες
αυτούς (Πλουτάρχου Ότι ουκ έστιν ηδέως
ζην κατ’ Επίκουρον 7).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου